Ο βίος του Αγίου Κοσμά

Ο βίος του Αγίου Κοσμά   Γράφει η Μαρία Μαμασούλα, Φιλόλογος, Θεολόγος, Δ/ρ Παιδαγωγικής

Σύντομη βιογραφία του Αγίου Κοσμά

1. Τα πρώτα χρόνια

Καταγωγή

         Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, επίσημα αναγνωρισμένος Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το 1961, γεννήθηκε στην Αιτωλία, στην επαρχία Αποκούρου, το 1714, όπως και ο ίδιος αναφέρει σε μία Διδαχή του: «Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήϊνος, η ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης την επαρχίαν, από το Απόκουρο». Απόκουρο την εποχή της Τουρκοκρατίας ονομάζονταν το Ανατολικό τμήμα της επαρχίας Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που υπάγονταν διοικητικά στη Ναύπακτο και εκκλησιαστικά στην Άρτα.

         Υπήρξαν πολλές γνώμες για τον τόπο της γέννησης του Κοσμά του Αιτωλού. Ο  βιογράφος  του γράφει: «Ούτος ο διδάσκαλος και κήρυξ του Θείου Ευαγγελίου Κοσμάς, ήτον από την Αιτωλίαν, από ένα μικρόν χωρίον ονομαζόμενον Μέγαν Δένδρον».

         Σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής, ο πατέρας του Αγίου γεννήθηκε στο Γραμμένο  της Ηπείρου. Ήλθε στο Απόκουρο, για να σωθεί από τις σφαγές και τις λεηλασίες των Τουρκαλβανών στην Ήπειρο. Εγκαταστάθηκε στον Ταξιάρχη και εκεί γεννήθηκε ο Χρύσανθος, που ήταν ο μεγαλύτερος γυιός. Η οικογένεια μετά ήλθε στο Μέγα Δένδρο, που εκείνο τον καιρό ήταν σπουδαίο κέντρο οικονομικό και πολιτιστικό. Εδώ γεννήθηκε ο δεύτερος γυιός, με το όνομα Κώνστας.

         Το όνομα του πατέρα ήταν Δημήτριος, «ήταν υφαντής και με το επάγγελμά του και τη φρονιμάδα του συντηρούσε τη φαμελιά του». Ο Πατροκοσμάς, πριν ντυθεί το ράσο, ονομαζόταν Κώστας Δημητρίου ή Ανυφαντής, από το όνομα και το επάγγελμα του πατέρα του. Συνηθιζόταν σε πολλά μέρη, ιδίως σε χωριά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο γυιός να παίρνει ως επώνυμο το όνομα ή το επάγγελμα του πατέρα. Το επώνυμο Δημητρίου ήταν συνηθισμένο στο Γραμμένο της Ηπείρου, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας του Αγίου.

Πνευματική κατάρτιση του Αγίου

 Τα πρώτα γράμματα και οι σπουδές του

          Ο Κώνστας έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του. Κοντά στο μικρό και άσημο έως τότε χωριό του, υπήρχαν μοναστήρια ονομαστά, όπως της Αγίας Παρασκευής στη Μάνδρα, του Τιμίου Προδρόμου στη Δερβέκιστα, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Καταφύγιο, των Εισοδίων της Θεοτόκου στη Μυρτιά, της Παναγίας του Βλοχού κοντά στο Αγρίνιο, της Παναγίας της Φωτμού στην Τριχωνίδα και άλλα. Ίσως σε κάποιο απ’ αυτά ο Κώνστας έμαθε τα ‘‘ιερά’’ γράμματα, κοντά σε κληρικούς δασκάλους, που περιορίζονταν στην ανάγνωση, στη γραφή, στη λίγη αριθμητική, στην απομνημόνευση προσευχών και εκκλησιαστικών ύμνων.

     Ο Κώνστας από ηλικία οκτώ ετών και για μια δεκαετία, από το 1722 έως το 1732, μαθήτευσε κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος, που λειτουργούσε Σχολείο από τις αρχές του 18ου αιώνα, με διδασκάλους τον Ηλία και Γεράσιμο Λύτσικα. Το 1732 ο Κώνστας επανέρχεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του και μετά δύο χρόνια, το 1734, προσκαλείται στη Σχολή της Λομποτινάς, της Μεγάλης Ναυπακτίας. Διορίζεται από την κοινότητα της Λομποτινάς, της σημερινής Άνω Χώρας Ναυπακτίας, «ο εικοσαέτης ήδη λόγιος και σφριγών νεανίας Κώνστας ως υποδιδάσκαλος», ενώ συγχρόνως «διδάσκεται τα γραμματικά υποκάτω εις τον ιεροδιάκονον Ανανίαν τον καλούμενον Δερβισάνον».

      Στη συνέχεια συναντάμε τον Κώνστα στο Ελληνομουσείο των Βραγγιανών στα Άγραφα, που λειτουργούσε στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στη Γούβα. Ο Π. Βασιλείουαναφέρει ότι ο Κοσμάς στα Βραγγιανά πρέπει να πήγε γύρω στα 1737 ή 1738, για να συμπληρώσει τις σπουδές του, όταν αναδείχθηκε Σχολάρχης εκεί ο αδελφός του Χρύσανθος. Διδάσκαλός του ήταν ο ιστοριογράφος Θεοφάνης ο εκ Φουρνάς, μαθητής του Ευγενίου Γιαννούλη.

      Πολλά τα ενδιαφέροντα του Κώνστα στο περιβάλλον των Βραγγιανών. Εκτός των θεολογικών μαθημάτων πήρε και κάποιες ιατρικές γνώσεις πρακτικής ιατρικής, επιδέσεις τραυμάτων, παρασκευή αλοιφών, επικολλήσεις εμπλάστρων, βεντούζες, δίαιτες κ.λ.π. από μαθητές του ιατρού Αναστάσιου Γόρδιου και του Νικολάου Βελισδονίτη. Επίσης στη Σχολή των Βραγγιανών  συμπλήρωσε τις γνώσεις του στα Γραμματικά και Θεολογικά μαθήματα, στην Αριθμητική και Γεωμετρία.

      Κατά την μαρτυρία του Νικόδημου Αγιορείτη, ο Κώνστας «μετέβη εις εκείνο το σχολείον του Βατοπεδίου με άλλους εδικούς του συμμαθητάς, ουκ ολίγους». Ο Σάθας και ο Ζησίου, επίσης, αναφέρουν ότι «φλεγόμενος υπό έρωτος μαθήσεως μετέβη μετ’ άλλων Αιτωλών εις το Αγιώνυμον Όρος», για να συνεχίσει στην Αθωνιάδα ανώτερες σπουδές, «προς κτήσιν παιδείας υψηλής».

            Με τον ερχομό του Βούλγαρη στην Αθωνιάδα ο Κώνστας πιθανόν ξεκίνησε από το τμήμα των προχωρημένων. Το πιο πιθανό λοιπόν είναι να είχε διδάσκαλο στα Γραμματικά, όταν πρωτοπήγε στην Αθωνιάδα το 1749, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, και τον Παναγιώτη Παλαμά αργότερα, όταν παρακολουθούσε τον κατώτερο κύκλο των μαθημάτων, ενώ τον Ευγένιο Βούλγαρη στα Φιλοσοφικά και Θεωρητικά, όταν  παρακολούθησε τον ανώτερο κύκλο.

            Με τη διάλυση της Αθωνιάδας «ο καλός Κώνστας αναχωρήσας εκείθεν, επήγεν εις την ιεράν Μονήν του Φιλοθέου. Και εκεί πρώτον μεν εκουρεύθη μοναχός, και εις τους πόνους της μοναχικής ζωής  εχώρησε  προθυμώτατα. Μετά δε τούτο, της Μονής εχούσης χρείας εφημερίου, προτροπή σφοδροτέρα και δεήσει των Πατέρων, χειροτονείται και Ιερομόναχος», μας πληροφορεί ο βιογράφος του, και παίρνει το όνομα Κοσμάς,  με το οποίο τον γνώρισε ο Ελληνοχριστιανικός κόσμος.

      Οι γνώσεις του Κοσμά θα ολοκληρωθούν αργότερα με τα μαθήματα Ρητορικής, που θα πάρει από τον αδελφό του Χρύσανθο στην Πόλη, ο οποίος ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του Ν. Σούτσου, μεγάλου διερμηνέως του στόλου. Στην Πόλη από τον Χρύσανθο, όπως γράφει και ο βιογράφος του, ο Κοσμάς «διδάχτηκε και μερικήν τινα τέχνην ρητορικήν, δια να ομιλή τάχα με κάποιαν μέθοδον». Έτσι συμπεραίνουμε ότι ο Κοσμάς έφτασε στην Πόλη το 1760, επομένως στο Άγιο Όρος έμεινε τη δεκαετία 1750 – 1760.

  Απόστολος Χριστού

          Μαρτυρίες αυθεντικές για τη διαμονή και ζωή του Κοσμά του Αιτωλού στο Άγιο Όρος, δεν υπάρχουν. Ο ίδιος, πολλές φορές, στις Διδαχές του αναφέρει:«Αναχωρών από την πατρίδα μου προ πενήντα ετών, επεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας και χωρία, και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, και περισσότερον εκάθησα εις το ΄Αγιον Όρος, δεκαεπτά χρόνους, και έκλαιον δια τας αμαρτίας μου».

         Στο Όρος ο Κοσμάς προσεύχεται και συλλογίζεται. «Ήταν  μια  μυσταγωγία προετοιμασίας, η ακολουθία του όρθρου, η προεισαγωγή στη θεία λειτουργία που θα ακολουθούσε σε λίγο». Δεν ησυχάζει, θυμάται τους σκλαβωμένους αδελφούς του και θέλει να τους βοηθήσει: «Αλλά με όλον οπού είχε τόσον πόθον και ζήλος πολύς άναπτεν εις την ιεράν του καρδίαν δια την ωφέλειαν των πολλών, όμως πάλιν και συλλογιζόμενος πόσον είναι μέγα και δύσκολον το εγχείρημα του Αποστολικού κηρύγματος, ως ταπεινόφρων και μέτριος, δεν ετόλμησεν αφ’ εαυτού του να το επιχειρισθή, χωρίς να καταλάβη την θείαν βούλησιν·όθεν θέλοντας να δοκιμάση αν είναι τούτο θέλημα Θεού, ανοίγει την Θείαν Γραφήν και ω του θαύματος! ευρέθη ευθύς έμπροσθέν του το λόγιον του Αποστόλου οπού λέγει·«μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος»(Α΄ Κορ. ί, 24), ήγουν, ας μη ζητή τινάς μόνον το συμφέρον το εδικόν του, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του». Έτσι ο Κοσμάς «βλέπει πως την αποστολή του θα εκτελέσει καλλίτερα σαν κληρικός διδάσκοντας τους σκλάβους αδερφούς του … και παίρνει την μεγάλη απόφαση να γίνει ιεραπόστολος, ό,τι απόχτησε να το προσφέρει ολόψυχα στην κατακαημένη Ρωμιοσύνη». Η συνείδηση του χρέους έναντι των συνανθρώπων – συμπατριωτών του τον παρακινεί να δραστηριοποιηθεί, ενεργοποιώντας τις ικανότητες και δυνατότητές του για να αντιμετωπισθεί η θρησκευτική, ηθική, εθνική, κοινωνική και παιδευτική κατάσταση του υπόδουλου λαού. Και «με το σακκούλι και το δεκανίκι, με το ράσο του καλόγηρου, πήρε το στρατί, σκορπώντας την αγάπη του, την πίστη του και την αλήθεια του στο εξουθενωμένο Γένος, περιοδεύοντας χρόνους και χρόνους…».

      Ο Πατροκοσμάς είχε την αίσθηση ότι ήταν ένας Απόστολος Ιησού Χριστού. Ο θερμός και δυναμικός του λόγος, που δημιουργούσε κατάνυξη και μετάνοια στις ψυχές, η παρουσία του, που εμπνεόταν από το λόγο του Ευαγγελίου, τα θαύματα, που επιτελούσε, δείχνουν τον Άγιο, όντως «διάδοχον των Αποστόλων». Ο ίδιος, πολλές φορές, στις ομιλίες του θεωρούσε τον εαυτό του Απόστολο Χριστού τόσο ανάξιο, που δεν τολμά ούτε τα πόδια να τους φιλήσει, θυμίζοντας τη φράση του Αποστόλου Παύλου, «εγώ γάρ ειμι ελάχιστος των αποστόλων, ός ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος» (Α’ Κορινθίους ιε΄, 9).

2. Οι περιοδείες του Αγίου Κοσμά

 {gallery}fotos/foto_kosmasAitolos/dromoi_Agiou_Kosma{/gallery} 

         Μαρτυρίες για το πέρασμα και τις περιοδείες του Πατροκοσμά στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν πολλές. Στο πέρασμά του έστηνε σταυρούς. «Προέτρεπε τους κατοίκους των μερών εκείνων ίνα εμπηγνύωσι σταυρούς μεγάλους εις τα τέσσαρα άκρα των χωρίων αυτών εις ανάμνησιν του υπέρ ημών σταυρωθέντος».  Ένα πλήθος σταυροί στήθηκαν σ’ αμέτρητες περιοχές, όπως πλήθος ήταν και τα κηρύγματά του. Σε πολλές ορεινές περιοχές της Ηπείρου υπάρχουν και σήμερα τοπωνύμια με την ονομασία ‘‘Σταυρός’’, που, είτε βρίσκεται ένα ταπεινό προσκυνητάρι, που το έστησαν οι απλοϊκοί χωρικοί για να θυμίζει το πέρασμα του Αγίου, είτε είναι ο τόπος που κήρυξε και τοποθέτησε το δικό του σταυρό ο Πατροκοσμάς, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε φορά που μιλούσε. «Όπου έμελλε να σταθή να διδάξει πρώτον έλεγε, και εκατασκεύαζαν ένα Σταυρόν ξύλινον μεγάλον, και τον έσταιναν εκεί. Έπειτα ακουμβίζωντας επάνω εις το ξύλον του Σταυρού το σκαμνί…και εις αυτό αναβαίνωντας, εδίδασκε, και μετά την διδαχήν, το μεν σκαμνί το διέλυε, και το έπαιρνε μαζί του, όπου και αν επήγαινεν, ο δε Σταυρός έμενεν εκεί, εις ενθύμησιν του κηρύγματός του παντοτεινήν». Μάλιστα ο λαός με την απλοϊκή του πίστη θεωρούσε τους στημένους σταυρούς ευλογημένους για τον τόπο τους και πηγές δυνάμεως και θαυμάτων. «Εις εκείνους, λοιπόν, τους τόπους όπου ήσαν στημένοι οι σταυροί, ενήργει ο Θεός πολλά θαυμάσια»..  Γνωρίζοντας ο Πατροκοσμάς τη δύναμη του Σταυρού και την επίδρασή του στους υποδούλους, και θέλοντας να τους τονώσει το θρησκευτικό συναίσθημα έστηνε Σταυρούς στο διάβα του, μάρτυρες της παρουσίας του και του κηρύγματός του.

        Πιθανότατα προς το τέλος του 1760, μετά από αυτοσυγκέντρωση, περισυλλογή και περίσκεψη, εγκαταλείπει το Άγιο Όρος και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου παίρνει την άδεια και την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β΄ «του εκ Δελβίνου»  της Ηπείρου  και αρχίζει την ιεραποστολική του δράση, που θα σταματήσει με το θάνατό του το 1779. Αρχίζει την  πρώτη του περιοδεία από την Πόλη και κατεβαίνει  στην  ηπειρωτική  Ελλάδα. «Και πάλιν ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν. Και συμβουλευθείς με τον τότε πατριάρχην Σωφρόνιον και παρ’ αυτού λαβών νέαν άδειαν, και ευλογίαν, άρχισε να κηρύττει πάλιν τον λόγον του Ευαγγελίου με περισσοτέραν θερμότητα, και ζήλον». Αυτή τη φορά, αφού πέρασε Θράκη και Ανατολική Μακεδονία, συνεχίζει στα νησιά του Αιγαίου, τα ‘‘Δουκάνησα’’, περνά και μένει για λίγο καιρό στο Άγιο Όρος (1775), όπου κήρυξε σε σκήτες και μοναστήρια και κατεβαίνει στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τις περιοδείες του ο Κοσμάς κήρυξε σε 30 επαρχίες υπό δυσμενείς και σκληρές συνθήκες, στη Μακεδονία, Θεσσαλία, Αιτωλία, Ακαρνανία, Άρτα, Πρέβεζα, πέρασε στη Λευκάδα, στην Κεφαλληνία, στη Ζάκυνθο, στην Κέρκυρα, στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στη Β. Ήπειρο, όπου και έριξε όλο το βάρος της δράσης του. Εκεί τα προβλήματα ήταν μεγάλα, οι εξισλαμισμοί  πυκνοί και περισσότεροι από κάθε άλλο μέρος της υπόδουλης ελληνικής γης. Ο Παναγιώτης Αραβαντινός, γράφοντας τη ‘‘Χρονογραφία της Ηπείρου’’  σε χρόνους δύσκολους για τον Ελληνισμό της περιοχής, αναφέρει: «Ο Ιεραπόστολος Κοσμάς περιήρχετο διδάσκων και υποστηρίζων τον χριστιανισμόν εν ταις Ελληνικαίς χώραις, δια ζήλου απαραμίλλου, καμάτων ατρύτων και κινδύνων αδιαλείπτων».

          Όσο αφορά  τον αριθμό των περιοδειών του, οι γνώμες των μελετητών διχάζονται. Άλλοι μιλούν για τρεις και άλλοι για τέσσαρες περιοδείες. Σύμφωνα με το βιογράφο του, αν και το διάγραμμά του δεν είναι πλήρες, οι περιοδείες του Κοσμά πρέπει να είναι τέσσερες, από τις οποίες οι δύο έγιναν πριν τα Ορλωφικά (1770)και οι άλλες δύο ύστερα, κατά τη γνώμη του Α. Βακαλόπουλου. Αλλά, δεν ενδιαφέρει τόσο ο αριθμός των περιοδειών του, όσο το ότι διέτρεξε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο προσφέροντας μεγάλες υπηρεσίες στο σκλαβωμένο Ελληνισμό, όπως μαρτυρούν ‘‘Ενθυμήσεις’’ και ‘‘Σημειώματα’’ σε λειτουργικά βιβλία, Επιστολές δικές του και άλλων, τοπικές παραδόσεις, τοπωνύμια, τόποι που δίδαξε και έκτισε Σχολεία, προσκυνητάρια που έκτισε, έγγραφα και εκθέσεις κατασκόπων των Βενετών που υπάρχουν στα κρατικά αρχεία της Βενετίας, η μνήμη του, που υπάρχει ολοζώντανη στον απλό λαό, που τον πίστεψε από την αρχή ως Άγιο. «Ακόμα και σήμερα… οι άνθρωποι εκεί επάνω αναθυμούνται τον Κοσμά. Από πατέρα σε γιο κι’ από γιο σ’ εγγόνι, από γενιά σε γενιά, το πέρασμά του από τα άγρια και δύσβατα βουνά, έγινε θρύλος, παραμύθι και ζει στην ψυχή των απλών ανθρώπων. Ακόμα και σήμερα… Κι’ όταν μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο οι κάτοικοι σκόρπισαν, πολλοί άφησαν τα χωριά τους και τράβηξαν στις πόλεις για καλλίτερη τύχη, κουβάλησαν μαζί τους και το παραμύθι του Κοσμά, του καλόγερου διδάχου. Και τον αναθυμούνται και κει. Και το λένε και κει στα παιδιά τους και τα παιδιά τους στα δικά τους παιδιά. Και τοποθετούν και κει κάποια παλιά εικονίτσα του στο εικονοστάσι αντάμα με τους Αγίους. Και προσεύχονται και κει στον Άη Κοσμά ή του χτίζουν εκκλησιά, όπως ένας Ηπειρώτης αναμεσίς στην Νέα Ιωνία και στο Νέο Ηράκλειο, στην Αττική», γράφει ο Κώστας Σαρδελής.

         «Το κήρυγμα του Πατροκοσμά ήταν ένα εύστοχο κράμα χριστιανικού συναισθηματισμού και λαϊκής πρακτικότητας. Με έναν αυθορμητισμό, που θα επήγαζεν ασφαλώς από την βαθύτερη συναίσθηση της αποστολής του, ήξερε να παραμερίζει τα δευτερώτερα και ανεπίκαιρα, για να σημαδεύει κατάστηθα προς την ίδια την καυτερή ουσία των πραγμάτων, την ‘‘ρίζα’’, χωρίς ν’ απομακρυνθεί από την αυστηρή ή αδιάλλακτη δογματική της ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας, και έδινε στα κηρύγματα και στη δράση του έναν όλως προσωπικό τόνο, ένα ύφος και ήθος δικό του, πολλήν από την ίδια του την ψυχή».

         Ο ενθουσιασμός του λαού, όπου πήγαινε ήταν μεγάλος. Τον ακολουθούσαν από χωριό σε χωριό χιλιάδες και μαζί τους σαράντα με πενήντα ιερείς. Προτού πάει σε κάποιο μέρος προετοίμαζε τους κατοίκους με απεσταλμένους του να νηστέψουν και να βράσουν σιτάρι σε καζάνια, να ζυμώσουν ψωμιά, για να τα μοιράσουν στο λαό, που τον ακολουθούσε. Όταν έμπαινε στα χωριά και στις πόλεις χτυπούσαν χαρούμενα οι καμπάνες και έβγαιναν να τον προϋπαντήσουν ιερείς και κάτοικοι. Έφερε μαζί του πάντοτε δύο μανουάλια των εκατό κηρίων, το σκαμνί που ανέβαινε και άλλα πράγματα: Κεριά που μοίραζε στους ανθρώπους για να τα ανάψουν, σταυρούς και κομποσχοίνια για να προσεύχονται, χτένια για όσους ήθελαν να αφήσουν γένεια, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για τους άνδρες, μαντήλια για να φορούν στο κεφάλι τους οι γυναίκες, αφού τους κατάργησε τα χρυσά στολίδια, διάφορα θρησκευτικά βιβλία, τα οποία μοίραζε σ’ αυτούς που ήξεραν να διαβάζουν. Όλα αυτά τα αγόραζε με χρήματα που του πρόσφεραν οι πλούσιοι. Έπεισε τους πλούσιους και αγόρασαν, κατά τον βιογράφο του, πάνω από τέσσαρες χιλιάδες κολυμβήθρες προς δώδεκα γρόσια τη μία, για να έχουν τα χωριά, να βαπτίζονται τα παιδιά και να τους μνημονεύουν. Μοίρασε «υπέρ τας τεσσαράκοντα χιλιάδες» μπόλιες, μαντήλια στις γυναίκες και «κομπολόγια και σταυρούδια υπέρ τας πεντακοσίας χιλιάδας».

         Η παράδοση θέλει τον Κοσμά να ανεβαίνει στα απάτητα λημέρια των κλεφτών, να έχει ιδιαίτερες σχέσεις μ’ αυτούς, να επηρεάζεται και να επηρεάζει. Όμως, «ο Κοσμάς ως πιστός τηρητής της Γραφής δε μπορούσε να υπάρξει μέσα στην εθιμική παράδοση των κλεφτών. Το άγραφο πολεμικό δίκαιο των κλεφτών και η παθητική μορφή της διδασκαλίας του Κοσμά δεν συμβιβάζονταν ως κοινή στάση ζωής απέναντι στον κατακτητή», γράφει ο Μ. Γκιόλιας. Είναι απίθανο ο Κοσμάς να είχε μυστικές σχέσεις με τους κλέφτες και να συνωμοτούσε εναντίον των Τούρκων, ή να μύησε κλέφτες στην επαναστατική ιδέα, όπως τον Κατσαντώνη. Τοπικές παραδόσεις μνημονεύουν την εθνική δράση του κοντά στους κλέφτες των Αγράφων, του Ολύμπου και άλλων περιοχών, καθώς και τις σχέσεις του με αρματολούς. Οπωσδήποτε στα 19 χρόνια της δράσης του ήρθε σε επαφή με κλέφτες και αρματολούς, με μοναδικό σκοπό να βοηθήσει τις ψυχές τους, να κηρύξει το λόγο του Θεού, όχι όμως για να μυήσει στην ιδέα της μελλοντικής επανάστασης, ούτε για να μυηθεί.

Τα δένδρα του Πατροκοσμά

1. Περιοδείες του Πατροκοσμά στη Μακεδονία & στα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά

          Mετά τη μεγάλη απόφαση που πήρε ο Πατροκοσμάς να γίνει ο ιεραπόστολος του σκλαβωμένου γένους, πήγε στην Πόλη, πήρε την άδεια και την ευχή του Πατριάρχη και άρχισε την περιοδεία του. Περνάει πρώτα από τη Θράκη διδάσκοντας και νουθετώντας, μπαίνει στην Καβάλα και συνεχίζει την πορεία του προς το Άγιο Όρος, στη Μονή της μετανοίας του, τη Μονή Φιλοθέου. Πήρε την έγκριση και την άδεια από τη Μονή του και με πλοίο έφθασε στη Σκόπελο το 1763, όπου κήρυξε στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Μετά πέρασε στη Σκιάθο.

         Δεν είναι γνωστή με κάθε λεπτομέρεια η πορεία του Αγίου, ιδίως τα πρώτα χρόνια της δράσης του. Είναι όμως γνωστό ότι το 1775, μετά τη νέα άδεια από τον καινούργιο Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄, και την εντολή να περιηγηθεί τους τόπους που πήραν μέρος στην επανάσταση του Ορλώφ, και να τους καθησυχάσει, ο Άγιος πέρασε πρώτα από τα νησιά του Αιγαίου. Οι άνθρωποι εκεί ήταν τρομοκρατημένοι από τις πιέσεις των Ρώσων, την προπαγάνδα των Δυτικών και το φόβο για την αντεκδίκηση των Τούρκων, που σε λίγο θάπαιρναν πάλι τα νησιά. Όπως αναφέρει και ο βιογράφος του, «περιήλθεν όλα σχεδόν τα Δουκάνησα διδάξας τους χριστιανούς να μετανοούν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας». ‘‘Δουκάνησα’’ την εποχή εκείνη έλεγαν όλα τα νησιά του Αιγαίου και όχι μόνο τα Δωδεκάνησα. Ο Ι. Μενούνος γράφει ότι Δουκάνησα είναι οι Κυκλάδες στηριζόμενος στη φράση του Νικοδήμου Αγιορείτη, «επέρασεν εις τας Κυκλάδας νήσους, ήγουν εις τα Δουκάνησα».

         Ο Άγιος περιηγήθηκε τα νησιά Πάρο, Νάξο, όπου σύστησε ομόνοια και υποταγή στους Τούρκους και συνάντησε τον αδελφό του Χρύσανθο για τελευταία φορά, Μύκονο, Σέριφο, Μήλο. Ο Πατροκοσμάς δεν έμεινε πολύ στα νησιά. Βιαζόταν να φθάσει στους τόπους που είχαν πολλές ανάγκες, Μακεδονία και Ήπειρο. Με πλοίο πέρασε από τη Νάξο στο Άγιο Όρος. Εδώ διδάσκει στις σκήτες και στις Μονές, αλλά και ανεφοδιάζεται πνευματικά για τη συνέχιση του μεγάλου του έργου.

         Παράδοση, μαρτυρίες ιστορικές, ‘‘Ενθυμήσεις’’ και ‘‘Σημειώματα’’ σε εκκλησιαστικά βιβλία, αναφέρουν για το πέρασμα του Αγίου Κοσμά από τη Μακεδονία στα 1765, 1766, 1767, 1775, 1777, 1778. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Άγιος πέρασε από το Πράβι (Ελευθερούπολη) και τη Μεσορώπη, όπου δίδαξε από ένα πεζούλι. Ο τόπος εκείνος ονομάζεται και σήμερα ακόμη ‘‘του Κοσμά’’. Έφθασε στη Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε, αλλά δεν έμεινε πολύ.

         Ο Πατροκοσμάς μετά την έγκριση και την άδεια που πήρε από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ πέρασε και από τα χωριά της Χαλκιδικής. Αναφέρεται ότι πέρασε από τα χωριά Παλαιοχώρι, Νεοχώρι (Νοβοσέλο), Μεγάλη Παναγιά (Αρβενίκια). Ο σημαντικότερος σταθμός του ήταν η Αρναία (Λιαρίγκοβη). Δίδαξε στο χωριό και φεύγοντας οι κάτοικοι τον αποχαιρέτησαν στην είσοδο του χωριού. Ο Άγιος ευλόγησε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και είπε προφητικά: «Όλος ο ντουνιάς θα ταραχθεί, αλλά οι ποδιές του Χολομώντα (βουνό της Αρναίας) δε θα ταραχθούν». Ήταν το έτος 1775. Η περιοχή  ιδιαίτερα τιμούσε πάντα τον Άγιο και εκείνος δεν τους ξέχασε. Στις 23 Ιουλίου του 1943 παρουσιάστηκε στη Σουζάνα Τρικαλιώτη. Στον τόπο της εμφανίσεως του Αγίου η ευσεβής γυναίκα έκτισε ένα εικόνισμα και εκεί στις 24 Αυγούστου γιόρταζε τον Άγιο όλη η περιοχή. Εκεί υπάρχει και το δένδρο που βρέθηκε κρεμασμένη η εικόνα του Αγίου. Λίγο πιο πέρα κτίζεται το Μοναστήρι του Αγίου Κοσμά, όπου φυλάσσεται και μικρό τεμάχιο από το ματωμένο «κατασάρκιό» του, φερμένο από την Κέρκυρα.

           Κατευθύνεται προς τη Ανατολική Μακεδονία. Τον τραβούσαν τα βουνά και οι βουνίσιοι απλοί άνθρωποι. Έφθασε στη Βέροια τον Ιούλιο του 1775, όπως αναφέρεται σε ‘‘Ενθύμηση’’, όπου οι κάτοικοι ήταν Βλαχόφωνοι και δίγλωσσοι, προτιμώντας τα βλαχικά στην ιδιωτική τους ζωή. Συνέχισε στις βλαχόφωνες πόλεις Νάουσα, Έδεσσα (Βοδενά), Κοζάνη, Καισαριά και φθάνει στη Σιάτιστα.

       Ο Άγιος στη Σιάτιστα ήλθε πολλές φορές, γιατί η πόλη ήταν στο δρόμο του που κατέβαινε από τη Βόρειο Ήπειρο προς τη Δυτική Μακεδονία. Στη Σιάτιστα γνωρίζουμε ότι ήλθε τον Αύγουστο του 1775.  Στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, κάτω από το λόφο που βρίσκεται ο Ναός υπάρχει σήμερα το εικονοστάσι του Αγίου,  «ντουλάπι», όπως το λένε στην περιοχή. Ίσως εκεί ήταν συγκεντρωμένο το πλήθος για να ακούσει τη διδαχή του και η ευλάβεια των κατοίκων έστησε το εικονοστάσι. Ο Άγιος μίλησε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας.

          Το ύψωμα του Αι Λιά, έξω από το Ναό κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά, δέχτηκε τον Πατροκοσμά άλλη φορά. Στην εκκλησία του προφήτη Ηλία προσευχήθηκε ο Άγιος και στη συνέχεια, όπως το παραδίδει ο λαός από στόμα σε στόμα, μίλησε στα συγκεντρωμένα πλήθη κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά και προφήτεψε.

       Ο λαός της Σιάτιστας πιστεύει ότι ο Άγιος μίλησε και στο σημείο, που σήμερα βρίσκεται ο Ναός του. Ευσεβής κάτοικος της πόλης, ο Χρήστος Μ. Καραμπέρης, στην τοποθεσία Γκάμπαλια, έκτισε το 1983 το Ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Σ’ αυτό το σημείο, βλέποντας απέναντί του τα βουνά τόσο κοντά προφήτεψε.

       Ο Πατροκοσμάς ερχόμενος από τα χωριά της Εδέσσης και διασχίζοντας το Άσπιο όρος, έφθασε στηνΕράτυρα(Σέλιστα).Πρώτος του σταθμός το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, πάνω στο βουνό. Κατεβαίνοντας από το μοναστήρι στο δρόμο υπήρχαν εκκλησάκια και κελιά με ασκητές, όπου πέρασε και ευλόγησε. Σώζονται και σήμερα οι εκκλησίες που στάθηκε και ευλόγησε ο Άγιος. Η Παναγία, ο Άγιος Νικόλαος, οι Άγιοι Ανάργυροι.

       Κατεβαίνοντας στην πόλη μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος στο Ναό των Αγίων Αποστόλων,  όπου γινόταν γάμος. Στο τέλος η νοικοκυρά του κοντινού σπιτιού έβγαλε μία λεκάνη με νερό για να πλυθεί. Το νερό ευωδίαζε και το κράτησαν. Μ’ αυτό   ράντισαν αρρώστους και θεραπεύτηκαν. Η γυναίκα που έδωσε στον Άγιο το νερό για να πλυθεί ήταν η προγιαγιά της Θεοδώρας Σιζόπικου (1889 – 1967). Το θαύμα διηγήθηκε η εγγονή της, και αυτή Θεοδώρα, σα μια πολύτιμη παράδοσηκαι παρακαταθήκη της οικογένειας. Το ερειπωμένο σπίτι, απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, είναι και σήμερα ο σιωπηρός μάρτυρας αυτού του θαύματος.

         Ο Πατροκοσμάς συνεχίζοντας την περιοδεία του πέρασε από το Σισάνι και πήγε στο Μοναστήρι της Παναγίας. Εξάλλου σώζεται ακόμη στα χείλη των κατοίκων ο λόγος του «Καλότυχοι, που είστε στον κόρφο της Παναγίας».

       Ψηλά, πάνω από το χωριό Δρυόβουνο, στην κορυφή του όρους Σάντοβου, που είναι συνέχεια του Ασκίου όρους και σε υψόμετρο 1050 μέτρα, βρίσκεται το ονομαστό Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στα 1592.. Το μοναστήρι έχει συνδεθεί πολύ με το μεγάλο Εθναπόστολο, Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Στην είσοδο της Μονής η ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου φανερώνει τη σχέση του με τον τόπο. Ο Άγιος Κοσμάς επισκέφθηκε το μοναστήρι το καλοκαίρι του 1779 και αφού κήρυξε το θείο λόγο, επιδόθηκε στην περιποίηση των πατέρων της αδελφότητας, που λόγω κάποιας επιδημίας ήταν ασθενείς. Αφού έφερε νερό από διπλανή πηγή, τέλεσε αγιασμό και έδωσε στους  πατέρες να πιουν. Εκείνοι μόλις το ήπιαν έγιναν αμέσως καλά. Έκτοτε το νερό αυτό, που βοήθησε και πολλούς άλλους ανθρώπους στο πέρασμα των χρόνων, θεωρείται αγίασμα. Υπάρχει έως σήμερα και οι πιστοί πίνουν για ευλογία. Πριν κάποια χρόνια σταμάτησε να τρέχει το νερό της πηγής και μετά από παράκληση στον Άγιο Κοσμά, το νερό επανήλθε. Το νερό της πηγής μεταφέρθηκε μέσα στο χώρο της μονής. Προς τιμή του Αγίου Κοσμά έχει κτισθεί, πάνω από το χώρο του αγιάσματος καλαίσθητο παρεκκλήσιο.

         Στο μοναστήρι φυλάσσονται τα ιερά σκεύη, το Άγιο Δισκοπότηρο και το θυμιατήρι, που χρησιμοποίησε ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία που έκανε. Το μοναστήρι γιορτάζει τον Άγιο Κοσμά όπως και τη Μεταμόρφωση με πολλή λαμπρότητα μέσα στον ίδιο μήνα, τον Αύγουστο. Από την κορυφή του όρους Σάντοβου αγναντεύεις τον κάμπο του Βοϊου και αναφωνείς το: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου Κύριε…», του ψαλμωδού.

         Το πλούσιο χωριό Βλάστη συνδέεται στενά με τον Πατροκοσμά. Δεσπόζει σε λόφο, στο κέντρο του χωριού ο μεγαλοπρεπής Ναός του Αγίου Νικολάου με το καταπληκτικό τέμπλο, φερμένο από τη Μοσχόπολη μετά την καταστροφή της πόλης από τους Τουρκαλβανούς το 1752. Έξω από την εκκλησία η μαρμάρινη προτομή του Αγίου Κοσμά με την επιγραφή-σφραγίδα των δύο επισκέψεών του στο χωριό. «Πέρασε και δίδαξε στη Βλάστη τα έτη 1775 και 1777». Στον άλλο μεγαλοπρεπή ναό του χωριού, στον Άγιο Μάρκο, δεσπόζει στο προσκυνητάρι η εικόνα του Αγίου που θυμίζει και αυτή το διπλό πέρασμά του από τη Βλάστη. Έξω από το χωριό, ψηλά στο δρόμο προς την Πτολεμαϊδα υπάρχει ο δισυπόστατος ναϊσκος, που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Κοσμά και στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, για να θυμίζει το πέρασμα του Αγίου από εκείνα τα μέρη.

         Περνάει από τα βλαχοχώρια της Πίνδου και του Γράμμου, διδάσκει, στήνει σταυρούς, ιδρύει Σχολεία, βοηθά στην κατάργηση της βλαχικής γλώσσας. Τα χωριά Κλεισούρα και Βλαχοκλεισούρα, Βλάτσι, Βλαχολίβαδο, Βόστανη, Λαψίστα, Σέλτσα ή Σελίτσα υπερηφανεύονται και μιλούν για το πέρασμά του. Προχωρεί προς τα Σέρβια, την Ανασελίστα, όπου ιδρύει Σχολείο και φθάνει στην Καστοριά, την οποία επισκέπτεται δύο φορές, το 1775 και 1778. Διδάσκει στο νεκροταφείο του Αγίου Ανδρέα και συσταίνει Σχολείο. Ο Άγιος συνεχίζει την περιοδεία του στα χωριά της Καστοριάς. Μίλησε στη Ζαγορίτσανη. Από κει κοίταξε το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, το ευλόγησε και είπε: «Σ’ αυτόν τον τόπο θα σωθούν πολλές ψυχές».

         Πάνω από το χωριό Γέρμα (Λόσνιτσα) στο βουνό, στην τοποθεσία «Σταυρός» υπάρχει ο ναός του Πατροκοσμά, που έκτισε η αγάπη και η πίστη των κατοίκων στον Άγιο. Το 1760 βρέθηκε ο Άγιος στη Λόσνιτσα. Στην πέτρα που πάτησε και ανέβηκε πάνω στο άλογο για να πάει στο διπλανό χωριό, στη Βλάστη, έμεινε το αποτύπωμα του ποδιού του. Την πέτρα αυτή εντοίχισαν οι κάτοικοι στη Δυτική πλευρά του Ναού, δίπλα στην είσοδο. Ο Πατροκοσμάς στο χωριό δίδαξε, σύστησε σχολείο, προφήτεψε. «Το χωριό σας είναι στον κόρφο της Παναγίας», είπε στους κατοίκους. Πραγματικά, το χωριό βρίσκεται σε τοποθεσία που το προφυλάσσουν τα βουνά. Το πρώτο σχολείο που ιδρύθηκε στο χωριό έγινε με προτροπή του μεγάλου παιδαγωγού και είχε δάσκαλο ιερέα.

           Ανεβαίνει και διδάσκει στη Φλώρινα και στα διπλανά χωριά, Νεστόριο, Φλάμπουρο, Σιταριά. Στο Φλάμπουρο, έξω από το χωριό σε ύψωμα δεσπόζει ο Ναός του Αγίου Κοσμά. Στη Σιταριά από μακριά φαίνεται ο μεγάλος υψωμένος σταυρός δίπλα στο Ναό του Αγίου, σε ενθύμηση των ανθρώπων για το πέρασμα του Αγίου από τον τόπο.

          Έρχεται δύο φορές στα Γρεβενά, συναντά τον κλεφταρματωλό Τότσκα και του ζητά ησυχία, ιδρύει ελληνικό Σχολείο στην πόλη, στη συνοικία της Μητροπόλεως Γρεβενών. Ο Άγιος Κοσμάς πέρασε από το μοναστήρι της Ζάμπορδας, που βρίσκεται κοντά στα Γρεβενά. Για το πέρασμά του Αγίου από τα χωριά Κηπουρείο και Κρανιά σώζεται ‘‘Ενθύμηση’’, σε χειρόγραφο στη Μονή της Ζάμπορδας. Ξεχωριστή θέση έχει το χειρόγραφο ‘‘Σημείωμα’’ της Μονής Νικάνορος της Ζάμπορδας, στην περιφέρεια Βεντζίων Γρεβενών, γιατί αναφέρεται στην εξωτερική εμφάνιση του Πατροκοσμά: «1776. Ενθύμιον. Τον καιρόν, οπού βγήκε ένας ασκητής θαυμαστός και άγιος άνθρωπος, και δίδαξε τον κόσμο και πολλούς έβαλε εις θεογνωσίαν και κανείς δεν τον εγνώριζε από τι μέρος και από τι τόπον και το όνομά του Κοσμάς, ολίγον κοντακινός και μελαγχρινός και τα γένια του μαύρα και δασειά».

         Στο Κηπουρείο (12 Απριλίου 1778) δίδαξε και σύστησε σχολείο. Μίλησε στο λόφο του χωριού, όπου βρίσκεται σήμερα ο Ναός του Αγίου Νικολάου. Στο προαύλιο του Ναού σώζεται η πέτρα, που κατά την παράδοση ανέβηκε και μίλησε ο Άγιος Κοσμάς.

          Στην Κρανιά ο Πατροκοσμάς προφήτεψε και οι γέροντες του χωριού θυμούνται τις προφητείες που σώθηκαν από στόμα σε στόμα. Στον τόπο που δίδαξε ήταν μια πηγή. Ο Άγιος είπε προφητικά: «Βλέπετε την πηγή; Εκεί θα γίνει μεγάλη εκκλησία». Έγινε η εκκλησία των Αγίων Πάντων. Εκεί κοντά ήταν και μια καρυδιά. «Βλέπετε την καρυδιά;», είπε πάλι. «Αν ξεραθεί η καρυδιά και στη θέση της βγει αχλαδιά το χωριό θα προοδέψει».

         Συνεχίζει την περιοδεία του στα Βλαχόφωνα χωριά των Βαλαάδων, χωριά που ζούσαν Έλληνες εξωμότες με χριστιανικά έθιμα, το Κουμπλάρι, Δοβράτοβο, Σούβουνο, Κρύβτζι, Τσούρχλι, Δεβρόνιστα, Βαντζικό, Τριβένι, Ντόβρανη, Κυρακαλή, Κάστρο, Βραβονίστα, Βριάσιον, Τσιράκι. Δίδαξε, ζήτησε την κατάργηση της βλαχικής γλώσσας και ίδρυσε Σχολεία στα χωριά Σμίξι, Βδέλλα, Περιβόλι, Ντόβρανη.

         Ανεβαίνοντας προς τη Σμίξη ο ταξιδιώτης συναντά στο δρόμο κάτω από το γέρο πεύκο, έναν απλό ξύλινο σταυρό και ένα απέριττο και φτωχικό εικόνισμα. Ο σταυρός έχει χαραγμένο επάνω του: «Εδώ ευλόγησε ο Πατροκοσμάς τη Σμίξη». Απλή επιγραφή με βαθιά σημασία και νόημα. Όπως λένε στο χωριό οι γεροντότεροι, έβαλε στο δένδρο το σταυρό, γύρισε προς το χωριό και είπε: «Εσείς καημένα σπήλαια (βουνά), πόσες ψυχούλες θα γλυτώσετε» και «όταν θ’ ανοίξει η Αυλώνα, χαρά στο Μακεδόνα». Και η άλλη προφητεία του Αγίου σημαντική: «Όταν θα πέσει ο σταυρός θα γίνει πόλεμος και θα γίνει ελληνικό». Μεγάλωσε ο πεύκος και έπεσε ο σταυρός το 1912, όταν ελευθερώθηκε η Ήπειρος και η Μακεδονία. Η τοποθεσία και σήμερα λέγεται «λα κρούτσι» (βλάχικη λέξη», που σημαίνει «στο σταυρό».

         Στο βάθος, ψηλά απλώνεται το χωριό, που ο Άγιος δίδαξε, νουθέτησε, επέβαλε με τον τρόπο του την ομιλία της ελληνικής γλώσσας. Στο καφενείο του χωριού οι λιγοστοί και «καλοκαιρινοί» μόνο κάτοικοι πρόθυμοι να σου διηγηθούν όλες τις ιστορίες και τις παραδόσεις που διατηρούνται ακόμη νωπές στο χωριό και αφορούν το πέρασμα του μεγάλου ιεραποστόλου, που σημάδεψε και το δικό τους τόπο. Στην πλατεία του χωριού, κατά την παράδοση, δίδαξε ο Πατροκοσμάς και μεταξύ των άλλων απαγόρευσε την ομιλία της βλαχικής γλώσσας.  Εκεί, στο Μεσοχώρι, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος εκτός της οικογένεια του αρχιτσέλιγκα, που κοίταζαν περίεργα από τα παράθυρα. Ο Άγιος ρώτησε ποιοι είναι, τους κοίταξε και άρχισε τη διδαχή του.  Ο αρχιτσέλιγκας αργότερα βρέθηκε στη φυλακή, στα Γιάννενα και η οικογένεια όλη ξεκληρίστηκε…

           Μίλησε και έβαλε σταυρό και σε άλλη τοποθεσία που λέγεται και σήμερα «λα κρούτσι», «στο σταυρό». Στο λόφο του χωριού, που σήμερα βρίσκεται ένα μεγάλο δένδρο. Στην εκκλησία του χωριού, στον Άγιο Νικόλαο, φυλασσόταν  ένας ξύλινος σταυρός, που οι κάτοικοι πιστεύουν ότι ήταν ο σταυρός που άφησε ο Άγιος. Σε πρόσφατη πυρκαγιά κάηκε ο Ναός και ο σταυρός του Αγίου.

         Στο Πολυνέρι ο Άγιος είχε προφητέψει ότι το χωριό δε θα πάθει κανένα κακό. «Το κακόν θα έλθει μέχρι το Σταυρόν και δεν θα μπορέσει να πάει κάτω. Μη φοβηθείτε. Μη φύγετε από τα σπίτια σας». Η προφητεία εκπληρώθηκε το 1940, όταν τα τμήματα των αλπινιστών Ιταλών έφθασαν μέχρι την τοποθεσία ‘‘Σταυρός’’, αλλά ίλη ιππικού τους κατέκοψε πριν προχωρήσουν.

          Προφήτευσε στο χωριό Ρατοσινίστα για το ‘‘ποθούμενο’’, λέγοντας ότι «αυτό θα γένη ρωμαίικο». Σήμερα η Ρατοσινίστα, το Τσιράκι και τα γύρω χωριά αποτελούν το Δήμο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

         Ο Άγιος πέρασε από το Τσιράκι,μίλησε στους κατοίκους και όταν ήλθε το βράδυ ζήτησε να κοιμηθεί στον πιο φτωχό του χωριού. «Εγώ είμαι ο πιο φτωχός», είπε ένας γύφτος. Ο Πατροκοσμάς φιλοξενήθηκε στο σπίτι του γύφτου και ζήτησε να του φτιάξει ένα σιδερένιο σταυρό. Το σταυρό αυτό ο Άγιος έστησε στον «τσέρο», έξω από το χωριό φεύγοντας και κει προφήτεψε:«Όταν θα πέσει ο κλώνος (που είναι στημένος ο Σταυρός), θα γίνει μεγάλο κακόν, που θα έλθει από το μέρος όπου θα δείξει ο κλώνος και όταν θα πέσει το δένδρο, θα γίνει ένα μεγαλύτερο κακό». Σύμφωνα με την προφορική παράδοση του χωριού, το 1940 έπεσε ο κλώνος με το Σταυρό προς το μέρος της Αλβανίας, απ’ όπου επιτέθηκαν οι Ιταλοί. Ολόκληρο το δένδρο έπεσε το 1947, όταν η περιοχή καταστράφηκε εντελώς κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου. Το 1950, όταν οι χωριανοί επέστρεψαν στο χωριό τους βρήκαν το σταυρό πεσμένο, χωμένο μέσα στις λάσπες. Κατασκεύασαν ένα προσκυνητάρι και τον έβαλαν μέσα. Σ’ αυτό το χώρο σήμερα υπάρχει ο Ναός του Αγίου Κοσμά (κτίστηκε το 1967), η προτομή του Αγίου, η στήλη με αντίγραφο του «σταυρού» του Αγίου και τρία δένδρα «τσέροι» από τις παραφυάδες του «τσέρου» του Αγίου Κοσμά. Ο αυθεντικός σιδερένιος σταυρός του Αγίου φυλάσσεται από τους κατοίκους του χωριού, ως ιερό κειμήλιο. Είναι ένας από τους τρεις αυθεντικούς σταυρούς του Πατροκοσμά που διασώθηκε.

         Το χωριό Κοσμάτι πήρε το όνομα από τον Άγιο Κοσμά, που ήταν ένα από τα χωριά της περιοχής που πήγε. Φεύγοντας από το χωριό οι γυναίκες ακολούθησαν τον Άγιο ζητώντας να τους πει κάτι ακόμη. Ο Άγιος γύρισε, κοίταξε το χωριό και είπε: «Καλό χωριό, καλός  κόσμος, αλλά θα το φάει η αρκούδα». Η προφητεία εκπληρώθηκε το 1943, όταν οι Γερμανοί σκότωσαν 30 νέους του χωριού. Οι κάτοικοι του χωριού αναφέρουν ότι ο Άγιος Κοσμάς φεύγοντας επάνω σ’ ένα δένδρο του λόφου απέναντι από το χωριό άφησε ένα σταυρό, που σωζόταν έως τελευταία.

         Σημαντικό το πέρασμα του Αγίου από τη Σαμαρίνα, Βλαχοχώρι, επάνω στην Πίνδο, 1350 υψόμετρο, τόπος ιδιαίτερα αγαπητός στον Άγιο. Φημισμένο το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, σταθμός και ξεκούραση στο πέρασμα του μεγάλου ιεραποστόλου. Εντυπωσιακός ο Ναός της Παναγίας κτισμένος γύρω στα 1816, με τοιχογραφίες της ίδιας εποχής. Στο βόρειο μέρος του Ναού, σε ένα στύλο δεσπόζει η μορφή του Πατροκοσμά. Ίσως είναι η πιο παλιά τοιχογραφία, που απεικονίζει τη μορφή και το μαρτύριο του Αγίου Κοσμά, πριν ακόμη αγιοποιηθεί, καταξιωμένος στις συνειδήσεις των απλοϊκών ανθρώπων που τον πίστεψαν.Στη θέση που δίδαξε ο Άγιος, σε ύψωμα, όταν ήλθε το 1775, υπάρχει σήμερα νεόκτιστος Ναός, αφιέρωμα κατοίκου του χωριού του Καντιώνια Αντωνίου. Στον τόπο που ήταν το πλήθος του κόσμουπου τον άκουγε, χαμηλότερα από το Ναό, υπάρχει στην αυλή των οικογενειών Αθανασίου και Εμμανουήλ Τσακνάκη, εικονοστάσι που το έκτισαν με ευλάβεια και σεβασμό τα δύο αδέλφια. Όταν το 1952 θέλησαν να κτίσουν τα σπίτια τους βρήκαν δύο πέτρες, κάτω από τις οποίες υπήρχε μια παλιά εικόνα του Αγίου. Εκεί έκτισαν το εικονοστάσι. Οι ηλικιωμένες γυναίκες του σπιτιού μίλησαν με σεμνή υπερηφάνεια για την τιμή που είχαν τον Άγιο τόσο κοντά τους. Εκεί, στην αυλή τους ακούστηκαν τα προφητικά του λόγια: «Να παρακαλείτε να είναι μέρα και όχι νύχτα, καλοκαίρι και όχι χειμώνας», όταν θα γίνει το κακό.

         Ο Πατροκοσμάς πέρασε από την Κατερίνη και τα γύρω χωριά. Το πέρασμά του μαρτυρούν οι Ναοί και τα προσκυνητάρια που κτίστηκαν στις μέρες μας, για να τιμήσουν τον Άγιο. Στην Κατερίνη υπάρχει μεγάλος Ναός αφιερωμένος στον Άγιο Κοσμά. Στο Λιτόχωρο, στην τοποθεσία «χοροστάσι» ή «πλάτανος», που ήταν τότε το κέντρο του χωριού μίλησε ο Άγιος Κοσμάς στους κατοίκους. Εκεί κοντά κτίστηκε το μικρό εκκλησάκι-εικόνισμα του Αγίου Κοσμά για να θυμίζει σε ντόπιους και ξένους το πέρασμά του από το χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου.

         Κατά την περιοδεία του στα χωριά των Πιερίων το 1764 ή 1765 πέρασε ο Άγιος από τη Ράχη και ξεκουράστηκε στη θέση που από τότε πήρε το όνομα «κούρασμα». Πηγαίνοντας ο Πατροκοσμάς για τις Καρυές συνάντησε στο δρόμο το βοσκό Γιάννη Κούρτη στενοχωρημένο, γιατί είχε χάσει τα γίδια του. «Επάνω στη φτελιά είναι τα γίδια σου», του είπε ο Άγιος Κοσμάς. Το περιστατικό διηγήθηκε με ιδιαίτερη συγκίνηση ο τρισέγγονος του βοσκού, και κείνος Ιωάννης Κούρτης.

         Στις Καρυές είναι η πηγή του Αγίου κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Σ’ αυτό το σημείο μίλησε ο Άγιος στους συγκεντρωμένους κατοίκους των Καρυών. Στην Άνω Μηλιά, στο προαύλιο της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, ήταν ένας από τους τόπους που μίλησε ο Άγιος στο χωριό. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται το πεύκο με το Σταυρό του Αγίου Κοσμά, θυμητάρι σημαντικό του περάσματος του Αγίου από την περιοχή, αλλά και την αγάπη του σ’ αυτή. Στο χώρο πρόσφατα η ευλάβεια των κατοίκων ανέγειρε τη μικρή, αλλά όμορφη εκκλησούλα του Αγίου.

2. Οι περιοδείες του Αγίου στη Θεσσαλία & στα χωριά του Ασπροποτάμου

          Hπρώτη φορά που ο Άγιος Κοσμάς πήγε στη Θεσσαλία ήταν το 1765. Κατεβαίνοντας από το Άγιο Όρος και μετά τα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά έφθασε στο Τρίκκερι και άρχισε την περιοδεία του στη Μαγνησία της Θεσσαλίας. Εκεί υπήρχαν πλούσια χωριά από τη βιοτεχνία των μαλλιών και τη γεωργία, όπως το Προμίρι, οι Μηλιαίς, ο Άγιος Λαυρέντιος, το Πορί, η Ρέτζιανη, η Ζαγορά, η Μακρυνίτσα, η Αγυιά, η Κουκουράβα. Στην περιοχή υπάρχει χειρόγραφο ‘‘Σημείωμα’’ για το πέρασμά του. Ο Άγιος περιηγήθηκε τα μέρη εκείνα περιορίζοντας την πολυτέλεια των γυναικών και μιλώντας για την Ορθόδοξη πίστη.

         Πήγε στο χωριό Άγιος Λαυρέντιος το 1780. Μίλησε στο Ναό του Αγίου Δημητρίου, στην πλατεία του χωριού, σ’ ένα πεζούλι, κάτω από ένα κυπαρίσσι. Φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου. Είναι γνωστό στην περιοχή το συμβάν με τη γυναίκα που έλειπε από τη σύναξη του Αγίου. Της παράγγειλε να μην κάνει αυτό που έχει στο νου της, γιατί θα πάθει μεγάλο κακό. Εκείνη δε συμμορφώθηκε με τη συμβουλή του Αγίου, έριξε το παιδί που περίμενε και ακολούθησαν πολλά δεινά στην ίδια και στην οικογένειά της. (Πληροφορία γραμμένη από τον Τσιρώνη Απόστολο, κάτοικο του χωριού Αγριά). Από την Αγυιά προχώρησε στα χωριά του Κίσαβου διδάσκοντας παντού και στήνοντας σταυρούς, ώσπου έφθασε στη Λάρισα.

         Στη Λάρισα, στα 1777 φανατικοί Τούρκοι αναφέρονται ως απόγονοι Ελλήνων εξωμοτών. Στην πόλη Τούρκοι και πλούσιοι Έλληνες γαιοκτήμονες δεν τον δέχτηκαν καλά. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι δεν του έδωσαν νερό να πιει από κάποιο πηγάδι. Ο Άγιος δεν έμεινε στην πόλη. Ήταν η πρώτη αντίδραση εναντίον της διδασκαλίας του. Συνέχισε την περιοδεία του στην ύπαιθρο που οι άνθρωποι τον καταλάβαιναν. Στο πέρασμά του έστηνε σταυρούς. Στο Βελεστίνο, και στον Τύρναβο, στα Φάρσαλα και στη Βερδικούσσα σώζονται ακόμη τα σημεία που στήθηκαν οι σταυροί του Αγίου. Πέρασε και δίδαξε στην Τσαρίτσανη, στους συνοικισμούς της Ελασσόνας Βαρόσι, Δομένικο, Δρυμό, στη Μονή της Παναγίας της Ολυμπιώτισσας. Ο π. Άνθιμος, μοναχός της μονής ήταν συμμαθητής του Αγίου Κοσμά στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους. Ο Πατροκοσμάς ήλθε, συνάντησε το συμμαθητή του και έμεινε στο μοναστήρι της Παναγίας. Στο χωριό Βαλανίδα προφήτευσε: «Καλό χωριό αυτό, αλλά θα διοικείται από ξένους»,

         Από τη Λάρισα προχώρησε στον Όλυμπο. Υπάρχει παράδοση ότι επικοινώνησε με τους κλεφταρματωλούς του Ολύμπου, τους μίλησε, τους εξομολόγησε, τους έλεγξε. Κήρυξε στα χωριά της περιοχής του Ολύμπου, στους απλούς ανθρώπους του βουνού και του κάμπου. Η Ραψάνη πλούσιο χωριό του Ολύμπου που τράβηξε την προσοχή του Αγίου Κοσμά. Αλλά και οι Ραψανιώτες τον τίμησαν και τον τιμούν. Ψηλά, στο τέρμα του σημερινού χωριού υψώνεται ακόμη ο γέρο πλάτανος, που στάθηκε και δίδαξε ο Άγιος το έτος 1765 που πέρασε από το χωριό. Λίγο πιο κάτω ο πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού έκτισε τη μικρή πανέμορφη εκκλησούλα. Στο εσωτερικό, τα αναμμένα κεριά μιλάνε για τις καθημερινές προσευχές των ανθρώπων του χωριού στον Άγιο. Στο εξωτερικό, η πέτρινη βρύση με την πέτρινη εικόνα του Αγίου καλεί κάθε διαβάτη να ξεδιψάσει το σώμα του και την ψυχή του «επί τας πηγάς των υδάτων».

         Στον Πυργετό δεσπόζει η μεγάλη νεόκτιστη εκκλησία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για να θυμίζει το πέρασμά του από κει. Ο Άγιος επισκέφθηκε την πλούσια ιστορική κοινότητα των Αμπελακίων. Κατά την παράδοση ανέβηκε σ’ ένα πλάτανο για να φαίνεται και να ακούγεται και από κει δίδαξε. Ο πλάτανος βρίσκεται έξω από το ναό του Αγίου Γεωργίου. Παρεκκλήσι του Αγίου Κοσμά υπάρχει στο Πνευματικό Κέντρο της Αγιάς, πίσω από το Ναό των Αγίων Αντωνίων  όπου ανάμεσα στους τοπικούς Αγίους δεσπόζει ο Άγιος Κοσμάς.Ο Άγιος Κοσμάς διδάσκοντας τους κατοίκους της Ρετσάνης (Μεταξοχώρι) προφήτευσε: «Αν ο βράχος ανοίξει και φυτρώσει ένα δένδρο θα δείτε καταπληκτικά πράγματα». Είναι άξιο θαυμασμού το σχίσιμο του βράχου και το δένδρο που έχει φυτρώσει. Σήμερα είναι ανοιχτός και ο κορμός του δένδρου.

         Ο Άγιος Κοσμάς πέρασε από τα χωριά της Καρδίτσας και των Αγράφων δίδαξε, προφήτεψε, έστησε σταυρούς και προσκυνητάρια. Συχνά στις διδαχές έλεγε: «Να προστατεύετε τα μεγάλα δένδρα». Στην περιοχή είναι γνωστά τα «υψωμένα δένδρα» και η παράδοση αναφέρει ότι τα καθιέρωσε ο Άγιος Κοσμάς. Διηγείται ο συνταξιούχος δάσκαλος κ. Πέτρος Βούλγαρης: «Τη Δευτέρα της Διακαικησίμου ιερείς, ψάλτες και λαός με εικόνες και εξαπτέρυγα πήγαιναν σε τοποθεσίες που υπήρχαν μεγάλα δένδρα. Με την αρίδα (τρυπάνι) οι εργάτες άνοιγαν μια τρύπα. Ο ιερέας τοποθετούσε «υψωμένο άρτο», τον σφράγιζε με κερί και έκλειναν πάλι την τρύπα. Το σημείο έθρεφε σιγά – σιγά. Το δένδρο ήταν πλέον «υψωμένο», ιερό. Στην περιοχή υπήρχαν πέντε με έξι «υψωμένα δένδρα». Σήμερα σώζονται μόνο δύο».

         Περιόδευσε και δίδαξε στους απόμακρους ορεινούς συνοικισμούς της Αργιθέας. Πέρασε από το Λεοντίτο και το Ανθηρό (Μπουκοβίτσα), από το μοναστήρι του Σέλτσοο και έφθασε στα Βραγγιανά Αργιθέας. Κοιμήθηκε με το συνοδό του στην καλύβα της Νάκαινας. Πήγε στο μοναστήρι του Σωτήρος και είπε προφητικά: «Οι άπιστοι θα κάνουν κακό στο μοναστήρι».  Το 1862 το μοναστήρι λεηλατήθηκε από τους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι σκότωσαν τον ηγούμενο και τους μοναχούς. Πέρασε από το συνοικισμό των Βραγγιανών, Ρόγγια και ευλόγησε τη στάνη του Γιώργου Τσιουραντάνη.

         Μίλησε στη Στεφανιάδα. Στην τοποθεσία Ραγάζια, ο τόπος ευωδιάζει από μια «πατλιά», πατουλιά, (θάμνος ή μικρό δένδρο που έχει αγκάθια). Κατά τη μαρτυρία των ντόπιων, όταν πέρασε ο Άγιος Κοσμάς κάθισε στη ρίζα της και ξεκουράστηκε στον ίσκιο της. Φεύγοντας την ευλόγησε και ακούμπησε με τη μαγκούρα του την «πατλιά». Από τότε το δένδρο, που υπάρχει και σήμερα, βγάζει λευκά άνθη και ευωδιάζει από τα μέσα Απριλίου έως τα μέσα Ιουνίου. Ευωδιάζει σαν λιβάνι και όσο άρρωστος κι αν είσαι θα αισθανθείς καλά, αφηγούνται οι ντόπιοι.

         «Ο φλογερός αυτός διδάχος και εθναπόστολος πέρασε από τα χωριά των Αγράφων γύρω στα 1770. Στο χωριό μας, Ελληνόκαστρο (Βούνιτσα), ο Άγιος, που ο απλός λαός του απέδιδε υπερφυσικές ιδιότητες φλιντούρ(ι)ξε  από το σπίτι του Νίκου Αναγνώστου και κόνεψε στην πλατεία του χωριού, όπου υπήρχε η γνωστή μας Αγία Τράπεζα. Λέγεται ακόμη ότι όταν ο Άγιος έσπασε το δεκανίκι του το χουχούτισε απλώς και το συγκόλλησε αμέσως. (Γιάννη Συντήλα, περιοδικό Θεσσαλονική Εστία 1979). Φιλοξενήθηκε στο σπίτι των Παπαδαίων, στον πέρα μαχαλά. Ο Παναγιώργης Φρύδας ύστερα από πολλά χρόνια, έδειχνε το μέρος στην αυλή του σπιτιού απ’ όπου έκανε στους χωριανούς το καυτό θρησκευτικό και εθνικό του κήρυγμα». (Χαρ. Κωλέττα «Ελληνόκαστρο (χώρα Βούνιστα) Καρδίτσας, Ιστοριογραφική Μελέτη, Θεσσαλονίκη 1987).

         Μικρός περικαλλής Ναός του Αγίου Κοσμά ανηγέρθη στην Κρυοπηγή από τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κρυοπηγής με συνδρομή όλων των κατοίκων του χωριού. «Το καλοκαίρι του 1760 πέρασε απ’ εδώ ο Κοσμάς (ο Παπλάκης) και κουρασμένος όπως ήταν από την πορεία και τη ζέστη του καλοκαιριού, κάθισε κάτω από τον ίσκιο φτελιά. Έρχονταν από τη Βούνιστα. Ο φτελιάς εκείνος αρκετά υψηλός και με παχύ κορμό… ένα μέρος του κορμού όρθιο, το θυμάμαι από το 1914 (θυμάται ο παπά Πέτρος Βούλγαρης, γεννημένος το 1867). Την ώρα που μίλαγε προς τους συγκεντρωμένους, λίγους χωρικούς, κάποια στιγμή, προφανώς προφητεύοντας, είπε: «Τώρα σε λίγο θα περάσει από δω ένα σκυλί, δε θα κουνηθείτε από τη θέση σας». Πέρασε αρκετή ώρα και αντί για σκυλί εμφανίστηκε ο τσαούσης (λοχίας) Αλής με δύναμη στρατιωτών. Ο Αλή πασάς αναζητούσε τον Πατροκοσμά να του εξηγήσει το όνειρο που είδε». Βάϊου Διαμαντόπουλου «Το χωριό μου, η Κρυοπηγή (Ζερέτσι) και τα λαογραφικά του», Τρίκαλα 1984.

         Έξω από το χωριό Οξυά (Σάμω), στη διασταύρωση του δρόμου Δυτικής Αργιθέας και Οξυάς, βρίσκεται η τοποθεσία «Ξυλινόσταυρος». Στη θέση αυτή βγήκαν οι χωριανοί και υποδέχτηκαν θερμά τον Άγιο Κοσμά. Αυτός τους δίδαξε, τους ευχαρίστησε για την υποδοχή και τους ευλόγησε. Εκεί σήμερα υπάρχει παμπάλαιο απλό εικονοστάσι, όπου σκέπτονται να υψώσουν μεγάλο ξύλινο σταυρό, ύψους 5  μέτρων προς τιμή του Αγίου. Απέναντι από τη θέση «Ξυλινόσταυρος» οι ευλαβείς χωρικοί ανέγειραν εξωκκλήσι προς τιμή του Αγίου και πανηγυρίζουν την 24η Αυγούστου.

         Πέρασε από το χωριό Δρακότρυπα (Σκλάταινα) ο Άγιος και δεν τον δέχτηκαν. Οι σημερινές κατολισθήσεις στην περιοχή κάνουν τους κατοίκους του χωριού να πιστεύουν ότι ο Άγιος αποδοκίμασε τον τόπο τους για την έλλειψη φιλοξενίας και αγάπης των προγόνων τους. (Μαρτυρία του 60χρονου ιεροδιδασκάλου π. Κων/νου Τόλια).

         Δύο φορές πέρασε από τα Τρίκαλα, στα 1766 και 1774. σήμερα δεσπόζει στην πόλη ο μεγαλοπρεπής Ναός του Αγίου Κοσμά, όπου φυλάσσεται το πουκάμισο του Αγίου που βρέθηκε στην Κρανιά Ασπροποτάμου. Στα Τρίκαλα ανήκαν η Καλαμπάκα, το Γαρδίκι, η χώρα του Ασπροποτάμου και μέρος των Χασίων. Στην περιοχή επικρατεί η βλαχική γλώσσα. Στην Καλαμπάκα περιόδευσε και δίδαξε το 1774. Υπάρχει ‘‘Ενθύμηση’’ για την περιοδεία, ενώ η Διδαχή της Καλαμπάκας σώζεται σε χειρόγραφο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στην Αύρα Καλαμπάκας μιλούν οι κάτοικοι και σήμερα για το πέρασμα του Αγίου. Διερχόμενος από το χωριό μάζεψε όλους τους κατοίκους και τους μίλησε. Στο τέλος κάποιος του πρόσφερε ένα αχλάδι. Ο Άγιος δεν το δέχτηκε και απεκάλυψε ότι ήταν κλεμμένο, πράγμα που ομολόγησε ντροπιασμένος ο χωρικός. Για χρόνια κυκλοφορούσαν χειρόγραφα με Διδαχές του Αγίου, αλλά σήμερα έχουν χαθεί. Όπως διατηρεί η παράδοση στο χωριό πολλές γυναίκες είχαν κεντήσει σταυρό στο μέτωπο, στις μαντήλες που φορούσαν, όπως συμβούλεψε ο Άγιος τις γυναίκες. Η θύμηση του περάσματος του μεγάλου ιεραποστόλου από το χωριό φθάνει έως σήμερα. Στις 24 Αυγούστου, ημέρα της γιορτής του, γίνεται πανηγυρική Θεία Λειτουργία στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου και μετά παραθέτουν τράπεζα σε όλο το εκκλησίασμα..

         Ιδιαίτερα απασχόλησαν τον Πατροκοσμά τα Βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου με την επικρατούσα βλαχική γλώσσα. Λέγεται, ότι για πρώτη φορά πάτησε το πόδι του το Ασπροποταμίτικο χώμα το καλοκαίρι του 1759. Βουνά άγρια, απάτητα, λαός ξεχασμένος χωρίς παιδεία και ελληνική γλώσσα. Το πρώτο, λοιπόν, έπρεπε να συστήσει Σχολεία. Η κήρυξη του Θείου λόγου έρχεται δεύτερο. Εξάλλου το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού εδώ επάνω στα βουνά το βρήκε πολύ έντονο. Έτσι ο Άγιος Κοσμάς άρχισε να συσταίνει ελληνικά Σχολεία και να ζητά την εγκατάλειψη της βλαχικής γλώσσας και την ομιλία της ελληνικής. Το έργο του συνεχίστηκε και στις άλλες γνωστές περιοδείες του Αγίου στα 1765, το Φεβρουάριο του 1777 και το Φεβρουάριο του 1778.

         Στο Νεραϊδοχώρι (Βετερνίκο), στο  κέντρο του χωριού, απέναντι από την πλατεία, το λιτό μνημείο με την επιγραφή θυμίζει στους ντόπιους και στους περαστικούς τη διδαχή του Πατροκοσμά: «Εδώ στάθηκε ο εθνομάρτυρας και ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός και μίλησε  στις 17/2/1777 στους συγκεντρωμένους (περίπου 3200) κατοίκους των χωριών Νεραϊδοχωρίου (τότε Βετερνίκο), Περτουλίου και Πύρρας».

         Στο χωριό Δροσοχώρι (Τυφλοσέλι) ένας γέρος θυμήθηκε την προφητεία του Αγίου: «Όσα φύλλα και χορτάρια τόσοι άνθρωποι θα περάσουν από δω». Στα χρόνια του Αγίου δεν υπήρχαν δρόμοι. Ο Άγιος περνούσε από βουνό σε βουνό. Σήμερα το χωριό το επισκέπτονται πολλοί.

        Στην Ελάτη (Τύρνα) ο Άγιος μίλησε κάτω από μια κρανιά. Οι κάτοικοι ευλαβούνταν την κρανιά του Αγίου, που ήταν στο χωράφι του Γεωργίου Καλαμαρά, ώσπου τα τελευταία χρόνια πέρασε ο δρόμος και την έκοψαν. Σήμερα, στην άκρη του δρόμου έχει φυτρώσει μια μικρή κρανιά και η οικογένεια Γ. Καλαμαρά τη θεωρεί ιερό κειμήλιο και ευλογία του Αγίου. Στο χωριό και σήμερα μιλούν για το πέρασμα του Πατροκοσμά και διηγούνται το εξής περιστατικό: «Όταν μιλούσε ο Άγιος στους χωρικούς δεν ήλθε στη σύναξη ένα κορίτσι, που ήταν έγκυος. Ο Άγιος την αναζήτησε και όταν ήλθε τη ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού και το έμβρυο απάντησε…». Κατά την παράδοση εδώ ο Άγιος συσταίνει σχολείο για να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα.

         Στη Δέση, κατά την παράδοση, ο Άγιος φιλοξενείται από τον Γιάννη Νταρίκο, στον οποίο χαρίζει ένα υποκάμισο. Στην πλατεία του χωριού μίλησε ο Άγιος. Οι κάτοικοι έστησαν το μνημείο για να θυμίζει το πέρασμα του Αγίου Κοσμά και τη μεγάλη σύναξη των ανθρώπων: «Από του ιερού τούτου βήματος εκήρυξε τον λόγον του Θεού ο ιερομάρτυς  και ισαπόστολος ΠΑΤΕΡ ΚΟΣΜΑΣ την 25η Μαίου 1778 ενώπιον συγκεντρώσεως 3700 ατόμων»

        Τα χωριά των Χασίων και το Γαρδίκι δέχονται την ευεργετική επίδραση των λόγων του Αγίου. Το Γαρδίκι, το πιο απόμακρο χωριό του Ασπροποτάμου, δέχτηκε την επίσκεψη του Πατροκοσμά. Πιθανόν η διδαχή έγινε στο χώρο της μεγάλης εκκλησίας, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Στο Γαρδίκι προφήτευσε για τον Αλή πασά.

Στην Αθαμανία (Μουτσιάρα) ζήτησε από τους κατοίκους να πάψουν να μιλούν τα κουτσοβλάχικα και να χρησιμοποιούν μόνο την ελληνική γλώσσα.

         Ο Άγιος πέρασε από τα χωριά Δολιανά, Πολυθέα (Δραγοβίστα), που δεν τον φιλοξένησαν. Τον δέχτηκαν και άκουσαν το κήρυγμά του τα χωριά Κρύα Βρύση (Βανακούλια), Αγία Παρασκευή (Τζούρτζια), Καλογριανή, Ανθούσα (Λεπενίτσα), Κατάφυτο (Κότυρα).

         Η Κρανιά Ασπροποτάμου αγάπησε τον Άγιο Κοσμά, τον φιλοξένησε και ευλογήθηκε ιδιαίτερα απ΄ αυτόν. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Καναβάρα. Εκεί άφησε και το πουκάμισό του ο Άγιος, που σήμερα φυλάσσεται στο Ναό του Αγίου Κοσμά στα Τρίκαλα. Έξω από το ναό της Αγίας Παρασκευής  υψώνεται η προτομή του Αγίου με την επιγραφή: «ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ 1714 – 1779 Ο ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΖΗΛΩΤΗΣ ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΠΟΝΗΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΡΓΑΤΗΣ». Από κει ψηλά ευλογεί και φυλάσσει το χωριό. Πάνω από το χωριό, στο βουνό, στο σημείο που σήμερα υψώνεται ο μεγάλος πέτρινος σταυρός, μίλησε ο Άγιος στους συγκεντρωμένους κατοίκους. Στη βάση του σταυρού υπάρχει η επιγραφή: «Ταξίαρχος, Αθανάσιος Κ. Γιαννίκας δαπάναις, φροντίδι και επίβλεψη του ύψωσεν ευλαβώς τον σταυρόν τούτον εν έτη σωτηρίω 1968, εις ανάμνησιν της διελεύσεως και κηρύξεως του ευαγγελικού λόγου, με τους κατοίκους του χωριού, από τον Άγιον και Διδάσκαλον του Γένους Κοσμά τον Αιτωλόν κατά τα έτη της Τουρκοκρατίας».

         Στο Φανάρι κήρυξε το θείο λόγο και οι Τούρκοι παραπονέθηκαν στο Μουφτή τους, ότι κατηγορεί το Κοράνι. Ο Μουφτής για να τον προστατεύσει, στέλνει στρατιώτες του να διαλύσουν το πλήθος των εξαγριωμένων Μωαμεθανών. Στα χωριά του Ασπροποτάμου οι παραδόσεις και η αγάπη για τον Πατροκοσμά φθάνουν ως τις μέρες μας.

         Συνεχίζει την περιοδεία και Διδαχή του στο Δεμενίκο, την Κατερίνη, την Ελασσόνα, τη Ραψάνη και τα υπόλοιπα χωριά των Χασίων, όπου έστησε πλήθος σταυρών. Σημαντικά χωριά που τον δέχτηκαν, ήταν η Ανάληψη και η Τσαρίτσανη.

3. Περιοδείες του Αγίου Κοσμά στην Ήπειρο

          Hμαρτυρική Ήπειρος με τα πολλά της προβλήματα ιδιαίτερα απασχόλησε τον Άγιο Κοσμά. Η παρουσία του εκεί προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Το κήρυγμά του μίλησε βαθειά στις καρδιές των Ηπειρωτών, τους ενέπνευσε, τους συγκίνησε, τους άλλαξε τη ζωή. Στην Ήπειρο τον βρίσκουμε στα 1775, στα 1777 και πάλι στα 1778 και 1779.

      Για τα κηρύγματα του Αγίου Κοσμά στην περιοχή της Άρτας, στα Τζουμέρκα και στο Ραδοβίζι υπάρχουν προφορικές και γραπτές πληροφορίες. Περνάει και διδάσκει από τα χωριά Νιοχώρι, Νιοχωράκι, Συλλάδες, Κομπότι, Κρανιά, Λέλοβα, Ποδογόρα, Νάσσαρη, Ρωγοί, Ραψαίοι, Ρουψίστα, Μύαρη, Βουργαρέλι, Ράμνια, Ρωμανού, Κουκουλίστα, Κοσοβίστα, Γκορίτζανα, Βροντό, Πράμαντα, Βούλιανα, Νίσσιστα, Πεστιανά, Λιμίτζικο.

         Το πέρασμα του Πατροκοσμά από την Άρτα και το Πέτα βρέθηκε γραμμένο σ’ ένα Ευαγγέλιο της Εκκλησίας του Πέτα με χρονολόγηση: «1777 Δεκεμβρίου 3 ήλθε ένας ιεροκήρυκας εις την Άρταν και έκαμε διδαχή…». Δίδαξε στις 11/1/1778 και τον παρακολούθησαν 14.000 άνθρωποι. Θέμα του ήταν η αργία της Κυριακής και η απαγόρευση του παζαριού αυτή τη μέρα. Γι’ αυτό το λόγο οι Εβραίοι «πλήρωσαν τον κατή» και τον έδιωξαν από την πόλη..

         Στους Χαλκιάδες (Φιλοθέη) ο Άγιος συνεχίζει το κήρυγμά του για την αργία της Κυριακής και τον παρακολουθούν 10000 άνθρωποι, κατά την ‘‘Ενθύμηση’’. Ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης κτίστηκε στα 1775. Όταν οι κάτοικοι σχεδίαζαν το ναό ο Άγιος βρισκόταν στο χωριό τους. Πήρε το μπαστούνι του και σχεδίασε έναν μεγαλύτερο ναό. «Τι να τον κάνουμε, τόσοι λίγοι που είμαστε», ρώτησαν οι κάτοικοι. Και ο Άγιος τους απάντησε: «θάρθει καιρός που δε θα σας χωράει». Πράγματι, το χωριό μεγάλωσε και αργότερα έκτισαν την εκκλησία της Παναγίας στις Καμάρες. Στους Χαλκιάδες ο Άγιος μίλησε πολλές φορές, αφού διώχτηκε από την Άρτα, λόγω της συκοφαντίας των Εβραίων. Κάποια φορά έμεινε πέντε μέρες, γιατί κλείστηκε από το χιόνι. Συνέχισε ο Άγιος την περιοδεία του στη Ράχη, όπου σήμερα υπάρχει ο κοιμητηριακός Ναός του Αγίου Κοσμά, έξω από το χωριό. Στους Κιρκιζάτες  ευλόγησε το χωριό που τον φιλοξένησε. Στο Νεοχώρι Άρτας υπάρχει ο Ναός του Αγίου Δημητρίου με τις εικόνες που διέσωσε από τα ορμητικά νερά του Αράχθου ο Πατροκοσμάς, φυλαγμένες με ευλάβεια από τους κατοίκους. Έξω από το χωριό κτίστηκε ο Ναός του Αγίου Κοσμά στην τοποθεσία που κάτοικοι του χωριού μαρτυρούν ότι είδαν τον Άγιο. Ανέβηκε στα χωριά των Τζουμέρκων και πέρασε από τα Πεστιανά, τους Κτιστάδες, τα Άγναντα, τους Μελισσουργούς.

.        Κήρυξε στην αυλή της εκκλησίας στα Θεοδώριανα, εξομολόγησε τους κατοίκους και αυτοί του χάρισαν δύο πρόβατα, τα οποία ο Άγιος χάρισε στην εκκλησία, για να πληρώνουν το δάσκαλο που τους έστειλε από το Ζαγόρι.

         Στο Αθαμάνιο (Λουψίστα),«λειψοί είστε και λειψοί θα μείνετε», είπε ο Άγιος στους κατοίκους του χωριού, που κοροϊδευτικά του έδωσαν γάλα από γαϊδούρι. Στο διπλανό χωριό Καψάλαυπάρχει ο ενοριακός Ναός του Αγίου Κοσμά στο μέρος που δίδαξε ο Άγιος και έστησε σταυρό. Πέρασε από το Βουλγαρέλι και προχώρησε στην Κυψέλη (Χόσεψη). Έξω από το χωριό υπάρχει η πέτρα με τον πέτρινο σταυρό, όπου ο Άγιος έκανε αγιασμό. Δίπλα, ο Ναός του Αγίου Κοσμά.

      Πέρασε από τους Μελισσουργούς, καλοκαίρι του 1779, έμεινε τρεις μέρες και δίδαξε στον Άγιο Νικόλαο. Στο Δυτικό μέρος του Ναού ανάμεσα στους άλλους Αγίους δεσπόζει και η μορφή του Αγίου Κοσμά. Κοντά στον Άγιο Νικόλαο σώζεται και σήμερα ερειπωμένο το σπίτι της οικογένειας Παππά, όπου η νοικοκυρά που φιλοξενούσε τον Άγιο έπλυνε το πουκάμισό του. Το «ρασονέρι» θεωρήθηκε αγίασμα για τους κατοίκους της περιοχής. Υπάρχουν τα τοπωνύμια ‘‘στο Σταυρό τ(ου) λάλησ(ε)’’ και ‘‘Σταυρός’’ όπου μίλησε και έστησε τους ξύλινους σταυρούς. Ανάμεσα στα βουνά ξεχωρίζει ο μικρός Ναός του Αγίου Κοσμά στην τοποθεσία «στο Σταυρό τ(ου) λάλησ(ε)».

         Στη Σγάρα (Κούμα) υπάρχει ο ενοριακός Ναός του Αγίου Κοσμά. Ο Άγιος πέρασε και από τη Σχωρέτσινα (Καταρράκτη). Πήγε στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης και μίλησε στους κατοίκους του χωριού, ανεβασμένος σε μια πέτρα, στην πλατεία. Μεταξύ των άλλων προφήτεψε: «Όταν θα χαθεί η πέτρα αυτή θα έλθει το τέλος του κόσμου». Κάποιος, ανεβασμένος σε μια κερασιά, ειρωνεύτηκε τον Άγιο που κήρυττε. Κάποια στιγμή έπεσε από την κερασιά και σκοτώθηκε, διηγούνται οι κάτοικοι με δέος.

         Οι κάτοικοι στο Τετράκωμο (Μύαρη)θυμούνταν πάντα το κήρυγμα του Πατροκοσμά για την αργία της Κυριακής και τηρούσαν με ευλάβεια την εντολή του. Τα ζωντανά τους τα έβγαζαν για βοσκή μετά τη Θεία Λειτουργία την Κυριακή.

       Ο Άγιος Κοσμάς πήγε στις Πηγές (Βρεστενίτσα) και πέρασε από το μοναστήρι του Σέλτσου. Εκεί προφήτευσε: «Μια μέρα ο τόπος αυτός θα γίνει αγνώριστος». Πράγματι, στο μέρος αυτό γίνεται το υδροηλεκτρικό «φράγμα της Συκιάς» και έχει αλλάξει όλη η περιοχή. Στη Βρεστενίτσα έκλεψαν τον Άγιο, άλλοι λένε για τα τσαρούχια του, άλλοι για ένα μανάρι (αρνί ή κατσίκι) που του χάρισαν.

Έξω από το χωριό, στο δρόμο που οδηγεί στην Καρδίτσα βρίσκεται το εικόνισμα του Αγίου Κοσμά. «Πέρασε από δω και του έκλεψαν τα τσαρούχια, όταν κάθισε να ξεκουραστεί», λέει η παράδοση στην περιοχή.

         Από τα βενετικά έγγραφα γνωρίζουμε το πέρασμα του Αγίου από την περιοχή της Πρέβεζας και των χωριών της Λούρο, Φλάμπουρο και Μαύρο Μαντήλι. Στο Μαύρο Μαντήλι κήρυξε στις 18 και 20 Απριλίου 1779, «έξη χιλιάδες άτομα τον είχαν παρακολουθήσει και τον άκουγαν». Εκεί τον επισκέπτεται ο κερκυραίος κόμης Μαμμωνάς, κατάσκοπος της Βενετίας, που έμεινε μαζί του τρεις μέρες, με στόχο να συγκεντρώσει πληροφορίες για τα σχέδια του «γνωστού καλόγερου Κοσμά», όπως τον αποκαλούσαν οι Βενετοί. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρει ο Έκτακτος Προβλεπτής της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) προς τον GiacomoNaniΓενικό Προβλεπτή Θαλάσσης, στην Κέρκυρα, στις 2 Μαίου 1779: «Τελευταίως ο καλόγηρος ούτος υπέβαλεν εις τους πολυάριθμους ακροατάς του – ενώ ευρίσκετο ακόμη εις Φλάμπουρα και Μαύρο Μαντήλι, απεχούσας δίωρον από τα της Πρεβέζης σύνορά μας – την πρότασιν περί ιδρύσεως σχολής όπου να διδάσκονται τα γράμματα εις τα παιδιά των πτωχών οικογενειών και τοσούτον ενθουσίασε με την ευγλωττίαν του το ακροατήριον, ώστε εντός βραχυτάτου διαστήματος κατώρθωσε να συλλέξη περί τας δέκα χιλιάδας γροσίων εις μετρητά, εις πράγματα και ασημικά, τα οποία έφερον μαζί των οι ακροαταί του, αμφοτέρων των φύλων». Ο κατάσκοπος Μαμμωνάς στην Έκθεσή του προς τον Έκτακτο Προβλεπτή της Λευκάδας, SebastianoMorosini, αφού περιγράψει το πώς τον δέχθηκε ο Πατροκοσμάς, συμπληρώνει: «Τα κηρύγματά του δεν έχουν άλλο θέμα ει μη να προτρέπουν τον λαόν εις το να ευεργετή τας εκκλησίας και να ιδρύη εις όλα τα χωριά σχολεία δια τα παιδιά, όπως έγινε με την Πρέβεζαν».

         Ο λαός της Πρέβεζας αγάπησε πολύ τον Άγιο. Τα κηρύγματά του έκαναν συνταρακτική εντύπωση, η ανάμνηση των Διδαχών του και η Επιστολή του, καθώς και οι διάφορες παραδόσεις για τον Άγιο στηρίζουν ακόμη τους κατοίκους της πόλης. Κάτω από τον περικαλλή Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου υπάρχει ο Ναός του Αγίου Κοσμά. Σημαντική είναι η  εικόνα του Αγίου στο τέμπλο. Αποκαλύφθηκε μετά τον καθαρισμό της εικόνας, που έγινε πριν μια πενταετία. Από το καθάρισμα βγήκε η επιζωγραφισμένη εικόνα του Αγίου Κοσμά και αποκαλύφθηκε από κάτω άλλη εικόνα, αυτή που βρίσκεται σήμερα στο τέμπλο. Κατά τους ειδικούς η εικόνα αυτή έχει ιστορηθεί είκοσι χρόνια μετά το μαρτύριο του Αγίου.

         Σημαντικό κειμήλιο είναι το τεμάχιο από το πουκάμισο του Αγίου στην αργυρή λειψανοθήκη. Φιλοξενήθηκε στην οικογένεια Μαμάτη, απέναντι από το Ναό του Αγίου Ιωάννου. Η νοικοκυρά κράτησε το πουκάμισο του Αγίου και του έδωσε καινούργιο. Το πουκάμισο για χρόνια έμεινε στην οικογένεια και βοηθούσε τους κατοίκους σε κάθε αρρώστια και δυσκολία, με αποτέλεσμα να απομείνει ένα μικρό τεμάχιο. Αυτό το μικρό τεμάχιο παρέλαβε η εκκλησιαστική επιτροπή του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου και διαφυλάττει με ασφάλεια, ως το πολυτιμότερο κειμήλιο της πόλης και της περιοχής. Τη μέρα της μνήμης του Αγίου εκτίθεται σε προσκύνηση και γίνεται λιτανεία στους δρόμους της πόλης.

         Στο Μιχαλίτζι η περιοχή είχε πάντα πολλά κουνούπια το καλοκαίρι. Κατά την παράδοση, ο Άγιος, όταν περιόδευε τα μέρη αυτά, κοιμήθηκε στη ραχούλα, έξω από το χωριό.  Στη «ραχούλα του Αγίου» δεν υπήρχαν από τότε κουνούπια και κει εύρισκαν ανάπαυση τη νύχτα οι βοσκοί της περιοχής, σεβόμενοι και ευχαριστώντας τον Άγιο Κοσμά.

         Στη Τσοβίστα προφήτευσε και στους Παππαδάταις ίδρυσε Σχολείο και έγραψε Επιστολή.  «Μας τίμησε ο Άγιος και τον τιμούμε», θα πει ο εκκλησιαστικός επίτροπος Βασίλειος Μπόκιας στους Παπαδάταις. Στην πλατεία του χωριού, έξω από το ναό της Αγίας Τριάδας, υπάρχει η προτομή του Αγίου. Σ’ αυτό το χώρο, κατά την παράδοση, υπήρχε το σχολείο που σύστησε ο Πατροκοσμάς. Το σχολείο του χωριού λειτουργούσε από κληροδότημα ευεργετών της Ηπείρου και από τα έσοδα των βακούφικων. Στο χωριό, στο σημείο που μίλησε ο Άγιος οι κάτοικοι έκτισαν Ναό και έγραψαν σε μαρμάρινη πλάκα απέξω, στον τοίχο του Ναού την Επιστολή που ο Άγιος έστειλε στο χωριό τους. Πριν κτιστεί ο Ναός στο σημείο αυτό υπήρχε εικόνισμα, «το θρονί».

          Άλλα χωριά που επισκέφτηκε ο Άγιος είναι ο Μήτικας, η Άνω και Κάτω Λούτζα, το Λιμπόχοβο, το Σέσοβο, η Καμαρίνα, το Κανάλι, η Καστροσυκιά, η Ρηνιάσσα, η Κορύτιανη. Εράνους για τη σύσταση Σχολείων έκανε στην Πρέβεζα, στο Λούρο, όπου ο Τούρκος πασάς έδωσε 50 γρόσια, στα Φλάμπουρα.

         Στο Σταυροχώρι (Γορίτζα) υπάρχει προσκυνητάρι σε αυλή σπιτιού, στον τόπο όπου μίλησε ο Άγιος το 1779 και έστησε σταυρό. Από το σταυρό του Πατροκοσμά το χωριό ονομάστηκε Σταυροχώρι. Στην Κυψέλη (Τουρκοπάλουκο) η εκκλησία του Αγίου Κοσμά είναι ο κεντρικός Ναός του χωριού, δίπλα στο σχολείο.

       Ο Άγιος Κοσμάς στον Μεσοπόταμο (Λυκούρεσι) μίλησε στην τοποθεσία, όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του. Συγκέντρωσε τους κατοίκους της γύρω περιοχής, έστησε το σταυρό, ανέβηκε σε μια πέτρα και δίδαξε. Φεύγοντας άφησε τον ξύλινο σταυρό, όπως έκανε πάντα. Ένας Τούρκος περιγέλασε το κήρυγμα και το σταυρό του Αγίου και, όπως αναφέρει η βιογραφία του Αγίου, γραμμένη από το μαθητή του Σάπφειρο Χριστοδουλίδη, πήρε τα ξύλα του σταυρού και έφτιαξε μ΄ αυτά το κρεβάτι του. Ο Τούρκος αρρώστησε βαριά, κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε να εξιλεωθεί, κτίζοντας στο σημείο εκείνο την πρώτη εκκλησία, στο όνομα του Αγίου Κοσμά. Εκεί που σήμερα είναι η Αγία Τράπεζα του Ναού βρισκόταν η πέτρα με το σταυρό του Αγίου. Το εκκλησάκι είναι παλιό, ανακαινίστηκε τελευταία, αλλά έχουν παραμείνει μέσα οι παλιές τοιχογραφίες.

       Στο χωριό Λούτσα (Παλιοφλάτι) οι άνθρωποι διηγούνται το πέρασμα του Αγίου Κοσμά και τα θαυμαστά σημάδια του. Πηγαίνοντας ο Άγιος από τη Λούτσα στο Κουκούλι πέρασε το βουνό Μαρμάρι. Σε κάποιο σημείο το έδαφος ήταν βαλτώδες. Κατά την παράδοση, υπάρχουν και σήμερα οι πατημασιές του ζώου του Αγίου στη λάσπη που έγινε πέτρωμα.

       Στο έρημο σήμερα Κουκούλι, έξω από το χωριό υπάρχει το εκκλησάκι της Παναγίας. Εκεί ο Άγιος δίδαξε στο πλήθος που τον ακολούθησε, καθισμένος στο βράχο, που είναι έξω από την εκκλησία. Οι κάτοικοι της περιοχής μιλάνε για το αποτύπωμα του σώματος και των ποδιών του Πατροκοσμά στο βράχο. Κάποιοι τον ειρωνεύτηκαν για κείνα που έλεγε και πρόσθεσε: «Από δω και κάτω δε θα βρέχει (δείχνοντας το χωριό), από δω και πάνω θα βρέχει». Πράγματι, η περιοχή εκεί είναι ξερότοπος.

         Έφθασε ο Πατροκοσμάς ως το Σούλι συσταίνοντας ησυχία και σύνεση στους αδούλωτους Σουλιώτες στη σύναξη του Αγίου Δονάτου, επιτιμώντας την υπερηφάνειά τους: «Σας λυπάμαι για την περηφάνεια, οπού έχετε», και τινάζοντας τα παπούτσια του, συνέχισε: «Το ποδάρι μου εδώ δεν θα ξαναπατήσει. Κι αν δεν αφήσετε αυτά τα πράγματα που κάνετε, την αυθαιρεσία και ληστεία, θα καταστραφήτε». Ύστερα, κοιτάζοντας τ’ άρματα πούχαν κρεμασμένα σ’ ένα δένδρο, είπε: «Σε κείνο το κλαρί, που κρεμάτε τα σπαθιά σας, θαρθεί μέρα που θα κρεμάσουν οι γύφτοι τα όργανά τους». Ευλόγησε τα βουνά του Σουλίου, λέγοντας: «Ευλογημένα βουνά θα σώσετε πολύ κόσμο». Πράγματι τα βουνά του Σουλίου έσωσαν πολύ κόσμο, γιατί τα χωριά του κάμπου καταστράφηκαν πολλές φορές από Τούρκους και Γερμανούς.

         Περιόδευσε και δίδαξε στα χωριά Ραδοβίσδι, Βλαχώρι, Νιοχώρι, Μηνίνα, Πετροβίτζα, Καρυότη, Δραγομή, Νικολίτζι, που είχαν δεχθεί εξισλαμισμούς κάτω από την πίεση του κατακτητή. Είναι γνωστές οι προφητείες και προρρήσεις του στα χωριά  Βοϊνίκου, Πώποβο, Κορίστιανη, Κουκουλιοί, Γλαβίτζα, Τσαγκάρι. Στο Κεράσοβο, στη Γλαβίτζα  και στο Τσαγκάρι σύστησε Σχολεία, και προέτρεψε τους κατοίκους να στήνουν σταυρούς «εις ανάμνησιν του υπέρ ημών σταυρωθέντος».

          Στην περιοχή της Θεσπρωτίας οι εξισλαμισμοί ήταν πολλοί και επί των ημερών του Πατροκοσμά. Ο εξισλαμισμός της περιοχής «κορυφώθηκε στη διάρκεια του ΙΗ΄ αιώνα λόγω των πυκνών επιχειρήσεων των τουρκικών στρατευμάτων εναντίον των κλεφταρματολών, καθώς και λόγω των συνεπειών του ρωσοτουρκικού πολέμου και της αποτυχίας του κινήματος του Ορλώφ». Ο Αραβαντινός γράφει: «Κατά την εποχήν ταύτην (1737) οι χριστιανοί της Χαονίας και Θεσπρωτίας ήρξαντο ελαττούσθαι επαισθητώς, ένεκεν της κατά καιρόν τουρκίσεώς των, γιγνομένης προς αποφυγήν των αδιαλείπτων κακουχιών, ας οι Οθωμανοί ενεποίουν εις τους χριστιανούς. Πολλά χωρία ηναγκάσθησαν, ίνα εναγκαλισθώσι τον Ισλαμισμόν», και ακολουθούν δεκάδες χωριών που εξισλαμίστηκαν.

         Ο Πατροκοσμάς οργώνει την περιοχή της Τσαμουριάς, Φιλιάτες, Παραμυθιά, Μαργαρίτι, αψηφώντας τα στοιχεία της φύσεως, το φοβερό κρύο και τα χιόνια της Ηπείρου. Δύο φορές έκανε περιοδείες σε πολλά χωριά του Θεσπρωτικού κάμπου. Έλληνες και Τούρκοι τον λατρεύουν, τον πιστεύουν, τον θεοποιούν.

         Στην Πάργα που βρισκόταν υπό Ενετική κυριαρχία, ο Άγιος πρωτοπήγε το 1776. Εδώ ξεκινούν οι ανησυχίες και αντιδράσεις των Βενετών για τον Έλληνα καλόγερο που ήλθε στην πόλη ακολουθούμενος από πλήθη λαού και μάλιστα πολλών οπλισμένων. Παρόλες τις αντιδράσεις των Βενετών, ο Πατροκοσμάς, όπως μαρτυρούν οι βενετικές πηγές, πρόλαβε να ολοκληρώσει έναν κύκλο κηρυγμάτων στην περιοχή, όπου έμεινε τουλάχιστον τρεις μέρες και ήλθε δύο ακόμη φορές στην Πάργα, μια στα 1778 και μια τον επόμενο χρόνο, 1779. Στα χωριά Αγυιά και Ράπιζα, έξω από την Πάργα ιδρύει Σχολεία.

         Στο Μαργαρίτι πέρασε πρώτη φορά το 1776, όπου τη διδασκαλία του παρακολούθησαν και Τούρκοι πασάδες. Ξαναπέρασε από το Μαργαρίτι και τα χωριά του, διδάσκοντας, νουθετώντας, συσταίνοντας Σχολεία, κάνοντας θαύματα, στήνοντας σταυρούς. Η περιοχή είχε στα αρνητικά της πολλές εξωμοσίες χωριών, τα οποία προσείλκυσαν τον Άγιο περισσότερο. Δίδαξε στους Ριζανιούς, στην Κορύτιανη, στην Σενίτζα, στη Σούλιαση, όπου μνημονεύεται και θαύμα. Στο Μαργαρίτι, στην είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου δεσπόζει και η εικόνα του Αγίου Κοσμά. Στην πλατεία του χωριού ο γέρο πλάτανος με το ταπεινό εικόνισμα, μαρτυρία του τόπου που δίδαξε ο Άγιος τον Απρίλιο του 1779.

         Στο Βράχο ο Άγιος φιλοξενήθηκε στο σπίτι της χήρας του Πάνου Κότσικα. Ήταν χειμώνας και της ζήτησε να του φτιάξει μια εσάρπα και να την έχει το άλλο πρωί. Στην αντίρρησή της ότι αυτό ήταν αδύνατο της είπε: «Εσύ δούλεψε». Η εσάρπα το πρωί ήταν έτοιμη. (Διήγηση των κατοίκων της περιοχής).  Στο Ελευθέρι οι κάτοικοι της περιοχής μιλούν με συγκίνησε για την ευωδιά του τόπου που βρίσκεται η εκκλησία και η πέτρα που κάθισε ο Άγιος.

         Την Παραμυθιά επισκέπτεται τρεις φορές. Εκεί στα 1776 «ανασύστησε το Σχολείο της πόλεως στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου νέο φυτώριο στελεχών». Η παράδοση διασώζει πολλά για την αγάπη και την πίστη Τούρκων αγάδων στον Άγιο Κοσμά. Από την Παραμυθιά στέλνει το γράμμα στον αδελφό του Χρύσανθο, κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του. Ώργωσε όλη την περιοχή, πέρασε από χωριό σε χωριό. Στο Ζάλογγο ίδρυσε Σχολείο και έστειλε Επιστολή.

         Στους Φιλιάτες πήγε δύο φορές, το 1775 και 1779. Κόσμος πολύς τον υποδέχεται και πρώτοι απ’ όλους οι Τούρκοι αγάδες. «Από τους Φιλιάτες οι πρώτοι αγάδες επήγαν δια να ιδούν τον Άγιον, και να ακούσουν τη διδαχή του και επειδή ήτον καλοκαίρι, εκοιμήθησαν έξω εις τον κάμπον, και προς τας πέντε ώρας της νυκτός είδον ένα φως ουράνιον, ωσάν σύγνεφον, όπου εσκέπαζε τον τόπον εκείνον όπου εκάθητο ο Άγιος, τον οποίον εδιηγούντο εις τους χριστιανούς. Όθεν το πρωί εζήτουν να τους δώση την ευχήν του ο Άγιος από την καρδίαν του, και όχι από τα χείλη του». Το χειμώνα του 1779 πέρασε τα Θεσπρωτικά χωριά Σούβλιαση, Γηρομέρι, Φοινίκη, Φανερωμένη, Τσαμαντά, Λειά, Βαβούρι.

         Στο Γηρομέρι παρακολούθησαν τη Διδαχή του 11000 άνθρωποι και δέχθηκε την επίσκεψη του κατασκόπου Μαμωνά. Ο Ν. Νίτσος καταχωρεί δύο πληροφορίες για τον Άγιο. «1777 Απριλίου 16. Ήρθε ένας Άγιος και δίδαχνε τον κόσμο. Και ως τόσος κόσμος εσυνάχθηκαν στο Γερομέρι χιλιάδες ια΄(11). Και δεν ηξέραμεν πούθε ήταν. Άλλοι έλεγαν πως είνε ο Προφήτης Ηλίας, άλλοι ο δίκαιος Ένώχ. Και τότες έκοψε την υπερηφάνεια του κόσμου. Έπαιραν το φέσι δια πέντε γρόσια και άλλες ανάγκες έκαναν και τα καρπάνια (;) εις τον Άγιον. Και το όνομά του τον επωνόμαζαν Κοσμάς Ιερομόναχος και τα πατρικά του ήταν από χώραν ήγουν από το Βραχώρι και η γενιά αυτού ήταν ανυφαντάδες. Μας τα είπε με το ίδιον του στόμα». Η ‘‘Ενθύμηση’’ είναι γραμμένη στο βιβλίο ‘‘Αμαρτωλών Σωτηρία’’, με κατεστραμμένο το φύλλο που έχει τη χρονολογία της εκδόσεως. Και από το ημερολόγιο του Παπά-Δημητρίου: «1779 Ιούνιος 5. Ήρθεν ο Άγιος Κοσμάς και εκήρυξε τον κόσμον όλον».

         Στη Φοινίκη υπάρχει το ‘‘κόνισμα του Αγιοκοσμά’’, στην Πλησιβίτζα σύστησε να μη μιλούν Αρβανίτικα, στη Λειά και στην Πόβλα έστησε σταυρό, στο Βαβούρι δίδαξε στην τοποθεσία ‘‘σιάδα του Χριστόφορου’’ και κοιμήθηκε στο σπίτι του Σαμαρά. Το πέρασμά του από τον Τσαμαντά μαρτυρούν η Διδαχή που έκανε, το Σχολείο που ίδρυσε, η Προφητεία του για το ‘‘ποθούμενο’’ και η ‘‘Ενθύμηση’’ που σώζεται και αναφέρεται στη δράση του. Είναι γνωστή επίσης η παρουσία του στην Κονίσπολη, στη Μουζάκα, στη Δόλιανη, στη Σαγειάδα, στο Λίμποβο, στην Κάργυανη.

         Επισκέπτεται την πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Γιάννενα, στα 1774 και 1779. Το πέρασμά του μνημονεύεται σε ‘‘Ενθύμηση’’, που είναι γραμμένη σε Ευαγγέλιο του Αγίου Νικολάου Κοπάνων.  Η τελευταία Διδαχή του Αγίου στην Περίβλεπτο, στις 4 Αυγούστου του 1779, αναφέρεται στην αργία της Κυριακής και τη μετάθεση των παζαριών των Εβραίων στο Σάββατο.

       Στο κέντρο της πόλης, στην Καλούτσιανη, κοντά στο τζαμί υπάρχει η οδός «Αγίου Κοσμά του Αιτωλού». Εκεί βρισκόταν το σπίτι, που φιλοξενούσε τον Άγιο, όταν πήγαινε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου. Σήμερα, ένα εικόνισμα στον τοίχο θυμίζει το πέρασμα του. Λίγο πιο πάνω, στη μικρή πλατεία ένα εικονοστάσι σταματά τους περαστικούς, που κάνουν το σταυρό τους κι ανάβουν το καντηλάκι του Αγίου.

         Στο Πέραμα οι κάτοικοι δεν φάνηκαν πρόθυμοι να τον ακούσουν. Στους Βατατάδες διδάσκει. Εκεί βρέθηκε ‘‘Μαρτύριον του Αγίου Κοσμά’’, γραμμένο από το μαθητή του παπά Γιάννη Λάμπρου. Περιοδεύει και κηρύττει στα χωριά των Κουρέντων Δολιανά, Νεγράδες, Ζαγόριανη, Ροδοτόπι, Άνω και Κάτω Λαψίστα, Τσερκοβίστα, Ζελίστα, Κουκουλιούς, Πογδόριανη, Σταυράκι, Ζέλοβα, Πόγδορα, Χόνικα, Κούρεντα, Τσέργιανη.

         Στην Ψήνα πήγε στα 1774 ή στα 1778-79. Δίδαξε και έμαθε στους χωρικούς το μπόλιασμα των δένδρων. Λέγεται ότι ο Άγιος έστειλε Επιστολή στους κατοίκους της Ψήνας για την ίδρυση σχολείου, η οποία αμφισβητείται και είναι μάλλον η Επιστολή προς τους κατοίκους της Μουζήνας. Εδώ έμαθε στους χωρικούς το μπόλιασμα των δένδρων. Δίδαξε κάτω από ένα πουρνάρι. Με συγκίνηση κάτοικος του χωριού διηγείται πώς ο ίδιος μικρό παιδί, σκαρφαλώνοντας στο δένδρο, ανακάλυψε τον μπηγμένο σταυρό του μεγάλου ιεραποστόλου στο γέρικο κορμό. Κάτω από το πουρνάρι υπάρχει το ταπεινό εικόνισμα του Αγίου, με το καντήλι, που με δέος διατηρεί πάντοτε αναμμένο η οικογένεια, που έχει την τιμή να τον φιλοξενεί στην αυλή της. Δίπλα, η μικρή εκκλησία του Αγίου Κοσμά, κτισμένη με την πίστη των ανθρώπων της Ψήνας. Πολλά τα θαύματα του Αγίου στο χωριό και μεγάλη η ευλάβεια των κατοίκων.

         Στο Λύγγο (Μοσπίνα) υπάρχει ταπεινό εικόνισμα στη θέση που ήταν η «γκορτσιά» και μίλησε ο Άγιος στους κατοίκους του χωριού. Στα Κούρεντα ο Άγιος δίδαξε στο «πουρνάρι του Σάτρα», που δε σώζεται. Στη Μονή Παναγίας Αγγελομάχου, που κτίστηκε το 1779 και αγιογραφήθηκε το 1810-12, υπάρχει τοιχογραφία του Αγίου με φωτοστέφανο, λίγα χρόνια μετά τον μαρτυρικό θάνατό του, και 150 χρόνια πριν αγιοποιηθεί επισήμως από την Εκκλησία.

         Στον Πολύγυρο ο Άγιος δίδαξε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, κάτω από το πουρνάρι και άφησε σταυρό, που δυστυχώς δε σώζεται. Στο Δεσποτικό (Κρετσούνιστα) στο κέντρο του χωριού, δίπλα στην εκκλησία σώζεται ο βράχος, πάνω στον οποίο ανέβηκε ο Άγιος και μίλησε στους κατοίκους. Στο βράχο υπάρχει η επιγραφή «Εδώ δίδαξε ο ισαπόστολος Κοσμάς Αιτωλός το 1775».

      Η Ζίτσα ήταν ο τόπος που τραβούσε πολύ τον Πατροκοσμά. «Τόσο αγάπησε τη μαγευτική Ζίτσα, ώστε όχι μόνο τα 1767 έμεινε για μικρό διάστημα, μα και κατόπιν εκεί διαχείμασε κατά τις περιοδείες του στην Ήπειρο τα 1776 και 1779». Η Ζίτσα «ήτο το προσφιλέστατον αυτού ενδιαίτημα και πολλάκις επεσκέφθη αυτήν και δεικνύονται ακόμη αι θέσεις, όπου ο λαός της Ζίτσης και των πέριξ χωρίων συνηθρίζοντο κατά τας μεγάλας εορτάς ν’ ακούση τα θεία λόγια… Καλόγηρος ων… ενδιέτριβεν ως επί το πλείστον εν ταις Μοναίς και μάλιστα την του Προφήτου Ηλιού ηγουμενεύοντος τότε του Ζαχαρίου ανδρός εγγραμμάτου, σεβαστού…». Εκεί, «παρά την Λούτσαν… εζωγράφισεν εκ του φυσικού ο χρωστήρ ανωνύμου Ηπειρώτου ζωγράφου μετά το πέρας της διδαχής του το 1767», τον Άγιο. Η εικόνα αυτή βρίσκεται ως σήμερα στο δεξιό προσκυνητάρι του ναού του Αγίου Νικολάου στη Ζίτσα, «στο μαχαλά Δασκαλειό», με την επιγραφική ένδειξη  «Άγιος Κοσμάς ο Νέος μάρτυρας».

      Στη Ζίτσα, όπως αναφέρει ο σχολάρχης Ξυλάντης  στον Κ. Φαλτάϊτς, υπήρχε ανωτέρα Ελληνική Σχολή στη Μονή του Προφήτη Ηλία.  Ο Άγιος Κοσμάς με τη Διδαχή του «παρώτρυνε το πλήθος εις τα γράμματα» και έτσι ιδρύθηκε το Διδασκαλείο, ιδίως με τις συνεισφορές των γυναικών. Υπάρχει η χειρόγραφη ‘‘Ενθύμηση’’ που αντέγραψε ο Σχολάρχης  της Ζίτσας Ξυλάντης από το περιθώριο ενός  παλιού ευαγγελίου που βρισκόταν στον Άγιο Νικόλαο Ζίτσας: «1778 τον καιρόν όπου εδιάβηκε ο Κοσμάς ο διδάχος και έβαλε τον κόσμο εις σε στράτα, τον εφώτισε το πνεύμα το Άγιον ως καθώς εφώτισε τους Αποστόλους».

       Στο κέντρο του χωριού Βήσσανη δίδαξε ο Αιτωλός Άγιος. Ζήτησε να ονομαστεί η εκκλησία του χωριού Άγιος Νικόλαος και η επιθυμία του εκπληρώθηκε. Κατά την παράδοση έβαλε τη γροθιά του σε δένδρο και είπε: «Αν κλείσει το βαθούλωμα θα γίνει πόλεμος». Το σημάδι του Αγίου έκλεισε το 1940. Το πρώτο σχολείο που έγινε στο χωριό ήταν το σχολείο του Αγίου Κοσμά.

         Περιοδεύει όλη την περιοχή της Τσαρακοβίστας, ιδρύει Σχολεία στο Κρυφοβό, στους Βαργιάδες, όπου στέλνει και Επιστολή το Μάρτιο του 1779. Ο ληστής Τότσκας, κατά την προτροπή του Αγίου, κτίζει μύλο στα Δερβιζανά και εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Αλποχώρι, μοίρασε δε σαράντα κολυμβήθρες στα γύρω χωριά για να βαπτίζονται τα παιδιά. Στο Αλποχώρι βρέθηκε εικόνα του Αγίου, «η καλύτερη και πιθανώς η πιστότερη προσωπογραφία του», κατά τον Δ. Ευαγγελίδη.

         Ο Άγιος Κοσμάς ήλθε στην Αρτοπούλα (Έλεζνα) στις 19 Σεπτεμβρίου 1776. Στη θέση ¨θρονί» που δίδαξε κτίστηκε πέτρινο εικόνισμα 1.30 επί 1.30 και είχε μέσα τον ξύλινο σταυρό που τοποθέτησε ο Άγιος. Στον πόλεμο του 1940 οι αντάρτες έκαψαν το οριζόντιο ξύλο του σταυρού. Σήμερα φυλάσσεται το κάθετο ξύλο του σταυρού. Στη θέση «θρονί» κτίστηκε ο ναός του Αγίου Κοσμά, που τιμάται ιδιαίτερα στο χωριό και τη γύρω περιοχή.

       Οι κάτοικοι στην Αρτοπούλα διηγούνται: «Ακολουθούσαν τον Άγιο 50 παπάδες και 2000 περίπου νομάτοι. Μαζεύτηκε όλο το χωριό για να ακούσει τον Άγιο. Ο κόσμος από το «θρονί» του Αγίου είχε φθάσει μέχρι πέρα στ΄ αλώνια και μέχρι το κουλούρι της εκκλησίας τ΄ Άη Γιώργη. Φεύγοντας από το χωριό ο Άγιος με την ακολουθία του προς τα Τύρια τον ακολούθησαν όλα τα ζώα του χωριού. Στο σταυροδρόμι ο Άγιος τα ευλόγησε και κείνα γύρισαν πίσω στο χωριό».

       Υπάρχει και μία άλλη παράδοση στο χωριό: Ο Πατροκοσμάς προφήτεψε δείχνοντας ένα μεγάλο δένδρο στον οικισμό Παναγία: «Θα είναι κόσμος πολύς μαζεμένος. Αν πάρει το δένδρο φωτιά από πάνω, χαρά σε σας, ενώ αν πάρει από κάτω αλλιά σε σας». Στο πανηγύρι της Παναγίας, όπου βρισκόταν πολλοί άνθρωποι έπεσε κεραυνός και το δένδρο κάηκε από πάνω…»

       Παράδοση γνωστή και σεβαστή στο χωριό Δερβίζιανα η προφητεία του Αγίου για τον πλάτανο, που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού: «Όταν ενωθεί η ανοιχτή κουφάλα του δένδρου θα γίνει μεγάλο κακό». Από το 2001 άρχισε να ενώνεται η κουφάλα. Πλησιάζει ο Γ΄ Παγκόσμιος πόλεμος; σκέπτονται οι κάτοικοι. Λίγο πιο πέρα, με τη ρίζα της στο βράχο, υπάρχει η μικρή ροδιά, αναμφισβήτητη απόδειξη της προφητείας του Αγίου: «Αν φυτρώσει από το βράχο οπωροφόρο δένδρο το χωριό θα προκόψει». Φύτρωσε η ροδιά.

         Το χωριό Λιγοψά φυλάει την πέτρα που κάθισε και μίλησε ο Πατροκοσμάς, διατηρεί την κρανιά και έκτισε το εικόνισμα για να θυμίζει το πέρασμά του. Στο Καλπάκιψηλά στο βουνό, στην τοποθεσία Βούνιστα ο τόπος πάντα μοσχοβολάει. Εκεί, κατά την παράδοση, στάθηκε και ξεκουράστηκε ο Άγιος. Στα Δολιανά,  στο κέντρο του χωριού «το πουρνάρι του Αγίου» με το εικόνισμα που υπάρχει η επιγραφή: «Σ’ αυτό το τόπο μίλησε ο Άγιος το 1776».

      Το Ζαγόρι, με τα 44 πανέμορφα χωριά του, το επισκέπτεται συχνά. Είναι βέβαιο  ότι πήγε στο Ζαγόρι στα 1778 και 1779. Ιδίως στο Ανατολικό Ζαγόρι οι κάτοικοι ήταν βλαχόφωνοι, η ελληνική γλώσσα είχε εντελώς εκτοπισθεί από τη βλαχική. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες ο Άγιος δίδαξε στα χωριά Άνω και Κάτω Σουδενά, στο Πάπιγκο, στη Δοβρά, στην Καλωτά, Μεσοβούνι, Μπάγια, Σκαμνέλι, Μανασή. Ίδρυσε Σχολεία στα χωριά Άνω Σουδενά, Αρτζίστα, Πάπιγκο, όπου έκανε και έρανο για την εξεύρεση πόρων, Μαναδένδρι, Καπέσοβο, Νεγάδες, Βωβούσα, Καλωτά, όπου επέπληξε τους κατοίκους που προτιμούσαν το γεφύρι από το Σχολείο.

         Στη Λεσινίτσα με την εκποίηση των χρυσαφικών και μεταξωτών των γυναικών βρέθηκαν τα μέσα για την ίδρυση Σχολής. Στο Φλαμπουράρι για τη σύσταση του Σχολείου κληροδοτεί εκ του στερήματος αυτού 200 γρόσια. Έμεινε στην οικογένεια Κάλιου στο Σκαμνέλι. Η παρουσία και οι αγώνες του Αγίου Κοσμά στο Ζαγόρι είχαν ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν τη βλαχική γλώσσα και να μιλούν μόνο την ελληνική. Στο Ζαγόρι συναντήθηκε με τον κλεφταρματωλό Τότσκα.

       Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για το πέρασμα του Αγίου από την Αρίστη (Αρτζίστα). Στο ναό της Παναγίας σώζεται μία παλαιά φορητή εικόνα του Αγίου. Στο γέρικο, σήμερα,  πουρνάρι έξω από τον Άγιο Αθανάσιο, ανέβηκε ο Άγιος όταν μίλησε σε πολύ κόσμο. «Θα ζωστεί ο τόπος με μια κλωστή» και «θα περπατάς ώρα για να συναντήσεις άνθρωπο», προφήτεψε στο χωριό.

       Ο Αιτωλός Άγιος στο Μεγάλο Πάπιγκο, έξω από τον Άγιο Βλάσιο, κάτω από την άγρια αχλαδιά (γκορτσιά) συνέστησε στους κατοίκους του χωριού να φτιάξουν σχολείο, για να μάθουν γράμματα τα παιδιά τους. Οι γυναίκες έδωσαν τα χρυσαφικά τους για τα σκοπό αυτό, όμως αργότερα με τα χρήματα αυτά έκτισαν την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

       Στο Γρεβενίτι στο μεσοχώρι, έξω από το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κάτω από τον πλάτανο συγκέντρωσε τους κατοίκους του χωριού και τους δίδαξε ο Άγιος. Πιο πάνω στάθηκε και προφήτεψε, αγναντεύοντας τα ψηλά βουνά. «Ευλογημένα βουνά, ψυχές που θα γλυτώσετε!». Το 1943 οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό και οι κάτοικοι σώθηκαν καταφεύγοντας στα βουνά. Και σήμερα στο Γρεβενίτι οι κάτοικοι, βλέποντας τα αμπέλια της περιοχής θυμούνται τον προφητικό του λόγο: «Μη πολλά αμπέλια, αδελφοί μου, γιατί θα πείτε κάτω στα παλιάμπελα και στ΄ αμπελοχώραφα». Σήμερα η περιοχή λέγεται «γιγλιμάρι», δηλ. αμπέλια μεγάλα. (Διηγείται με συγκίνηση ο συνταξιούχοςδασοφύλακας Χρήστος Ράπτης).

       Το μεγάλο βλαχοχώρι το Μέτσοβο με τα χωριά του τον δέχτηκε δύο, ίσως και τρεις φορές. Κήρυξε στο Μέτσοβο έξω από το Ναό της Αγίας Παρασκευής, σύστησε και έκτισαν πολυάριθμα εξωκκλήσια, έκανε έρανο, κατήργησε τη βλαχική γλώσσα. Στο Ανθοχώρι παρέμεινε τέσσαρες μέρες και κήρυξε στο νεκροταφείο του χωριού. Στο Μικρό Περιστέρι ζήτησε νερό και κάποιος τσέλιγκας του έδωσε να πιει σε χρυσό τάσι. Ο Άγιος διείδε ότι ήταν κλεμμένο. Περιόδευσε στα χωριά Βοτονόσι, Κουτζούφλοιανη, Μηλιά, Μαλακάσι, όπου ίδρυσε Σχολεία και επέβαλε την ελληνική γλώσσα.

          Στο Βοτονόσι, στην περιοχή Τρία Χάνια στάθηκε ο Άγιος και ευλόγησε τα βουνά δεξιά λέγοντας: «Ευλογημένα βουνά θα σώσετε πολλές ψυχές» και γυρίζοντας αριστερά Καταραμένα βουνά, θα χαθούν πολλές ψυχές». Και πράγματι, έτσι έγινε στον πόλεμο του 1940

       Ευρισκόμενος στο Μικρό Περιστέρι ο Άγιος ζήτησε νερό και ο άρχοντας του χωριού Ντούσης, φίλος του Αλή πασά, του πρόσφερε σε χρυσό τάσι.   Ο Πατροκοσμάς του αποκάλυψε ότι το τάσι ήταν κλεμμένο.    Στο χωριό κτίστηκεμεγάλος ενοριακός Ναός του Αγίου Κοσμά.

       Στο Ανθοχώρι ο Πατροκοσμάς έμεινε τρεις μέρες κοντά στα μνήματα και έτρωγε λαθύρια. Προφητικά είπε: «Θα σωθεί το χωριό σας, γιατί απέχει μια τουφεκιά δρόμο». Πράγματι, το χωριό δεν το πείραξε κανένας εχθρός. Στον τόπο που σήμερα βρίσκονται τα τρία εικονοστάσια μίλησε ο Άγιος κάτω από μια «γκορτσά», στην οποία άφησε το σταυρό, όπως συνήθως έκανε. Το δένδρο όμως σάπισε και ο σταυρός χάθηκε.

       Στη Μηλιά ο Άγιος επέβαλε την ομιλία της ελληνικής γλώσσας, γιατί οι κάτοικοι, όπως και στα άλλα χωριά του Μετσόβου, μιλούσαν βλάχικα.

      Η περιοδεία του συνεχίζεται στη διοίκηση Μαλακασίου, όπου δεν υπήρχαν Τούρκοι και οι Έλληνες σε κάποια χωριά είχαν πλουτίσει. Περιοδεύει και διδάσκει στην Κατσικά, Ραψίστα, όπου διανυκτερεύει πολλές φορές, στη Φράσταινα, Μουζακιούς, Λοζέτζι, Λεσιανά. Κορύτιανη, Καλέντζι, Άγναντα, Κράψι, Χρυσοβίτζα, Χουλιαράδες. «Ο Άγιος Κοσμάς, διήλθεν εκ Συρράκου και Καλαρριτών κατά το 1777» Στο Συρράκο υπήρχε Σχολείο, αλλά ο Άγιος έκανε έρανο και οι γυναίκες έδωσαν τα χρυσαφικά τους για την ίδρυση Σχολείων της περιοχής. Στους Καλαρρύτες, με την εκποίηση παντός περιττού των κατοίκων, ίδρυσε Σχολείο.

         Η περιοχή της Κόνιτσας είχε προβλήματα. Το 1760 εθελουσίως ασπάστηκαν τον Ισλαμισμό μέσα σε μια μέρα 36 χωριά. Γι αυτό ο Άγιος περιοδεύει την περιοχή, νουθετεί, προφητεύει, ιδρύει Σχολεία, στήνει σταυρούς. Είναι γνωστό ότι πέρασε από το Αλποχώρι, την Πυρσόγιαννη, όπου βρέθηκε Διδαχή του Αγίου, το Σέλτζι, τις Πάδαις, τη Συριάννη.Στις αρχές του 20ου αιώνα κτίστες από τους Χιονιάδες που δούλευαν στο Κολικόντασι πήραν κρυφά τμήμα από το Άγιο Λείψανο του Πατροκοσμά και το φυλάσσουν από τότε στο χωριό τους, κρυμμένο στον «ουρανό» του επιταφίου, στη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.

          Ίδρυσε Σχολεία στην Κόνιτσα, στο Κεράσοβο, στη Βούρπιανη, στην Καστάνιανη, όπου εκποιήθηκε κάθε περιττό για τις ανάγκες του Σχολείου. Στην Κόνιτσα και στο Λιακοβίκι προφήτευσε. Στα Άρματα  οι κάτοικοι του χωριού με σεβασμό και δέος φυλάσσουν τον αυθεντικό σταυρό του Αγίου σε χρυσή θήκη στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Έξω από το χωριό βρίσκεται το πουρνάρι, όπου ήταν καρφωμένος ο σταυρός του Πατροκοσμά. Στον Πύργο οι γεροντότεροι στο χωριό γνωρίζουν την αγιορείτικη ευχή που δίδασκε ο Άγιος: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, δια της Θεοτόκου, ελέησον ημάς» στην πέτρα που στάθηκε ο Άγιος, κοντά στη βρύση.

          Στη Σαμαρίνα κήρυξε το 1778, έκανε έρανο για το Σχολείο, συμβούλευσε τους κατοίκους να μη μιλούν την αλβανική γλώσσα. Το πέρασμά του χαράχτηκε σε βράχο για να θυμίζει το πέρασμα του Αγίου από εκεί.

      Πέρασε ο Πατροκοσμάς πολλές φορές από την Πωγωνιανή διδάσκοντας, νουθετώντας και ιδρύοντας Σχολεία. Τον δέχτηκαν τα χωριά Κακόλακο, Κρυονέρι, Φραστανά, Κακοπιοί, Καστάνιανη, Βοστίνα, Δρυμάδες, Πολίτζανη, Σέλτζκα. Στα Τσαραπλανά (Βασιλικό) οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Παρέμεινε στο χωριό έξι ημέρες και δίδαξε στο γήπεδο του Αγίου Νικολάου. Εκεί προφήτευσε για την απελευθέρωση της Ηπείρου.

4. Περιοδείες του Αγίου Κοσμά στη Βόρειο Ήπειρo

          Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός τον 18ο αιώνα είχε πολλά προβλήματα. Ληστείες, μετακινήσεις και εποικίσεις τουρκικών πληθυσμών, επιδρομές,  τρομοκρατία, εκβιασμοί των Αλβανών είχαν οδηγήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς στην αθλιότητα και στην εξωμοσία. Το κήρυγμα του Αγίου Κοσμά ήταν κήρυγμα ζωής και αντίστασης απέναντι στον τουρκικό ζυγό, κήρυγμα – μαστίγιο για όσους εγκατέλειψαν την πίστη. Όλες οι περιοδείες του έχουν τελικό προορισμό την Ήπειρο και μάλιστα τη Βόρειο Ήπειρο. Δεν υπάρχει πόλη, χωριό ή οικισμός στην περιοχή, που να μην επισκέφθηκε και που να μη δίδαξε ο Άγιος Κοσμάς.

       Με ζήλο συνεχίζει το έργο του στο «εθνολογικά επίμαχο τρίγωνο Μοναστηριού – Αχρίδας – Κορυτσάς, όπου το πέρασμά του ακολουθήθηκε από την ίδρυση νέων Σχολείων, την αναζωογόνηση άλλων νεκρωμένων», τα οποία βοήθησαν στην ισχυροποίηση και αναζωπύρωση της θρησκευτικής και εθνικής συνείδησης των Ελλήνων εκείνων των περιοχών. Εδώ είναι γνωστό το πέρασμά του στα 1767 και 1778. Στην Κορυτσά ίδρυσε Σχολείο και πάταξε την πολυτέλεια των γυναικών καταργώντας τα χρυσά φλουριά που κρεμούσαν στα μαντήλια τους και καθιερώνοντας τη λευκή μανδήλα (μπόλια).

      Το 1769 καταστράφηκε η πλούσια και φημισμένη Μοσχόπολη, το μεγάλο βλαχοχώρι και όλη η γύρω περιοχή και τα χωριά της Όπαρε από τις Αλβανικές επιδρομές κατά την περίοδο των Ορλωφικών. Η εξαθλίωση των κατοίκων ήταν μεγάλη, οι μετακινήσεις προς άλλες περιοχές πολλές. Ο Πατροκοσμάς περνάει σ’ αυτή την περιοχή και ανεβαίνει βορειότερα, στη Β. Ήπειρο, όπου η κατάσταση ήταν φρικτή και το έργο που τον περίμενε μεγάλο.

         Στο Δέλβινο πήγε δύο φορές. Ο Επίσκοπος Ιωαννίκιος τον δέχτηκε με πολλή χαρά. Στον κώδικα του Δελβίνου διαβάζουμε: «(1775) Κατά τα χίλια επτακόσια εβδομήντα πέντε του έτους, αρχιερατεύοντος του Ιωαννικίου, ήλθεν εις την επαρχία μας ο άγιος Κοσμάς. Ευγήκεν ο καλός Ιωαννίκιος και τον εδέχθη με μεγίστην χαράν και αγαλλίασιν κατά τα ειωθότα και εκάθησε μετ’ αυτού εις την επισκοπήν. Το πρωί εσυνάχθησαν οι χριστιανοί και εκήρυξεν ο ιερομόναχος τον λόγον του Θεού… ομοίως και την άλλην και την τρίτην ημέρα ευγαίνοντας εις τα χωρία οι δύο ομού και κινώντας από τους Συρακάτες έφθασαν μέχρι Δρυμάδες της Χειμάρρας. Σχεδόν επάτησαν όλα τα χωριά της επαρχίας μας… Από εδώ φεύγων ο Άγιος επέρασεν εις Φιλιάτες, ο δε Ιωαννίκιος ερχόμενος εις την επισκοπήν του εκάθησε μερικόν καιρόν περίκλειστος μελετών τας θείας γραφάς ημέρας και νύκτας». ». Στο Δέλβινο ίδρυσε Σχολείο και ξαναπήγε εκεί κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής του, τον Αύγουστο του 1779.

         Στη Μουζίνα, Δρόβιανη, Συρρακάτες, Χειμάρρα, Χάλιου συστήνει Σχολεία και στέλνει Επιστολές. Περιοδεύει, κηρύττει, συστήνει Σχολεία στα χωριά Τσαρκοβίτζα, Δίβρη, Άγιους Σαράντα, Λυκούρεσι, Νίβιτζα, Άγιο Βασίλειο, Λούκοβο, Πικέρνη, Σενίτζα, Κηπαρό, Κούδεσι, Πυλωρούς, Βούνο, Δρυμάδες, Παλιάσσα, Μπόρτζι, Αλήκου, Αβαρίτζα, Φοινίκη, Σέγιανη, Σωπικούς. Στους Κρόγκους βρέθηκε η Επιστολή που έστειλε ο Άγιος για το Σχολείο στις Συρακάτες το 1779. Στη Δρόβιανη κήρυξε, έκανε έρανο και εκποίησε τα χρυσαφικά των γυναικών για τη συντήρηση του Σχολείου. Κληροδότησε 16000 γρόσια για τα δύο Σχολεία στην Άνω και Κάτω Δρόβιανη. Επίσης στη Λεσινίτσα εκποίησε κάθε περιττό πράγμα των κατοίκων για την εξασφάλιση του Σχολείου. Στη Μονή της Δίβρης συστήθηκε από τον Άγιο Σχολή της Αρχαίας διαλέκτου και των Επιστημών με σκοπό τη συγκρότηση στελεχών για τη συνέχιση του μεγάλου έργου του Πατροκοσμά.

      Στην περιοχή του Αργυροκάστρου οι εξισλαμισμοί και η διγλωσσία δημιούργησαν δυσκολίες στο ελληνικό στοιχείο. Στην πόλη του Αργυροκάστρου ο Άγιος κήρυξε στον κάμπο, στη θέση του σημερινού βυρσοδεψείου, προφήτευσε, ίδρυσε Σχολείο το 1775. Πέρασε και δίδαξε στη Δερβίτζανη, στα Σουφράτικα, στα χωριά Κεστουράτες, Γιωργουτζάτες, Ζερβάτες, Βουλιαράτες, στην Παίπελη και το Σελειό, στην Κουσσοβίτζα, στο Άνω Λιάμποβο, στο Λιμπόχοβο. Από την περιοχή της Τεπελένης πέρασε ο Πατροκοσμάς στα 1775, 1778, 1779. Στην Κάργυανη και Λέκλη ίδρυσε Σχολεία με τις προσφορές των γυναικών. Στην Πρεμμετή δίδαξε το 1778. Πέρασε από την Κλεισούρα, προχώρησε και προφήτευσε στην περιοχή Αυλώνας και Παλαιάς Άρτας. Ανέβηκε στο Μπεράτι τον Αύγουστο του 1777, όπου δίδαξε, ίδρυσε Σχολείο στην περιοχή του Κάστρου με διευθυντή το μαθητή του Σάπφειρο Χριστοδουλίδη, πολέμησε την πολυτέλεια στα κηρύγματά του. Από το Μπεράτι προχωράει στη Μουζακιά, ανεβαίνει στα Τίρανα, στο Δυρράχιο, στην Κρόϊα, κατέβηκε στην Αχρίδα. Κήρυξε στο Σέλτσι, στην Στρούγγα, στη Ρέσνα, στους Πογδάρες.

      Δύο ‘‘Σημειώματα’’ μαρτυρούν ότι ο Πατροκοσμάς έφθασε στο Μπεράτι  κατά το 1777. Ο Σπυρίδων Λάμπρος στον ‘‘Νέο Ελληνομνήμονα’’ του 1910,  δημοσιεύει την πρώτη συλλογή ‘‘Ενθυμήσεων’’, ήτοι χρονικών ‘‘Σημειωμάτων’’, μεταξύ των οποίων τον 49 κώδικα της πόλεως Κάστρου Βερατίου, όπου υπάρχει η ‘‘Σημείωση’’: «1777 – 1779. Tω 1777 Αυγούστου 22 ημέρα Τρίτη ήλθεν εις ασκητής καλούμενος Κοσμάς ιερομόναχος και εδίδαξεν ημέρας τρεις εν Βερατίω. Την διδαχήν δε έβαλεν αναβαίνων επί σκαμνίου και εδίδαξεν όλον τον κόσμον και έκοψαν αι γυναίκες τα ασήμια και τα μεταξωτά φορέματαžκαι μετά δεύτερον χρόνον πάλιν ήλθεν εις Μουζακιάν και έφθασεν εις το χωρίον Κολικόνδησι και τον έπνιξαν με σκοινί και τον έρριψαν εις τον ποταμόν και τον έβγαλαν και τον ενταφίασαν εις το ρηθέν χωρίον και γράφω την ημέραν οπού τον εσκότωσαν 1779 Αυγούστου 24 ημέρα Σαββάτω».

     Για την ίδια επίσκεψη του Αγίου Κοσμά στο Βεράτι, υπάρχει και άλλη ‘‘Σημείωση’’, γραμμένη στην αριστερή πλάκα, εσωτερικά, σε μηναίο του Μαρτίου που τυπώθηκε στη Βενετία το 1558 και ανήκει και αυτό στην ίδια εκκλησία του Κάστρου Βερατίου: «Εις τους χιλίους επτακοσίους εβδομήκοντα επτά εις τας είκοσι δύο του αυγούστου μηνός επέρασεν ένας ασκητής και αγιώτατος άνθρωπος εις όλα τα μέρη εις Γραικίαν και Αρβανιτίαν?ήλθεν και εδώ εις τα Βελεγράδια και μας εδίδασκεν άγια λόγια και εθαύμασαν οι χριστιανοί από τας διδαχάς αυτού και επήραν τόσον φόβον οι χριστιανοί και μάλιστα οι γυναίκες  έκοψαν να μη φορούν ‘ποκάμισα κόκκινα και άλλα κεντημένα με χρυσάφι και πολλά πράγματα έκαμεν οπού τις ημπορεί να τα γράψη?αλλά ταύτα τα έγραψα δια ενθύμησιν των μεταγενεστέρων εγώ ο ελάχιστος Νικόλαος υιός Κωνσταντίνου Νόκας και έξαρχος και όποιος να τον αναγνώση ας με συγχωρήση και να ήναι συγχωρημένος. αμήν. Και τω θεώ δόξα». Στην περιοχή του Μπερατίου, στο Κολικόντασι, κήρυξε για τελευταία φορά και σύστησε το τελευταίο Σχολείο. Οι άνθρωποι του Κουρτ πασά εδώ τον συνέλαβαν και εδώ μαρτύρησε ο αναγεννητής της Ηπείρου, ο Εθναπόστολος και Εθνομάρτυρας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

5. Περιοδείες του Πατροκοσμά στη γενέτειρα Αιτωλία & Ακαρνανία

         Ο Άγιος δεν ξέχασε την ιδιαίτερη πατρίδα του, την ορεινή Τριχωνίδα, το Απόκουρο, και την ευρύτερη περιοχή της. Παίρνοντας την δι’ εγγράφου άδεια του Πατριάρχη Σεραφείμ του Β΄, «άρχισεν να κηρύττη το Ευαγγέλιον πρώτον μεν εις τας Εκκλησίας και τα χωρία της Κωνσταντινουπόλεως. Εκείθεν δε επήγεν εις την Ναύπακτον, εις Βραχώρι, εις Μεσολόγγιον, και άλλους τόπους». Η παράδοση αναφέρει ότι ο Άγιος βρισκόταν στα μέρη της Αιτωλίας και Ακαρνανίας από τα 1769 έως τα 1770. Η Μονή της Παναγίας στο Προυσό είναι ο πρώτος σταθμός του κατεβαίνοντας από τη Μακεδονία. Στην πλατεία των Αγίων Πάντων της Μονής Προυσού κήρυξε προς τους προσκυνητές και κατοίκους της περιοχής.

         Ο τόπος που γεννήθηκε, το Μεγαδένδρο,γίνεται το ορμητήριό του για τη γύρω περιοχή. Στους Ταξιάρχεςσύστησε Σχολείο, στο οποίο δίδασκε ο ίδιος. Έξω από το σημερινό Σχολείο του χωριού σώζεται η πέτρα, πάνω στην οποία ανέβαινε, γιατί ήταν κοντός, και δίδασκε τους κατοίκους. Ο τόπος που βρίσκεται σήμερα το σχολείο με την ελιά απέξω και το βράχο, στον οποίο ανέβηκε, μιλούν για το πέρασμά του. Το χωριό Πουρνάραπήρε το όνομά του από το πουρνάρι, στο οποίο ανέβηκε ο Άγιος και μίλησε στους κατοίκους.

         Πέρασε από το Πετροχώρι πολλές φορές, γιατί ήταν στο δρόμο που ένωνε τη Δυτική με την Ανατολική Στερεά, με διακλάδωση προς τη Μακρυνεία. Στη θέση ‘‘Σπληθάρι’’ είναι ο τόπος που μίλησε ο Άγιος. Εκεί μια πέτρα με βαθουλώματα – οι πατημασιές του Αγίου, λένε οι ντόπιοι – και το νερό που αναβλύζει συνέχεια, το ‘‘αγίασμα’’, όπως πιστεύουν, μαρτυρούν τη Διδαχή του και το σεβασμό του χωριού στο πέρασμά του. Το ευλόγησε το χωριό, γιατί πολλές φορές τον ξεκούρασε, όταν κατάκοπος γυρνούσε από τις περιοδείες στον τόπο του. Στη θέση Αγριλιά του Πετροχωριού δείχνουν ως σήμερα την πέτρα που τοποθέτησε το δοχείο και έκανε αγιασμό, όταν πεζοπορώντας προς το χωριό του, διψασμένος, ζήτησε από κάποιο κτήμα νερό και του πρόσφεραν μαζί και σταφύλια. Ευλόγησε τα αμπέλια της περιοχής, και όπως βεβαιώνουν οι κάτοικοι, δεν πέφτει ποτέ χαλάζι, στο μέρος εκείνο, ενώ του Πετροχωριού τα κρασιά είναι τα πιο φημισμένα σ’ όλη την Τριχωνίδα.

         Επισκέπτεται συχνά τα μοναστήρια της περιοχής, Ιερά Μονή Ιωάννου Προδρόμου Δερβέκιστας και Ιερά Μονή Εισοδίων της Παναγίας Μυρτιάς, όπου διδάσκει τον κόσμο που συγκεντρώνεται, ιδίως κατά τη μεγάλη πανήγυρη των Μονών. Στο τέμπλο της Μονής της Δερβέκιστας υπήρχε ως τα τελευταία χρόνια, που δυστυχώς την έκλεψαν, εικόνα του Αγίου Κοσμά, από τις αρχαιότερες. Στη Μυρτιά ‘‘αναβάς εις δρυν εις την αυλήν της Μονής’’ εδίδασκε.

         Ο Άγιος Κοσμάς (Κώνστας) είκοσι περίπου χρονών στη σχολή της Λομποτινάς στην ορεινή Τριχωνίδα,διδάσκεται τα «γραμματικά»από τον ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβισάνο, ενώ συγχρόνως διδάσκει στη σχολή ως  «υποδιδάσκαλος». Οι Ανωχωρίτες δείχνουν τα ερείπια που ήταν τότε το σχολείο που δίδασκε ο Άγιος στον τόπο τους, κοντά στο Καναβέϊκο αρχοντικό. Στη Λομποτινά ήλθε πάλι ο Άγιος αργότερα, όταν περιόδευε την ορεινή Ναυπακτία. Σήμερα στο «Σταυρό», στο σημείο που ο Άγιος μίλησε και έστησε ξύλινο σταυρό, οι κάτοικοι του χωριού έχουν κτίσει το Ναό του Αγίου. Λίγο πιο πέρα, στο σταυροδρόμι έχουν βάλει σε ένα έλατο το εικόνισμα του Αγίου και έχουν στήσει έναν ξύλινο σταυρό, για να θυμίζει σε όλους το πέρασμα του μεγάλου διδάχου από τα μέρη εκείνα.

         Η Μακρυνεία και τα χωριά της τον δέχονται συχνά. Στις Παπαδάτες, επί του Αρακύνθου, που ήταν τότε το χωριό, στο Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, διδάσκει και κτίζει στο δυτικό τμήμα, στην προέκταση του ναού νάρθηκα, που σώζεται και σήμερα, για σχολείο. Στη δε νότια πλευρά του Ναού, διατηρείται το υπόστεγο που έγινε τότε για τις ανάγκες του Σχολείου.

         Τα πλούσια χωράφια της περιοχής εκμεταλλευόταν μεγάλοι γαιοκτήμονες, που αρνήθηκαν την πίστη τους και τον εθνισμό τους, για να τα έχουν καλά με τους Τούρκους. Σ’ αυτή την περιοχή ήταν και δύο μεγάλα τουρκοχώρια, το Χασάν Αγά και το Σαμάρι. Ο Έλληνας εξωμότης Χασάν-Αγά είχε τσιφλίκι του ολόκληρο το χωριό και τυραννούσε τους χριστιανούς που τον δούλευαν. Τα πλούσια αυτά μέρη εκμεταλλευόταν και άλλοι εξωμότες και σκληροί γαιοκτήμονες, ο Δερβέν Αγάς και οι Μπαρλαίοι, που δεν είχαν τουρκέψει, αλλά ήταν απάνθρωποι στους δουλοπάροικους, που ζούσαν μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Αγανάκτησε ο Πατροκοσμάς με όλα αυτά που έβλεπε, γι’ αυτό επιτέθηκε με δριμύτητα εναντίον των κοτζαμπάσηδων της περιοχής, που φερόταν με τόση σκληρότητα στους συμπατριώτες και συνανθρώπους τους. Οι Μπαρλαίοι τότε έβαλαν τους υποτακτικούς και μπράβους τους και τα σκυλιά τους και κυνήγησαν τον Άγιο. Δε θα ανεχόταν τον καλόγηρο που ξεσήκωνε τους κολίγους και τους καθυστερούσε με τις Διδαχές του από τις δουλειές τους. Οι συγκεντρωμένοι χριστιανοί προστάτευσαν τον Άγιο, τον φυγάδευσαν κρυφά και τον κρύψανε στην Καψοράχη.

         Την επίσκεψη και Διδαχή του Αγίου δέχτηκαν και τα χωριά του Βάλτου Λουτρό και Αμβρακία, το 1767. Στην Αμβρακία κήρυξε ανεβασμένος σε μία πέτρα. Περιοδεύει όλα τα χωριά του Βάλτου. Στη Φλωριάδα, στην κορυφή του βουνού, εκεί που σήμερα είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κήρυξε ο Άγιος στα πλήθη που συγκεντρώθηκαν από τους γύρω συνοικισμούς. Μέσα στο χωριό υπάρχει το ταπεινό μνημείο, το αφιερωμένο στο μεγάλο διδάσκαλο, στην τοποθεσία «στο σταυρό το σιδερένιο», όπου ο Άγιος έστησε σιδερένιο σταυρό. Στο Καθαροβούνι Φλωριάδας υπάρχει μεγαλοπρεπής Ναός του Αγίου.

         Στο συνοικισμό του Εμπεσού Συκιά, στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών συγκεντρώθηκε ο κόσμος για να ακούσει το δάσκαλο. Από τη συγκέντρωση έλειπε μια γυναίκα, λεχώνα και ο Άγιος ζήτησε να έλθει μαζί με το παιδί της. Εκείνος την ήλεγξε και ζήτησε εν ονόματι του Χριστού από το μωρό να πει ποιον έχει πατέρα. Η απάντηση του μωρού, ότι πατέρας του ήταν ο Τούρκος άρχοντας της περιοχής,  κατέπληξε τους παρισταμένους και καταντρόπιασε τη μητέρα. Στη θέση «κυλημένο λιθάρι» κάθισε να ξεκουραστεί και του έκλεψαν το ραβδί. Μίλησε προφητικά για τον τόπο: «Σ’ αυτό εδώ το χωράφι, όταν θα γίνει πόλεμος θα φεύγουν τόσο γρήγορα που θα απλώσουν δεκατέσσερα χέρια για να κόψουν μια ρόκα (καλαμπόκα), αλλά δε θα προφθάσουν! Εδώ θα σφαγούν πέντε καπεταναίοι!». Φεύγοντας ευλόγησε το βουνό της Καλάνας και είπε: «Πολλές ψυχές   θα σωθούν σ’ αυτό το βουνό σε καιρό χαλασμού». Στους Χαλκιόπουλους και στο Περδικάκι υπάρχουν Ναοί του Αγίου Κοσμά.

         Ο Άγιος Κοσμάς πέρασε από το Ξηρόμερο τρεις φορές. Το 1767, το 1768 και το 1769. Επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια της περιοχής. Κοιμηση της Θεοτόκου στο Λιγοβίτσι, την Αγία Δευτέρα στην Κατούνα, την Ιερά Μονή Ρόμβης στο Μοναστηράκι, τον Άγιο Δημήτριο της Τζαβέρδας, τον Άγιο Δημήτριο του Δρυμού. Σε κάποια απ’ αυτά δίδαξε στα συγκεντρωμένα πλήθη, σε κάποια παρέμεινε και τα χρησιμοποίησε σαν ορμητήρια για τις περιοδείες του στην περιοχή.

Πήγε στην Τρύφου,δίδαξε και προσευχήθηκε στο Ναό του Αγίου Βάρβαρου.

         Πηγαίνοντας προς τη Βόνιτσα, σταμάτησε στην τοποθεσία Λότζα και Μεσοβούνι, ανάμεσα στο Μοναστηράκι και στη Βόνιτσα, και δίδαξε στο συγκεντρωμένο πλήθος κάτω από ένα πλάτανο. Εκεί τον άκουσαν ο λήσταρχος Κούλιας και οι σύντροφοί του και άλλαξαν ζωή. Οι γεροντότεροι κάτοικοι του χωριού θυμούνται ακόμη τον πλάτανο του Αγίου και τα σοφά του λόγια: «Πολύ όμορφοτο χωριό, δε θα βρεθεί όμως ντόπιος να το κυβερνήσει». Και πράγματι, είπαν γελώντας οι κάτοικοι, κανένας από τους πολιτικούς άρχοντες του τόπου δεν είναι ντόπιος. Στις 21 Ιουλίου 1768 βρίσκεται στη Βόνιτσακαι αφού έστησε σταυρό, κήρυξε, εκεί οπού υπάρχει το τοπωνύμιο Σταυρός και σήμερα. Ελέγχει τους κατοίκους για την πολυτέλεια στην οποία ζούσαν, και ευλογεί τα βουνά του Προφήτη Ηλία της Λευκάδας που αντίκρυσε απέναντί του.

         Συνεχίζει την περιοδεία του και τη Διδαχή του στα χωριά Πλαγιά, Πάλαιρο (Ζαβέρδα), Ιερά Μονή Ρόμβου, Κομποτή, Κατούνα. Στη Ζάβιστα (Αρχοντοχώρι), κήρυξε στην αυλή του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής και σύστησε Σχολείο στο Ναό του Αγίου Αθανασίου  για να μαθαίνουν γράμματα τα ελληνόπουλα. Με το διορατικό του μάτι είδε τους δύο μοιχούς, που συναντήθηκαν την ώρα του κηρύγματος κρυφά και τους βρήκε εκεί ο θάνατος. Φόβος και τρόμος έπιασε τους κατοίκους. Πολλοί μετανόησαν και άλλαξαν διαγωγή. Ανάμεσά τους και η μάγισσα Χρυσάφω. Στο Δραγαμέστο μίλησε για την αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο. Τους συνιστά να μη καταφεύγουν στα τούρκικα δικαστήρια, αλλά στον Αρχιερέα.

         Στην Κατούνα υπάρχει Ναός προς τιμή των Αγίων Κοσμά και Νεκταρίου. Δίπλα ο σταυρός του Πατροκοσμά. Το μοναστήρι της Αγίας Δευτέρας με το σταυρό του Πατροκοσμά, είναι θυμητάρι της δράσης και της διδαχής του στην περιοχή

         Από την Κατούνα και δια μέσω της Κονοπίνας, του Αννίνου και της Παπαδάτου ο Άγιος έφθασε στο κεφαλοχώρι Μαχαλά (Φυτείες), όπου μίλησε και φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός Φαρμάκη. Στο Μαχαλά δίδαξε στο Ναό των Αγίων Τρύφωνος και Ιωάννου του Θεολόγου, όπου συγκεντρώθηκαν οι χριστιανοί των συνοικισμών Μαχαλά, Γαζί, Γαρδί, Αννίνου. Μετά το κήρυγμα ζήτησε και έφαγε λίγο ψωμί και νερό. Έξω από το Ναό του χωριού υπάρχει η πέτρα που ανέβηκε ο Άγιος και μίλησε στον κόσμο. Το μοναστήρι της Παναγίας στο Λιγοβίτσι ήταν ορμητήριο του Αγίου για τη γύρω περιοχή

       Από το Μαχαλά κατευθύνθηκε για το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Πόρτας, της Μπαμπίνης. Κήρυξε στο εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής και καθαγίασε το Ναό του Αγίου Νικολάου (1769) μέσα στο χωριό.

      Όταν βρισκόταν στο Ξηρόμερο έμαθε ότι ο πατέρας του πέθανε. Πήγε στο χωριό του και έκανε μνημόσυνο στον πατέρα του και στη μάνα του, που δεν ζούσε και εκείνη. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος, μεταξύ των οποίων και κλέφτες, που κατέβηκαν από τα βουνά για να τον ακούσουν. Ήταν η τελευταία φορά που ο Άγιος ήλθε στην πατρίδα του.

         Το μεγάλο κέντρο της περιοχής, το Βραχώρι, το επισκέπτεται συχνά, γιατί τα δύο τζαμιά του Ζαπαντιού και οι ισχυροί Τούρκοι της πόλης φόβιζαν τους χριστιανούς. Δίδαξε στο Βραχώρι κατά την πρώτη περιοδεία του, (1760 – 1762) και κατά την Τρίτη, το 1775, οπότε ίδρυσε και Σχολείο. Στα περίχωρα της πόλης Έλληνες εξωμότες, μεγάλοι γαιοκτήμονες, καταπίεζαν τους χριστιανούς. Ο Άγιος πήγε στο Μουσταφούλι (Παναιτώλιο), όπου οι δύστυχοι ραγιάδες δεινοπαθούσαν κάτω από τον εξωμότη Μουσταφά, Μουσταφούλη τον αποκαλούσαν οι χριστιανοί ειρωνικά, και στη Ντέμη (Καινούργιο), όπου άλλος εξωμότης ο Αδάμ, Δέμος ή Δαίμονας ονομάστηκε από τους χριστιανούς μετά, σκορπούσε το φόβο. Οι πτωχοί χωρικοί βρισκόταν σε δεινή θέση και υπήρχε φόβος αλλαξοπιστίας.

         Στο Αγγελόκαστρο, υπάρχει ακόμη στις μνήμες των κατοίκων του χωριού το «σημαδεμένο δένδρο», όπου ο Άγιος μίλησε και άφησε σταυρό. Στα σύνορα των κοινοτήτων Σταμνά, Λυσιμαχεία, Χρυσοβέργι υπάρχει το τοπωνύμιο «Σταυρός». Κατά την παράδοση από εκεί πέρασε ο Άγιος, δίδαξε και άφησε ένα σταυρό, όπως συνήθιζε.

      Περιόδευσε και δίδαξε στο Μεσολόγγι, στο Αιτωλικό, στο Νεοχώρι. Στο Μεσολόγγι φιλοξενήθηκε στο σπίτι του γιατρού Βικέντιου Τσαουσόπουλου, που ήταν κοντά στον Άγιο Σπυρίδωνα. Τα χωριά της Παραχελωίτιδας δέχονται τις Διδαχές του. Πέρασε από το Νεοχώρι και στη Μαγούλα συγκέντρωσε όλους τους γύρω συνοικισμούς και τους μίλησε. Έφθασε ως το ποτάμι, τον Αχελώο, αλλά δεν μπήκε στην Κατοχή, όταν αντίκρυσε το τούρκικο τζαμί και οι κάτοικοι δεν έδειξαν προθυμία να τον ακούσουν. Περπάτησε ως τη Ναύπακτο δύο φορές, στα 1760 -1761 και στα 1770, και δίδαξε. Έφθασε ως το Γαλαξείδι, όπου αναφέρεται η Διδαχή του στις 13 Οκτωβρίου 1771.

       Κατά το Σάθα, ο Κώνστας από ηλικία οκτώ ετών και για μια δεκαετία, μαθήτευσε κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος. Το σχολείο λειτουργούσε στο μοναστήρι της Παναγίας και πάνω στο βουνό, στον Άγιο Αθανάσιο, όταν είχαν προβλήματα με τους Τούρκους. Στην περιοχή τιμούν ιδιαίτερα τον Άγιο Κοσμά. Δίπλα στο μοναστήρι της Παναγίας οικοδομείται Ναός στη μνήμη του Αιτωλού, Δασκάλου του Γένους.

6. Περιοδείες του Αγίου στην Ευρυτανία

         Οι διάφορες παραδόσεις για το πέρασμα του Αγίου Κοσμά από την Ευρυτανία που σώζονται ακόμη και σήμερα προέρχονται από πληροφορίες ιερέων, αλλά και απλών κατοίκων της περιοχής, που μας τις διηγήθηκαν οι ίδιοι, από το φυλλάδιο του Θωμά Σταμούλη «Ο Πατροκοσμάς στη Λαογραφία της Ευρυτανίας», Καρπενήσι 1988 και από το βιβλίο του Θωμά Τσέτσου «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στην παράδοση των Αγράφων», Αθήνα 2002.

         Κήρυξε στο χωριό Καλλιθέα (Μιάρα)ο Πατροκοσμάς, αλλά πληροφορήθηκε ότι δεν παρακολούθησαν όλοι οι κάτοικοι. Επίσης έμαθε ότι κάποιοι απ’ αυτούς καταπάτησαν τα κτήματα του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο Άγιος είπε προφητικά: «Μιαροί εισί και μιαροί έσονται εις αιώνα τον άπαντα». Πράγματι, ο συνοικισμός της Μιάρας, Καλλιθέας σήμερα, παρ’ όλη τη φυσική του ομορφιά και τη γειτνίαση με το Καρπενήσι, η διχόνοια είναι μόνιμη και το χωριό δεν προκόβει.

       Κοντά στο Στένωμα υπήρχε το χωριό Σπαρτιάς που δεν υπάρχει σήμερα. Πέρασε κι από κει ο Άγιος και κήρυξε το λόγο του Θεού. Ο προύχοντας του χωριού τον κάλεσε στο αρχοντικό του όχι για να τον φιλοξενήσει, αλλά για να του επιδείξει τα πλούτη του. Ο Άγιος δεν πήγε. Ατένισε το μέλλον και είπε τον προφητικό του λόγο: «Δε θάρθω. Τι να τα κάνω εγώ τα πλούτη σου; Κι εσύ που τάχεις τι τα θέλεις; Γρήγορα εδώ θα φθάσει η καταστροφή…». Μετά από μερικά χρόνια το χωριό ξεκληρίστηκε από την πανούκλα. Αργότερα έγινε το χωριό Στένωμα. Στο σημείο που μίλησε ο Άγιος κτίστηκε εκκλησία στο όνομά του,στην τοποθεσία «Ζυγός», έξω από το χωριό Στένωμα.

         Στο χωριό Άφραφα συγκεντρώθηκαν όλοι οι χωρικοί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους διδάξει ο Άγιος, εκτός από έναν που έκτιζε το σπίτι του και ο Άγιος μίλησε προφητικά για την καταστροφή του. Πράγματι το 1778 έγινε κατολίσθηση στο σημείο αυτό του χωριού και έμεινε απείραχτη μόνο η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που μίλησε ο Άγιος.

         Στο Τροβάτο είναι η «αφωρισμένη λάκκα». Μιλάνε ακόμη και σήμερα στο χωριό για τον αφορισμό του Αγίου, όταν οι βοσκοί γελούσαν και άφησαν  τα σκυλιά για να τον φάνε.

         Στο Μοναστηράκι συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος και ο «Αγιάνθρωπος» δίδαξε. Καθησύχασε τον ακροατή που ανησυχούσε για τα γίδια του, που μπήκαν σε ξένο χωράφι: «Τα ζώα σου δε θα κάνουν ζημιά στο ξένο χωράφι», είπε προφητικά, όπως και έγινε.

         Στη Χρύσω όλοι οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώθηκαν, εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Ν. Τριαντάφυλλου. Στο σημείο που στάθηκε φύτρωσε μια κερασιά, που υπάρχει και σήμερα. Επιτίμησε τα δύο παιδιά που θέλησαν να του κάνουν «δώρο» το σκοτωμένο φίδι και μετά τα ευλόγησε. Προφήτεψε την καταστροφή του χωριού. Η προφητεία πραγματοποιήθηκε το 1942, όταν οι Ιταλοί έκαψαν όλο το χωριό και τις δύο εκκλησίες.

         Ο Άγιος Δημήτριος απέχει από τη Χρύσω μισή ώρα πεζοπορία. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώθηκαν στη Χρύσω για να ακούσουν τον Άγιο, αφήνοντας τις δουλειές τους τρεις μέρες. Ένας κτηνοτρόφος σκέφθηκε τα ζώα του, που ήταν κλεισμένα και νηστικά. Ο Άγιος διάβασε το λογισμό του: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, δεν έπαθαν τίποτε τα πράματά σου. Θα τα βρεις να αναχαράζουν».  Έγινε, όπως το είπε ο Άγιος.

         Στο Μάραθο δίδαξε και φιλοξενήθηκε σε πλούσιο σπίτι του χωριού. Εκεί προφήτεψε ότι κάποια μέρα θα χάσουν τα πλούτη τους, γιατί δεν διαπαιδαγώγησαν τα παιδιά τους σωστά. Φεύγοντας από το χωριό τον ακολούθησε ο μικρός Κωστάκης, χωρίς να το γνωρίζουν οι δικοί του. Φθάνοντας στα Βραγγιανά άρσισε να νυχτώνει και ο μικρός ανησύχησε. Ο Άγιος τον σταύρωσε και ο μικρός βρέθηκε στο Μάραθο, προς έκπληξη των γονιών του, που όλη μέρα έψαχναν το παιδί τους.

         Στην Παλιοκαρυά, κεί που σμίγουν τα δύο ποτάμια, έβαλε ο Πατροκοσμάς το ραβδί του και είπε: «Μέχρι εδώ θα έλθει το βρωμερό έθνος». Είναι γνωστό ότι μέχρι εκεί έφθασαν οι Ιταλοί στον πόλεμο του 40.

         Στη Βούλπη φιλοξενήθηκε ο Άγιος σε κάποιο πλούσιο σπίτι του χωριού και έκανε  δριμύτατες  παρατηρήσεις στον ιδιοκτήτη Παπαγιωργάκη για την πολυτελή του διαβίωση.

         Στο Παλιοκάτουνο, κάθισε ο Άγιος στη θέση Κεραμίδι, στην πηγή, στο παλιό χωριό και δυσαρεστήθηκε γιατί δε βρήκε τη δέουσα υποδοχή.

         Κήρυξε  το λόγο του Θεού στη Γρανίτσα και μετά άρχισε την εξομολόγηση. Συμβούλεψε τον κλέφτη που του εξομολογήθηκε για τα κλεμμένα χρυσά κουμπιά της φουστανέλλας του, όπως και το βοσκό, που δεν πήγε στο κήρυγμά του για να φυλάξει τα πρόβατά του από τους λύκους και οι λύκοι του τα φάγανε όλα.

         Στη Βαλαώρα μαζεύτηκε όλος ο κόσμος για να ακούσει τον «Αγιοδάσκαλο», όπως τον έλεγαν. Ανάμεσά τους και κάποιοι φουστανελλοφόροι καμαρωτοί, που δεν πολυέδιναν σημασία στο λόγο του. Εκείνος τότε είπε: «Σε ανθρώπους που έχουν τόσο εγωϊσμό ο Χριστός δε βρίσκει τόπο να καθίσει. Σε όλη τους τη ζωή θα τρώγονται μεταξύ τους και προκοπή δε θα βλέπουν».

         Ο Άγιος είχε ζήσει σαν μαθητής στη Σχολή των Βραγγιανών, στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στη Γούβα. Μετά από χρόνια σε μια του περιοδεία πέρασε από το μοναστήρι  της Αγίας Παρασκευής να προσκυνήσει. Ο νεωκόρος της εκκλησίας καυχήθηκε για την καθαριότητα και την τάξη που είχε στο χώρο. «Παιδί μου, μπράβο σου, ωραία τα έχεις. Θα έλθει όμως μέρα που θα ρημάξουν όλα. Θα βγάλουν ακόμα και τις πέτρες από την εκκλησία και θα τις κάνουν αλαταριές». Πράγματι, το μοναστήρι ρήμαξε και οι βλάχοι έπαιρναν τις πλάκες από τα πεζούλια της εκκλησίες και τάϊζαν τα ζώα τους.

         Ο Άγιος τοποθέτησε τον πρώτο σταυρό στην Πρασιά (Ζελενίτσα), κάτω από την «Αγιά Σωτήρα», εκεί που είναι ο συνοικισμός Μάη. Ο σταυρός ήταν σιδερένιος. Η τοποθεσία μέχρι σήμερα λέγεται «Σταυρός». Στο πλάτωμα του Κάστρου της Πρασιάς, στον Άι Λιά, ο Πατροκοσμάς συγκέντρωσε τον κόσμο για να μιλήσει. Αναζήτησε τον μοναδικό άνθρωπο που έλειπε από τη σύναξη και ζήτησε να τον φωνάξουν. Ήταν ένας ληστής από τα Φουσιανά, που ο Άγιος τον επετίμησε για τα κλεμμένα δακτυλίδια που φορούσε. «Αυτά είναι όλο αίμα, είπε, και του ζήτησε να τα βγάλει και να τα σφίξει στο χέρι του».

Ο ληστής έκπληκτος και τρομαγμένος είδε να στάζει αίμα στη γη. Μετάνοιωσε για τη ζωή του και έγινε μοναχός στον Προφήτη Ηλία.  Ο Άγιος του Θεού δίδασκε όλη μέρα τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί από τα διπλανά χωριά και άρχισε να βραδιάζει. Κατάλαβε την ανησυχία ενός βοσκού από το Αργύρι για τα ζωντανά του και προφητικά του είπε να μην ανησυχεί, γιατί «βρίσκονται στον Αη Λια».

         Σ’ αυτό το μέρος υπήρχε και η «κυλημένη πέτρα» ή η «πέτρα του Πατροκοσμά». Ενώ ο Άγιος μιλούσε ξέκοψε ένας βράχος από το βουνό και ερχόταν κατεπάνω τους. Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε και ο Πατροκοσμάς σταύρωσε με το ραβδί του την πέτρα και σταμάτησεαμέσως. Οι ηλικιωμένοι τη θυμούνται ακόμη. Στη δεκαετία του 50 η πέτρα έπεσε στο ποτάμι.

         Στην Πρασιά υπάρχει ένα μοναδικό φυσικό φαινόμενο. Ένα κυπαρίσσι που λένε ότι υπάρχει περίπου 1500 χρόνια. Αναγνωρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού «ως διατηρητέο μνημείο του φυσικού κόσμου». Την εποχή της Τουρκοκρατίας επάνω στο κυπαρίσσι κατοικούσαν οι κλέφτες της περιοχής. Γι’ αυτό το κυπαρίσι προφήτεψε ο Άγιος: «Άμα ξεραθεί το κυπαρίσσι από τη ρίζα, μηνελπίζετε να ελευθερωθείτε. Αν, όμως, αρχίσει να ξηραίνεται από την κορυφή, τούτο θα είναι σημάδι λευτεριάς». Η κορυφή του κυπαρισσιού ξεράθηκε το 1821.

7. Περιοδείες του Αγίου Κοσμά στα Ιόνια νησιά

         Τα νησιά του Ιονίου δέχτηκαν πολλές φορές την επίσκεψη του Αγίου, ιδίως μετά τα Ορλωφικά. Αναφέρεται ότι ο Πατροκοσμάς πήγε στην Κεφαλλονιά στα τέλη του 1770 και παρέμεινε ως το 1773. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι αρκετά έτη πέρασε στο νησί και δίδασκε. Το Μάϊο του 1777, από τα περίχωρα της Πρέβεζας έπλευσε στη Λευκάδα, όπου δίδαξε και ο θρύλος της Διδαχής του παραμένει ακόμη. Στις 13 Ιουνίου πέρασε στην Κεφαλλονιά, όπου τον γνώριζαν καλά από την προηγούμενη επίσκεψή του.

         Η άδεια που είχε από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄, και ο επίσημος τίτλος του Ιεροκήρυκα της Ανατολικής Εκκλησίας, που του είχε δοθεί, έκαναν πολύ εύκολη τη μεταβίβασή του στις διάφορες μητροπολιτικές περιφέρειες της Τουρκίας και της Επτανήσου, που εξαρτιόνταν από το Πατριαρχείο. Ο Άγιος μόλις έφθανε σε κάποια περιοχή, ενημέρωνε την εκκλησιαστική αρχή, όπως έκανε στην Κεφαλλονιά, στέλνοντας Επιστολή στον τοποτηρητή της Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, αιδεσιμώτατο κ. Γεώργιο Κλαδά.

         Ο Κλαδάς του έδωσε την άδεια και ο Άγιος κήρυξε σ’ όλα τα χωριά του νησιού ακολουθούμενος από πλήθη ανθρώπων. «Κήρυξε στο Αργοστόλι, στο Ληξούρι, στην Άσσο, στη Λειβαθώ, στα Ίλαρα, στα Χαυδάτα, στα Κερίσια, στο Πυργί, στα Δειλινάτα, στο Κάστρο, στα Γριζάτα, στην Κορωνή, στην Πλαγιά και στα μοναστήρια των Αγριλιών και των Θεμάτων. Και σ’ όλα αυτά τα χωριά ο κόσμος έτρεχε πίσω του σα σαστισμένος. Ο λόγος του ήταν φραγγέλιο και η συμβουλή του νόμος. Ιδίως οι γυναίκες όλων των τάξεων και αυτών ακόμη των αρχόντων και των Βενετών υπαλλήλων παρακολουθούσαν με κατάνυξη τη διδασκαλία του». Τόση ήταν η πειστικότητα κι η καλοσύνη με τις οποίες μιλούσε και συγχωρούσε, «ώστε οικογένειαι εχθρευμέναι συνδιαλλάγησαν, εγκληματίαι και βδελυροί έκλαυσαν αμαρτίας των… ανδρόγυνα χωρισμένα συνηνώθησαν, πόρναι επαράτησαν την άσεμνον πολιτείαν…», γενικά οι άνθρωποι άλλαξαν συμπεριφορά, οι πλούσιες γυναίκες έβγαλαν τα μεταξωτά και χρυσά που φορούσαν και τα έδωσαν ελεημοσύνη στους πτωχούς, οι έμποροι και βιομήχανοι παράτησαν τα εγκόσμια, έγιναν μοναχοί και τον ακολουθούσαν.

         Στην Κεφαλλονιάο Άγιος προφήτευσε και έκανε πολλά θαύματα, όπως αναφέρει και ο βιογράφος του. Έστηνε σταυρούς, όπου κήρυττε, και τους άφηνε «εις ενθύμησιν του κηρύγματός του παντοτεινήν. Εις εκείνους, λοιπόν, τους τόπους όπου ήσαν στημένοι οι σταυροί, ενήργει ο Θεός πολλά θαυμάσια. Διό και εις το μέσον του παζαρίου του Αργοστολιού, ήτις είναι χώρα της αυτής Κεφαλληνίας, όπου άφησεν ο Άγιος ένα τοιούτον Σταυρόν, ανέβλησεν ένα νερόν θαυμαστόν, το οποίο φαίνεται έως την σήμερον, χωρίς ποτέ να ολιγοστεύση»

         Στα Φαρακλάτα σώζεται ξύλινος σταυρός του Αγίου, στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου – Ευαγγελιστρίας. Στο Αργοστόλι ο Άγιος δίδαξε και άφησε ξύλινο σταυρό ο οποίος φυλασσόταν στο Ναό της Μεταμορφώσεως, μέχρι τους σεισμούς του 1953. Σταυρός αντίγραφο βρίσκεται σήμερα εντοιχισμένος σε μικρή κώχη στην εξωτερική Νότια πλευρά του Ναού, προς το Άγιο Βήμα.

         Ο Πατροκοσμάς πήγε στο χωριό Χαυδάτα τον Ιούλιο του 1777 και κάθισε στο πηγάδι, που σώζεται και σήμερα, μισοχωμένο στην άκρη του κεντρικού δρόμου του χωριού. Τα τζιτζίκια δεν τον άφηναν να ακουστεί. Τότε γύρισε και τους είπε: «Σωπάστε εσείς να μιλήσουμε εμείς» και τα τζιτζίκια σώπασαν…

         Στην Άσσο αποβιβάστηκε ο Άγιος το καλοκαίρι του 1777 και απευθύνει Επιστολή στις 13 Ιουνίου προς το Μέγα Οικονόμο Γεώργιον Κλαδάν, Αρχιερατικό Επίτροπο του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Σωφρονίου Κουτούβαλη, ζητώντας άδεια για να διδάξει. Η άδεια του δόθηκε και ο Άγιος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Κεφαλονίτες. Από την Άσσο έγραψε και τη δεύτερη Επιστολή προς κάποιο Τούρκο διοικητή, αλλά δε γράφει ποιας πόλεως.  Οι Επιστολές σώζονται στη Μονή Μηλαπιδιάς. Στην Άσσο, στο  Ναό του Αγίου Νικολάου, βρίσκεται ο σταυρός λιτανείας, που χάρισε ο Άγιος Κοσμάς στην πόλη. Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται και σήμερα το ερειπωμένο αρχοντικό για το οποίο προφήτευσε ο Άγιος. Η προφητεία του Αγίου εκπληρώθηκε: «Φτιάχνετε σπίτια τορνευτά και δεν πρόκειται να κατοικήσετε σ΄ αυτά». Ή «θα μείνουν τα σπίτια σας έρημα». Λίγο πιο πέρα βρίσκεται η ελιά που δίδαξε και το προσκηνητάρι με την επιγραφή:  «Στο χώρο αυτό τον Ιούνιο του 1777 κήρυξε για πρώτη φορά στην Κεφαλονιά ο Άγιος φωτιστής των σκλάβων, ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ».

         Ο Άγιος όταν πήγε στο χωριό Κουλουράτα για να διδάξει συνάντησε τον Βορειοηπειρώτη Ιωάννη Κόκκαλη. Εκείνος τον ακολούθησε σε όλες τις περιοδείες του στο νησί και φθάνοντας στο Αργοστόλι θέλησε να συνεχίσει μαζί του. Ο Άγιος του σύστησε να παντρευτεί, αν και μεγάλος στην ηλικία, το κορίτσι που στα Κουλουράτα του έδωσε νερό να πιει. Ως ενθύμιο του άφησε τις παντούφλες του. Οι παντούφλες του Αγίου υπήρχαν στην οικογένεια Σωκράτη Κόκκαλη στα Κουλουράτα.  Ένα μικρό κομμάτι που απέμεινε στην οικογένεια και φυλασσόταν στα εικονίσματα του σπιτιού, το 1958 το ζήτησε ο πατήρ Χρυσόστομος και το έφερε στο μοναστήρι των Αγριλίων.

         Στη βιβλιοθήκη της Μονής Αγριλίων υπάρχει Τριώδιο με «ενθύμηση» για το πέρασμα του Αγίου. «1777 Ιουνίου 15. ήρτε ένας διδάχος κ(αι) αγιότατος/διδάσκαλος κοσμας ονομαζομενος κε μας εκιριξε/περί μελουσης κρίσεως κ(αι) δευτέρας παρουσίας του Χριστού/κ(αι) αυτό βεβαιούμεν από συγγράματα τον αυτού ακολουθι/σάντον του τοτε κερού κ(αι) ευχεσθε υπερ εμού του αμαρτάνοντος/ Μ.Ι.Ε.Ρ.Δ.Σ.Κ…».Το καλοκαίρι του 1914, στο σημείο αυτό γινόταν δέηση στον Άγιο Κοσμά, όπου είχαν και τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας. Μπροστά στα μάτια όλων των προσκυνητών η εικόνα δάκρυσε και το δάκρυ της ήταν ματωμένο, που έβαψε την εικόνα που ξεχωρίζει και σήμερα. Όλοι το πήραν σημάδι, προμήνυμα άσχημο από τη Παναγία και τον Άγιο Κοσμά.  Σε λίγο καιρό κηρύχτηκε ο 1ος Παγκόσμιος πόλεμος. Ως τόπο του κηρύγματος του Αγίου η παράδοση θέλει το χώρο που βρίσκονται σήμερα οι καμπάνες, κάτω από την αγριλιά, στο εξωτερικό προαύλιο της Μονής, που την εποχή εκείνη ήταν κατάφυτο από αγριλιές. Σήμερα το εκκλησάκι του Αγίου δεσπόζει στο χώρο, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, που αγναντεύει τη θάλασσα. Δίπλα, ο βράχος που ακούμπησε και έστησε το σταυρό του. Μέσα στο προσκυνητάρι ένας σιδερένιος σταυρός (σε αντικατάσταση του ξύλινου που είχε στήσει), και το καντήλι του Αγίου, εις ανάμνηση της παρουσίας του, της διδαχής του και των θαυμάτων του στην περιοχή.

         Το Κάστρο ήταν πρωτεύουσα του νησιού μέχρι το 1757. Στην πόλη μίλησε ο Άγιος και υπήρχε «κουβούκλιο», που καταστράφηκε με το σεισμό του 1953  και εγκαταλείφθηκε η πόλη. Χαρακτηριστική η προφητεία του στην περιοχή για συγκεκριμένη οικογένεια: «Η οικογένεια θα υπάρχει μέχρι να γίνουν τα μελλούμενα».

         Η Μονή Μηλαπιδιάς ήταν το ορμητήριο του Πατροκοσμά κατά τη διαμονή του στην Κεφαλονιά. Στην Ιερά Μονή Περατάτων (Μηλαπιδιάς) σώζονται δύο Επιστολές του Αγίου, προς τον Γεώργιο Κλαδά και προς τον Τούρκο Κατή. Στην ίδια προθήκη βρίσκεται και παλαιά εικόνα του Αγίου, πιθανόν των αρχών του 19ου αιώνος, που βρέθηκε σε σπίτι που φιλοξενήθηκε ο Άγιος στην Κεφαλονιά. Προστέθηκαν αργότερα το «Άγιος Κοσμάς» και το φωτοστέφανο.

         Η Οδός Αγίου Κοσμά στο χωριό Πεσσάδα οδηγεί στον τόπο, ελαιώνας σήμερα, όπου μίλησε ο Άγιος ενώπιον 16000 ακροατών, όπως αναφέρεται από τους βενετούς κατασκόπους. Στον τόπο υπάρχει το  «κουβούκλιο» του Αγίου, όπως ονομάζεται στην Κεφαλλονιά, το ταπεινό προσκυνητάρι, που θυμίζει το γεγονός.

         Στο χωριό Σπαρτιά υπήρχε το κρεβάτι του Αγίου Κοσμά μέχρι τον καταστρεπτικό σεισμό του 1953. Οι κάτοικοι έκαναν λιτανεία στη γιορτή της μνήμης του Αγίου και σε εποχές ανομβρίας.

         Στο κέντρο του χωριού Τζανάτα υπάρχει η βρύση με το νερό από την πηγή του Αγίου Κοσμά. Ο παππούς, Νικόλαος Κωσταντάτος, οδηγεί τον κάθε επισκέπτη στην πηγή του Αγίου και διηγείται την ιστορία. Λίγο πιο πέρα, μέσα στα χωράφια υπάρχει η πηγή και το «κουβούκλιο» του Αγίου με την επιγραφή:  «Ιούνιος 1777. Η πηγή αυτή βρέθηκε κατόπιν υποδείξεως Αγίου Κοσμά του Αιτωλού»

         Ο Πατροκοσμάς στο χωριό Κωρώνη ζήτησε νερό από το πηγάδι. Η στάθμη του νερού είχε κατέβει χαμηλά και έβγαινε λάσπη. Άδειασε το λασπωμένο νερό που του έδωσαν εμπαικτικά πάλι μέσα στο πηγάδι και το ξαναέβγαλε. Μπρος στα κατάπληκτα μάτια των θεατών του το νερό ήταν ολοκάθαρο. Το πηγάδι γέμισε καθαρό νερό.

         Από την Κεφαλλονιά πέρασε στη Ζάκυνθο «συνοδευόμενος  με περισσότερα από δέκα καΐκια γεμάτα από ευλαβείς Κεφαλλωνίτας». Πλήθη λαού κατέβηκαν στο λιμάνι του νησιού για να υποδεχθούν τον ιεροκήρυκα, που η φήμη του είχε προηγηθεί. Αλλά οι άρχοντες του τόπου με τους Εβραίους και τον Μητροπολίτη Κουτούβαλη επικεφαλής, αντιστάθηκαν με διάφορες προφάσεις. Τον είπαν αγγράμματο και αιρετικό, ο Κουτούβαλης έβγαλε ‘‘εκκλησιαστική επίκριση’’ εναντίον του που ισοδυναμούσε με αφορισμό και ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει πικραμένος για τη διαφθορά των κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχόντων.

      Με καΐκι έφυγε από το νησί ακολουθούμενος από κληρικούς και λαϊκούς και στις 13 Ιουλίου 1777 έφθασε στην Κέρκυρα. Οι Βενετικές αρχές και οι άρχοντες θέλησαν να εμποδίσουν την απόβασή του, πληροφορούμενοι τα συμβάντα της Κεφαλλονιάς, αλλά χιλιάδες ανθρώπων τον περίμεναν στην παραλία. Αποφασίστηκε να του επιτραπεί μόνο μια ομιλία και να φύγει αμέσως. Με ενθουσιασμό ο λαός τον υποδέχτηκε, όταν αποβιβάστηκε και τον ακολούθησε ως το κάστρο, που πήγε να παρουσιαστεί στον πρεβεδούρο, Ενετό διοικητή. Αριστοκράτες προσπαθούσαν να διαλύσουν τον κόσμο και οι Εβραίοι μοίραζαν χρήματα στους μπράβους για να τους χτυπήσουν. Μίλησε ο Άγιος στο Μαντούκι, όπου έμειναν Μανιάτες πάροικοι, φημισμένοι για την παλικαριά τους σ’ όλη την Κέρκυρα.

         Ο Άγιος με την ομιλία του συνεπήρε τα πλήθη. Όταν έστρεψε το λόγο εναντίον των αρχόντων και Εβραίων, στρατιώτες και άλλοι πληρωμένοι όρμησαν εναντίον του. Έγινε πάλη, το υποκάμισό του σχίστηκε, αλλά ο λαός κυριάρχησε. Ο πρεβεδούρος τον παρεκάλεσε να αναχωρήσει, προσφέροντάς του ο ίδιος πλοίο. Ο Άγιος έφυγε από το νησί, για να μη δημιουργηθούν προβλήματα. Το σχισμένο υποκάμισο το πήραν οι χωρικοί με ευλάβεια και το διαφύλαξαν ως θησαυρό. Σήμερα, μέσα στο Ναό του Αγίου Γεωργίου, στο εικονοστάσι του Αγίου Κοσμά, σε προθήκη, βρίσκεται το σχισμένο και ματωμένο κατασάρκιο υποκάμισο του Αγίου. Το πέρασμα του Πατροκοσμά από την Κέρκυρα σημειώνει στα χειρόγραφά του και ο σύγχρονός του χρονικογράφος Νικόλαος Αρλιώτης.

         Από το απέναντι χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, την Πλαγιά, ήλθε ο Άγιος στους Καργιότες της Λευκάδας. Όταν είναι μπουνάτσα φαίνονται οι πέτρες από το δρόμο, που ένωνε τη Λευκάδα με την Αιτωλοακαρνανία. Ξεχωρίζουν στις άκρες τα πεζούλια από το δρόμο. Αυτό το δρόμο περπάτησε ο Άγιος και ήλθε στο νησί. Απέναντι από τη Μονή Φανερωμένης Ηπειρώτες κτίστες έκτισαν την εκκλησία του Αγίου Κοσμά..

3. Ο Εθνομάρτυρας

 Οι εχθροί του

         Ο  ‘‘Άγιος των σκλάβων’’, ο ‘‘Προφήτης του Γένους’’, είχε πολλούς που τον λάτρευαν, πολλούς που τον ακολουθούσαν και τον πίστευαν, είχε όμως και πολλούς εχθρούς που τον μισούσαν και ήθελαν το κακό του. Εχθροί του, Τούρκοι αλλά και Έλληνες, ανώτεροι κληρικοί και κοτζαμπάσηδες, των οποίων ο Κοσμάς στηλίτευε την προκλητική ζωή, Βενετσιάνοι και Εβραίοι που αντιστρατευόταν στο έργο τους και πολεμούσε τις ενέργειές τους, που γινόταν σε βάρος του ανυπεράσπιστου ραγιά,. Ιδίως τους Εβραίους πολέμησε πολύ. Νεκρώθηκε η αγορά τους, γιατί οι χριστιανοί με τα κηρύγματα  του Πατροκοσμά δεν αγόραζαν πια απ’ αυτούς. Το παζάρι από την Κυριακή που γινόταν  μεταφέρθηκε οριστικά στο Σάββατο και αυτό αναστάτωσε και δυσκόλευσε την οικονομία τους. Γι’ αυτό οι Εβραίοι αποφάσισαν να τον θανατώσουν, διαθέτοντας  μεγάλα ποσά και δωροδοκώντας τον Κουρτ πασά του Μπερατιού, που διέταξε τη σύλληψή του. Ο ίδιος ο Πατροκοσμάς γράφει στον αδελφό του Χρύσανθο, στις 2 Μαρτίου του 1779: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατόν μου και ένας όχι».

      Πράγματι, οι Εβραίοι ήθελαν το θάνατό του και γι’ αυτό «έδωκαν πολλά πουγγίαεις τον πασάν, δια να τον εβγάλη από την ζωήν, όστις και συμβουλευθείς με τον χόντζαν του, απεφάσισε δια μέσου αυτού να τον θανατώση», γράφει ο βιογράφος του. Οι κατηγορίες ήταν διάφορες: «Ότι δήθεν ο ιεραπόστολος εκείνος υπήρξεν απόστολος της ρωσικής κυβερνήσεως και απεστάλη εις Ήπειρον και Αλβανίαν, ίνα διαθέση και κινήση εις επανάστασιν τους χριστιανούς», ότι μένουν ακαλλιέργητα τα κτήματα, ότι με τα κηρύγματά του ζημιώνεται το δημόσιο ταμείο, ότι ξεσηκώνει τους χωρικούς. Ο Καισάριος Δαπόντες, σύγχρονος του Πατροκοσμά, λόγιος και ποιητής, γράφει πως «απεκεφαλίσθη φθόνω και κακία των Εβραίων, διότι εσήκωσε τα πανηγύρια και αλισβερίσια, οπού εγίνοντο την Κυριακήν και τα εδιώρισε το Σάββατον». Και ο Ζώτος Μολοττός αναφέρει ότι «έπαυσαν οι χριστιανοί να αγοράζουν τα μεταξωτά υφάσματα και άλλα πολυτελή» από τους Εβραίους.

         Η συμμετοχή των Εβραίων στο κρέμασμα του Κοσμά του Αιτωλού είναι δεδομένη και τεκμηριωμένη μέσα από πηγές αψευδείς και αδιάβλητες.

         Πρώτη μαρτυρία είναι του ίδιου του Πατροκοσμά, συγκλονιστική και προφητική μαζί, που έγραφε στον αδελφό του Χρύσανθο: «Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατόν μου και ένας όχι»..

         Δεύτερη μαρτυρία είναι του Σάπφειρου Χριστοδουλίδη, μαθητή και ακόλουθου του ιεραποστόλου, από το Γραμμένο της Ηπείρου. Υπήρξε αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας. Καταγγέλλει στην πρώτη βιογραφία του Κοσμά, που εκδόθηκε στη Βενετία στα 1814, την «πλήρη απασχόλησιν των Εβραίων δια τον χαλασμόν» του Αγίου.

         Τρίτη μαρτυρία για τη συμμετοχή των Εβραίων είναι η μαρτυρία του Ζήκου-Μπιστριώτη, αλβανικής καταγωγής ακολούθου του Αγίου.

         Τέταρτη μαρτυρία του λόγιου, ποιητή και σύγχρονου του Αγίου Καισάριου Δαπόντες, που γράφει ότι ο Κοσμάς «απεκεφαλίσθη φθόνω και κακία των Εβραίων», γιατί τους ζημίωσε με τη μετάθεση των παζαριών στο Σάββατο, ημέρα αργίας για τους Εβραίους.

         Και νεώτεροι μελετητές της ζωής και του έργου του μεγάλου Διδάχου συμφωνούν και σημειώνουν ότι «οι Εβραίοι της Ηπείρου συκοφαντήσαντες τον Πατροκοσμάν προς τας τουρκικάς αρχάς ως πράκτορα των Ρώσων και υποκινητήν επαναστάσεως και προσενεγκόντες πάμπολλα χρήματα εις τον Κουρτ πασάν του Βερατίου επέτυχαν τον θανατόν του». Ο Άγγελος Παπακώστας σε άρθρο του γράφει: «Τα κηρύγματα του Πατροκοσμά υπέρ σεβασμού της αργίας της Κυριακής και κατά της αισχροκερδείας των Εβραίων εμπόρων, είχον ως αποτέλεσμα να προκαλέση την μήνιν των Εβραίων εμπόρων εναντίον της ζωής του».

Το μαρτυρικό του τέλος

          Eίναι η 23η Αυγούστου του 1779. Ο ταπεινός ρασοφόρος βρίσκεται στο Κολικόντασι του Μπερατιού. «Εδώ κηρύσσει το ύστατον τον λόγον του Θεού. Το κήρυγμά του τούτο αποτελεί το κύκνειόν του άσμα. Λαός πολύς, ως πάντοτε συγκεντρούται, δια να ακούσει τον ιεροκήρυκα». Οι στρατιώτες του Κουρτ πασά τον συνέλαβαν, χωρίς να του ανακοινώσουν καμιά κατηγορία. «Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος, πως έχουν να τον θανατώσουν·όθεν εδόξασε, και ευχαρίστησε τον Δεσπότην Χριστόν, όπου τον ηξίωσε να τελειώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με Μαρτύριον. ΄Επειτα στραφείς προς τους καλογήρους, οπού τον συνόδευαν, τους λέγει εκείνον το ψαλμικόν: « Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν»·και όλην εκείνην την νύκτα εδοξολόγει με ψαλμούς τον Κύριον, χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης δια την στέρησιν της ζωής του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαρές και ξεφαντώματα».

       Όταν ξημέρωσε οι επτά δήμιοι τον οδήγησαν στο ποτάμι, τον Άψο. «Τον κάθησαν κοντά εις ένα δένδρον και ηθέλησαν να του δέσουν τα χέρια, άλλ’ εκείνος δεν τους άφησε, λέγοντάς τους ότι δεν αντιστέκεται, αλλά κρατεί σταυρωμένα τα χέρια του ωσάν να του τα είχαν δέση». «Καθώς προσευχόταν ευλόγησεν τον κόσμον σταυροειδώς και εκεί ήταν ένα δένδρον και εβγάνοντας το σχοινίον από το άλογον τον έδεσαν από τον λαιμόν και τον έπνιξαν, και  έτσι παρέδωσεν την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ευθύς τον εγύμνωσαν από όλα τα φορέματα όπου είχεν, έξω από ένα παλαιοβράκι, όπου δεν το έβγαλαν και τον έρριψαν εις το ποτάμι», γράφει απλά και λιτά ο Ζήκο-Μπιστρέκης, ένας από τους μαθητές και ακολούθους του Πατροκοσμά, εκείνες τις δύσκολες ώρες. Το Ζήκο-Μπιστρέκη τον έπιασαν και τον φυλάκισαν μαζί με κάποιους άλλους στο μοναστήρι της Αρδενίτσας και τους φύλαγαν να μην έλθουν σε επαφή με τους κατοίκους και διαλαλήσουν τον απαγχονισμό του Αγίου. Και συνεχίζει ο Ζήκο-Μπιστρέκης: «Ύστερα πήραν θέλημα οι χριστιανοί να τον εβγάλουν και εγύριζαν με καμάκια και με δίκτυα και δεν τον εύρισκαν. Ύστερα ένας παπάς, Μάρκος ονόματι, κάμνει τον σταυρόν και πηγαίνει με το μονόξυλον, και ω του θαύματος! Ευθέως εφάνη εις το νερόν ορθός, και τον επήρεν, και τον πηγαίνει εις την εκκλησίαν ευθύς εις Καλλικόντασι και ήταν κοντά βράδυ και τον έψαλαν και τον έθαψαν».

         Οι χριστιανοί τον ενταφίασαν στον νάρθηκα της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κολικόντασι της Β. Ηπείρου, σε απόσταση 10΄ από το ποτάμι, στις παρυφές του γειτονικού χωριού Μουγιαλή, «αρχιερατεύοντος εν Βελεγράδοις Ιωάσαφ, ος και αυτός ην παρών εις τον ενταφιασμόν του Αγίου»13. Τον κρέμασαν στις 24 Αυγούστου 1779, ημέρα Σάββατο. Η αγία ψυχή του πήγε κοντά στον Πλάστη. Στη γη έμειναν οι γιγάντιοι σταυροί που έστηνε σε κάθε χωριό που επισκεπτόταν. Έμειναν οι ναοί, τα Σχολεία, η φλόγα που άναψε στις καρδιές. Αυτή η φλόγα λαμπάδιασε και άπλωσε το φως της ελευθερίας.

         Στο μέρος όπου ο παπά-Μάρκος ανέσυρε από τον Άψο το ιερό λείψανο, «οι άνθρωποι του τόπου έχτισαν αμέσως ένα μικρό εκκλησάκι που ήταν, χωρίς αμφιβολία, η πρώτη επώνυμη εκκλησία προς τιμή του Νεομάρτυρα. Αργότερα την είπαν Μικρό Άγιο Κοσμά». Στον τόπο που τον έθαψαν, «μερικά χρόνια αργότερα ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, ο οποίος του είχε δείξει την εύνοιά του, ύψωσε μεγάλο μοναστήρι, όπου κατά  την  επέτειο του  θανάτου  του  συνέρρεαν εκατοντάδες  προσκυνητών και αγρυπνούσαν με προσευχές γύρω από τον τάφο του».

         «Μετά δε την τελευτήν του Αγίου, ταύτα ηκολούθησαν. Ο Κουτρ πασάς εμετανόησε διατί εγελάσθη, και δια μάταιον κέρδος εθανάτωσε τοιούτον αθώον και ειρηνικόν άνθρωπον. Όθεν εμήνυσεν εις τον Χόντζαν του να αφήση τους καλογήρους του Αγίου, οπού είχεν εις φύλαξιν, να υπάγουν εις την άνωθεν Μονήν της Θεοτόκου και εκεί να κάθωνται, οίτινες πηγαίνοντες εύρον ενταφιασμένον το Άγιον Λείψανον, και δια να λάβουν πληροφορίαν περισσοτέραν του Μαρτυρίου του, το εξέθαψαν ομού με άλλους ιερείς και χριστιανούς, και με όλον όπου ήτον τρεις ημέρας μέσα εις τον ποταμόν, καθώς ο Ιωνάς εις την κοιλίαν του κήτους, όμως καμμίαν διαφοράν ή δυσωδίαν δεν είχεν, αλλ’ ευωδίαζεν όλον, και εφαίνετο ωσάν να εκοιμάτο. Και αφού το ησπάσθησαν ευλαβώς, πάλιν το ενταφίασαν εις τον ίδιον τόπον».

         Ο Παναγιώτης Αραβαντινός στη ‘‘Χρονογραφία της Ηπείρου’’ γράφει ότι άκουσε από τον Αλή Μπέη, εγγονό του Κουρτ Πασά, ότι η απαγχόνιση  του Αγίου Κοσμά έγινε χωρίς τη θέληση του Κουρτ Πασά. Ο πασάς στο δημόσιο εισπράκτορα, ο οποίος του ανέφερε ότι οι χριστιανοί εγκατέλειπαν τις γεωργικές τους εργασίες, επειδή έτρεχαν πίσω από τον καλόγηρο, είπε να κάνει ‘‘τερμπιέ’’ τον αίτιο αυτής της ζημιάς, δηλ. να τον τιμωρήσει. Ο εισπράκτορας όμως έδωσε ευρύτερη σημασία στη λέξη και συνέλαβε και διέταξε κρυφά το θάνατο του ιεραποστόλου.

Ο Αλή Πασάς κτίζει το μοναστήρι του Αγίου

         OΑλή πασάς, όταν πολέμησε το 1810 με τον Ιμπραήμ πασά, γιο του Κουρτ πασά, και κυρίευσε όλη την επικράτειά του, μπήκε στο Μπεράτι και ρώτησε να μάθει, πού είναι ο τάφος του Αγίου. Όλες οι προρρήσεις του Κοσμά πραγματοποιήθηκαν μέσα σε τριάντα χρόνια και ο Αλής δεν ξέχασε τον ευεργέτη του. «Κάλεσε τον Μητροπολίτη Βελιγράδων Ιωάσαφ και τον πρόσταξε να κάνη ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου, δίπλα στην καταρρέουσα εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου, και να κτιστεί μοναστήρι επ’ ονόματι του Αγίου», «επειδή τον εγνώρισεν ως αληθινόν άνθρωπον του Θεού δια την προφητείαν και δι’ άλλα». Έκανε δε έρανο σ’ όλη την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και φρόντισε να βρει τον καλύτερο αρχιμάστορα, για να κτίσει περίλαμπρο το ναό.

         Ο ίδιος ο Αλή πασάς έδωσε χρήματα για το μοναστικό συγκρότημα, που υπολογίζεται ότι είχε 60 δωμάτια, τα οποία στέγαζαν τους μοναχούς, τους οικότροφους μαθητές του Σχολείου –  που έκτισε ο Αλής, για να διδάσκονται τα ελληνικά και τα λατινικά, όχι τα τούρκικα – και τους προσκυνητές και εμπόρους κατά τα πανηγύρια. Το ισόγειο χρησιμοποιούνταν για αποθήκες και σταύλους. Εξωτερικά, στην κόγχη του βήματος διαβάζουμε: ‘‘ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ / Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΟΥ / ΤΟΣ ΝΑΟΣ ΔΙΑ ΠΡΟΣΤΑ / ΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΥΨΗΛΟΤΑΤΟΥ ΒΕΖΥΡ / ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΕΠΕΛΕ / ΝΗ’’4. Δίπλα από το μοναστήρι του Αγίου Κοσμά, κατά μήκος του κατεστραμένου Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, στο κέντρο μικρού δωματίου, βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Κοσμά. Είναι λιτός, κιβωτιόσχημος, μ’ έναν πέτρινο σταυρό. Φέρει την επιγραφή ‘‘ShenKozma’’ – Άγιος Κοσμάς. Τα λείψανα του Αγίου είναι τοποθετημένα σε μια απλή ξύλινη λάρνακα και φυλάσσονται σε αίθουσα Μουσείου της πόλεως Φίερη. Στο μοναστήρι μεταφέρονται τη μέρα της μνήμης του Αγίου.

         Στη συνέχεια ο Αλή πασάς «εγκαινίασε την Εκκλησίαν του Αγίου συστήσας τριήμερον εμπορικήν πανήγυριν εις Κολικόνταση 23, 24 και 25 Αυγούστου, εξ όλων δε των πόλεων συνέρχονται έμποροι και αγοραπωληταί και αι αγοραί των πόλεων όλων κλείουσιν εις την 24ην Αυγούστου». Τον δε ναό «επροίκισε με ικανάς γαίας και εν χωρίον».

         Τον Αύγουστο του 1813 έγινε ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου και η σεπτή κάρα του εστάλη στον Αλή κατά την επιθυμία του. Τέτοια ευλάβεια έτρεφε για τον Άγιο Κοσμά ο Αλής, ώστε «παρήγγειλε τω εκ Καλλαρύτων χρυσοχόω Παπαγεωργίου, για την αγία κάρα του, ασημένια φλωροκαπνισμένη θήκη με διαμάντια και συχνά έφερε τα ιερά λείψανά του στα Γιάννενα για να τα ανασπασθή, οπότε γινότανε μεγάλη τελετή με τη συμμετοχή αυτού, της κυρά Βασιλικής, του κλήρου, του λαού και αυτών των Τούρκων ακόμα».

Η λιτανεία του Αγίου στα Γιάννενα

         Oι ξένοι περιηγητές, JeraumedelaLanceκαι Davenport, αυτόπτες μάρτυρες, περιγράφουν μια τέτοια λιτανεία, που οργάνωσε ο Αλή Πασάς τιμώντας τη μνήμη του Πατροκοσμά: «Η τελετή διεξήχθη στο Σαράϊ του Αλή Πασά, στα Γιάννινα, στα ‘‘Λιθαρίτσια’’, την περιοχή του σημερινού Στρατώνα. Από τη συμμετοχή του Κλήρου στη λιτανεία αυτή, συμπεραίνουμε ότι την εποχή που έγινε, ο Κοσμάς θα είχε αναγνωρισθεί, έστω και ανεπίσημα, ως Άγιος από την Εκκλησίαν. Τα λείψανα του Αγίου, ανέβαιναν από το δρόμο της αγοράς, με κατεύθυνση προς το Σαράϊ. Το πλήθος ακολουθούσε την πομπή, κι όλοι οι ιερείς των Γιαννίνων, ντυμένοι στα πιο πολυτελή τους άμφια, με ψαλμωδίες και λαμπάδες, σχημάτιζαν την κεφαλήν της. Οι μαγαζάτορες έβγαιναν στις πόρτες των καταστημάτων τους και σταυροκοπιόταν στο πέρασμά της. Άπειρος κόσμος ήταν παραταγμένος δεξιά και αριστερά της διαδρομής. Απόσπασμα από έφιππους της Σωματοφυλακής του Αλή, έκλεινε τη λιτανεία. Κι από τους ψαλτάδες κι από το πλήθος, στα σταυροδρόμια, μαζί με τα θυμιάματα, ανέβαινε στον ουρανό μια μεγαλόφωνη δέηση: Κύριε, ελέησον! Κύριε, ελέησον! Κύριε, ελέησον!..

      Τα τούρκικα νεκροταφεία του Ναμαζγκιάχ, (στο χώρο της σημερινής Πλατείας και της περιοχής κάτου από το Ξενοδοχείο Αβέρωφ), μαύριζαν από τον κόσμο που είχε μαζευτεί εκεί, για να ιδή το πέρασμα της Λιτανείας, η οποία τώρα μπαίνει στην κεντρική πλατεία του Παλατιού, περνώντας ανάμεσα από στίχους πεζών της Σωματοφυλακής του Αλή, ντυμένων με την επίσημη κόκκινη και χρυσοκέντητη στολή τους, και τ’ άρματά τους, που λαμποκοπούσαν στο σελάχι.

      Καθώς οι στίχοι των παπάδων που κρατούσαν την επίχρυση θήκη, μέσα στην οποία ήταν η κάρα του Αγίου, πλησίαζαν προς το Παλάτι, από το ύψος της μεγάλης σκάλας, ξεχύθηκε στον πυλώνα του ένα άσπρο σύννεφο: Εκατόν πενήντα ασπροφορεμένα παιδιά, που κρατούσαν ασημένια θυμιατήρια, ξεχύθηκαν δεξιά κι αριστερά, κι αμέσως από πίσω τους, τριακόσιες γυναίκες του Παλατιού, σκεπασμένες με διάφανους λευκούς πέπλους, στριμώχτηκαν από πίσω από τα παιδιά.

      Και μέσα στο θάμπος που κυριαρχούσε, προβάλλει από το Παλάτι ο Αλής, έχοντας στο πλάι του μια ωραία μαυροντυμένη γυναίκα, τη μόνη ξέσκεπη από τις γυναίκες του Παλατιού: Η Κυρά Βασιλική, με τα μεγάλα της μάτια, κοιτάζοντας κάτου ντροπαλά, βάδιζε σεμνή στο πλάι του Τυράννου. Πρώτος γονάτισε ο πανίσχυρος τοπάρχης, και πλάι του ευλαβικά εκείνη. Τα παιδόπουλα κατόπι, οι γυναίκες του Παλατιού, ο λαός που πλημμύριζε την πλατεία, οι σωματοφύλακες, όλοι γονάτισαν με τη σειρά τους. Και τα πλήθη που συνωστιζόταν στην περιοχή των νεκροταφείων και τα πλήθη της πλατείας και των δρόμων, προσκυνούσαν, γονατιστά κι αυτά, τον Άγιο, ενώ σύννεφα από θυμίαμα σκορπούσαν τα βαλσαμικά τους μύρα. Και μια προσευχή ανέβαινε μαζί μ’ αυτά στον ουρανό: – Κύριε, ελέησον!..

      Σηκώθηκαν τότε ο Αλής και η Βασιλική, κι αφού ανασπάσθηκαν την αγία Κάρα, εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του παλατιού, ενώ τα εκατόν πενήντα θυμιατά, θυμιάτιζαν προς το μέρος της φλωροκαπνισμένης και αδαμαντοποίκιλτης θήκης, ξεχύνοντας αρωματισμένες νεφέλες… Και τα πλήθη άρχισαν σιγά – σιγά να διαλύωνται».

Και άλλες τιμές του Αλή Πασά στο ‘‘Γέρο Κοσμά’’

         Ενδιαφέρον και σημαντικό είναι ένα περιστατικό, που δείχνει το μεγάλο σεβασμό και την ευγνωμοσύνη του Αλή πασά στον Άγιο. Όταν κάποτε έφεραν την κάρα του Αγίου στο σεράγι του Αλή, εκείνος σηκώθηκε με πολύ σεβασμό, άνοιξε τη θήκη και την ασπάστηκε. Τότε ο Σέχης Χατζή Σεχρής, θεώρησε όλα αυτά ως αμαρτία και φώναξε στον Αλή: «Κριματίστηκες!». Αλλά ο Αλή πασάς ατάραχος απάντησε: «Πω, πω, είσαι ζουρλό, καϋμένε Σέχη. Να ήξερες, δεν έλεες έτζι. Τούτο το καλόγερο, ωρέ Χατζή, ήτον αληθινό προφήτη. Ήρθε σπίτι μου στο Τεπελένι και με ευχήθηκε, ωρέ, και μου είπε όλα όσα έκαμα, σαν να τάχε γραμμένα στο κιτάπι. Πω, ένα λησμόνησα να το ρωτήξω, καϋμένε, και αν το είχα ζωντανό να το ρώταγα έδινα δέκα χιλιάδες τζακούλες. Δεν  τόχω!». Και αφού ξαναφίλησε την κάρα του Αγίου μπροστά στο Σέχη, στους μουσουλμάνους και χριστιανούς, την έδωσε στους καλογήρους, δίνοντας μαζί και μια χούφτα ρουμπιέδες.

         Και κάποια άλλη φορά, όταν ένας φανατικός μουσουλμάνος τον ειρωνεύτηκε για την ευλάβειά του σ’ έναν άπιστο, ο Αλή πασάς του απάντησε: «Φέρετέ μου έναν μουσουλμάνο, σαν κι αυτόν τον χριστιανό και να του φιλήσω και τα πόδια».

         Ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία που διασώζει ο Άγγελος Παπακώστας, σχετικά με την προστασία που απολάμβαναν από τον Αλή πασά, όσοι τιμούσαν και επικαλούνταν το όνομα του Αγίου: «Ο ηγούμενος εις το μοναστήρι όπου έπιασαν τον Κατσαντώνη είπε του Αλή πασά: ‘‘Είμαι ανεψιός του Αγίου Κοσμά’’, έδειξε κάτι κομμάτια ράσα που είχε μαζί του, και ο Αλής αντί να τον σκοτώσει, τον άφησε ελεύθερο, του έδωσε τρία φορτία λάδι για το μοναστήρι του και Αλβανούς ενόπλους, για να τον συνοδεύσουν».

         Και δεν έμεινε μόνο σ’ αυτά ο Αλή Πασάς. Τόση ήταν η αφοσίωση και η τιμή που απέδιδε στο ‘‘γέρο Κοσμά’’, ώστε φρόντισε και  ‘‘για τη σύνταξη της Ακολουθίας του Κοσμά’’14, αφού  εξουσιοδότησε τους γραμματείς του Γεώργιο Τουρτούρη και Μάνθο Οικονόμου να δαπανήσουν από το θησαυροφυλάκιό του όσα χρήματα ήταν απαραίτητα. OΖώτος Μολοττός γράφει: «Διέταξε τον σοφόν καθηγητήν Ν. Ζερτούλην, (είναι ο καθηγητής του Αγίου, Νικόλαος Τζαρτούλης, ο οποίος του δίδαξε τη λογική στην Αθωνιάδα), και έγραψε την ασματικήν ακολουθίαν του Αγίου και ετύπωσεν εις Βενετίαν». Ασματική ακολουθία του Αγίου έγραψε και ο μαθητής του Σάπφειρος Χριστοδουλίδης, όπως αναφέρει ο Σάθας, και τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1814, από τον Ηπειρώτη τυπογράφο Νικόλαο Γλυκύ. Αν ο Ζώτος Μολοττός δεν συγχέει την ακολουθία του Ζερτούλη με την του Χριστοδουλίδη, τότε πρόκειται περί δύο ακολουθιών του Αγίου, που αγνοούμε την ύπαρξη της μίας.

         Ο Αλή πασάς είχε ανακηρύξει Άγιο τον Κοσμά, πολύ πριν η ελληνική Εκκλησία το κάνει. Και αυτό το δέχονται και το ομολογούν Έλληνες και ξένοι περιηγητές, φίλοι και εχθροί του Αλή. Πολλοί ξένοι περιηγητές και διπλωμάτες, που παρακολουθούσαν όλες τις κινήσεις του Αλή πασά μιλάνε για τα έργα του και τις τιμές που απέδιδε στον Άγιο.«Η εορτή του Αγίου Κοσμά ήρξατο από του 1815 δια βεζυρικής διαταγής του Αλή Πασά, όστις έγραψε διαταγήν εις όλους τους Αρχιερείς, ίνα διατάξωσι τον λαόν να κλείη η αγορά την ημέραν ταύτην».

          Για τον Άγιο Κοσμά, «Τούρκος ήταν εκείνος που διέταξε το χαμό του και τον κρέμασε, μα πάλι Τούρκος ήταν αυτός που του απέδωσε τις πρώτες επίσημες τιμές μ’ αφάνταστη μεγαλοπρέπεια»21. Ο Αλή πασάς χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να δείξει την απεριόριστη αγάπη και αφοσίωση στο ‘‘γέρο Κοσμά’’, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί. Κάνει κατάπληξη η πίστη και η ευλάβεια ενός αλλόθρησκου και φοβερού τυράννου προς τον ταπεινό ρασοφόρο. Μπορεί η αφοσίωση του Αλή στον Άγιο να βασίζεται και στη γνωστή του δεισιδαιμονία, χωρίς να αποκλείεται και η σκοπιμότητα, να κάνει φίλους του όλους εκείνους, χριστιανούς και Τούρκους, που θαύμαζαν και λάτρευαν τον Πατροκοσμά, τους οποίους ο θάνατός του τους έκανε να μισήσουν τον Κουρτ πασά και το περιβάλλον του.

 Η Αγιοποίησή του

         Ο Άγιος Κοσμάς μαρτύρησε με την κατηγορία εσχάτης προδοσίας κατά του Τουρκικού ζυγού, γι’ αυτό η Εκκλησία ανεπίσημα τον κατέταξε στη χορεία των Αγίων ‘‘εν τοις Μηναίοις εκδοθείσι τω 1843 εν τοις Πατριαρχείοις’’. Ο λαός τον λάτρευε και τον τιμούσε ως Άγιο, και όταν ακόμα ζούσε.

         Ο Pouquevilleγράφει για Πατριαρχική Εγκύκλιο, την οποία έφερε στα Γιάννενα το 1812 μοναχός, μαθητής του Κοσμά, αλλά φαίνεται ότι η πληροφορία  είναι ανακριβής. Ο Πατροκοσμάς ως Άγιος και Νεομάρτυρας  μνημονεύεται στο ‘‘Νέον Μαρτυρολόγιον’’, που εκδόθηκε το 1799 στη Βενετία και «εις άλλας εκκλησιαστικάς εκδόσεις, γενομένας εν Βενετία και Κωνσταντινοπόλει». Ο Φάνης Μιχαλόπουλος αναφέρει ότι «η αναγραφή του Κοσμά ως Αγίου εις τον εκδοθέντα εν Κωνσταντινοπόλει το 1842 συναξαριστήν ισοδυνάμει με επίσημον αναγνώρισιν». Ο  ελληνικός λαός, ιδίως της Ηπείρου και της γενέτειράς του Αιτωλοακαρνανίας, τιμούσε τον Κοσμά, 182 χρόνια πριν την επίσημη αναγνώριση της Εκκλησίας, που έγινε το 1961 με την υπ’ αριθμό 260 / 20 – 4 – 61 Συνοδική Πράξη του Πατριαρχείου και κατέταξε τον Κοσμά μεταξύ των Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, να τιμάται και να υμνήται την 24η Αυγούστου, ημέρα του μαρτυρικού θανάτου του.