Η προσευχη στη Νεοελληνική ποίηση

Η   ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  

Ελένη Μούρτη – Μάλαινου, Φιλόλογος

           Ο  Πωλ Κλωντέλ, Γάλλος διπλωμάτης και συγγραφέας, θεωρούσε ότι ο ποιητής είναι  ενδιάμεσος  ανθρώπου και Θεού και έγραφε. «Αποστολή της τέχνης είναι να γίνει συνεργάτης της χάριτος, να ανοίξει στον άνθρωπο το δρόμο για τη συνάντηση με το Θεό, για την ένωση μαζί του. Ποιάν άλλη υπηρεσία πολυτιμότερη θα είχαμε να της ζητήσουμε παρά αυτήν».

         Και ο  αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις σε μια μελέτη του για τον ποιητή Ρίλκε, γράφει ότι «οι ποιηταί κατά την  διάρκειαν σιωπηλών στιγμών δέχονται και κυοφορούν εντός της ψυχής των τον Θεόν, δια να  τον χαρίσουν έπειτα εις τον κόσμον». Και ο δικός μας Διονύσιος Σολωμός, θέλει το  ποίημα, ως δημιούργημα, που αρχίζει από το Θεό και καταλήγει σ’ Αυτόν.

          Όλα αυτά  υπηρετούνται πολύ περισσότερο από έναν προσευχόμενο ποιητή. Ο προσευχόμενος ποιητής γίνεται, κατά την άποψή μας, ένας μύστης, ένας ιερεύς για τον αναγνώστη του. Στη νεοελληνική μας λογοτεχνία έχουμε  αρκετούς ποιητές που έχουν γράψει ποιήματα, προσευχές.

   Ο ποιητής Νίκος Καρούζος έχει γράψει ένα συμβολικό ποίημα με τον τίτλο «Η προσευχή του σκουληκιού», που αποτελεί κι ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Ο ταπεινός  και μικρός  άνθρωπος – σκουλήκι, αισθάνεται ότι  ο κόσμος που τον περιβάλλει, το ίδιο το φαινόμενο της ζωής, ως προς την ουσία και το βάθος του, είναι γεγονός ακατάληπτο, ασύλληπτο από τις κατηγορίες του ανθρώπινου νου ,ιδιαιτέρως δε  ο δημιουργός αυτού, ο Θεός. Παραδεχόμενος ο άνθρωπος – σκουλήκι  τη μικρότητά του, στρέφεται με αγάπη προς όλη τη φύση, προς όλα τα όντα και ιδιαίτερα προς τον Πατέρα κι απολαμβάνει την ομορφιά που ο τελευταίος σκόρπισε γύρω του.

 Η   προσευχή του σκουληκιού

 ΄Ακου  Κύριε τον καλό σου φίλο

που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.

Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ’ έναν καρπό και μ’ έναν τάφο.

Και τον καρπό ασχημίζω  και τον τάφο.

Αλλ’ όμως είμαι θέλημά σου

γέννημα στην απέραντη καρδιά σου…

Δεν έχω ερωτήματα

και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.

Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.

Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου

Γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.

«Δεν έχεις ερωτήματα;» – μου λέει το φθαρτό.

Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;

Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;

Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου

Και τη διαπερνώ με την πίστη.

Αυτή  `ναι η αξία εμάς των σκουληκιών

Που δεν έχουμε παρά μονάχα ένα δρόμο…

Το χώμα είν’ η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.

Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με.

Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;

Αγάπη, πράξη και ουσία του Θεού μου

σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.