Οι δύο εκκλησίες Παναγία Φοινικιά στον Μεσόκαμπο Μεσολογγίου και το ποίημα «Φοινικιά» του Κωστή Παλαμά

Οι δύο εκκλησίες Παναγία Φοινικιά στον Μεσόκαμπο Μεσολογγίου
και το ποίημα «Φοινικιά» του Κωστή Παλαμά

Ουρανία Α. Λανάρα
Φιλόλογος, τ. Επιθεωρητής Γ.Ε.Μ.Ε.

    Θα ασχοληθούμε,
Α) Με την Παλαιοχριστιανική Βασιλική στη Φοινικιά Μεσολογγίου, στο Μεσόκαμπο.
Β) Με την Παναγία Φοινικιά, που βρίσκεται κι αυτή στο Μεσόκαμπο του Μεσολογγίου και
Γ) Με τη «Φοινικιά», ποίημα του Κωστή Παλαμά, η οποία και θα μας απασχολήσει περισσότερο.
Για το Α΄ Μέρος Βασικό Βοήθημα:
«Αρχαιότητες και Μνημεία Φωκίδος-Αιτωλοακαρνανίας» τεύχος 29, 1973-1974, άρθρο της ανασκαφέως-αρχαιολόγου Φωτεινής Ζαφειροπούλου.
Για το Β΄ Μέρος Βασικά Βοηθήματα:
1.    «Βυζαντινά», Επιστημονικό όργανο Κέντρου Βυζαντινών ερευνών Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 1985, μελέτη Βασίλη Κατσαρού, Βυζαντινολόγου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σελ. 1504 κ.ε.
2.    Αθανασίου Παλιούρα, Καθηγητού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων «Βυζαντινή Αρχαιολογία», Εκδόσεις Αρσινόη, Αθήνα 1985.
3.    Γ. Ι. Κουκοσούλα: «Μεσολόγγι» 1830-1990, Μεσολόγγι-Αθήνα 1990, σελ. 243.
4.    Harold Nicolson, “Byron the last journey”, London 1924, σελ. 207 κ.ε.
5.    Κόμητος Πέτρου Γκάμπα: «Ο Βύρων εν Ελλάδι», μετάφρασις Μπάμπη Άννινου, εκδόσεις «Γαλαξία», Αθήναι 1966, σελ. 145
6.    Σπυρίδωνος Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήναι 1880, τόμος Γ΄.
Για το Γ΄ Μέρος Βασικά Βοηθήματα:
1.    Το ποίημα του Κωστή Παλαμά στη Συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», «Η Φοινικιά».
2.    «Η Φοινικιά» Λέαντρου Παλαμά, γιού του Κωστή Παλαμά, Αθήνα 1912.
3.    «Η Φοινικιά του Παλαμά» Κωνσταντίνου Τσάτσου, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 1949, Γ΄ έκδοση.
Θέλω να ευχαριστήσω την κυρία Σπυριδούλα Αλεξανδροπούλου, εκλεκτή συνάδελφο, Φιλόλογο, τέως Λυκειάρχη Μεσολογγίου, τον κύριο Θεόδωρο Πολίτη, Λογοτέχνη-Κριτικό, Πρόεδρο του Φιλολογικού Συλλόγου Αγρινίου «Κώστας Χατζόπουλος» και τον κύριο Ιωάννη Νεραντζή, μαθητή μου, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ιστορικό, Σχολικό Σύμβουλο Φιλολόγων, για την πολύτιμη βοήθεια που μου πρόσφεραν.

Και ερχόμαστε στο Α΄ Μέρος.
Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική στη Φοινικιά Μεσολογγίου.
Ιούνιος του 1973. Στο κτήμα του Αλέκου Κατσούλη, στη θέση Φοινικιά, κάτω από τα υψώματα που σώζεται το Κάστρο της κυρα-Ρήνης (δηλαδή τα τείχη της νέας Πλευρώνος), δίπλα από τον περιφραγμένο χώρο που σήμερα είναι η εταιρία «Άλας-Κάλλας», σκάβουν, για να χτίσουν θεμέλια κάποιας οικοδομής. Και εκεί, παρουσιάζεται μια αψίδα αρχαίου κτιρίου.
Ακολουθούν αρχαιολογικές ανασκαφές, που κράτησαν έξι περίπου εβδομάδες, και η ανασκαφεύς-αρχαιολόγος Φωτεινή Ζαφειροπούλου αποκαλύπτει μεγάλη Παλαιοχριστιανική Βασιλική, που είχε όμως κτιστεί με αρχαίο υλικό -και αυτό ας το κρατήσουμε στη μνήμη μας- και σε δεύτερη φάση είχε χρησιμοποιηθεί σαν κοιμητήριο. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στη θάλασσα, στα δεξιά της εθνικής οδού Αγρινίου –Μεσολογγίου, αλλά ίσως παλιότερα –αν υπολογίσουμε τις τεχνητές και φυσικές προσχώσεις- να ήταν και παραθαλάσσια.
Είναι μια Βασιλική τρίκλιτη με βοηθητικούς χώρους, που είναι δύο σε κάθε πλευρά του νάρθηκος. Το μήκος της είναι 23,10 μ. , το πλάτος της 14,10μ. , αλλά στο νάρθηκα με τους βοηθητικούς χώρους φθάνει τα 23,60μ.
Το μεσαίο κλίτος προς Ανατολάς καταλήγει σε μια εξέχουσα κόγχη, την αψίδα. Δεν είναι ημικυκλική, αλλά ήμισυ ελλείψεως, και εξωτερικά έχει ενισχυθεί με αντηρίδες. Οι τοίχοι της αψίδος ως το 1973 διετηρούντο σε ύψος 0,75μ., των δε αντηρίδων σε 0,50μ.
Σε όλη τη Δυτική πλευρά του Ναού απλώνεται η Στοά του νάρθηκος με πλάτος 2,70μ.
Η προσπέλαση στο νάρθηκα γινόταν με δύο εισόδους, που ήταν ανοικτές στα άκρα του μακρού τοίχου.    Η μετάβαση από το νάρθηκα προς τον κυρίως Ναό γινόταν με τρεις εισόδους και η κάθε μια αντιστοιχούσε σε ένα κλίτος. Η μεσαία είχε πλάτος 1,60μ. και οι άλλες δύο από 1μ..
Ο προς Νότον χώρος, διαστάσεων 5,25μ.? 4,85μ., στη μέση έχει μια κυκλική κατασκευή, στο εσωτερικό της οποίας ο πυθμένας είναι ντυμένος με λεπτή μαρμάρινη πλάκα, τα δε τοιχώματα καλύπτονται με παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος.
Τι είναι το κυκλικό κατασκεύασμα; Κατά την ανασκαφέα Φωτεινή Ζαφειροπούλου «ουδεμία αμφιβολία υπάρχει περί της χρήσεως αυτού ως βαπτιστηρίου». Το βαπτιστήριο δεν επικοινωνούσε με το διπλανό προς Νότον δωμάτιο, και τότε το δωμάτιο θα ήταν διώροφο και η είσοδος θα γινόταν δια του επάνω ορόφου.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση ενός κατωφλίου περίπου στο μέσον του ανατολικού στενού τοίχου του βορείου κλίτους.  Αμέσως πριν από αυτό σώζεται η πλακόστρωση σε καλή κατάσταση, η οποία αποτελείται από πέτρα και από τετράγωνα πλακίδια κεράμων.
Στο μεσαίο κλίτος της Βασιλικής και περίπου στο μέσον, σώζονται δύο μεγάλοι αργοί λίθοι, που καταλαμβάνουν συνολικό χώρο 2,50μ.? 0,70μ.. «Πρόκειται μήπως περί άμβωνος;», ρωτάει η ανασκαφεύς. Ασφαλώς, ναι.
Η Βασιλική σε κάποια νεώτερη εποχή χρησιμοποιήθηκε σαν κοιμητήριο, γιατί βρέθηκε μεγάλο πλήθος τάφων. Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, με τις πλευρές που έχουν επένδυση με πλακοειδείς λίθους. Πολλοί έχουν σχήμα τραπεζοειδές, αλλά οι περισσότεροι είναι ορθογώνιοι.
Πώς ήταν τοποθετημένος ο νεκρός; «Ο νεκρός έκειτο εκτάδην με τας χείρας εσταυρωμένας προ του στήθους, εστραμμένος προς ανατολάς» (Φωτεινή Ζαφειροπούλου, μνημ. έργ. σελ. 530).
Και βεβαίως προς ανατολάς, γιατί αυτή είναι η ορθόδοξη Παράδοση. Ο νεκρός ενταφιάζεται με το κεφάλι προς δυσμάς, ώστε, όταν γίνει η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, να ατενίσει εγειρόμενος εκ του τάφου «το σημείον του Υιού του ανθρώπου» -δηλαδή το Σταυρό- και τον ίδιο τον Αναστημένο να κατεβαίνει από τον ουρανό, ο Οποίος κατά τη Γραφή «ήξει εξ ανατολών».
Μέσα στους τάφους της Βασιλικής δεν βρέθηκε κανένα κτέρισμα. Κινητά ευρήματα φυλασσόταν μέχρι προ ολίγων ετών στη Βάλβειο Βιβλιοθήκη του Μεσολογγίου, εκ των οποίων τα πιο αξιοσημείωτα είναι:
1)Τμήμα μαρμαρίνου θωρακίου, το οποίο μέσα σε ορθογώνιο έφερε ανάγλυφο ένα παγώνι, από το οποίο έλειπε το κεφάλι.
2)Ένα τμήμα κιονίσκου με λοξές ραβδώσεις.
3)Κάτω μέρος ενός κιονίσκου με τετράγωνη βάση πλευράς και
4)Ένα τμήμα αρχιτεκτονικού μέλους μαρμαρίνου, που διέσωζε ένα μικρό μέρος διακόπου γλυπτής διακοσμήσεως.
Κλείνοντας τα περί της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής της Φοινικιάς πρέπει να πούμε, ότι βρέθηκε και ένα ανώνυμο βυζαντινό νόμισμα  του 11ου αιώνος, που πιθανώς μαρτυρεί ότι η Βασιλική διετηρείτο τουλάχιστον σαν νεκροταφείο μεταγενέστερα.

Και ερχόμαστε στο Β΄ Μέρος.
Η Παναγία η Φοινικιά.
Και αυτή βρίσκεται στην περιοχή του Μεσολογγίου, και πάλι δεξιά της εθνικής οδού Αγρινίου-Μεσολογγίου, αλλά προς το μέρος του Αιτωλικού. Με την Παναγία αυτή ασχολήθηκε ο κύριος Βασίλης Κατσαρός και ο κύριος Αθανάσιος Παλιούρας, Καθηγηταί Πανεπιστημίου.
Ο Βασίλης Κατσαρός τοποθετεί την Παναγία τη Φοινικιά στη θέση αυτή, τη γνωστή μόνον από πηγή βυζαντινή σαν μονή της Παναγίας Μυροδοτούσης , την οποία μέχρι σήμερα ο λαός ονομάζει Παναγία η Μυρωδιά (μνημ. έργ. σελ. 1504 κ.ε.). Το τμήμα το επίπεδο και ελώδες από το Αιτωλικό ως το Μεσολόγγι ονομάζεται Μεσόκαμπος. Και οι δύο εκκλησίες για τις οποίες μιλούμε, βρίσκονται στο Μεσόκαμπο.
Ο Αθανάσιος Παλιούρας θεωρεί το ναό, δηλαδή το Καθολικό, σαν έργο του 1804: «Αλλά υπάρχουν ενδείξεις, ότι στη θέση του μεταβυζαντινού Καθολικού προϋπήρχε παλιότερη οικοδομική φάση. Ορισμένα επίσης μαρμάρινα θραύσματα από κίονες … οδηγούν εις το συμπέρασμα ότι στο χώρο αυτό λειτούργησε κάποιο μοναστήρι με παλιά παράδοση» (μνημ. έργ. σελ.1506).
«Για την ταύτιση του μοναστηριού της Παναγίας Μυροδοτούσης με τη σημερινή θέση της Παναγίας της Φοινικιάς συνηγορούν οι εξής λόγοι:
α) Η ένδειξη ότι ο χώρος λειτούργησε εδώ σαν μοναστήρι.
β) Η ένδειξη ότι υπήρχε, και πριν ξαναχτιστεί ο ναός στις αρχές του 1804, παλιότερο συγκρότημα μοναστικό με βυζαντινή, πιθανότατα, παράδοση.
γ) Η θέση του στην ανατολική πλευρά της λίμνης και πολύ κοντά στο σημείο αναφοράς του και
δ) Η προσωνυμία που παραδόθηκε από τους περιοίκους για την εκκλησία: η Παναγία η Μυρουδιά.
Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, μπορεί να προταθεί η άποψη, ότι η θέση της βυζαντινής μονής Μυροδοτούσης, δεν είναι παρά η θέση που κατέλαβε, πιθανότατα, το μεταβυζαντινό μοναστήρι» (μνημ. έργ. σελ. 1506).
Η Παναγία η Μυροδοτούσα βρίσκεται απέναντι από τον Ντολμά, όπου έπεσε ο Γρηγόριος Λιακατάς κατά την Επανάσταση  του 1821.
Στην εκκλησία αυτή, τη δεύτερη, έκανε την τελευταία του ιππασία ο Λόρδος Βύρων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μεσολογγίτης ιστορικός της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης: «Ενώ ίππευε την 28ην Μαρτίου του 1824, κατεβράχη, επελθούσης ραγδαίας βροχής, κατελήφθη μετ’ ολίγον υπό σφοδρού πυρετού, έπεσεν εις την κλίνην, δεν ηθέλησε να φλεβοτομηθή εν καιρώ, και, κορυφωθείσης της φλογώσεως, εξέπνευσε το εσπέρας της 7ης Απριλίου, ήτοι της Δευτέρας του Πάσχα.
«Πίνω», είπε τω ιατρώ του επιμένοντι να τον φλεβοτομήση και κατ’ αρχάς μη εισακουομένω «όλα τα ιατρικά σου, αλλ’ ουδέ μίαν ρανίδα αίματος χύνω κείμενος επί κλίνης. Πρόθυμος είμαι να το χύσω όλον εν τω πεδίω της μάχης» (μνημ. έργ. Τόμος Γ΄ σελ. 95).
Την πληροφορία περί «φλεβοτομήσεως» μας την παραδίδει ο Τρικούπης και την άλλη, ότι η Παναγία η Φοινικιά η Μυροδοτούσα ήταν η εκκλησία, όπου ο Λόρδος Βύρων έκανε τον τελευταίο του περίπατο, την αντλούμε από τον  Harold Nicolson, (μνημ. έργ. σελ. 207 κ.ε.) και τον Κόμητα Πέτρο Γκάμπα (μνημ. έργ. σελ. 145).

Αλλά γεννιέται το ερώτημα:
Παλαιοχριστιανική Βασιλική Φοινικιάς ο ένας Ναός, Παναγία η Φοινικιά ο άλλος. Αυτές οι δύο εκκλησιές γιατί ονομάζονται Φοινικιά; Από πού το τοπωνύμιο αυτό; Ασφαλώς από το ότι ο τόπος είχε πολλές φοινικιές. Και πραγματικά, σε όλη αυτή την τοποθεσία από το Μεσολόγγι ως το Αιτωλικό, τα λεγόμενα σάλτσινα, αφθονούσε το δέντρο αυτό. Η συνάδελφος κυρία Αλεξανδροπούλου, γνήσια Μεσολογγίτισσα, μαρτυρεί ότι μέχρι τη δεκαετία του 1930 υπήρχαν κομμάτια κορμών φοινικιάς στην όλη περιοχή και τους έβλεπε, όταν, μικρό κοριτσάκι, έκανε περίπατο με τον πατέρα της από το Μεσολόγγι ως το Αιτωλικό.
Γι’ αυτή την Παναγιά τη Φοινικιά έχει εκφραστεί ως εξής η βραβευμένη Μεσολογγίτισσα Λυκειάρχης και Λογοτέχνις Ακακία Κορδόση:
«Πήγες ποτέ σου σούρουπο στη Φοινικιά; Άκουσες τη μουσική της σιωπής της; Τότε θα άφησες σίγουρα εκεί ένα κομμάτι της ψυχής σου μες στην αχλύ, που τυλίγει τ’ αραιά, δαντελόφυλλα δέντρα της, την ώρα που γέρνουν σκεφτικά πάνω απ’ τα στιλπνά κι ακίνητα νερά.
Πολύχρονο, μικρό εκκλησάκι, με τη μυστηριακή αυλή και τη θολωτή αυλόπορτα, πώς πλέκεσαι με μεταξωτά νήματα μες στο στημόνι της καρδιάς μας!
…Πέρα μακριά η πόλη με τις θαμπές της γραμμές και τους μαργαριταρόχρωμους τρούλους, σβησμένη ύπαρξη στην άκρη ενός κόσμου… Κάθεσαι και τη συλλογιέσαι. Δε ζήταγε πολλά απ’ τη ζωή, γι’ αυτό κι εκείνη την ξέχασε.
Όμως η Φοινικιά είναι εδώ, σε πείσμα των Καιρών!
Ξερά αγριολούλουδα –σαν κάποια άλλα φλύαρα λουλούδια ενός ποιητή, στον ίσκιο μιας άλλης Φοινικιάς- κάνουν παρέα με τα ήρεμα, φιλικά, μεγάλα δέντρα.
Και μέσα απ’ την μακρόστενη, γυμνή εκκλησούλα, μια Παναγιά κοιτάζει στοχαστικά ένα μακρύ γιορντάνι από ασημένια τάματα.
Καμιά ένδειξη στο δρόμο του ταξιδιώτη.
Κι όμως η Φοινικιά υπάρχει!
Είναι εκεί, ασάλευτη και σιωπηλή. Έχει μπροστά της τη γεωμετρία των αλυκών της, ενώ από πίσω ακουμπάει σ’ ένα τοπίο αληθινά λιμναίο με θάμνους και δέντρα που γέρνουν και γυαλίζονται μες στο νερό. Από ένα άνοιγμα του πίσω μαντρότοιχου μπορείς να κατηφορίσεις στη λιμνήσια όχθη και να προλάβεις ένα κόκκινο, γκρενά ήλιο, μισοβυθισμένο στο νερό, που αποχαιρετάει τη μέρα. Γυρίζεις τότε το πρόσωπο προς το εκκλησάκι και, σαν τους Μήδους στρατιώτες, καθηλώνεσαι απ’ το καθρέφτισμα των μικρών τζαμιών του. Περνάς αργά το ήσυχο, μεσημβρινό προαύλιο με την τετράγωνη λόντζα και κάθεσαι να ξαποστάσεις στο πεζούλι ενός πηγαδιού, που είναι άδειο από νερό και γεμάτο από σιωπή, ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα. Από εκεί αγναντεύεις την πόλη. Μπροστά σου, στρωτό κι ήσυχο, το νερό των τηγανιών γαρνίρει τις όχθες με άσπρο αφρό αλατιού. Τρεις δρόμοι, ίσιοι κι ορθοτομημένοι φέρνουν το μάτι μακριά στο νότο, το βορρά και την ανατολή. Κάπου κάπου μια μοναχική ανθρώπινη σιλουέτα φαίνεται πέρα, στην είσοδο της αλυκής. Είναι ο φύλακας που εξηγεί πως η είσοδος επιτρέπεται μόνο σ’ αυτούς, που πάνε για το «μοναστήρι». Υπάρχει όμως κανείς τέτοιος;
Πέρα μακριά στον άλλο δρόμο, αυτοκίνητα τρέχουν ασταμάτητα κι αθόρυβα, η απόσταση βλέπεις, βάζει βαμπάκι στον ήχο. Πάνε σ’ άλλα μέρη, κοντινά ή μακρινά, σ’ άλλες χώρες του κόσμου.
Και το απόγευμα ξετυλίγει ανεπαίσθητα τις ώρες του…
Ένα σιγανό φως σκεπάζει με στοργή τη σκληρή λευκότητα του αλατιού, την κόκκινη αντανάκλαση του νερού, σβήνει τις σκιές και τα χρώματα, φιλτράρει ακόμα και το αψύ άρωμα της αρμύρας.
Κι εσύ περνάς φυλακισμένος στο μικρό σου όχημα, ταπεινωμένος απ’ τη δύναμη της μηχανής, εξουθενωμένος ή ζαλισμένος απ’ τα μικρά σου προβλήματα, μαζί μ’ ένα κοπάδι ανθρώπων μέσα σ’ ένα λεωφορείο, βιαστικός ή αργόσχολος, μόνος με τον εαυτό σου, ή μόνος με πολλούς, προς ένα σκοπό, ένα στόχο, ένα τίποτε. Βιάζεσαι.
Όμως η Φοινικιά δε βιάζεται.
Είναι εκεί
Μπορεί και να σε περιμένει. Δεν ξέρεις. Μπορεί και να σταματήσει για λίγο το χρόνο για χάρη σου. Δεν ξέρεις…  Γίνονται και σήμερα θαύματα, μες στην καρδιά μας,
«διαβάτη αποσπερνέ».(Ακακίας Κορδόση, απ’ τη συλλογή: «Ποιος, αν φώναζα», Α.Σ.Ε. 1987).
Και τώρα το Γ΄ Μέρος.

Η «Φοινικιά» του Κωστή Παλαμά
Είναι ποίημα που βρίσκεται στη Συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», αποτελείται από 39 οκτάστιχες στροφές και εκτείνεται σε 312 δεκατρισύλλαβους στίχους.
Είναι ένα ποίημα βαθύ, συμβολικό, ιδεολογικό, που ο Κωνσταντίνος Τσάτσος μαζί με το ποίημα «Η Ώρα του Πνεύματος» και «Η στιγμή του στίχου» το κατατάσσει σε μια ενότητα με τον τίτλο «Οι ώρες της συλλογής».
Ποια Φοινικιά  είχε στο νου του ο Παλαμάς, όταν έγραφε το ποίημά του;
Τη Φοινικιά της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής ή την Παναγία τη Φοινικιά τη Μυροδοτούσα;
Πιθανόν καμία από τις δύο. Ίσως είχε υπ’ όψη του τη μεγάλη Φοινικιά που ήταν έξω από το σπίτι του στο Μεσολόγγι, στην αυλή του, και την αγνάντευε συχνά, καθημερινά, όσο καιρό ζούσε στο Παλαμαίικο. Αυτό υποστηρίζει και ο Κώστας Σαρδελής στον «Ασάλευτο ταξιδιώτη», με τον τίτλο «Στον ίσκιο της Φοινικιάς».
Αλλά, γιατί να μην υποθέσουμε, ότι είχε υπ’ όψη του και την Παναγία τη Φοινικιά τη Μυροδοτούσα, την οποία οπωσδήποτε θα επισκεπτόταν ή και θα έβλεπε; Αφού ξέρουμε, ότι ήρθε και στο Αγρίνιο και έγραψε το ποίημα «Το Βραχώρι», που μιλάει για τις δυο αδελφές, εννοώντας τις δύο λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία, όταν ο Μιλτιάδης Τζάνης του ζήτησε την Πρωτοχρονιά του 1925 ή 26 ένα ποίημα για την Αγρινιώτικη εφημερίδα του «Θάρρος».
Ας ακούσουμε, πώς προλογίζει τη Φοινικιά του ο ίδιος ο Παλαμάς: «Μέσα σε ένα περιβόλι, στον ίσκιο μιας Φοινικιάς, κάποια γαλανά λουλουδάκια εδώ κατάβαθα και εκεί πιο ανοιχτά μιλούσανε. Πέρασ’ ένας ποιητής (που πέθανε τώρα) και ρύθμισε το μίλημά του έτσι»  (Λεάνδρου Παλαμά «Η Φοινικιά», σελ. 5).
Όπως ακούσαμε, μιλάει για ένα περιβόλι, αλλά και για έναν περαστικό. Η Παναγία η Φοινικιά τα συγκεντρώνει και τα δύο. Και περιβόλι θα είχε –άλλωστε και σήμερα το τοπίο είναι πολύ ρομαντικό- και για περίπατο στους περαστικούς προσφερότανε, όπως στο Βύρωνα. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε όμως και τη Φοινικιά του σπιτιού του. Για την Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Φοινικιάς βέβαια ούτε λόγος να γίνεται, γιατί ανακαλύφθηκε μόλις το 1973.
Ποια η υπόθεση του ποιήματος;
Επάνω υψώνεται μια Φοινικιά. Πανέμορφη, λυγερή, με φύλλα πλατιά, σπαθωτά, συχνά γεμάτα δροσοσταλίδες, με μια κορμοστασιά αεράτη, περήφανη, ζηλευτή, λεβέντικη. Και κάτω από την πλούσια φυλλωσιά της φυτρώνουν κάτι λουλουδάκια γαλάζια, χαριτωμένα, μικροσκοπικά, όμως γεμάτα ζωή, μάτια, αυτιά, αισθαντικότητα, τρυφερότητα, ευαισθησία. «Στοχαστικά, ποιητικά και λυρικά» τα ονομάζει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος τα λουλουδάκια αυτά.
Κι αρχίζει ένας διάλογος, «λουλουδένιος διάλογος». Τα λουλουδάκια ρωτούν, ξαναρωτούν, στοχάζονται, σκέπτονται, αυτοενδοσκοπούνται. Η Φοινικιά άλλοτε απαντά, άλλοτε στοχάζεται μαζί τους, άλλοτε σωπαίνει, άλλοτε περήφανα ψηλώνει, άλλοτε χαμηλώνει, άλλοτε κακιώνει.
Μέσα σ’  αυτό το διάλογο ο Παλαμάς βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη δική του ψυχολογία, την ποιητικότητά του, να χύσει τον ιδεαλισμό του, να οραματιστεί το τέλος των πάντων, να αφήσει να φανεί η μελαγχολία του, να ενσωματώσει την αέναη και διαχρονική πάλη του μικρού με το μεγάλο, του φωτός με το σκοτάδι, της λάσπης με το μαργαριτάρι, του φθαρτού με το άφθαρτο, του προσωρινού με το Αιώνιο.
Ας πλησιάσουμε περισσότερο το ποίημα κι ας κάνουμε μια αδρομερή ανάλυση.
«Η Φοινικιά» είναι ένας λυρικός μονόλογος και διάλογος. Τα «γαλανά λουλουδάκια» είναι οι πανσέδες. Το «μίλημα» είναι ένα «μεταφυσικό τραγούδι», που τραγουδούν στη μεγάλη τους Αφέντρα και Κυρά, τη Φοινικιά.
Και τη ρωτούν:
«Ω Φοινικιά, μας έρριξεν εδώ ένα χέρι.
Το χέρι τόβαλε καταραμένη Μοίρα;
Το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιος ξέρει!
…………………………………………….
Ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;» («Φοινικιά», στίχοι 1,2,3,8).
Ήρθε η βροχή. Η φύση μεθάει. Η Φοινικιά λαμποκοπάει. Η κορφή της
«σταλοβολάει αδρά βροχομαργαριτάρια.
Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι.
Κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι» (στίχοι 16-18).
Τα γαλανά λουλουδάκια χαιρετίζουν την πλάση:
«Λουλούδια, ω δισκοπότηρα και θυμιατήρια!
Χάϊδια της χλόης, παντού φιλιά…
Του κάτου κόσμου αχός, αιθέρια μαντολίνα» (στίχοι 45-47).
Όμως στη ζωή έρχεται ο Πόνος, ο «Μεγάλος Παιδαγωγός». «Ο ίππος που με καλπασμό μας οδηγεί στην κορυφή του όρους της τελειότητος», κατά τον Δανό υπαρξιακό φιλόσοφο Kierkegaard. Έτσι και τα γαλανά λουλουδάκια μέσα στο γιορτάσι της φύσης και το ξεφάντωμά τους δέχονται την επίσκεψη του Μεγάλου Επισκέπτη, του Πόνου.
«Ω Φοινικιά, ………………………..
πόσο σκληρά χτυπάει το βόλι το δικό σου!» (στίχος 25).
Και συ κι ο ουρανός,
«θεός αλύπητος αν είσαι φανερώσου.
Αν όχι, γνέψε μας, και μια γαλήνη δος μας.
Και μη σκοτώνεις μας αγάλια-αγάλια, ή δράμε
Και ρίξε μας νεροποντή με μιας να πάμε» (στίχοι 29-32).
Όμως ο Πόνος δεν είναι μόνο η συναίσθηση της αδυναμίας –τι είναι οι μικροί και αστελέχωτοι πανσέδες;- της προσωρινότητος, της μηδαμινότητος, αλλά και η έγνοια, ο στοχασμός, η σκέψη, το ανελέητο κονταροχτύπημα με την ίδια μας την ύπαρξη, δεδομένου ότι τα γαλάζια λουλουδάκια είναι ο μεταφυσικός στύλος με τον οποίο αντιμάχεται ο διαχρονικός παλαιστής, ο τολμηρός ορειβάτης, ο ακάματος ερευνητής, ο απαιτητικός αναζητητής, ο Αιώνιος Άνθρωπος.
«Εμείς ……………………….
Μοιάσαμε τα στοχαστικά και τ’ άϋλα μάτια» (στίχοι 55-56).
«Τα μάτια είμαστ’ εμείς, είμαστ’ εμείς τα μάτια.
Σ’ εμάς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
Και σύγνεφ’ από έγνοιες και καημούς λαγκάδια» (στίχοι 64-66).
«Ποιας φυλακής νάμαστε εμείς τα συγγενάδια;
Ήρθε και κλείστη μέσα μας –ποιος να πιστέψη!-
Μια κολασμένη και μια θεία: η Σκέψη, η Σκέψη!» (στίχοι 70-72).
Αυτή είναι η Σκέψη: Κολασμένη και θεία. Πότε σε κατεβάζει σε οδυνηρά ανυποψίαστα βάθη, πότε σε ανεβάζει σε ηλιοπερίχυτα, απέραντα πλάτη. Πότε σε πεθαίνει και πότε σε ανασταίνει. Είναι «το μαύρο και το άσπρο φτερό του Πηγάσου». Είναι η αιώνια μοίρα του ανθρώπου.
Και στοχάζεται και ρωτάει ο ποιητής μαζί με τα γαλάζια, «ιδεολατρικά λουλουδάκια» (Κωνσταντίνος Τσάτσος): Από πού ήρθε το ένα λουλούδι, το άλλο, κι αυτά τα ίδια; Από πού;
«Από ποιον κόσμο παραστράτησες, ω κρίνε;
Από της ευωδιάς τη μάνα, από τ’ αστέρι
το πιο λευκόν; Ω Φοινικιά, και μεις; Ποιος ξέρει!» (στίχοι 86-88).
«Έτσι ζούνε τα γαλανά λουλουδάκια, γράφει ο Λέανδρος Παλαμάς, ανήσυχα, παραμερισμένα κι αγνώριστα, διαλεχτά όμως της άνθινης φυλής… Άλλοτε μεθούν με το ρυθμό της ζωής, άλλοτε σκύβουνε κάτου από το βάρος του πόνου ή κάτου από την απορία και την άγνοια  για το αιώνιο ρώτημα του λογισμού» («Φοινικιά», σελ. 8).
Αλλά σε λίγο έχουμε μια όμορφη αποκάλυψη, έναν αναβαθμό των αισθημάτων και των αξιών. Έρχεται και φωλιάζει στα τρίσβαθα των γαλάζιων λουλουδιών ο μεγάλος Πόθος κι αρχίζουν να μαντεύουν την Αγάπη.
Την Αγάπη! Το μεγάλο μυστήριο, την αέναη μεταφυσική πνοή, τον αιώνιο της ψυχής ανασασμό, το άπιαστο όνειρο. Ναι! Γιατί, όπως λέει ο ποιητής:
«Όλη τη μουσική μέσ’ στην αγάπη βάλε,
και βάλε των παιδιών την αθωότητα όλη,
και βάλε κι όλη σου την ομορφιά, και πάλε
θάχης τον ίσκιο της αγάπης, όχι εκείνη.
Εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει και δε σβήνει!» (στίχοι 108-112).
Την αγάπη την αποκάλυψε η Φοινικιά στα γαλαζολούλουδα. Αυτή τους έδειξε το νόημά της, αυτή τους δημιούργησε το ρίγος της. Αυτή!
Γιατί η Φοινικιά γι’ αυτά είναι το παν! Ίσκιος, προστασία, ομορφιά, συντροφιά. Είναι το Απόλυτο.
Γι’ αυτό, της αξίζει να της πλέξουνε στεφάνια, να της τονίσουν τραγούδια, να παίξουν στην ταπεινή τους άρπα τους πιο γλυκούς σκοπούς.
Ω Φοινικιά…
«Ω! πώς υψώνεται στον ήλιο το κορμί σου!
…………………………………………….
Κορώνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια,
κρεμάμενη, τρεμάμενη απ’ την κορφή σου.
Ω, τι ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου!
……………………………………………….
Έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση
Έτσι δεν είν’ η ανατολή, δεν είναι η δύση.
Απ’ την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα.
……………………………………………….
Σαν την ιδέα σου δεν είναι, καθώς πέφτει
Κι αντιχτυπάει στου λογισμού μας τον καθρέφτη» (στίχοι 120-149).
«Όμως, όπως στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», οι ομόφυλοι τον εζύγωσαν το Γύφτο, χωρίς να νοιώσουν το βιολί του και να σταθούνε γροικώντας το δοξάρι του, έτσι, απάνω κι από τα γαλανά λουλουδάκια γλύστρησεν ο κόσμος, χωρίς κανείς να μαντέψει τα βάθη τους.
Ακόμη κι αυτή η υπέρτατη Κυρά δεν φαίνεται να τα γνώρισε: Πώς να σκύψει από τα ύψη του αιθέρα και να κυττάξει προς τα λουλουδάκια;», ρωτάει ο Λέανδρος Παλαμάς («Φοινικιά», σελ. 10).
Πώς στ’ αλήθεια; «Βαθεία η καρδία παρά πάντα και άνθρωπός εστι και τις γνώσεται αυτόν;», ρωτάει ο Προφήτης Ιερεμίας. Κι ο ποιητής στη «Φοινικιά» του:
«Κι εμείς; ήρθε ως εμάς το μακρινό πουλάκι
…………………………………………….
Και κοντοστάθηκε το βιαστικό ρυάκι
………………………………………
Κι είδε καθείς τ’ απόξω μας, κανείς τα βάθη.
Ο κόσμος γλύστρησεν απάνω μας κι εχάθη» (στίχοι 177-184).
Πόσο ωραίοι στίχοι, αλήθεια!
Κανείς δεν ξέρει τα μυστικά του ανθρώπου. Αλλά εδώ είναι η τραγικότης του ανθρώπου:
Κανείς δεν μπορεί να εξιχνιάσει τα μυστικά και του συνανθρώπου και όχι μόνο. Και τα μυστικά της Ιδέας, του Απολύτου, του Αιωνίου Νοήματος, της Φοινικιάς. Έχει κι αυτή τα δικά της μυστικά και τα δικά της μυστήρια.
Συνεχίζει το ποίημα:
«Όσα πετούνε (φτερωτά), σέρνονται (ερπετά), λυγιένται, σκύβουν
(χερσαία),
κάτι  γνωρίζουνε για σε και μας το κρύβουν» (στίχοι 131-132).
Είχε πει πιο πάνω ο ποιητής:
«Από μια τρίδιπλη ψυχή το περιβόλι,
συρτή και ριζωτή και φτερωμένη, πλέκει
το είναι» (στίχοι 113-115).
Όλη η πλάση, όλη η φύση, όλη η δημιουργία, ορατή και αόρατη, λογική και άλογη, φθαρτή και αιώνια, κρύβει το μεγάλο Αίνιγμα, το ανελέητο «Γιατί;», το ακατανόητο «Πώς;».
Η λύση στο Αίνιγμα, η απάντηση στο «Γιατί», η κατανόηση του «Πώς» -το μεγάλο «Διότι»- θα φανερωθούν όχι στο «Ενθάδε», αλλά στο «Επέκεινα».Τώρα, «εκ μέρους γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. Όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργησθήσεται… Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 9-12).
Και τώρα ερχόμαστε στην καρδιά του ποιήματος: Η διπολικότης του ανθρώπου. Η αντιφατικότης του ανθρώπου. Η τραγικότης του.
«Μέσα μας μια ψυχή από μπόρα κι από πίσσα» (στίχος 193).
Ένας στίχος επίγραμμα.
«Το πικρό για σε στο λογισμό μας βάζει
μια πλάση –Εσύ, που ατάραχη τραβάς προς τ’ άστρα-
παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα» (στίχ. 194-200).
Κι όχι μόνο εμείς, τα γαλάζια λουλουδάκια, αντιμαχόμαστε τη Φοινικιά, που είναι η Μάνα μας, η Αφέντρα μας, η προστασία μας, αλλά και όλη η πλάση επαναστατεί εναντίον της. Η νυχτερίδα, η κίσσα, η ακρίδα, όλα κάτι κακό, σαρκαστικό και ειρωνικό έχουν να πουν για τη Φοινικιά:
«Μια πλάση –Εσύ που ατάραχη τραβάς προς τ’ άστρα-
παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα!» (στίχ. 199-200)
Έτσι έρχεται μια αναστάτωση. Κάποτε τα κλαδιά της Φοινικιάς ήταν δροσοστάλαχτα, τα μαλλιά της πέπλα ηλιοπερίχυτα, τα φτερά της φτερά αγγελικά. Τώρα; Τώρα,
«Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, και φτερά μήτε!
Προψές μιαν όψη τέταρτη είχατε πάρει:
Σπαθιά!» (στίχ. 212-214).
Σπαθιά; Ναι!
«Και καρτερούσατε για να χυθείτε».
Και τότε; Τότε,
«Νυχτοπετούσα πεταλούδα, έλεος κάμε!
Απάνω στα φτερά σου πάρε μας να πάμε!» (στίχ.215-216).
Και προχωρεί το δραματικό ξετύλιγμα της μάχης με το Αγαθό, με την Ιδέα, με το Φως.
«……………….και κάποιο σαρκοβόρο
ηύρε σ’ εσέ και φώλιασε κι έσκαψε τρύπα,
κι έγινε σπήλαιο το κορμί το φτεροφόρο,
και της κορφής σου για κορφή φόρεσες γύπα.
Σα φλόγες και σαν κύματα και σα λεπίδια,
συρμένα από τη ρίζα ως την κορφή σου φίδια» (στίχ. 227-232).
Το κακό μέσα μας, το κακό γύρω μας. Πάλη κι αγώνας και καημός. Πότε νικάει το σκοτάδι, πότε το φως.
«Ποιος το στοχάστηκε, ποιας Μοίρας είναι τάμα,
από τα κακομύριστα και τ’ απορρίμια
να υψώνονται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάμα
του Μάη και τ’ Απρίλη απ’ την ακάθαρτη ασκήμια;» (στίχ. 233-236).
Και καταλήγει ο ποιητής:
«Γι’ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,
και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορρύμια.
Κι εκεί που ο νους με τα υπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μας μολεύει» (στίχ. 237-240).
Το ίδιο νόημα βρίσκουμε και στον «Ασκραίο» του Παλαμά:
«Ό,τι ψυχή, αλαργεύει αχνό. Κι ό,τι κορμί, θεριεύει».
Η διφυΐα του ανθρώπου και ο τραγικός του διχασμός. Η υπέρτατη αυτοσυνειδησία του μπροστά στις θεϊκές κορφές και τους καταλυτικούς γκρεμούς της υπάρξεώς του με τις απρόσμενες νεροποντές. Η μετωπική σύγκρουση του θνητού με το αιώνιο, του ερπετού με το χρυσαετό.
Όμως, δεν μπορεί ο άνθρωπος μόνο να παλεύει. Ζητάει τη λύτρωση, την κάθαρση, κάποια ηλιόλουστη κορφή, ένα βουνίσιο ανασασμό.
«Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα πάρ’ τα και πνίχ’ τα.
………………………………………………
Θρέψε τα ωραία και τ’ αγαθά, τα πάντα δείχτα,
σαν αηδονοπαιξίματα και σαν αηδόνια.
Και συ, φεγγάρι, ξάπλωσε στην άγρια νύχτα,
διάφανη σκέπη  από καρδιά και ψυχοπόνια» (στίχ. 241-246).
Ναι! Καρδιά και ψυχοπόνια θέλουμε! Αγάπη μας χρειάζεται! Η Αγάπη λυτρώνει. Η Αγάπη που είναι όλη ομορφιά και γλύκα, ντυμένη τη βασιλική αλουργίδα.
Ας ακούσουμε δύο επιγραμματικούς στίχους του Παλαμά, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο:
«Της Καλλονής παντού κυμάτισε, ω πορφύρα,
κι η πλάση ας γίνει αγάπη κι ας χτυπάει σα λύρα!» (στίχ. 247-248).
Κι έρχεται το ξημέρωμα. Η πάλη σταματάει. Το φως θριαμβεύει. Ο διαχρονικός Άνθρωπος λυτρώνεται. Η Φοινικιά τώρα μπορεί να χαίρεται.
«Ξημέρωσε! Το φως χίλια σου σπέρνει μάτια,
για ν’ αγκαλιάζης………………………….
Στα δέντρα τις φωλιές στις χώρες τα παλάτια» (στίχ. 249-251).
Τώρα ,
«Ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα-στάλα,
βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τα πάνω,
τ’ απέραντα και τ’ άπιαστα και τα μεγάλα…
με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα» (στίχ. 258-262).
Όλα τελείωσαν! Ήρθε η κάθαρση! Η Φοινικιά αστραποβολάει, καμαρώνει, υψώνεται!
Μα εμείς; Εμείς τα μικρά γαλάζια λουλουδάκια; Θα ζήσουμε με μια γλυκόπικρη γεύση:
«Ω Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι,
και θα ξαναπλωθή και θα μας ξερριζώση,
και θα πεθάνουμε. Το κύμα και τ’ αγέρι
και το νερό ανελεήμονα θα μας σαρώση» (στίχ. 297-300).
………………………………………….
«Και μήτε θα βρεθή για μας κανένα μνήμα.
…………………………………………..
Και θα ξαναφανής εσύ στην ξαφνιασμένη κτίση
Σαν ένα χρυσοπράσινο καινούργιο αστέρι,
και μήτ’ εσύ, μήτε κανείς δε θα μας ξέρη…» (στίχ 305-312).
Εδώ τελειώνει το ποίημα. Πεσσιμισμός; Απαισιοδοξία; Μηδενισμός; Όχι!
Όχι! Πριν τελειώσει ο ποιητής, πρόλαβε και μας άφησε δύο πολύ σημαντικούς στίχους:
«Και κάτου από του ίσκιου σου τα μάγια πάλι,
θ’ αναστηθή μοσκόπνοη μια βλάστηση άλλη» (στίχ. 303-304).
“Stirb und werde”. «Πέθανε και γίνου», του Goethe η διαχρονική προσταγή μέσα στο Faust.
«Γέννα και μνήμα, αιώνιο κύμα». Πεθαίνει το προσωρινό, το φθαρτό, το εφήμερο. Και ζει το υπερεποχικό, το άφθαρτο, το αιώνιο. Πεθαίνει το Αίμα και ζει το Πνεύμα.

Στο σημείο αυτό ας κάνουμε μία γενική θεώρηση της «Φοινικιάς».
Το συμβολικό αυτό ποίημα του Παλαμά εκτείνεται σε τρεις νοηματικές επιστρώσεις, σύμφωνα με την ανάλυση που έκανε ο γιος του Λέανδρος, στη «Φοιτητική Συντροφιά», στις 16 Φεβρουαρίου του 1912.
α) Η Φύση – Φοινικιά, β) η Αγάπη –ίσως η Γυναίκα, ο Άνθρωπος- Φοινικιά και γ) η Ιδέα – Φοινικιά.
Το ποίημα αυτό έχει έναν πρωτότυπο «ποιητικό αλχημισμό», που μετουσιώνει το ορατό σε αόρατο και το ψηλαφητό σε αναφές. Εδώ ο ποιητής, αντί να διαλέξει το μύθο του τραγουδιού του από τη Μυθολογία, τον πήρε από την ίδια τη Φύση.
Και όπως ο Shelley στο ποίημά του «Αισθαντικό Φυτό», τη Μιμόζα, «That fair Lady» («Την πανώρηα Εκείνη Κυρά»), έχυσε την ευαισθησία του και βρήκε βαθυστόχαστες αλληγορίες, έτσι και ο Παλαμάς στη «Φοινικιά» και στα αισθαντικά γαλάζια λουλουδάκια συμπύκνωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, τις ποιητικές του ευαισθησίες και τις νοηματικές του ακροβασίες, αλλά και τις θρησκευτικές του δοξασίες ή καλύτερα το θρησκευτικό του «Πιστεύω».
Γιατί μιλάει για «δισκοπότηρα και θυμιατήρια», για «μια κολασμένη και μια θεία Σκέψη», για «θεία χαμογέλια», για «θείο ρυθμό», για «ωσαννά» και για «τελώνια», για του «Αγγέλου φάντασμα σε σκήτη ερημίτη» (στίχ. 137) και για το ότι «Βουλήθη ο θείος κόσμος κι έγινεν η (Φοινικιά) Ιδέα» (στίχ. 291).
Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος σημαντικός νοηματικός στύλος και ιστός μέσα στη «Φοινικιά», που σκόπιμα τον αφήσαμε τελευταίο. Είναι η Πατρίδα, η Ελλάδα.
Μα πώς χωράει η Πατρίδα σ’ ένα ποίημα, που ασχολείται μ’ ένα δέντρο;
Χωράει! Όχι μόνο, γιατί ο Παλαμάς είναι Πρωτεϊκός, αλλά γιατί συγχρόνως είναι και αφομοιωτικός. Αφομοιώνει μέσα του όλα τα ετερογενή και ανόμοια και ετερόκλιτα στοιχεία και σπέρματα, όπως το κάνει κι ο Ελληνισμός. Τα προσλαμβάνει, τα επεξεργάζεται, τα νοηματοδοτεί, τα αποπνευματώνει, και τότε τα υψώνει σε πανύψηλα κοντάρια και σε ατσάλινα κατάρτια.
Μίλησε στη «Φοινικιά» για τα «κλαδιά» και τα «μαλλιά» της, που κάποτε έγιναν «σπαθιά». Στο σημείο που θέλει να μιλήσει για την Ελλάδα, φτιάχνει τους στίχους:
«Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, Φτερά είναι εκείνα.
Και δοκιμάζεις τα και τα τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; Δεν είναι, γίνονται, σε τρώει μια πείνα
και σε μια πλάση ανώτερη νάμπης παλεύεις.
Μια Πολιτεία, μιαν ηλιοστάλαχτην Αθήνα,
δεξιά, ζερβά, μακριά στα ύψη όλο γυρεύεις» (στίχ. 153-158).
Μάλιστα! Η Αθήνα δεν είναι μόνο η «διαμαντόπετρα στης γης  το δαχτυλίδι», όπως λέει ο ίδιος στη «Φλογέρα του Βασιλιά». Είναι και ολόκληρη η Ελλάδα. Είναι μια ολόκληρη Πολιτεία. Με τις Συμπολιτείες και τις Ολυμπιάδες της. Με τις παλαίστρες και το πένταθλον. Με τις αρματοδρομίες και το παγκράτιον. Με τις δισκοβολίες και το ακόντιον. Με την Ποίηση και τη Φιλοσοφία. Με την Αρχιτεκτονική, τη Μουσική και τη Μυθολογία. Με τη μεταφυσική πείνα του Απολύτου, με τους πυρσούς του Πνεύματος και τις δαδουχίες της Ιδέας.
Και η «Φοινικιά», ρωτάει ο ποιητής ταυτίζοντάς την με την Ελλάδα:
«Λείψανο είσαι από νεκρό μεγάλο αιώνα
Ζωής που γίνεται, είσαι η πρώτη δροσεράδα;» (στίχ. 161-162).
Ναι! Λείψανο είναι από χρυσό μεγάλο αιώνα, που
«Πότε σαν τελευταία υψώνεσαι κολώνα
Ναού που κάποτε έστεκε σε μιαν Ελλάδα»
(στιχ. 165-166).

Τελειώνουμε. Καιρός να «καταστρέψουμε» το λόγο.
Μιλήσαμε για δύο εκκλησίες και για ένα ποίημα. Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική της Φοινικιάς είναι χτισμένη με αρχαίο υλικό , δηλαδή μας πάει στην αρχαία Ελλάδα. Η ίδια, με το κοιμητήριό της αργότερα, μας θυμίζει τους Μέσους χρόνους και το Βυζάντιο.
Η Παναγία η Μυροδοτούσα μας φέρνει στους νεωτέρους χρόνους και συνεχίζει την Παράδοση.
Και η «Φοινικιά» του Παλαμά; Αυτή, μέσα στους στίχους της και στην καρδιά του ποιητού, με τα σύμβολα και τις αλληγορίες της, με τις φιλοσοφικές ενατενίσεις και απορίες της, αγκαλιάζει το τρισδιάστατο του Χρόνου : το Χθες, το Σήμερα, το Αύριο.
Το Χθες! Η Παράδοση, η Ρίζα! Ό,τι έφυγε μα καρφώθηκε με χρυσά αστέρια στης καρδιάς μας το στερέωμα. Ό,τι χάθηκε, μα διαμαντοστόλισε με λίθους τίμιους της υπάρξεώς μας την πορφύρα. Ό,τι δεν σάρωσε ο χρόνος και δεν παρέσυρε το κύμα. Ό,τι άντεξε στους καταλυτικούς ανέμους και ύψωσε αγέρωχο το ανάστημα στις θύελλες των αιώνων. Ό,τι «πόλιν την αιωνίαν καθοράν ημάς ποιεί», κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Οι βίγλες των λαών με τη μεγάλη Παράδοση είναι στημένες σε πολύ ψηλούς πύργους. Τα ανοίγματά τους είναι πολύ πλατιά και οι βιγλάτορές τους βιγλίζουν αδιάκοπα, κρατώντας βάρδια άγρυπνοι στην έπαλξη του Χρέους. Τα καμπαναριά αυτών των λαών είναι ψηλότερα πυργωμένα. Οι κλαγγές της καμπάνας τους φθάνουν ως τα ακρούρανα και κάνουν να ριγούν αιώνες και εποχές.
Αν στα σταυροδρόμια της Ιστορίας φυσούν άγριοι άνεμοι, τα ιστορικά  τοπία των λαών που έχουν Παράδοση, δεν ερημώνονται και δεν αποψιλώνονται, γιατί οι ρίζες των παραδοσιακών τους δέντρων είναι βαθειά απλωμένες στο υπερεποχικό τους υπέδαφος.
Ας ακούσουμε και πάλι μερικούς στίχους απ’ την υπέροχη «Φοινικιά»:
«Πότε σαν τελευταία υψώνεσαι κολώνα
Ναού που κάποτε έστεκες σε μιαν Ελλάδα.
Τέλος ή αρχή, βραδιά ή πρωί, σε δένει κάτι
με τους ορίζοντες που χάνεται το μάτι» (στίχ. 165-168).
Ω Φοινικιά, ω Πατρίδα, ω Ιδέα,
«ω, ποια τα οράματα και ποια τα μυστικά σου;», ρωτάει ο ποιητής (στίχ. 174).
Αλήθεια, ποια;
Και τώρα –ποιητική αδεία- ας πάρουμε τους στίχους με τους οποίους ο ποιητής προσωποποιεί την Υγεία κι ας δώσουμε το δικό μας νόημα σ’ αυτούς:
«Όπου σταθής, θ’ αναστηθή μια πολιτεία.
Πάντα ο μαστός σου γάλα ρέει, δροσιά τα χείλια» (στίχ. 205-206)
Κι αυτός ο μαστός, που πάντα ρέει γάλα, έθρεψε και τρέφει και θα τρέφει λαούς και πολιτείες και θα τους γαλουχεί με νάματα Ζωής, που είναι οι Αξίες, που είναι οι Ιδέες, που είναι η Παράδοση –η Ελληνορθόδοξη Παράδοση- που είναι η Αλήθεια.
Αυτή, που «ζη και ζη και ζη» (Κ. Παλαμάς).