Μαρία Α. Μαμασούλα
Φιλόλογος, Δ/ρ Παιδαγωγικής
Το να μπορείς να πεις «όχι» θέλει δύναμη. Η απαγόρευση είναι απαραίτητη στο παιδί; Δυστυχώς, η απουσία της εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Άπειρες διαταραχές που συχνά φτάνουν μέχρι αρρώστια, μας διαβεβαιώνει ο ψυχαναλυτής και παιδοψυχίατρος Πατρίκ Ντελαρός στο βιβλίο του «Γονείς τολμήστε να πείτε όχι». Οι δάσκαλοι το αντιλαμβανόμαστε τόσο στο Νηπιαγωγείο όσο και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, με τις διαταραχές της συμπεριφοράς που εκδηλώνει το παιδί έξω από το οικογενειακό περιβάλλον, δηλαδή στο σχολείο. Εδώ κυρίως βλέπουμε την έλλειψη κύρους των γονέων, από την οποία υποφέρουν τα παιδιά. Μερικά παιδιά, ενώ στο σπίτι τους φαίνονται ήρεμα, ξεχαρβαλώνονται στην κυριολεξία στο σχολείο. Άλλα πάλι, ενώ είναι τρομερά στο σπίτι τους, συμπεριφέρονται παραδειγματικά έξω από αυτό. Έχουμε δηλαδή ένα διχασμό προσωπικότητας. Όλες αυτές οι συμπεριφορές μαρτυρούν την επίδραση της οικογενειακής αγωγής, πώς ο πατέρας καθώς και η μητέρα φέρονται στο παιδί και φανερώνουν ότι αυτοί ακριβώς δεν είχαν τη δύναμη να πουν όχι στο παιδί τους. Το παιδί έχει ανάγκη από γονείς που κρατούν σταθερά τα ηνία. Που έχουν σαφή στόχο μπροστά τους για την αγωγή του παιδιού τους. Που δεν αμφιταλαντεύονται και κυρίως που συμφωνούν.
Το παιδί έχει ανάγκη από ένα πραγματικό κύρος, που εκπέμπεται από γονείς ήρεμους, που γνωρίζουν τι θέλουν, που έχουν πειστεί ότι πρέπει να πουν «όχι» στο παιδί τους, που παίρνουν την υπόθεση της αγωγής του παιδιού τους σοβαρά, έχουν συνέπεια στη γραμμή τους, ώστε και το παιδί να αντιλαμβάνεται την παράβαση, όταν την κάνει. Δηλαδή, η σταθερότητα και η συνέπεια στα όρια που βάζουμε, πρέπει να τηρούνται με ευλάβεια. Έτσι το παιδί αισθάνεται την αναγκαιότητα της απαγόρευσης και καταλαβαίνει ότι προέρχεται από την αγάπη των γονέων και όχι από καπρίτσιο της στιγμής. Ενώ λοιπόν η απαγόρευση φαίνεται αναγκαία για την αγωγή, πολύ γρήγορα συνειδητοποιούμε ότι, όσο περισσότερο το κύρος των γονέων είναι αυθεντικό, τόσο λιγότερο χρειάζονται οι απαγορεύσεις. Το αυθεντικό κύρος άλλωστε, δεν έχει ανάγκη από τιμωρίες για να διατηρηθεί.
Γιατί οι γονείς διστάζουν να θέσουν όρια και γενικά να πουν όχι στα παιδιά τους; Λένε, πώς να τιμωρήσεις, όταν η απαγόρευση έχει ξεπεραστεί; Δυστυχώς, θα μπορούσαμε να πούμε, όσο και αν μας φαίνεται παράδοξο, ότι σήμερα η αγωγή στηρίζεται στον εκβιασμό. Εάν δεν με ακούσεις δεν έχει σουβλάκι, χαρτζιλίκι, τηλεόραση. Κυρίως όμως στηρίζεται στον συναισθηματικό εκβιασμό. Εάν δεν με ακούσεις, θα πάψω να σε αγαπώ. Με τη σειρά τους όμως και ένας μεγάλος αριθμός γονέων έχουν δυσκολία να τιμωρήσουν, γιατί φοβούνται μήπως και αυτοί χάσουν την αγάπη των παιδιών τους. Επίσης, μήπως χάσουν το γόητρο τους και το παιδί τους κατεβάσει από το βάθρο που τους έχει τοποθετήσει. Φοβούνται μήπως παύσουν να είναι καλοί γονείς και ότι αργότερα τα παιδιά τους θα τους κατηγορήσουν, όπως άλλωστε κατηγορούν κι αυτοί τους γονείς τους. Και όμως. Το παιδί έχει ανάγκη από γονείς που έχουν την ικανότητα να το καθοδηγήσουν, να του βάλουν όρια, να το τιμωρήσουν. Μέχρι κάποια ηλικία, το παιδί έχει ανάγκη οι γονείς του ν’ αποφασίζουν γι’ αυτό.
Λόγοι που κάνουν τους γονείς να διστάζουν.
Φαίνεται πράγματι ότι όλα αυτά έχουν σχέση με την εξασθένηση του θρησκευτικού συναισθήματος, με το υλιστικό πνεύμα της εποχής και την καταναλωτική κοινωνία. Ασφαλώς, μεγάλο μέρος ενοχής έχει η τηλεόραση. Αλλά πίσω από αυτήν υποκρύπτεται μια ολόκληρη φιλοσοφία. Ο κακώς εννοούμενος φεμινισμός, ο τρόμος για τον ψυχικό τραυματισμό του παιδιού που έχει γίνει της μόδας, η ψευτοδημοκρατία μέσα στην οικογένεια έχουν παραλύσει τη βούληση των γονέων και τους έχουν δημιουργήσει συμπλέγματα, το μεγαλύτερο των οποίων είναι να μη δημιουργήσουν αυτοί συμπλέγματα στα παιδιά τους. Μα τον πιο μεγάλο ρόλο σ’ αυτό το μπέρδεμα που νοιώθουν οι γονείς, είναι οι τύψεις που τυραννούν τους γονείς, οι οποίοι είτε υποχρεωτικά, λόγω εργασίας, είτε εκούσια λόγω κοσμικών και κοινωνικών υποχρεώσεων, λείπουν πολύ από τα παιδιά τους. Προσπαθούν λοιπόν το λίγο διάστημα που είναι κοντά τους να είναι ευχάριστοι, να τα γεμίζουν δώρα, να κάνουν ότι δεν βλέπουν, για να εφησυχάζουν τη δική τους συνείδηση και βέβαια, ούτε λόγος για απαγόρευση. Οι γονείς όμως πρέπει να γνωρίζουν να πουν όχι. Όχι βέβαια να αντιτίθενται συστηματικά, αλλά να διαλέγονται ήρεμα, για να μπορούν να θέσουν όρια στο παιδί. Με το να του πεις όχι, του αποδεικνύεις ότι οι λόγοι σου έχουν αξία. Επίσης του δείχνεις ότι, όταν οι γονείς λένε ναι, αυτό πράγματι είναι ναι.
Γονείς και δάσκαλοι, πώς να τιμωρούμε;
Η παράβαση των ορίων, η ανυπακοή, θα έχει σαν συνέπεια την τιμωρία. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Παράβαση χωρίς τιμωρία δεν γίνεται. Ας μη φοβούμαστε να προφέρουμε τη λέξη «τιμωρία». Γι’ αυτό ακριβώς η τιμωρία πρέπει να είναι αναγκαία συνέπεια της παράβασης. Ας είμαστε δε βέβαιοι ότι οι φωνές, ο εκνευρισμός, ταράζουν περισσότερο το παιδί και το παιδί προτιμά μια τιμωρία που το απελευθερώνει. Εάν την αποφεύγουμε, δεν βοηθάμε το παιδί να συνειδητοποιήσει την παράβαση. Η τιμωρία πρέπει να είναι κατανοητή και αποδεκτή από το παιδί. Και αυτό συμβαίνει μόνο όταν ο γονιός ή ο δάσκαλος έχει πεισθεί ότι έτσι πρέπει να αντιμετωπίσει την παρακοή.Πρέπει και οι δύο γονείς να συζητούν για το παιδί τους. Και να συζητούν με ανοιχτή καρδιά και προβληματισμένοι, ώστε να αισθάνεται το παιδί ότι ό,τι γίνεται, γίνεται εκ συμφώνου και για το καλό του και τότε η επίδραση θα είναι θετική. Αυτό έχει τεράστια σημασία για το παιδί. Το ότι οι γονείς του αποτελούν ένα ζευγάρι αλληλοσυμπληρούμενο και ότι ο ένας γονιός σέβεται και θεωρεί αξιόλογη τη γνώμη του άλλου. Ο πατέρας δεν πρέπει να κριτικάρει τη μητέρα και το αντίθετο, ενώπιον του παιδιού. Μπορεί βέβαια να έχει καθένας τις αντιρρήσεις του. Θα τις εκφράσει όμως αργότερα, όχι μπροστά στο παιδί. Αυτό είναι ένα σημείο καλής επικοινωνίας και το παιδί έχει απόλυτη ανάγκη να αισθάνεται ότι υπάρχει αυτή η επικοινωνία.
Τελικά, πώς να τιμωρούμε; Μα όσο το δυνατόν πιο έξυπνα. Π.χ. να επιβάλλουμε στο παιδί να καθαρίσει το χώρο που λέρωσε, να αποδώσει τα χρήματα που πήρε, να αγοράσει με το χαρτζιλίκι του κάτι που έσπασε ή ακόμη να το καταστήσουμε υπεύθυνο δίνοντάς του τη δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα στη στέρηση της εξόδου ή της απαγόρευσης να δει τηλεόραση. Να αποφεύγουμε να ταπεινώνουμε το παιδί και να το τιμωρούμε δημόσια. Η τιμωρία δεν έχει ανάγκη μαρτύρων. Όσο για τις σωματικές τιμωρίας, δεν είναι ασφαλώς η καλύτερη λύση. Σαφώς είναι προτιμότερο να συζητήσεις με το παιδί και να βρεθεί μια τιμωρία με νόημα. Παρ’ όλα αυτά, είναι καλύτερο να δώσεις ένα σκαμπίλι, παρά να του δημιουργήσεις μια αντίδραση επιζήμια με συνεχή διδάγματα, που κουράζουν και δεν είναι της ώρας. Τέλος, πρέπει να επιβάλουμε την προβλεπόμενη τιμωρία, αλλιώς χάνουμε το κύρος μας. Το παιδί συχνά αντιδρά, ουρλιάζει, χτυπά την πόρτα, εξωτερικεύει το θυμό του με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την ηλικία του. Πρέπει όμως να κρατήσουμε την ηρεμία μας και να επιβάλουμε την τιμωρία. Τέλος, εάν η παράβαση δεν τιμωρηθεί, τότε το παιδί μόνο του και συνήθως στο υποσυνείδητο, θα επιβάλει την τιμωρία που του αξίζει. Πρέπει δε να πούμε ότι συνήθως τα παιδιά είναι πολύ πιο αυστηρά από εμάς. Εμείς οι δάσκαλοι, μένουμε έκπληκτοι μπροστά στη διάθεση να τιμωρηθεί ο άτακτος με τιμωρίες που προτείνουν τα παιδιά, που ούτε τις είχαμε βάλει στο νου μας. Πώς να το εξηγήσουμε αυτό; Πρόκειται για το συναίσθημα ενοχής, αλλά και την απαίτηση της επιβολής δικαιοσύνης. Το συναίσθημα της ενοχής βαραίνει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα το παιδί, γι’ αυτό απαιτεί σωματική τιμωρία η οποία του φέρνει άμεση ανακούφιση. Γι’ αυτό, συχνά, βλέπουμε ότι καταφεύγει στην αυτοτιμωρία. Οι απόπειρες αυτοκτονίας στους εφήβους έχουν τη ρίζα τους στο συναίσθημα της ενοχής. Για το παιδί δεν υπάρχουν μικρές παραβάσεις. Όταν γενικά κάνει μια αταξία, έχει την εντύπωση ότι αξίζει τη χειρότερη τιμωρία. Κατά συνέπεια, το συναίσθημα της ενοχής δεν είναι ανάλογο με το μέγεθος του λάθους. Το παιδί τέλος οικοδομείται αφ’ ενός από αυτό που του δίνουμε, όπως επίσης και από αυτό που του αρνιόμαστε. Και ας μην ξεχνάμε, και οι δύο γονείς πρέπει να είναι σύμφωνοι και να αποδέχονται την τιμωρία που αποφάσισε το σχολείο χωρίς αντιρρήσεις και διαφωνίες.
Η αγωγή πρέπει να προσαρμόζεται και να λαμβάνει υπ’ όψη της τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Εκείνο που έχει σημασία είναι να γίνεται η απαγόρευση στην κατάλληλη στιγμή. Ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά. Γονείς και δάσκαλοι πρέπει να προσαρμόζονται, στην ηλικία και στα προβλήματα κάθε παιδιού. Ο έφηβος έχει ανάγκη από σεβασμό, κατανόηση και διάλογο. Συχνά ο διάλογος και η υπομονή είναι τα μόνα φάρμακα γι’ αυτή τη δύσκολη περίοδο.
Η αγωγή έχει ανάγκη από κύρος. Συχνά από απαγορεύσεις και ενίοτε από τιμωρία. Τα λόγια προηγούνται της πράξης. Η τιμωρία δεν είναι αναγκαστικά μια πράξη σαδισμού. Είναι το τίμημα μιας παράβασης, τίμημα που ξαναδίνει αξία στα λόγια των γονέων και του σχολείου και βοηθάει το παιδί να κατανοήσει την παράβασή του. Η ταραχή που συχνά εκδηλώνει το παιδί, δεν είναι μια ασθένεια, αλλά το έμμεσο αποτέλεσμα απουσίας απαγόρευσης. Υπάρχουν γονείς και παιδαγωγοί που αρνήθηκαν να χρησιμοποιούν την απαγόρευση και την τιμωρία ως μέσο αγωγής. Αναγκάσθηκαν να αναθεωρήσουν. Γιατί; Διότι η απαγόρευση είναι ουσιαστικό μέρος της αγωγής, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των μέσων που συμβάλουν στο σχηματισμό, στην ανάπτυξη και στην πρόοδο του ανθρώπου. Η παραμέλησή της, δημιουργεί σοβαρή παράλειψη στην αγωγή. Μια αγωγή χωρίς απαγορεύσεις, αρνείται τη διαφορά των γονέων και διαφθείρει την αρχή της αγωγής. Δεν γίνεται αγωγή στην οικογένεια, όταν βασιλεύει η δημοκρατική ισότητα. Αυτή η ψευδοϊσότητα δεν αναγνωρίζει ούτε τη διαφορά της ηλικίας, ούτε την πείρα, ούτε τη διαφορά της μάθησης, ούτε τον ξεχωριστό ρόλο του πατέρα και της μητέρας. Το παιδί έχει ανάγκη να αισθανθεί την ηγετική μορφή των γονέων και δασκάλων. Έτσι, η απαγόρευση οφείλει να αποτελεί μέρος της αγωγής, η οποία περιέχει το σύνολο των μέσων που χρησιμεύουν στο σχηματισμό και την ανάπτυξη του ανθρώπου. Τέλος, είναι βλαβερό για ένα παιδί, να το αφήνουμε να πιστεύει ότι τα πάντα του επιτρέπονται. Οι στερήσεις άλλωστε στη ζωή είναι αναπόφευκτες. Ας θυμηθούμε πόσοι έγιναν μεγάλοι, γιατί έζησαν τη στέρηση με όλη της τη μεγαλοπρέπεια (ορφάνια, φτώχεια, ξεριζωμό). Η στέρηση και η πειθαρχία ενισχύουν το παιδί στην προσπάθειά του. Είναι οι καλύτεροι παιδαγωγοί, εάν φυσικά εξηγούμε το λόγο στο παιδί. Η ζωή δεν είναι πάντοτε ονειρεμένη. Δεν είναι ένα μακρινό, ήσυχο ποτάμι. Έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε το παιδί να πιστέψει κάτι τέτοιο; Σ’ αυτή την περίπτωση δεν το εξαπατούμε;