Γιορτή Μητέρας 2015

Γιορτή Μητέρας 2015

Υπαπαντή: Η γιορτή της Παναγίας και της Ελληνίδας μάνας

{gallery}fotos/foto_G. miteras15{/gallery}

40 ημέρες είναι το «όριο ασφαλείας» που χρειάζεται η μητέρα αλλά και το μωρό πριν από την πρώτη κοινή τους έξοδο στον κόσμο, υποστηρίζουν όλοι οι γιατροί.
40 μέρες μετά τη γέννα, κατά την Πίστη μας, η μάνα πηγαίνει το παιδί της στην Εκκλησία να πάρει την Ευχή.
40 μέρες είναι, από την 25η Δεκεμβρίου, η 2α Φεβρουαρίου, η γιορτή της Υπαπαντής. Σήμερα 2 Φεβρουαρίου, η Χριστιανική πίστη γιορτάζει την Υπαπαντή του Χριστού, μία από τις 12 μεγάλες γιορτές  του Δωδεκάορτου, της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.

Υπαπαντή: Η γιορτή της Παναγίας και της Ελληνίδας μάνας

          Η ημέρα της Υπαπαντής εορτάζεται σε ανάμνηση του ερχομού του Χριστού στο Ναό των Ιεροσολύμων Ετυμολογικά σημαίνει προϋπάντηση, υποδοχή. Το εκκλησιαστικό γεγονός εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς και αναφέρει ότι συνέβη σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του Ιησού. Επειδή, σύμφωνα με το νόμο, ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας, έπρεπε να αφιερωθεί στον Θεό και συγχρόνως οι γονείς να προσφέρουν σε Αυτόν μία μικρή θυσία από ένα ζευγάρι περιστέρια. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο η Παναγία μας με το νεογέννητο Χριστό έπρεπε να κάνει την πρώτη της επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα στο ναό του Θεού. Μόλις έφτασαν στο ναό βρέθηκαν μπροστά στον Άγιο Γέροντα Συμεών, που υπηρετούσε εκεί πολλά χρόνια. Ο άγιος γέροντας πήρε στην αγκαλιά του το θείο βρέφος και δοξάζοντας τον Θεό είπε: «Τώρα Θεέ μου που με αξίωσες να δω τον Σωτήρα του κόσμου, ας πεθάνω». Χρόνια περίμενε ο άγιος γέροντας να δει τον Χριστό και παρακαλούσε τον Θεό να τον αφήσει να ζήση ως τότε.

       Τα βυζαντινά χρόνια, η Υπαπαντή γιορταζόταν ως μικρή γιορτή στις 14 Φεβρουαρίου. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την ανήγαγε σε δεσποτική γιορτή το 542 και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού για έναν λοιμό που έπληττε την επικράτεια του.

        Ο συμβολικός χαρακτήρας της ημέρας της Υπαπαντής είναι ότι η νεαρή μητέρα Παναγία πραγματοποιεί την πρώτη συμβολικής αξίας πράξη αποδοχής του νέου της ρόλου. Όσες γυναίκες ευτύχησαν να γίνουν μάνες, συνειδητοποιούν το βάθος της ανθρώπινης συγκίνησης που διακατέχει το ζευγάρι των γονιών και ακόμη περισσότερο την ίδια την μητέρα, όταν κρατώντας στην αγκαλιά το σπλάχνο της «βγαίνει» από την εσωτερική κατάσταση της συγκλονιστικής εμπειρίας της γέννας, των διαρκώς μεταβαλλόμενων συναισθημάτων της προσαρμογής στη νέα οικογενειακή πραγματικότητα και «προσέρχεται» στην Εκκλησία για να ζητήσει φώτιση για το παιδί της, κουράγιο για την ίδια και τον άνδρα της ενώ παράλληλα με τον τρόπο αυτό μυείται στην κοινωνία Θεού και ανθρώπων το νέο μέλος.

         Στις 2 Φεβρουαρίου, κάθε χρόνο, όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες τιμούμε την Μάνα όλων, την Παναγία στην πρώτη της εμφάνιση ως Μητέρα.

        Ας επαναπροσδιορίσουμε τις αρχές μας, ας επιστρέψουμε στην παράδοσή μας, ας τιμήσουμε την Παναγία, τη μητέρα μας. «Θεοτόκε, η ελπίς πάντων των Χριστιανών, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τούς ελπίζοντας εις Σέ», και κοντά σ’ Αυτήν να τιμήσουμε όλες τις Ελληνίδες Μητέρες.

Η Παναγία μας είναι Μητέρα του Θεού και δική μας Μητέρα!

         Η Παναγία μας είναι η υπερκόσμια γέφυρα που ένωσε τη γη με τον ουρανό. Πως όμως έγινε η επιλογή της; Έριξε μια ματιά ο πλάστης μας στον πλανήτη γη, την διέκρινε, την ξεχώρισε μέσα στο πλήθος των γυναικών όλων των χωρών της γης. Βρήκε την γυναίκα εκείνη, που θα γινόταν πολύτιμο όργανο στο σωτήριο σχέδιό του. Κι έστειλε επίσημα αγγελιοφόρο να της μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα, την ευχάριστη είδηση, που η αγάπη του Θεού Πατέρα επινόησε, για να σώσει τον άνθρωπο, το ανθρώπινο γένος. Η σεμνή κόρη της Ναζαρέτ, με την αγιότητά της, με την ταπείνωσή της έγινε το σκεύος εκλογής! άκουσε ταπεινά το μήνυμα του αγγέλου, την πρόταση του Θεού και απάντησε μ’ αυτά τα λόγια «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. Α’ 38). Από τη στιγμή που ακούσθηκε το ΝΑΙ της νεαρής κόρης, υπογράφτηκε το συμβόλαιο συνεργασίας Θεού και ανθρώπων. Το πρόθυμο και ολοκληρωτικό δόσιμό της στο Θεό, αποτέλεσε το μέσον που εξύψωσε τη γυναίκα. Από τότε η Παναγία μας, η Θεοτόκος έγινε η γέφυρα που ένωσε τη γη με τον ουρανό, έγινε η αρχή της σωτηρίας μας, το πρώτο βήμα για τη λύτρωσή μας. Ποιός άνθρωπος δεν καταφεύγει στην θερμή αγκαλιά της; Όλοι μας, γιατί είναι η μητέρα όλων μας, γιατί είναι το καταφύγιο όλων μας, γιατί είναι η μεγάλη μεσίτρια όλων μας. Της χρωστάμε άπειρες ευχαριστίες, απέραντη ευγνωμοσύνη, γιατί έγινε Μητέρα του Θεού μας και δική μας μητέρα.

          Άφθαστη η δόξα της Θεοτόκου! Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Περιτριγύρισε ώ, άνθρωπε όλην τη γην εξερεύνησε την θάλασσα, εξέτασε τον αέρα, εξερεύνησε τους ουρανούς με την διάνοιάν σου, είδε με το νου όλες τις αόρατες αγγελικές δυνάμεις, όλους τους αγίους και πρόσεξε καλά αν υπάρχει άλλη ύπαρξις μεγαλυτέρα ή ίση προς την Αγίαν Θεοτόκον Παρθένον. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ονόμασε την Θεοτόκον «Κεχαριτωμένην και ευλογημένη εν γυναίξι»! Οι υμνογράφοι της εκκλησίας μας, φωτισμένοι από το Πνεύμα το Άγιον έχουν συνθέσει αριστουργηματικούς ύμνους γι’ αυτήν. Η εκκλησία μας την ονομάζει «Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Η Παναγία μεσιτεύει για μας, μας προστατεύει, μας δυναμώνει και μας οδηγεί να πάμε κοντά στον Χριστό για να σωθούμε. Κανείς δεν μπορεί να έρθει προς το Θεό παρά μέσω Αυτής και του εξ αυτής τεχθέντος μεσίτου Χριστού. Δεν είμαστε μόνοι! Εν τη κοιμήσει τον κόσμον οι κατέλιπες Θεοτόκε και υπερμάχον έχομεν τον εξ Αυτής τεχθέντα Κύριον!

          “Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, αμαρτωλοί και ταπεινοί, και προσπέσωμεν εν μετάνοια κράζοντες εκ βάθους ψυχής: Δέσποινα, βοήθησον, εφ’ ημίν σπλαγχνισθείσα”.

 ” Παναγία μου! φωνάζει η πονεμένη μάνα στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της.

” Παναγία μου! φωνάζει ο ναύτης στην αγριεμένη θάλασσα.

” Παναγία μου! παρακάλεσε ο Κολοκοτρώνης, όταν κινδύνευε ή Ελλάδα από τον Δράμαλη.

” Παναγία μου! φωνάζει η κοπέλα.

” Παναγία μου! κλαίει ή χήρα.

” Παναγία μου! ακούς από παντού: από καλύβες και μέγαρα, από τρώγλες και ανάκτορα.

Ω, Παναγιά μου, Δέσποινα, γλυκύτατη Παρθένα
εις τον αγώνα της ζωής, βοήθα με και εμένα.
Βοήθησε με Παναγιά, γλυκιά μου Παναγία,
γιατί η ζωή είναι θάλασσα, μεγάλη τρικυμία..

Και ναυαγός ευρίσκομαι μέσα στη βιοπάλη,
στη χάρη σου στηρίζομαι, Παρθένα τη μεγάλη.
Και σαν μητέρα ευσπλαχνική, ελπίζω να μας σώσεις,
και από ορατούς και αόρατους εχθρούς να μας γλιτώσεις.
Στη σκέπη των πτερύγων σου σκέπασε Παναγιά μου,
όλου του κόσμου τα παιδιά και ύστερα τα δικά μου.

Ικεσία

Ύπεραγία Θεοτόκε, Πονολύτρια, Γιάτρισσα καΐ Παυσολύπη,

πρέσβευε υπέρ ημών.

Τώρα πού η ασθένεια πήρε διαστάσεις ανεξέλεγκτες,

τώρα πού η κοι­νωνία και η ψυχή μας,

βασανισμένη, καθημαγμένη, αιμορροούσα, παραλυμένη,

έχασε κάθε ικμάδα,

κάθε ίχνος ζωτικότητας, τώρα, περισσότερο από ποτέ,

εκλιπαρούμε για την μεσιτεία Σου.

Σπλαγχνική Μητέρα τον Θεούκαί δική μας,

βλέπεις την κατάντια μας, την κόπωση, το άλγος, την έξουδένωση…

Πρέσβευε, Παναγιά μου, για την ανθρωπότητα πού οδυνάται.

Πρέσβευε για τους άρχοντες πού ανάρχως πολιτεύονται,

για τους δικαίους πού χλευάζονται,

για τους αδίκους πού αλαζονεύονται,

για τα ακυβέρνητα νιάτα,

για όσους αρνούνται πεισματικά να στρέφουν το βλέμμα προς τον Ουρανό…

“Ολοι ασθενείς, όλοι πονεμένοι… Δέσποινα, πρέσβευε!

«Ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου καί ή ψυχή…».

Πρέσβευε για το σήμερα καί το αύριο του τόπου μας.

Χάρισε την θεραπεία καί την λύτρωση

στην ψυχή μας καί στον κόσμο μας.

Φέρε μέσα μας παντοτινή  την υγεία,

την ελπίδα, την παρουσία τον Υιού Σου…

Το θαύμα της Μυρτιδιώτισσας

        Ένα καράβι ταξίδευε στο πέλαγος. Και το έπιασε φοβερή τρικυμία. Φόβος παγερός είχε καταλάβει καπετάνιο και πλήρωμα. Δεν ήταν η σημερινή εποχή. Τότε τα καράβια ήταν ξύλινα. Και με πανιά! Και το παλιοκάραβο είχε αρχίσει να μπάζει νερά. Η τρόμπα δούλευε αδιάκοπα. Μα δεν πρόφθανε! Και το καράβι είχε αρχίσει να βουλιάζει. Αν το καράβι χανόταν, τι να τους έκαναν οι βαρκούλες του και τα σωσίβια; Ένοιωσαν όλοι, πώς κάθε ελπίδα είχε χαθεί. Και τότε έστρεψαν τον νου στην Παναγία, πού είναι: “ελπίς απηλπισμένων”.

      – Φτάσε, Παναγία Μυρτιδιώτισσα, Προστάτρια και Σκέπη του νησιού μας. Σώσε μας. Λυπήσου τα παιδιά μας και τους γέροντες γονείς μας, πού μας περιμένουν!…

Λίγο ήθελε ακόμη το καράβι να βουλιάξει. Μα ξαφνικά φάνηκε ανάμεσα τους μια ολόφωτη γυναίκα: Και τους  είπε:

      “Ήρθα! Μη φοβείσθε! Το καράβι σας θα σωθή!”

        Και βούτηξε μέσα στην θάλασσα με ένα σφουγγάρι στο χέρι και έκλεισε την τρύπα πού είχε ανοίξει στο σκάφος! Σε λίγα λεπτά, το καράβι συνέχιζε ήσυχο το δρόμο του. Στο πρώτο λιμάνι επήγαν το σκάφος για επισκευή. Και τι θαύμα είδαν! Είδαν την τρύπα, πού είχε ανοίξει στο σκάφος, βουλωμένη με το σφουγγάρι που κρατούσε στα χέρια της η Παναγία, όταν φάνηκε στο καράβι τους! Όλος ο κόσμος το είδε αυτό το θαύμα. Γεμάτος συγκίνηση ο καπετάνιος αγόρασε κερί καθαρό και έφτιαξε μια λαμπάδα σαν το κατάρτι του καραβιού. Επήρε και το σφουγγάρι της Παναγίας σε ένα κουτί. Έφτιαξε και ένα ασημένιο καραβάκι. Και γύρισε στην πατρίδα του, την Χίο. Και τα πήγε στο Μοναστήρι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας. Και όταν επήγε να προσκυνήσει την θαυματουργή της εικόνα, φώναξε γεμάτος συγκίνηση:

         – Αυτή είναι! Αυτήν είδαμε! Παναγία μου! Παναγία μου!… Γονάτισαν όλοι μπροστά στην Παναγία. Έκαμαν με ευλάβεια τον Σταυρό τους. Την ευχαρίστησαν από τα βάθη της ψυχής τους, Και της πρόσφεραν τα μικρά τους δώρα, πού σώζονται μέχρι σήμερα.  

            Πολλά τα τραγούδια και τα ποιήματα για την Παναγία μας. Ανάμεσά τους, πολύ συγκινητικό είναι «Η προσευχή προς την Παναγίαν» του Ανδρέου Μαρτζώκη, μία προσευχή η οποία υπήρχε παλιότερα στα σχολικά Νεοελληνικά Αναγνώσματα και γαλούχησε την ελληνική νεολαία επί σειράν ετών.

 «Η προσευχή προς την Παναγίαν»

Γλυκό του κόσμου στήριγμα, αθάνατη Μαρία,
Εσύ π’ ακούς τη δέηση που υψώνουν τα παιδία,
σε εσέ την προσευχή μας
που μέσ’ αφ’ την ψυχή μας βγαίνει για σε θερμά

Έχε, Κυρά, στη σκέπη σου την πικραμένη χήρα,
στον πεινασμένο άνοιγε ευσπλαχνική τη θύρα,
δόσε του σκλάβου, Δέσποινα, ελεύθερη Πατρίδα,
του ναύτη την ελπίδα, που πλέει στην ξενιτιά.

Ευλόγησε τα ονείρατα του βρέφους που κοιμάται,
οδήγησε τα βήματα της κόρης που φοβάται·
στείλε δροσιά κι’ ανάπαυση στου αρρώστου το κλινάρι,
έχε  στη θεία σου χάρη τα μαύρα τα φτωχά.

Τη μάνα παρηγόρησε, πώχει παιδί στα ξένα,
και χύσε μίαν αχτίδα σου εις τον τυφλό, Παρθένα·
κράτα το γάλα αμίαντο του βρέφους που βυζαίνει,
στρέψε  στην οικουμένη το βλέμμα ευσπλαχνικό.

Στείλε, σεμνή βασίλισσα, στο πλάσμα σου γαλήνη,
χύσε στα στήθη τ’ άκαρδα αγάπη, ελεημοσύνη·
χάρισε το χαμόγελο στα μαραμένα χείλη,
κάμε να γίνουν φίλοι ο εχθρός με τον εχθρό.

Τ’ ανδρόγυνο που εχώρισε, Εσύ, Κυρά, ένωσέ το,
διώξε μακριά την έχθρα του και πάλι ευλόγησέ το·
ανάπαυσε τα κόκκαλα που κλει βαθειά το χώμα,
και ζέστανε το στρώμα της μάνας, του παιδιού.

Δέξου  στα ουράνια στήθη σου τ’ ανήλικα. Παρθένα,
που παραιτούν τη μάνα τους για νάλθουνε σε Σένα,
το χέρι ‘κείνο αντάμειψε που τ’ ορφανό χορταίνει,
που το κορμί θερμαίνει του μαύρου του γυμνού.

Ευλόγησε τα δάκρυα, καλή μας Παναγία,
οπού με σπλάχνος χύνονται εμπρός  στη δυστυχία
συχώρεσε και φώτισε εκείνον που πλανήθη,
και χύσε του στα στήθη την Πίστη την γλυκιά!

Λυπήσου την Ελλάδα μας, την άτυχη Πατρίδα,
πάλι στον κόσμο δείξε τη με σκήπτρο και χλαμύδα!
κάμε να σφίξη ελεύθερα μεσ’ τη θερμή αγκαλιά της
τα μαύρα τα παιδιά της, που κλαίνε στη σκλαβιά!…

Και αξίωσε τα τέκνα σου, που σε παρακαλούνε,
με της Λαμπρής το φόρεμα την Ήπειρο να ιδούνε!
να πλέξουν την εικόνα σου μ’ ελεύθερα λουλούδια,
κ’ ελεύθερα τραγούδια να ψάλλουνε γλυκά!..

Υπαπαντή: Η γιορτή της Ελληνίδας μάνας

          «Κάποτε, αναφέρει μια ωραία παράδοση, συνομιλούσε ένας άγγελος και ένας άνθρωπος. Είπε ο άγγελος στον άνθρωπο. «Εμείς έχουμε στον ουρανό τα αγγελικά τάγματα των Χερουβείμ και Σεραφείμ. Σεις δεν έχετε αγγέλους στη Γη! Και ο άνθρωπος απάντησε: Πως δεν έχουμε εμείς αγγέλους; Έχουμε τις μητέρες μας».

Η ιστορία ενός παιδιούΑφιερωμένο σόλες τις μητέρες

Μια φόρα και ένα καιρό, ένα παιδί ήταν η σειρά του να γεννηθεί και να έρθει στη γη. Μια μέρα το παιδί ρώτησε τον θεό, «Μου λένε ότι θα με στείλεις στη γη αύριο, αλλά πώς να ζήσω εκεί τόσο μικρό και αβοήθητο;» Ο θεός απάντησε, «Μέσα στους τόσους αγγέλους, έχω διαλέξει έναν και για σένα, θα σε περιμένει και θα σε φροντίζει στη γη». «Αλλά» είπε το παιδί, «εδώ στον παράδεισο δε κάνω τίποτα άλλο από το να τραγουδώ και να γελώ! Μόνο αυτά χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένο.»

Ο θεός είπε, «ο άγγελος θα σου τραγουδά κάθε μέρα. Θα νιώθεις την αγάπη του αγγέλου σου και θα είσαι ευτυχισμένο». «Όμως» είπε το παιδί, «πως θα μπορώ να καταλαβαίνω όταν οι άνθρωποι μου μιλούν, αφού δεν ξέρω τη γλωσσά τους;» «Αυτό είναι εύκολο» είπε ο θεός «ο άγγελος σου θα σου λέει τις πιο όμορφες και γλυκές λέξεις που άκουσες ποτέ σου, και έτσι με πολλή υπομονή και φροντίδα, ο άγγελος σου θα σου διδάξει πώς να μιλάς». Το παιδί κοίταξε ψηλά στο θεό και είπε, «Και τι θα κάνω όταν θέλω να μιλήσωσε σένα;» Ο θεός χαμογέλασε στο παιδί και του είπε, «Ο άγγελος σου θα σουβάζει τα χέρια μαζί και θα σου δείξει πώς να κάνεις την προσευχή σου». Το παιδί τότε είπε, «Έχω ακούσει ότι στη γη υπάρχουν κακοίάνθρωποι. Ποιος θα με προστατεύει;» Ο θεός έβαλε το παιδί στην αγκαλιά του λέγοντας, «Ο άγγελος σου θα σε προστατεύει, ακόμα και αν σημαίνει το δικό του κακό».

Το παιδί ήταν λυπημένο και είπε στον θεό, «Αλλά θα είμαι πάντα λυπημένο επειδή δεν θα μπορώ να σεβλέπω πλέον». ο θεός αγκάλιασε το παιδί. «Ο άγγελος σου θα σου μιλά πάντα για εμένα και θα σου δείξει το δρόμο να έρθειςπίσω σε μένα, παρόλοπου εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου».

Εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτη γαλήνη στον παράδεισο, αλλά οι φωνές από τη γη μπορούσαν ήδη να ακουστούν. Το παιδί αμέσως ρώτησε απλά, «Ω θεέ μου, αν είναι να φύγω τώρα, πες μου σ επαρακαλώ το όνομα του αγγέλου μου». Ο θεός απάντησε, «Το όνομα του αγγέλου σου δεν είναι σημαντικόεσύ απλά θα τη φωνάζεις ΜΑΜΑ»

 Ο συγγραφέας Πάολο Κοέλιο γράφει μια μικρή ιστορία για τη δημιουργία της μητέρας από τα χέρια του Θεού.

         Ο Θεός κάλεσε τον πιο αγαπημένο Του άγγελο και του παρουσίασε ένα πρότυπο μητέρας. Στον άγγελο δεν άρεσε αυτό που είδε.

– Εργαστήκατε πολύ, Κύριε, δεν ξέρετε πλέον τι κάνετε, είπε ο άγγελος. Κοιτάξτε! Φιλί ειδικό, που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες, έξι ζευγάρια χέρια για να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει. Δε θα δουλέψει! 

– Το πρόβλημα δεν είναι τα χέρια, αντέτεινε ο Θεός. Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που χρειάστηκε να βάλω: ένα, για να βλέπει το παιδί της πίσω από κλειστές πόρτες και να το προστατεύει από ανοιχτά παράθυρα, ένα άλλο, για να το κοιτάζει με αυστηρότητα, όταν πρέπει να του μάθει κάτι ουσιώδες και το τρίτο, για να του δείχνει διαρκώς τρυφερότητα και αγάπη, όση δουλειά κι αν έχει εκείνη!   

Ο άγγελος εξέτασε το πρότυπο της μητέρας πιο προσεκτικά.

– Κι αυτό τι είναι;

– Ένας μηχανισμός αυτοθεραπείας. Δε θα έχει χρόνο να αρρωσταίνει, θα πρέπει να ασχολείται με το σύζυγό της, με τα παιδιά, με το σπίτι.

– Νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείτε λίγο, Κύριε, είπε ο άγγελος. Και να επιστρέψετε στο κλασικό πρότυπο με τα δύο χέρια, τα δύο μάτια, κ.λπ.

Ο Θεός συμφώνησε με τον άγγελο. Αφού ξεκουράστηκε, μεταμόρφωσε τη μητέρα σε κανονική γυναίκα. Εξομολογήθηκε όμως στον άγγελο:

– Χρειάστηκε να της δώσω μια τόσο δυνατή θέληση, ώστε να νομίζει ότι θα έχει έξι χέρια, τρία ζευγάρια μάτια και ικανότητα αυτοθεραπείας. Αλλιώς, δε θα καταφέρει να εκπληρώσει το καθήκον της. Ο άγγελος την εξέτασε από κοντά. Κατά τη γνώμη του, αυτή τη φορά ο Θεός είχε επιτύχει. Ξαφνικά όμως πρόσεξε ένα λάθος:

– Αδειάζει. Αναρωτιέμαι, Κύριε, μήπως βάλατε ξανά υπερβολικά πολλά πράγματα σε αυτό το πρότυπο μητέρας.

– Δεν αδειάζει. Αυτό ονομάζεται δάκρυ.
– Και σε τι χρησιμεύει;

– Για να δείχνει χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, θυμό, ενθουσιασμό.
– Κύριε, είστε μεγαλοφυΐα! αναφώνησε ο άγγελος. Ακριβώς αυτό ήταν που έλειπε, για να συμπληρωθεί το πρότυπο.          Κι ο Θεός πρόσθεσε:

– Δεν το έβαλα εγώ. Όταν συναρμολόγησα όλα τα μέρη, το δάκρυ εμφανίστηκε από μόνο του. Ο άγγελος συγχάρηκε πάλι τον Παντοδύναμο κι έτσι δημιουργήθηκαν οι μητέρες.      Πάολο Κοέλιο

Ευχές της μάνας μου 
                      Κι είπες ακόμα. Μάνα μου  -φωτιά πούχε ή φωνή σου-
– “Οθε διαβείς, παιδάκι μου, τη Μάνα σου θυμήσου
καί αν σου λάχει δίστρατο, σου λάχει σταυροδρόμι
καί δίβουλη είναι ή σκέψη σου καί διχασμένη ή γνώμη,
τότε, άνοιξε καί διάβασε τα δυο της φυλλοκάρδια.
Στο’ ένα θα δεις, γράφει «ΧΡΙΣΤΟΣ» καί στ άλλο γράφει «ΕΛΛΑΔΑ»!
          Αυτά τα δυο είναι ή Μάνα σου, μ΄ αυτά σ΄ έχει πλασμένο.
Με πίστη καί με λευτεριά σ έχει αρματωμένο.
Βουλήσου, κρίνε, διάλεξε το δρόμο σου και τράβα.
της Παναγιάς μας το’ φιλί να σε γλυκαίνει πάντα!
Α. ΧΙΟΝΗ
 Μαμά, Σ΄ αγαπώ για όλες εκείνες τις φορές που με σήκωσες, όταν ήμουν πεσμένη.
Για όλες εκείνες τις φορές που αντάλλαξες το ζεστό σου χαμόγελο
για το κατσούφιασμά μου.
Για όλες εκείνες τις φορές που χτένισες τα μαλλιά μου και με έβαλες για ύπνο…
Ή, για όταν χρειάστηκες κάτι για τον εαυτό σου, αλλά έδωσες προτεραιότητα σε μένα.
Για όλα τα όνειρα που μοιραστήκαμε και τα δάκρυα και τα γέλια.
Σ΄ αγαπώ, μαμά, με όλη μου την καρδιά. Δεν υπάρχει καμία σαν εσένα!

 Είπαν για τη μάνα:

Η μητέρα μου δεν μου δίδαξε τίποτα, γιατί ήταν αγράμματη. Μου έμαθε όμως τα πάντα, γιατί ήταν πιστή.
Όσα σκεπάζει ο ουρανός, τόσα σκεπάζει η Μ Α Ν Α !
Όσο πιο πολλά δάκρυα στοίχισε ένα παιδί
  στη μητέρα του, τόσο πιο ξεχωριστό είναι στη φροντίδα της και πιο αγαπημένο  στην καρδιά της.
Δεν έχει παρασκευαστεί
  ποτέ φάρμακο τόσο αποτελεσματικό όσο το φιλί της μητέρας!
Στον κόσμο αυτό δύο ευκαιρίες έχει ο καθείς
  να λέει τον πόνο του άφοβα. Τη μητρική αγκαλιά όταν είναι παιδί και την αγκαλιά του Θεού πάντοτε!

Ευχήσου να συναντήσεις στη ζωή κάτι από τη στοργή που έζησες ως έμβρυο στη μήτρα της μητέρας σου.

Η Μάνα διαθέτει τη δύναμη της αυθεντίας.
Είναι η αυθεντία της Αγάπης.
Η Μάνα διαθέτει τη δύναμη του νόμου.
Είναι ο νόμος της θυσίας που ακολουθεί.
Η Μάνα διαθέτει τη δύναμη της βίας.

Είναι η βία που ασκεί η ίδια πάνω στον εγωισμό της.
Η Μάνα διαθέτει τη δύναμη της ανταμοιβής.
Είναι η ανταμοιβή της προστασίας που σκορπάει.

Είπαν του ήλιου “γιορτάζει η μάνα”
κι εκείνος βάλθηκε με φως τη γη να ντύνει.
Είπαν της θάλασσας “γιορτάζει η μάνα”
κι αμέσως έγινε η φουρτούνα γαλήνη.
Το ‘μαθαν τα πουλιά, “γιορτάζει η μάνα”
και το τραγούδι τους ξεχείλισε πλημμύρα.
Το ‘μαθαν τα άνθη, “γιορτάζει η μάνα”
και μοσχοβόλησε η πλάση χίλια μύρα.
Τ’ άκουσε η βροχή, αλλά δεν έκλαψε,
δάκρυ δεν κάνει να κυλήσει αυτή τη μέρα.
Τ’ άκουσε ο ουρανός κι άνοιξε διάπλατα
πείτε ευχές, μύριες ευχές για τη μητέρα.

Τί Μάνα, τί Παναγιά, το ίδιο είναι.

Και οι δύο καταλαβαίνουν, συγχωρούν, νοιάζονται…

         Κλείνω τα μάτια καί τις βλέπω μακριά, ατέλειωτη σειρά, τις μανάδες του κόσμου. “Αλλες φυλές, άλλα χρώματα κι όμως τόσο ίδιες. Όμοιες είναι οι μανάδες της γης. Μα οι δικές μας μανάδες, κουρασμένες, κυρτωμένες, βασανισμένες, οι μανάδες του τόπου μας έχουν πάρει από την καυτή πέτρα μας την κάψα της αγάπης τους, Κι από τη βασανισμένη γη μας το σταφιδιασμένο ρυτιδιασμένο πρόσωπο πού άπαλαίνει σαν άντικρύσει ένα παιδί. Μέσα σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο μας, πού όλα μετακινούνται, όλα είναι ρευστά, όλα είναι σημεία αντιλεγόμενα, μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα πού αυθεντικές αξίες καταρρέουν κι ανέρχονται άλλες πού με απίστευτη ταχύτητα γκρεμίζονται κι αυτές, ένα μένει αμετακίνητο, μιας αξίας ή λάμψη δεν θαμπώνει. Της αξίας της μάνας. Ό γάμος, ή ηθική, ή αλήθεια, ό Θεός, προπάντων Αυτός, έχουν πολέμιους. Μα σ’ όλη αυτή τη λαίλαπα δεν τόλμησε κανείς να αμφισβητήσει τη Μάνα.

        Καί είναι τούτο το παρήγορο σημάδι, το μοναδικό Ίσως παρήγορο σημάδι των καιρών μας. Ή Μάνα. Ή ταπεινή αυτή δουλεύτρα, πού δεν έχει όχτάωρο, δεν έχει ασφάλιση, δεν έχει ΙΚΑ για την προσφορά της. Δεν έχει ούτε τα παιδιά της τελικά, γιατί ξέρει πώς τα ετοιμάζει για να της φύγουν, να φτιάξουν δικές τους φωλιές. Είναι το δικό της πάλεμα, το μόνο ανιδιοτελές δόσιμο πού συναντάμε στη ζωή. Ό νόμος, ό πανίσχυρος νόμος πού ρυθμίζει τίς ανθρώπινες σχέσεις «σοϋδωσα τόσα, τόσα θα μου δώσεις», καταργείται. Πρώτα πρώτα γιατί δε μετριέται το τί δίνει. Μα μπορείς κι αν μόνο έχεις ένα χέρι με πέντε δάκτυλα να μετρήσεις τί της δίνει το παιδί της. Γιατί είναι τόσο λίγα, μα τόσο λίγα, αυτά πού της δίνει. Έκτος αν μετράς τίς πίκρες. Ό Καμπούρογλου λέει κάπου: «Δίκαια ονομάζουμε τη γη μητέρα, αφού την ποδοπατάμε κι αυτή δεν παύει να μας δίνει καρπούς καί άνθη».

          Σκέφτομαι πώς υπολογίζουμε -αν το υπολογίζουμε- μόνο τίς μεγάλες ευεργεσίες του Θεού. Τίς καθημερινές τίς θεωρούμε αυτονόητες, περίπου υποχρεωτικές. Το ίδιο αυτονόητες θεωρούμε τίς καθημερινές προσφορές της Μάνας μας. Ένα βουερό ποτάμι ή Μάνα μας, εκεί ξεπλενόμαστε κι εμείς καί… τα βρώμικα του σπιτιού μας. Κελαηδιστή βρύση ή Μάνα μας καί απλά εμείς ξεδιψάμε με το νερό της. Είναι αδιανόητο το ποτάμι να ξεραθεί κι ή βρύση να μην έχει καθαρό καί μπόλικο νερό.

          Ή Μάνα μου κι ή δικιά σου Μάνα. Σ’ αυτή τη βιαστική εποχή, πού λαχανιάζοντας τρέχουμε να προλάβουμε και πού, από την αγωνία να το προλάβουμε, ξεχάσαμε ποιο είναι αυτό καί τρέχουμε μόνο, δεν προλαβαίνουμε καν να δοϋμε τα μάτια της. Αυτά τα σοφά βαθιά μάτια που’χουν πολλές φορές ψιχάλες βροχής ή είναι ανταριασμένα. Δεν σκεφτόμαστε καν πώς έχει κι αυτή μία προσωπικότητα, σαν άνθρωπος έχει καί δικά της προβλήματα, έχει ώρες μοναξιάς, κακοκεφιάς, έχει κι αυτή ένα κορμί με αρθριτικά, ένα πονοκέφαλο, κάτι κιρσούς, έχει όρια σωματικής αντοχής.

          Σκέφτομαι με τί φυσικότητα τα παιδιά μου θα με πάρουν τηλέφωνο για να μου διηγηθούν οικογενειακές γκρίνιες, οικονομικές δυσκολίες, προβλήματα υγείας. Καί πόσο απλά καί φυσικά θα ξεχάσουν την πίεση μου, το αν έκανα τίς εξετάσεις πού παρήγγειλε ό γιατρός, αν λύθηκε ένα επαγγελματικό μου πρόβλημα. Καί το όμορφο είναι πού δεν θυμώνεις για όλα αυτά. Και συνεχίζεις αμετανόητα να δίνεις. Δίνεις και προσεύχεσαι. Να ποια είναι ή Μάνα. Καί προσεύχεται ή Μάνα τόσο για τους άλλους, πού στο τέλος έχει ξεχάσει να προσευχηθεί για τον εαυτό της. Μου τόπε αυτό θυμάμαι μια κυρούλα πού ήταν άρρωστη. «Προσευχήσου να γίνεις καλά», της είπα. Γέλασε, «Προσεύχομαι, μα που να προλάβεις τόσο κόσμο! Βάλε παιδιά, βάλε άντρα, βάλε εγγόνια, βάλε να πεις ευχαριστώ στο Θεό για τίς χαρές πού τους έδωσε, βάλε να παρακαλέσεις για τίς πίκρες τους, που να προλάβεις να παρακαλέσεις για λόγου σου;» Το είπε τόσο απλά, όσο απλά λέγονται τα πιο σημαντικά πράγματα. Καί θυμάμαι πώς τέλειωσε: «Να παρακαλέσω να πάω στον Παράδεισο; Μα αν δεν είναι εκεί τα παιδιά μου;» Να αρνείσαι Παράδεισο. Πού παρακαλάει νύχτα μέρα να τον κερδίσουν τα παιδιά της.

         Γιατί την έχω δει τη Μάνα την ακούραστη, κυρτωμένη από το βάρος της κάθε μέρας, να σέρνεται μπρος στο εικονοστάσι. Θα ανάψει με σιγανές κινήσεις το καντήλι μπρος στην Παναγιά. Κι εκεί οι δύο Μανάδες, η Μάνα του ουρανού καί της γης ή Μάνα, θα στήσουνε κουβέντα. Κι αφού πει η μια κι υπομονετικά ακούσει η “Αλλη, θα γίνει κάποια αλλαγή. Θα στηλωθεί η Μάνα της γης, θα αναστενάξει μ’ ανακούφιση και με καινούριο κουράγιο θα ξαναμπεί στην πάλη. Κι η άλλη Μάνα, τ’ ουρανού η Μάνα, όπως παίζει με την εικόνα της το φως του καντηλιού, εκεί στο μισοσκόταδο, θα δακρύσει. Γιατί καταλαβαίνει από καημούς και βάσανα η Παναγιά, μια κι είναι Μάνα. Σκέφτομαι πόσες ονομασίες έδωσε ό λαός στην Παναγιά. Γρηγορούσα, την είπε, Γλυκοφιλούσα, Έλευθερώτρια. Την είπε έτσι με τα χείλια του. Μέσα όμως στην ψυχή του ό λαός, Μάνα την λέει. Μάνα την λογαριάζει. Μάνα την υπολογίζει. Αυτό το «Παναγιά μου» πού ακούγεται σε ώρα ανάγκης, συνώνυμο της Μάνας είναι. Τί Μάνα, τί Παναγιά. Το ίδιο είναι. Κι οι δυο μεσολαβούν, καταλαβαίνουν, συγχωρούν, νοιάζονται…

        Μάνα, άπ’ τους ανθισμένους αγρούς σούπλεξα ένα στεφάνι. Σκύβω και σου φιλώ τα παιδεμένα χέρια σου. Αυτά τα χέρια που -κι ας μην το ξέρεις- κρατούν τον κόσμο μας. Κι ακόμα θα σκύψω να σου φιλήσω τ’ άσπρα μαλλιά σου. Ξέρω, για χάρη μου άσπρισαν πριν της ώρας τους. Και το ρυτιδιασμένο σου κούτελο άσε με να φιλήσω, Μάνα, Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα.

Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη