ΔΙΔΑΧΗ 1η
«Εις ην δ΄αν πόλιν εισέλθετε λέγετε ειρήνη τη πόλει ταύτη», λέγει ο Κύριος εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης, ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος ο Κύριος από την ευσπλαχνία του, από την πολλήν του αγαθότητα, από την πολλήν αγάπην όπου έχει εις το γένος μας, σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα όπου μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν εκαταδέχθη και έγινε και τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος αγίου και από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια να μας εκβάλη από τας χείρας του Διαβόλου, να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας του, να χαιρώμεσθεν πάντοτε εις τον Παράδεισον μαζί με τους αγγέλους και να μην καιώμεσθεν εις την κόλασιν μαζί με τους ασεβείς και τους διαβόλους. και καθώς ένας άρχοντας έχει αμπέλια και χωράφια και βάνει εργάτας, έτσι και ο Κύριος ωσάν ένα αμπέλι έχει όλον τον Κόσμον και επήρε δώδεκα Αποστόλους και τους έστειλεν εις όλον τον κόσμον να διδάξουν τους ανθρώπους πως, ανίσως και θέλουν να ζήσουν και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα και μετά ταύτα να πηγαίνουν εις τον Παράδεισον και χαίρωνται πάντοτε, να μετανοούν, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος και να έχουνε την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς τους. και εις όποιαν χώραν πηγαίνουν οι Απόστολοι και τους δέχονται οι άνθρωποι, τους επαρήγγειλεν ο Κύριος να ευλογούσι την χώραν εκείνην, εις όποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν και δεν τους δέχονται, τους επαρήγγειλεν ο Κύριος να τινάζουν και τα τσαρούχια τους και να φεύγουν. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι, λαμβάνοντες την χάριν του παναγίου Πνεύματος, ως φρόνιμοι και πιστοί δούλοι του Χριστού μας, έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον και με εκείνην την χάριν ελαλούσανε όλες τες γλώσσες του κόσμου, με εκείνην την χάριν ιάτρευαν και τυφλούς και κωφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους και, το μεγαλύτερον, με το όνομα του Χριστού μας επρόσταζαν τους νεκρούς και ανεσταίνοντο. Και εις όποιαν χώραν επήγαιναν οι άγιοι Απόστολοι και τους εδέχοντο οι άνθρωποι, έκαμναν τους ανθρώπους χριστιανούς, έκαμναν αρχιερείς, ιερείς, εκκλησίας και ευλογούσαν την χώραν εκείνην και εγίνονταν ένας επίγειος Παράδεισος, χαρά και ευροσύνη, κατοικία των αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας. Εις όποιαν χώραν πάλιν επήγαιναν και δεν τους εδέχονταν οι άνθρωποι τους Αγίους Αποστόλους, καθώς επαρήγγειλεν ο Κύριος ετίναζαν και τα τσαρούχια τους και έφευγαν και έμενε εις εκείνην την χώραν κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.
Πρέπον και εύλογον ήτον, αδελφοί μου, να είχα και εγώ την καρδίαν μου καθαράν, ωσάν τους αγίους Αποστόλους, εδώ όπου αξιώθηκα και ήλθα εις την ευλογημένην σας χώραν και σας απέλαυσα και με εδεχθήκετε ως Απόστολον του Χριστού μας, να έχω εκείνην την χάριν του παναγίου Πνεύματος να ευλογήσω την χώραν σας, μα δεν την έχω, επειδή και είμαι αμαρτωλός. Πλήν αποτολμώ και παρακαλώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν και Θεόν, καθώς ευσπλαχνίσθη τότε δια μέσου των αγίων Αποστόλων, έτσι και τώρα να ευσπλαχνισθή ο Κύριος δια πρεσβειών της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων και δι’ ευχών του πανιερωτάτου αυθέντου και δεσπότου ημών και των αγίων ιερέων, να στείλη ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογία του να ευλογήση και αυτήν την χώραν και όλα τα χωρία των χριστιανών, να ευλογήση τα σπίτια σας και να ευλογήση και τους άνδρας και τας γυναίκας, τα παιδιά σας, τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος να συγχωρήση τα αμαρτήματά σας, ανίσως έχετε ωσάν εμένα, ειδέ και δεν έχετε, να σας φυλάγη να μη κάμετε, και να φυτεύση και να ριζώση εις την καρδίαν σας την ειρήνην, την αγάπην, την ομόνοιαν, την πραότητα, την θερμήν πίστιν, την ορθήν εξομολόγησιν και να σας αξιώση να περάσετε και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα και εις αυτήν την ματαίαν ζωήν και μετά ταύτα να πηγαίνετε και εις τον Παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, να δοξάζετε την αγίαν Τριάδα.
Πρέπον και εύλογον είναι, αδελφοί μου, ένας διδάσκαλος όταν θέλει να διδάξη να εξετάζη πρώτον τι ακροατάς έχει, ομοίως και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είναι. Και εγώ, αδελφοί μου, οπού αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον, τον αποστολικόν, δια την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, εξέταξα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είστενε Έλληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλά είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί, πιστεύετε και είστε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος και είστε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Και όχι μόνον δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια να σας φιλήσω, διατί ο καθένας από λόγου σας είναι τιμιώτερος από όλον τον κόσμον.
Πρέπει δε να ηξεύρετε και η ευγένεια σας δια λόγου μου. Το ηξεύρω πως άλλοι σας λέγουν άλλα και άλλοι άλλα. Όμως, ανίσως θέλετε να μάθετε την πάσαν αλήθειαν, εγώ σας την λέγω. Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήϊνος, η ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης την επαρχίαν, από το Απόκουρο. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου, το γένος μου ευσεβείς ορθόδοξοι Χριστιανοί. Είμαι λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλον τον κόσμον. Είμαι όμως δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, του εσταυρωμένου και Θεού. Όχι πως είμαι άξιος να είμαι δούλος του Χριστού, αλλά ο Χριστός μου με καταδέχεται δια την ευσπλαγχνίαν του. Τον Χριστόν μου λοιπόν, αδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω και προσκυνώ, τον Χριστόν μου παρακαλώ να με καθαρίση από κάθε αμαρτίαν ψυχικά και σωματικά, τον Χριστόν μου παρακαλώ να με δυναμώση να νικήσω τους τρείς εχθρούς, τον κόσμον, την σάρκα και τον Διάβολον, τον Χριστόν μου παρακαλώ να με αξιώση να χύσω και το αίμα μου δια την αγάπη του, καθώς το έχυσε και εκείνος δια την αγάπη μου.
Ανίσως, αδελφοί μου, και ήτον δυνατόν να ανεβώ εις τον ουρανόν να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να κηρύξω εις όλον τον κόσμον πως μόνος ο Χριστός μου είναι Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ήθελα να το κάμω. Μα επειδή και δεν ημπορώ να κάμω εκείνο το μεγάλο, κάμνω ετούτο το μικρόν και περιπατώ από τόπον εις τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, αλλ’ ως αδελφός· διδάσκαλος μόνος ο Χριστός μας είναι.
Πόθεν επαρακινήθηκα, αδελφοί μου, θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν. Αναχωρώντας από την πατρίδα μου- είναι έως σαράντα πενήντα χρόνους- επεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρη, χώρες και χωριά και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, μα περισσότερον εκάθισα εις το Άγιον Όρος δεκαεπτά χρόνους και έκλαια δια τες αμαρτίες μου.
Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μου εχάρισεν ο Κύριός μου με αξίωσε και εμένα τον αμαρτωλόν και έμαθα πεντέξι γράμματα ελληνικά, έγινα και καλόγερος. Διαβάζοντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον ηύρηκα μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος. Σιμά εις τα άλλα ηύρηκα και τούτον τον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζη δια του λόγου του μόνον πώς να σωθή, αλλά να φροντίζη και δια τους αδελφούς του. Και όποιος φροντίζει μόνον δια του λόγου του και δεν φροντίζει και δια τους αδελφούς του εκείνος θα κολασθή. Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, ετούτον τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, με έτρωγε εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν μου τόσους χρόνους ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλον. Τι να κάμω και εγώ; Στοχαζόμενος και την αμάθειάν μου εσυμβουλεύθηκα τους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς, πατριάρχας, τους εφανέρωσα τον λογισμόν μου, ανίσως και είναι θεάρεστον τέτοιον έργον ναν το μεταχειρισθώ, και όλοι με επαρακίνησαν ναν το κάμω και με είπαν πως τέτοιον έργον καλόν και άγιον είναι. Μάλιστα παρακινούμενος περισσότερον από τον παναγιώτατον κυρ- Σωφρόνιον πατριάρχην -να έχωμεν την ευχήν του- και λαμβάνοντας τας αγίας του ευχάς άφησα την εδικήν μου προκοπήν, το εδικόν μου καλόν και εβγήκα να περιπατώ από τόπον εις τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου.
Κάμνοντας αρχήν να διδάσκω με ήλθε ένας λογισμός: εδώ οπού περιπατώ να ζητώ να παίρνω άσπρα, διατί ήμουνα φιλάργυρος και τα αγαπούσα τα γρόσια, ναι, μα και τα φλωριά περισσότερον, όχι ωσάν την ευγενεία σας, οπού τα καταφρονάτε – ή δεν τα καταφρονάτε; Διαβάζοντας πάλιν το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον ηύρα και άλλον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας πως χάρισμα σε έδωκα και εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δίνης και εσύ εις τους αδελφούς σου, χάρισμα να διδάσκης, χάρισμα να συμβουλεύης, χάρισμα να εξομολογάς και ανίσως και ζητήσης να πάρης τίποτε πληρωμήν δια την διδαχήν σου ή πολλά ή ολίγα ή ένα άσπρο, εγώ σε θανατώνω και σε βάνω εις την Κόλασιν.
Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, αυτόν τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, χάρισμα να δουλεύωμεν και τους αδελφούς μας, εις την αρχήν μου εφάνη βαρύς ο λόγος, ύστερα όμως μου εφάνη γλυκύτερος «υπέρ μέλι και κηρίον» και εδόξαζα και δοξάζω χιλιάδες φορές τον Χριστόν μου, οπού με εφύλαξεν από ετούτο το πάθος της φιλαργυρίας. Και τώρα με την χάριν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, του εσταυρωμένου και Θεού, δεν έχω μήτε σακκούλα, μήτε κασέλα, μήτε σπίτι, μήτε άλλο ράσο από αυτό που φορώ. Αλλά ακόμη παρακαλώ τον Κύριόν μου μέχρι τέλους της ζωής μου να με αξιώση να μην αποκτήσω σακκούλα, διατί, ωσάν κάμω αρχήν να παίρνω άσπρα, ευθύς έχασα τους αδελφούς μου και δεν ημπορώ και τα δύο· ή τον Θεόν ή τον Διάβολον.
Με λέγει ο Χριστός μου να ζητήσω, θέλω, με λέγει, να ζητήσης πράγματα αληθινά, να ζητήσης ένα πράγμα, οπού είναι τιμιώτερον από όλον τον κόσμον και όχι να ζητήσης σκούμπουρα, αράχνη, κουρνιακτόν. Ποίον είναι το πράγμα το αληθινον, οπού είναι τιμιώτερον από όλον τον κόσμον; Με λέγει ο Χριστός μου : να ζητήσης τους αδελφούς σου και τες αδελφές σου να δεθήτε με την αγάπην, να σας βάλω εις τον Παράδεισον να χαίρεσθε πάντοτε και να μη σας βάλω εις την Κόλασιν να καίεσθε πάντοτε.
Όθεν, αδελφοί μου, σας εφανέρωσα την καρδίαν μου, τον λογισμόν μου, τα σπλάγχνα μου και δεν έχετε χρείαν να ζητήσετε από άλλους να μάθετε ποίος είμαι.
Πρέπον και εύλογον είναι, χριστιανοί μου, καθώς μανθάνομεν από το άγιον Ευαγγέλιον, από τας θείας Γραφάς, να αρχίζωμεν την διδασκαλίαν μας από τον Θεόν και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν. Όχι πως εγώ είμαι άξιος να αναφέρω το όνομα του Θεού μου, αλλά ο Θεός μου με καταδέχεται δια την ευσπλαγχνίαν του. Αφήνομεν λοιπόν, αδελφοί μου, τες φλυαρίες των ασεβών, των αιρετικών, των αθέων και λέγομεν μόνον όσα το Πνεύμα το άγιον εφώτισε τους αγίους Προφήτας, τους αγίους Αποστόλους, τους αγίους Πατέρας την Εκκλησίαςμας και μας έγραψαν. Και πάλιν όχι όλα να τα ειπούμεν, διατί δεν είναι δυνατόν, θέλομεν χρόνους και καιρούς, αλλά μερικά οπού φαίνονται αναγκαιότερα. Και όποιος είναι φιλομαθής ας ζητήση να μάθη και τα επίλοιπα.
Ο πανάγαθος λοιπόν και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, είναι ένας και όποιος λέγει πως είναι πολύ θεοί είναι διάβολος. Είναι δε Τριάς, Πατήρ, Υιός και άγιον Πνεύμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ένας Θεός. Είναι δε ακατάληπτος Κύριος, ανερμήνευτος, απερίγραπτος, παντοδύναμος, όλος φως, όλος χαρά, όλος ευσπλαγχνία, όλος ευεργεσία, όλος αγάπη. Δεν έχομεν κανένα παράδειγμα να παρομοιάσωμεν την αγίαν Τριάδα, επειδή και δεν ευρίσκεται άλλη εις τον κόσμον. Μα δια να λάβη παραμικράν βοήθειαν ο νους μας, φέρουν μερικά παραδείγματα οι θεολόγοι της Εκκλησίας μας. Σιμά εις τα άλλα μας φέρουν και τον ήλιον. Ο ήλιος ηξεύρομεν όλοι πως είναι ένας, ένας είναι και ο Θεός. Και καθώς ο ήλιος φωτίζει ετούτον τον κόσμον τον αισθητόν, έτσι και η αγία Τριάς, ο Θεός, φωτίζει τον νοητόν.
Είπαμεν, αδελφοί μου, πως ο ήλιος είναι ένας, μα είναι και τρία μαζί : έχει ακτίνες οπού έρχονται εις τα μάτια μας , ωσάν κλωστές, έχει και φως οπού εξαπλώνεται εις όλον τον κόσμον. Με τον ήλιον ομοιάζομεν τον άναρχον Πατέρα, τον Θεόν μας, με τες ακτίνες του ήλιου τον Υιόν του Θεού, τον Χριστόν μας, με το φώς του ηλίου το πανάγιον Πνεύμα.
Είναι και άλλος τρόπος να καταλάβετε δια την παναγίαν Τριάδα. Πώς; Να εξομολογηθήτε παστρικά και καλά, να μεταλάβετε τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον, με τρόμον και με ευλάβειαν και τότες να σας φωτίση η χάρις του παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε, διατί με διδασκαλίαν δεν ημπορείτε να καταλάβετε.
Αυτήν την παναγίαν Τριάδα εμείς οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί πιστεύομεν, δοξάζομεν και προσκυνούμεν. Αυτή είναι ο αληθινός Θεός και έξω από την παναγίαν Τριάδα όσοι λέγονται θεοί είναι δαίμονες. Και όχι μόνον εμείς πιστεύομεν, δοξάζομεν και προσκυνούμεντην παναγία Τριάδα, αλλά ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης άγγελοι και αρχάγγελοι και πάντα τα τάγματα του ουρανού ακαταπαύστως, ημέραν και νύκτα, δοξάζουσι την παναγίαν Τριάδα. Ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης Προφήται, Απόστολοι, Μάρτυρες, Ασκηταί έχυσαν το αίμα τους δια την αγάπην της αγίας Τριάδος και αγόρασαν τον Παράδεισον και χαίρονται πάντοτε. Ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης άνδρες και γυναίκες αρνήθηκαν τον κόσμον , επήγαν εις τας ερήμους και ασκήτευαν εις όλην τους τη ζωή δια την αγάπην της αγίας Τριάδος και επήγαν εις τον Παράδεισον και χαίρωνται πάντοτε. Ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλλασης άνδρες και γυναίκες έζησαν μέσα εις τον κόσμον με σοφρωσύνην και παρθενίαν, με νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, με έργα καλά δια την αγάπην της αγίας Τριάδος και επέρασαν και εδώ καλά και επήγαν και εις τον Παράδεισον και χαίρωνται πάντοτε.
Δεν ευρίσκεται τόπος ίσια με του ψύλλου το μάτι οπού να λείπη ο Θεός. Πρέπει και εμείς οι ευσεβείς Χριστιανοί, αδελφοί μου, όταν θέλωμεν να κάμωμεν καμμίαν αμαρτίαν,να στοχαζώμασθε πως ο Θεός είναι μέσα εις την καρδίαν μας, εμπρός εις τα μάτια μας, είναι πανταχού και μας βλέπει. Να εντρεπόμεσθεν τους αγγέλους, τους Αγίους και μάλιστα τον άγγελον τον φύλακα ψυχής μας, οπού μας βλέπει, να εντρεπόμεσθεν τον εαυτόν μας καθώς εντρεπόμεσθεν εις ένα μικρόν παιδίον όταν θέλωμεν να κάμωμεν καμμίαν αμαρτίαν. Ο πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα, λέγεται και φως και ζωή και ανάστασις. Όμως το κύριον όνομα του Θεού μας είναι και λέγεται Αγάπη. Πρέπει ημείς ανίσως και θέλωμεν να περάσωμεν και εδώ καλά, να πηγαίνωμεν και εις τον Παράδεισον, και να λέγωμεν το Θεόν μας και Πατέρα, πρέπει να έχωμεν δύο αγάπας, αγάπην εις τον Θεόν μας, και εις τους αδελφούς μας. Φυσικόν μας είναι να έχωμεν αυτές τες δύο αγάπες, παρά φύσιν είναι να μην τις έχωμεν. Και καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγες για να πετά, έτσι και ημείς χρειαζόμεθα αυτές τες δύο αγάπες, διότι χωρίς αυτές αδύνατον είναι να σωθούμεν.
Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπούμεν τον Θεόν μας, διατί μας εχάρισε τόσα αγαθά, μίαν τόσον μεγάλην γην εδώ πρόσκαιρα δια να κατοικούμεν, τόσες χιλιάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποτάμια, πηγάδια, θάλασσα οψάρια, φωτία, αέρα, ημέραν, νύκτα, ουρανόν, ήλιον, φεγγάρι, άστρα. Όλα αυτά δια ποίον, αδελφοί μου, τα έκαμε; Βέβαια δια ημάς. Τι μας εχρεωστούσε; Τίποτες. Όλα μας τα έδωσε χάρισμα. Μας έκαμε ανθρώπους και δεν μας έκαμε ζώα, μας έκαμε ευσεβείς ορθοδόξους χριστιανούς και όχι ασεβείς και αιρετικούς. Και με όλον οπού αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την Κόλασιν, αλλά ακαρτερεί την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας του ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά και να κάμωμεν τα καλά, να εξομολογηθούμεν, να διορθωθούμεν, να μας αγκαλιάση, να μας φιλήση, να μας βάλη εις τον Παράδεισον να χαιρώμασθε πάντοτε. Λοιπόν, αδελφοί μου, τέτοιον γλυκύτατον αυθέντην και δεσπότην, τέτοιον γλυκύτατον Θεόν και Πατέρα δεν πρέπει να τον αγαπούμεν τόσον πολύ, οπού αν τύχη ανάγκη, να χύνωμεν και το αίμα μας δια την αγάπην του, καθώς και αυτός το έχυσε δια την αγάπην μας;
Ένας άνθρωπος σε κράζει εις το κονάκι του και θέλει να σε φιλεύση κανένα ποτήρι κρασί ή ρακί και πάντοτε, εις όλην σου την ζωήν, θε να τον εντρέπεσαι και να τονε τιμάς. Και τον Θεόν δεν πρέπει να τιμάς και να εντρέπεσαι, οπού σου εχάρισε τόσα καλά και εσταυρώθηκε δια την αγάπην σου; Ποίος πατέρας εσταυρώθηκε δια τα παιδιά του καμμία φορά; Και ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός και Θεός έχυσε το αίμα Του και μας εξαγόρασε από τας χείρας του διαβόλου. Τώρα δεν πρέπει και ημείς να τον αγαπούμεν τον Χριστόν μας; Εμείς όχι μόνον δεν τον αγαπούμεν, αλλά τον υβρίζομεν κάθε ημέρα με τας αμαρτίας οπού κάνομεν. Αμή, ποίον θέλετε, αδελφοί μου, να αγαπούμεν; Να αγαπούμεν τον διάβολον, οπού μας έβγαλεν από τον Παράδεισον και μας ήφερε εις ετούτον τον κατηραμένον κόσμον και παθαίνομεν τόσα κακά; Και έχει προαίρεσιν ο διάβολος, ανίσως και ημπορούσε αυτήν την ώραν να μας θανατώση όλους, να μας βάλη εις την Κόλασιν, το έκανε.
Τώρα σας ερωτώ, αδελφοί μου, να με ειπήτε : ποίον πρέπει να μισούμεν και ποίον πρέπει να αγαπούμεν; Με φαίνεται ότι όλοι σας αποφασίζετε και λέγετε πως πρέπει να μισούμεν τον Διάβολον, τον εχθρόν μας, οπού μας έβγαλεν από τον Παράδεισον και μας ήφερεν εις τούτον τον κατηραμένον κόσμον και παθαίνομεν τόσα κακά, και να αγαπούμεν τον Θεόν μας, τον ποιητήν μας, τον πλάστην μας. Έτσι το λέγετε, χριστιανοί μου; Πολλά καλά το λέγετε. Να έχω την ευχήν σας και εγώ το λέγω. Μα ο Θεός χρειάζεται στρώμα δια να καθίση. Ποίον είναι το στρώμα οπού θέλει ο Θεός; Η αγάπη. Ας έχωμεν λοιπόν και εμείς την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας και έτσι έρχεται ο Θεός μας και μας χαροποιεί και μας ευφραίνει και μας φυτεύει εις την καρδίαν μας την ζωήν την αιώνιον και απερνούμεν και εδώ καλά και πηγαίνομεν και εις τον Παράδεισον να χαιρώμασθε πάντοτε. Όχι; δεν έχομεν την αγάπην, αλλά έχομεν το μίσος και την έχθραν εις τους αδελφούς μας; Έρχεται ο πονηρός Διάβολος και μας πικραίνει και μας φαρμακεύει και βάνει τον θάνατον εις την ψυχήν μας και απερνούμε και εδώ κακά και πηγαίνομεν εις την Κόλασιν να καιώμεσθε πάντοτε.
Φυσικόν μας είναι να αγαπούμεν τους αδελφούς μας, διατί είμαστε μιας φύσεως, έχομεν ένα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, έναν Παράδεισον ελπίζομεν να απολαύσωμεν. Καλότυχος εκείνος ο άνθρωπος που αξιώθη και έλαβεν εις την καρδίαν του αυτές τες δύο αγάπες, αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του, έχει πάντα τα αγαθά και αμαρτίαν δεν ημπορεί να κάμη. Και όποιος δεν έχει τον Θεόν εις την καρδίαν του, έχει τον διάβολον και όποιος έχει τον διάβολον, έχει πάντα τα κακά και όλες τες αμαρτίες τες κάμνει.
Χιλίας χιλιάδες καλά να κάμνωμεν, αδελφοί μου, νηστείας, προσευχάς, ελεημοσύνας, και το αίμα μας να χύσωμεν δια τον Χριστόν μας, και δεν έχομεν αυτάς τας δύο αγάπας, αλλά έχομεν το μίσος και την έχθραν εις τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά οπού εκάμαμεν είναι του διαβόλου και εις την Κόλασιν πηγαίνομεν. Μα καλά, θέλετε ειπεί, μετ’ εκείνη τη λίγη έχθρα οπού έχομεν εις τους αδελφούς μας, έχοντες τόσα καλά καμωμένα, εις την Κόλασιν πηγαίνομεν; Ναι, αδελφοί μου, μετ’ εκείνο πηγαίνομεν, διατί εκείνη η έχθρα είναι φαρμάκι του διαβόλου. Και καθώς βάνομεν μέσα εις εκατόν οκάδες αλεύρι ολίγον προζύμι και έχει τόσην δύναμιν και κουφίζει όσον ζυμάρι και αν είναι, έτσι είναι και η έχθρα, όλα εκείνα τα καλά οπού εκάμαμε τα γυρίζει και τα κάμνει όλα φαρμάκι του διαβόλου.
Εδώ, χριστιανοί μου, πώς πηγαίνετε; Έχετε την αγάπην ανάμεσόν σας; Ανίσως και θέλετε να σωθήτε, κανένα άλλο πράγμα να μη ζητήσετε εδώ εις τον κόσμον από την αγάπην. Είνε εδώ κανένας απ΄ την ευγένειά σας οπού να έχη αυτήν την αγάπην εις τους αδελφούς του; Ας σηκωθή επάνω να μου το ειπή, να τον ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι, να λάβη μιαν συγχώρησιν, οπού να έδινεν χιλιάδες φλωρία δεν την εύρισκεν.
Εγώ, άγιε του Θεού, αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου.
– Καλά, παιδί μου, έχε την ευχήν. Πώς σε λέγουν το όνομά σου;
– Κώστα
– Τι τέχνη κάμνεις;
– Πρόβατα φυλάγω.
– Το τυρί όταν το πωλής, το ζυγιάζεις;
– Το ζυγιάζω.
– Εσύ, παιδί μου, έμαθες να ζυγιάζης το τυρί, και εγώ να ζυγιάζω την αγάπην. Το ζύγι εντρέπεται τον αυθέντην του;
– Όχι
– Τώρα να ζυγιάσω και εγώ την αγάπην σου, και αν είνε σωστή και δεν είνε ξύγικη, τότε να σε ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να σε συγχωρήσωσι. Πώς να σε καταλάβω, παιδί μου, πως αγαπάς τους αδελφούς σου; Εγώ τώρα εδώ οπού περιπατώ και διδάσκω εις τον κόσμον, λέγω πως τον κυρ-Κώστα τον αγαπώ ωσάν τα μάτια μου’μα εσύ δεν το πιστεύεις’θέλεις να με δοκιμάσης πρώτον, και τότε να με πιστεύσης.
Εγώ έχω ψωμί να φάγω, εσύ δεν έχεις’ανίσως και σου δώσω κομμάτι και σε, οπού δεν έχεις, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή εγώ να φάγω όλο το ψωμί και συ να πεινάς, τι φανερώνω; Πως η αγάπη οπού έχω εις σε είνε ψεύτικη. Έχω δύο ποτήρια κρασί να πιώ, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω και σένα από αυτό να πιής, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ, αμή ανίσως και δεν σε δώσω εσένα, είναι κάλπικη η αγάπη. Έχω και δύο τρία φορέματα μέσα εις το σεντούκι φυλαγμένα ναν τα τρώγη το σκουλήκι και εσύ να περιπατής γυμνός, είναι κάλπικη αγάπη. Είσαι λυπημένος, απέθανεν η μήτηρ σου, ο πατήρ σου, ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είνε αληθινή η αγάπη μου. Αμή ανίσως συ κλαίης και θρηνής και εγώ τρώγω, πίνω και χορεύω, ψεύτικη είνε η αγάπη μου. Το αγαπάς εκείνο το φτωχό παιδί;- Το αγαπώ. Αν το ηγάπας, του έπαιρνες ένα υποκάμισο οπού είνε γυμνό, να παρακαλή και εκείνο δια την ψυχήν σου. Τότε είνε αληθινή η αγάπη, αμή τώρα είνε ψεύτικη. Δεν είνε έτσι χριστιανοί μου; Με ψεύτικην αγάπην δεν πηγαίνομεν εις τον Παράδεισον. Τώρα σαν θέλης να κάμης την αγάπην μάλαμα, πάρε και ένδυσε τα φτωχά παιδιά, και τότε να βάλω να σε συγχωρήσωσι. Το κάμνεις τούτο;
– Το κάμνω. Χριστιανοί μου, ο Κώστας εκατάλαβε, πως η αγάπη που είχεν έως τώρα ήτο ψεύτικη, και θέλει να την κάμη μάλαμα, να ενδύση τα πτωχά παιδιά. Επειδή και τον επαιδεύσαμε και τον εκάμαμε και εξανακοκκίνησε κομμάτι, σας παρακαλώ να ειπήτε δια τον κυρ-Κώστα τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτόν.
Ο πανάγαθος λοιπόν και πολυέλεος Θεός είναι και λέγεται αγάπη, είναι και λέγεται Τριάς. Παρακινούμενος ο Κύριος από την ευσπλαγχνίαν του έκαμε πρώτον δέκα τάγματα αγγέλους. Οι άγγελοι είναι πνεύματα πύρινα, άϋλα, καθώς είναι η ψυχή μας. Το κάθε τάγμα ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης. Διατί τους έκαμε; Δια να χαίρωνται. Ποίος επαρακίνησε τον Θεόν και τους έκαμεν; Η ευσπλαγχνία του. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, ανίσως και θέλωμεν να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεσθεν εύσπλαγχνοι, να κάνωμεν τους αδελφούς μας να χαίρωνται και να ευφραίνωνται και τότε να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα : «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Ειδέ και είμεσθεν άσπλαγνοι, σκληροκάρδιοι και κάνομεν τους αδελφούς μας και πικραίνονται και φαρμακεύονται και τους βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν τους, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον Διάβολον, διότι ο Διάβολος θέλει να κάνωμεν τους αδελφούς μας να φαρμακεύωνται και όχι ο Θεός.
Και έτσι, αδελφοί μου, το πρώτον τάγμα από τους αγγέλους, οπού επροείπαμεν, έπεσεν εις υπερηφάνειαν και εζήτησε να δοξασθή ίσια με τον Θεόν και, από εκεί οπού ήτανε άγγελος φωτεινός και λαμπρότατος, έγινε διάβολος, σκοτεινότατος και πολέμιος των ανθρώπων και έχει να καίεται πάντοτε εις την κόλασιν. Και όταν ακούωμεν Διάβολον, αδελφοί μου, αυτός είναι οπού ήτον πρώτον άγγελος, αυτός είναι όπου παρακινά τους ανθρώπους να υπερηφανεύωνται, να σκοτώνουν, να κλέπτουν, να πορνεύουν, να μοιχεύουν, να κάμνουν όρκους, να λέγουν ψεύματα. Αυτός είναι ο Διάβολος, όπου εμβαίνει και μέσα εις αποθαμένον και φαίνεται ωσάν ζωντανός και τον λέγομεν βρουκόλακα, αυτός είναι όπου εμβαίνει και μέσα εις ζωντανόν άνθρωπον και παίρνει την εικόνα του Ιησού Χριστού, της Παναγίας ή κανενός Αγίου και τρέχει απάνου κάτου ωσάν δαιμονισμένος και λέγει πως κάμνει θαύματα. Τα κάμνετε και εδώ; Εγώ θέλω τον άγιον Γεώργιον να μου κάμνει θαύματα αληθινά. Εγώ έτυχα εις την θάλασσαν να κινδυνεύω να πνιγώ και να ειπώ: Άγιε Γεώργιε, παρακάλεσε τον Χριστόν να με φυλάξη από εκείνον τον κίνδυνον και τότε να τον πιστεύσω πως κάμει θαύματα.
Αυτός είναι, ο Διάβολος, οπού εμβαίνει και μέσα εις σε ζωντανόν άνθρωπον και σεληνιάζεται και δαιμονίζεται. Μα ας είναι δοξασμένος ο Θεός οπού μας εχάρισε τρία άρματα και μετ’ εκείνα να τον πολεμούμεν.Aνίσως είναι εδώ κανένας από λόγου σας οπού δαιμονίζεται και θέλει να μάθη τα ιατρικά του, εύκολον είναι: εξομολόγησιν, νηστείαν και προσευχήν. Όσον εξομολογάται ο άνθρωπος, νηστεύει και προσεύχεται συχνάκις, τόσον κατακαίεται και φεύγει ο Διάβολος.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα από την αγγελικήν δόξαν και έγιναν δαίμονες, τα άλλα εννέα τάγματα εταπεινώθησαν και έπεσαν και επροσκύνησαν / την παναγίαν Τριάδα και εστάθησαν εις τον τόπο τους να χαίρωνται πάντοτε.
Πρέπει και εμείς, αδελφοί μου, να στοχαστούμεν τι κακόν πράγμα είναι η υπερηφάνεια και τι καλόν πράγμα είναι η ταπείνωσις, πως η υπερηφάνεια εγκρέμισε τον Διάβολον από την αγγελικήν δόξαν και έχει να καίεται πάντοτε εις την Κόλασιν και πως η ταπείνωσις εβάσταξε τους αγγέλους εις τον ουρανόν να χαίρωνται πάντοτε εκέινην την δόξαν της Αγίας Τριάδος. Πρέπει ακόμα να στοχασθούμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς οι άνθρωποι όταν ιδούμε κανένα ταπεινόν, τον βλέπομεν ωσάν άγγελον, μας φαίνεται να ανοίξωμε την καρδιά μας να τον βάλωμεν μέσα. Και όταν ιδούμεν κανένα υπερήφανον, τον βλέπομεν ωσάν τον Διάβολον, γυρίζομεν το πρόσωπο μας από το άλλο μέρος να μην τον βλέπωμεν. Ας φεύγωμεν λοιπόν, αδελφοί μου, την υπερηφάνειαν, διατί είναι πρώτη θυγατέρα του Διαβόλου, είναι στράτα οπού μας πηγαίνει εις την Κόλασιν και να έχωμεν την ταπείνωσιν, ωσάν οπού είναι αγγελική, είναι στράτα οπού μας πηγαίνει εις τον Παράδεισον. Και βλέπομεν φανερά· όταν ιδούμεν καμμίαν γυναίκα και είναι ταπεινή, είναι άσχημη, έχει ξεσχισμένα φορέματα ή λερωμένα, είναι κουλή, κουτσή, μα είναι σκεπασμένη με την εντροπήν, μας φαίνεται ωσάν άγγελος. Ομοίως πάλιν βλέπομεν μίαν γυναίκα και έχει πολύτιμα φορέματα και στολίδια, λάμπει ωσάν τον ήλιον, μα είναι υπερήφανη, αδιάντροπη, ξέσκεπη, φαίνονται τα μαλλιά της,/ τα στήθη της, μας φαίνεται ωσάν κάλπικο άσπρο, μας φαίνεται ωσάν ο διάβολος, γυρίζομεν το πρόσωπον μας από το άλλο μέρος να μη την βλέπωμεν. Εμένα έτσι με φαίνεται, χριστιανοί μου, η ευγενεία σας δεν ηξεύρω πως σας φαίνεται.
Εδώ πως πηγαίνετε, χριστιανοί μου, την ταπείνωσιν αγαπάτε ή την υπερηφάνειαν; Όποιος αγαπά την ταπείνωσιν ας σηκωθή επάνω να μου το ειπή να τον ευχηθώ. Εγώ, Άγιε του Θεού, αγαπώ την ταπείνωσιν. Εσύ οπού λέγεις πώς αγαπάς την ταπείνωσιν γδύσου και απέρασε όλους τους ανθρώπους ολόγυρα. Δεν το κάμνεις; Εντρέπεσαι; Κάμε άλλο,κόψε το μισό σου μουστάκι και έβγα εις το παζάρι. Μήτε και αυτό δεν το κάμνεις; Το εντρέπεσαι; Δεν το λέγω δια εσένα μόνονε αλλά δια να ακούσουν και οι άλλοι. Μην λέγεις πως είσαι ταπεινός, μέσα είναι το γουρουνόπουλο της υπερηφανείας. Με βλέπεις και εμέ με τούτα τα γένεια; Όλο υπερηφάνεια είναι γεμάτα και ο Θεός να μας τήνε ξερριζώση από την καρδίαν μας. Ο χριστιανός χρειάζεται δύο πτέρυγες δια να πετάξη, να πηγαίνη εις τον Παράδεισον, με την αγάπην και με την ταπείνωσιν.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα και έγιναν δαίμονες, τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ετούτος. Και από τον καιρόν οπού έκαμεν ο πανάγαθος Θεός τον κόσμον, είναι επτά χιλιάδες και διακόσιοι ογδοήντα οκτώ χρόνοι.Είναι δε ο κόσμος ετούτος ωσάν το αυγό. Και καθώς είναι ο κρόκος εις την μέσην του αυγού, έτσι είναι και η γη προσταγμένη από τον Θεόν και στέκει χωρίς να εγγίζη σε κανένα μέρος. Και καθώς είναι το ασπράδι ολοτρόγυρα από τον κρόκον, έτσι είναι και ο αέρας ολοτρόγυρα από την γην. Και καθώς είναι το τσόφλιο ολοτρόγυρα, έτσι είναι και ο ουρανός ολοτρόγυρα από την γην. Ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα είναι κολλημένα εις τον ουρανόν και ο ουρανός γυρίζει μαζί με τον ήλιον. Η γη είναι στρογγυλή και, όπου πηγαίνει ο ήλιος, εκεί γίνεται ημέρα. Η νύκτα δεν είναι κανένα πράγμα παρά ο ίσκιος της γης. Τώρα εδώ έχομεν βράδυ, μα δεν έχει όλος ο κόσμος βράδυ. Εις άλλο μέρος είναι μισή νύκτα, εις άλλο μέρος αυγή, εις άλλον κόσμον μισή ημέρα και όπου πηγαίνει ο ήλιος εκεί γίνεται ημέρα. Όσον μάκρος έχομεν εμείς εδώθενε από την γην εώς τον ουρανόν, άλλο τόσο είναι και αποκάτου από την γην εώς εις τον ουρανόν. Και καθώς είναι άνθρωποι εδώ εις την γήν, έτσι είναι άνθρωποι και αποκάτου από την γήν. Δια τούτο ενομοθέτησαν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας να βάφωμεν το αυγό κόκκινο την Λαμπρά να το βλέπωμεν με τούτα τα μάτια τα αισθητά και να νοούμεν και με τα νοητά πως το αυγόν σημαίνει τον κόσμον και το κόκκινον το αίμα του Χριστού μας, οπού έχυσεν εις τον σταυρόν και ηγίασεν όλον τον κόσμον.
Πρέπει και ημείς να χαιρώμεσθεν και να ευφραινώμεσθεν χιλιάδες φορές πως έχυσεν ο Χριστός μας το αίμα του και μας εξαγόρασεν από τας χείρας του Διαβόλου, μα πάλιν να κλαίωμεν και να θρηνούμεν πως οι αμαρτίες μας εσταύρωσαν τον υιόν του Θεού, τον Χριστόν μας.
Επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγιναν επτά ημέραι και πρώτην ημέραν την Κυριακήν έκαμεν ο Θεός και την εκράτησε δια λόγου του και τές άλλες έξι τές εχάρισεν εμάς να εργαζόμασθε δια τούτα τα ψεύτικα, τα μάταια, τα γήινα και την Κυριακήν μας να σχολάζωμεν, να πηγαίνωμεν εις την Εκκλησίαν μας, να δοξάζωμεν τον Θεόν μας, να στέκωμεν με ευλάβειαν, να ακούωμεν το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία της Εκκλησίας μας, τι μας παραγγέλλει ο Χριστός μας να κάνωμεν. Και να στοχαζόμαστε τές αμαρτίες μας, τον θάνατον, την Κόλασιν, τον Παράδεισον, να στοχαζόμαστε την ψυχήν μας, οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Να τρώγωμεν και να πίνωμεν το αρκετόν μας, τα ρουχαλάκια μας τα αρκετά και τον επίλοιπον καιρό να τον εξοδιάζωμεν δια την ψυχήν μας, ναν την κάνωμεν νύμφην δια τον Χριστόν μας. Τότε πρέπει να λεγώμαστε άνθρωποι, επίγειοι άγγελοι. Ειδέ και ζητούμεν πώς να τρώγωμεν, πώς να πίνωμεν, πώς να κάνωμεν αμαρτίες, πώς να στολίζωμεν ετούτο το σώμα το βρώμιο, οπού αύριο θε ναν το φάνε τα σκουλήκια και όχι την ψυχήν μας οπού είναι αθάνατη, δεν πρέπει να λεγόμασθεν άνθρωποι, αλλά σκύλοι, γάϊδαροι, γουρούνια. Τώρα η ευγενεία σας πως θέλετε να ονομάζεσθε, άνθρωποι ή γάϊδαροι;
– Άνθρωποι.
– Λοιπόν κάμετε το σώμα σας δούλον και την ψυχήν κυρά και τότε να λέγεσθε άνθρωποι.
Την πρώτην ημέραν επρόσταξεν ο Θεός ο πανάγαθος και έγινε το φως, έγινε και ένας ουρανός παραπάνω από αυτόν οπού φαίνεται. Την δεύτερην επρόσταξε και έγινε τούτος ο ουρανός οπού φαίνεται, η γη, τα νερά, ο αέρας, η μέρα και η νύκτα και έβαλε τα μισά τα νερά απάνου από την γην και τα μισά απουκάτου. Την τρίτην επρόσταξε και έγιναν τα χόρτα και τα φυτά. Την τετάρτην ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα. Την πέμπτην η θάλασσα, τα οψάρια και τα πετεινά του αέρος. Την Παρασκεύην επρόσταξε την γην και έκβαλε όλα τα ζώα.
Άνδρας ή γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήτον. Επήρεν ο πανάγαθος Θεός από την γην χώμα, και έπλασε ένα άνδρα ωσάν εμάς και ενεφύσησε και τον εχάρισε ψυχήν αθάνατον. Και καθώς εμείς οι άνθρωποι βάνομεν αλεύρι και νερό και τα ζυμώνομεν και κάνομεν ένα ψωμί, ούτω και ο πανάγαθος Θεός εζύμωσε την λάσπην με το πνεύμα και έκαμε τον άνδρα.
Πρέπει και εμείς να στοχασθούμεν, τι είναι το σώμα και τι είναι η ψυχή. Το σώμα είναι χώμα, λάσπη και αύριον θε ναν το φάνε τα σκουλήκια και ανάγκη είναι η ψυχή να χαίρεται πάντοτε εις τον Παράδεισον ανίσως και κάμη καλά ή να καίεται πάντοτε εις την Κόλασιν ανίσως και κάμη κακά. Τούτο το σώμα οπού βλέπομεν, αδελφοί μου, δεν είναι άνθρωπος, αλλά είναι ωσάν ένα φόρεμα της ψυχής. Η ψυχή είναι άνθρωπος, η ψυχή είναι οπού βλέπει, ακούει, ομιλεί, πιάνει, περιπατεί, μανθάνει γράμματα, τέχνες, επιστήμες, η ψυχή είναι οπού δίνει ζωή εις το σώμα και δεν τ’ αφήνει να βρωμήση και, καθώς έβγη η ψυχή, βλέπετε φανερά και ευθύς βρωμά και σκουληκιάζει το σώμα, διατί δεν είναι άνθρωπος. Το κορμί έχει τα μάτια του, μα δεν βλέπει, έχει τα αυτιά του, μα δεν ακούει, έχει το στόμα του, μα δεν ομιλεί, έχει τα χέρια του, μα δεν πιάνει, έχει τα ποδάρια του, μα δεν περιπατεί. Ίσια είναι η πέτρα, ίσια και το σώμα χωρίς ψυχήν.
Ανίσως και εδώ εις / την χώραν σας αποθαίνουν οι άνθρωποι, θέλει το ιδήτε με τα μάτια σας. Ή δεν αποθαίνουν εδώ;
– Αποθαίνουν, άγιε του Θεού.
– Λοιπόν δεν χρειάζεσθε διδάσκαλον να σας διδάξη. Τον κλαίγετε τον αποθαμένον σας;
– Τον κλαίμε.
– Ως φαίνεται σας πονεί δια εδαύτονε.
– Και πόσες ημέρες τον φυλάγετε;
– Δύο τρείς ώρες.
– Τόσην αγάπην έχετε εις τον ταλαίπωρον; Από την σήμερον και ύστερα να μην τον θάπτετε, αλλά να τον φυλάγετε εικοσιτέσσαρες ώρες και να συμμαζώνεστε όλοι, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια και να τον στοχάζεσθε καλά, διατί καλύτεροςδιδάσκαλος δεν είναι άλλος από τον θάνατον. Εγώ ημπορώ να σε γελάσω και να με γελάσης, αμή ο θάνατος δε γελά μήτε εσένα μήτε εμένα. Και να μην τους κλαίγετε τους αποθαμένους σας, διατί βλάπτετε και του λόγου σας, βλάπτετε και τους αποθαμένους σας και οι γυναίκες, όσες έχετε λερωμένες μπόλιες, ναν τες ρίψετε.
Όταν έκαμεν ο Θεός τον άνδρα, γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήτον. Έκβαλεν ο πανάγαθος Θεός μίαν πλευράν από τον άνδρα και έκαμε μίαν γυναίκα ωσάν τες γυναίκες οπού είναι την σήμερον και του την έδωσε δια σύντροφον, δια παρηγορίαν. Ίσια την έκαμεν ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέραν.
– Εδώ πώς τες έχετε τες γυναίκες;
– Δια κατώτερες.
– Ανίσως, αδελφοί μου, και θέλετε να είστενε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάνετε και έργα καλύτερα από εκείνες. Ειδέ και οι γυναίκες κάνουνε καλύτερα και πηγαίνουν εις τον Παράδεισον και εμείς πηγαίνομεν εις την Κόλασιν, τι μας ωφελάει οπού είμεσθεν άνδρες και κάνομεν χειρότερα; Κάλλιον να μην ήμαστε.
Εγώ βλέπω εδώ οπού περιπατώ και διδάσκω, είπα/ ένα λόγον δια τες ευλογημένες γυναίκες να σκεπάζωνται και να ρίξουν τα περισσά σκουλαρίκια, δακτυλίδια και με ήκουσαν. Ευθύς βλέπω οπού τρέχουν να εξομολογηθούν, να διορθωθούν. Είπα ένα λόγον και δια τους άνδρας πως φυσικόν είναι του ανδρός, όταν πηγαίνη σαράντα πενήντα χρονών και παίρνη και ασπρίζει, καλόν πράγμα είναι να αφήνη τα γένεια. Και εγώ βλέπω εδώ και είναι και εξήντα και ογδοήντα χρονών γέροντες και ακόμη ξυρίζονται. Όλ’ ημέρα παιδιά θέλετε να είστε, παιδιά μου; Δεν το ντρέπεστε να ξουρίζεσθε; Δεν ήξευρεν ο Θεός οπού τάδωσε τα γένεια; Και καθώς είναι άπρεπον μια γυναίκα γερόντισσα να στολίζεται, να βάνη φτιασίδια, ομοίως και ένας άνδρας, όταν γεράση, άπρεπον είναι να ξουρίζεται.
Το σιτάρι, όταν παίρνη και ασπρίζει, τι θέλει; Θερισμόν. Ομοίως και ο άνθρωπος, όταν ασπρίζουν τα γένεια, τι φανερώνει; Τον θάνατον. Είναι κανένας εδώ και θέλει ν’ αφήση τα γένεια; Ας ασηκωθή απάνου να μου το ειπή, να γένωμεν αδελφοί, ναν τον ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τόνε συγχωρέσουνε, να λάβη μίαν συγχώρησιν, οπού να έδινε χιλιάδες πουγγιά δεν την ηύρισκε και να τόνε φιλεύσω και ένα κτένι.
– Εγώ είμαι, διδάσκαλε.
– Καλά, έχε την ευχήν μου. Είναι άλλος;
– Εγώ είμαι. – Γενόμασθε αδελφοί, βλάμηδες, να σας φιλεύσω και από ένα κτένι;
– Ορισμόςσου, άγιε του Θεού.
– Παρακαλείτε τον Θεόν δια εμένα τον αματρωλόν, να παρακαλώ και εγώ δια λόγου σας όσον καιρόν και αν ζήσω. Το κάμνετέ;
– Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
– Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να / ειπήτεκαι δια ετούτους τους αδελφούς μας, οπού θέλουν να γένουν χαντζήδες, να αφήσουν τα γένεια, να ειπήτε τρείς φορές: Ο Θεός συγχωρήσαι και ελεήσαι αυτούς. Ζητήσετε και η ευγένεία σας συγχώρησιν και άμποτες να σας φωτίση ο Θεός καθώς αφήνετε τα γένεια να αφήσετε και τες αμαρτίες.
Και εσείς οι νέοι να τους τιμάτε. Και αν τύχη ένας άνθρωπος και είναι τριάντα χρονών, οπού άφησε τα γένεια, έτυχε και ένας πενήντα ή εξήντα και εκατόν χρονών και ξουρίζεται, να βάλης εκείνον οπού άφησε τα γένεια παραπάνου να καθήση από εκείνον οπού ξουρίζεται τόσον και εις την εκκλησίαν, ωσάν και εισέ τραπέζι αν τύχη. Δεν σε λέγω πάλιν πως τα γένεια σε βάνουν εις τον Παράδεισον, αλλά τα καλά έργα, διατί γένεια έχουν και τα κατσίκια. Και να είναι τα φορέματά σας ταπεινά και το φαγί σας και το πιοτό σας και τα άλλα σας. Τα κρεβάτια σας με φρονιμάδα να κυβερνήστε ωσάν χριστιανοί, δια να δίνετε καλόν παράδειγμα και εις τους άλλους: Ο άνδρας, αδελφοί μου, εγέννησε γυναίκα από την πλευράν του χωρίς γυναίκα και πάλιν έμεινε γερός. Η γυναίκα εδανείσθη εκείνην την πλευράν από τον άνδρα και την εχρωστούσε. Εγεννήθησαν ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμoτης θαλάσσης γυναίκες εις τον κόσμον. Δεν εφάνη ποτέ καμμία γυναίκα άξια και εκείνη να γεννήση άνδρα να πλερώση εκείνην την πλευράν οπού εχρεωστούσε, παρά η Δέσποινα η Θεοτόκος, οπού αξιώθηκε δια την καθαρότητά της και εγέννησε τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν και Θεόν εκ Πνεύματος Αγίου χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν έμεινε παρθένος και επλέρωσε εκείνην την πλευράν.
Ακούετε, αδελφοί μου, τι χαρμόσυνα μυστήρια έχει η αγία μας / Εκκλησία; Μα τα έχει κρυμμένα και θέλουν ξεσκέπασμα. Δια τούτο πρέπει να μανθάνετε όλοι σας γράμματα δια να καταλαμβάνετε που περιπατείτε.
Πρέπει και εσύ, ω άνδρα αδελφέ μου, να μην μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου ωσάν σκλάβα, διατί πλάσμα του Θεού είναι και εκείνη καθώς είσαι και εσύ, τόσον εσταυρώθηκεν ο Θεός δια εσένα, ωσάν και δια εκείνην, πατέρα λέγεις και εσύ τον Θεόν, πατέρα τον λέγει και εκείνη, έχετε ένα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τα Άχραντα Μυστήρια οπού κοινωνείς και εσύ κοινωνεί και εκείνη. Δεν την έχει ο Θεός την γυναίκα κατωτέραν από εσένα, δια τούτο την έκαμε από την μέσην του ανδρός, δια να είναι ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζύρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν η κεφαλή και η γυναίκα ωσάν το σώμα. Δια τούτο δεν την έκαμε την γυναίκα από το κεφάλι δια να μην καταφρονά τον άνδρα, ομοίως πάλιν δεν την έκαμε από τα ποδάρια δια να μην καταφρονά ο άνδρας την γυναίκα.
Ονόμασεν ο Θεός τον άνδρα Αδάμ και τη γυναίκα Εύα, έκαμε και ένα Παράδεισον κατά το μέρος της ανατολής όλο χαρά και ευφροσύνη, μήτε πείνα, μήτε δίψα, μήτε κρύο, μήτε καύσις, μήτε αρρωστία, μήτε κανένα λυπηρόν. Τους εστόλισε με τα επτά χαρίσματα του παναγίου Πνεύματος, τους έβαλε μέσα εις τον Παράδεισον να χαίρωνται ωσάν άγγελοι.
Λέγει ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα : Εγώ να οπού σας έκαμα ανθρώπους και δεν σας έκαμα ζώα, σας έκαμα λαμπρότερους και από τον ήλιον, σας / εστόλισα με τα επτά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, σας έβαλα μέσα εις τον Παράδεισον να χαίρεσθε από όλα τα καλά του Παραδείσου. Μα δια να γνωρίζετε πως έχετε Θεόν, ποιητήν και πλάστην, σας δίνω μιαν παραγγελίαν μόνον: από ένα καρπόν, ήτοι από μίαν συκιά, να μην φάγετε σύκα. Μα να ηξεύρετε και τούτο: πως, ανίσως και καταφρονήσετετην προσταγήν μου και φάγετε, θε ν’ αποθάνετε. Και έτσι τους άφησε ο Θεός μέσα εις τον Παράδεισον και εχαίρονταν ωσάν άγγελοι. Δια τούτο εστόλισεν ο πανάγαθος Θεός τον άνδρα και την γυναίκα με την εντροπήν και η εντροπή να τους φυλάγη από κάθε αμαρτίαν, μα περισσότερον την γυναίκα. Δια τούτο, χριστιανές μου και θυγατέρες του Χριστού μας, όσον ημπορείτε να είστε σκεπασμένες με την εντροπήν, να φαίνεσθε ωσάν μάλαμα. Και όταν μια γυναίκα δεν σκεπάζεται, τι φανερώνει; Φανερώνει πως δεν είναι ευχαριστημένη με τον άνδρα της, αλλά θέλει και άλλον άνδρα. Και όταν σκεπάζεται, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέγει πως ας είναι δοξασμένος ο Θεός οπού μου εχάρισε τον άνδρα μου και δεν θέλω να γνωρίζω άλλον άνδρα.
Και έτσι, αδελφοί μου, βλέποντας ο μισόκαλος Διάβολος την μεγάλην δόξαν οπού έλαβεν ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, του εφθόνησε και τι κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν οπού είναι ο Διάβολος, πως ευκολώτερον ξεπέφτει η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη και λέγει με τον λογισμόν του: Ωσάν εγκρεμίσω πρώτα την γυναίκα, ύστερον με το μέσον της γυναικός εύκολα γκρεμίζω και τον άνδρα. Και εμβαίνει μέσα εις ένα φίδι και πηγαίνει/ εις την γυναίκα και της λέγει: Τι σας είπεν ο Θεός να κάμετε εδώ μέσα εις τον Παράδεισον; Απεκρίθη η γυναίκα και λέγει: Μας επαράγγειλεν ο Θεός να τρώγωμεν από όλα τα καλά του Παραδείσου και μόνον από μίαν συκιά να μην φάγωμεν σύκα και μας επαρήγγειλεν ο Θεός πως ανίσως και καταφρονέσωμεν την προσταγήν του και φάγωμεν, θέλομεν αποθάνει. Απεκρίθη ο Διάβολος και της λέγει : Δεν αποθαίνετε, αλλά σας εφθόνησεν ο Θεός, διατί ήξευρε πως, ανίσως και φάγετε, θε να γένετε όμοιοι με τον Θεόν και δια τούτον σας εμπόδισεν. Πάρε λοιπόν φάγε εσύ πρώτον και παρακίνα και τον άνδρα σου να φάγετε να γένετε θεοί. Επήρε η γυναίκα και έφαγε, επαρακίνησε και τον άνδρα της και έφαγε και εκείνος. Και καθώς έφαγαν και οι δύο, παρευθύς εγυμνώθησαν από τα επτά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος και απόκτησαν δύο, μωρίαν και δειλίαν (φόβον). Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβάται και από τον ίσκιον του, ας είναι και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον.
Να πρεσέχετε, χριστιανές μου, οι γυναίκες, όσον είναι δυνατόν να φυλάγετε τα προστάγματα του Θεού και να μην κάμνετε το θέλημα του διαβόλου. Και αν τύχη καμμίαν φοράν και σφάλετε ως άνθρωποι εις το κακόν, να μην παρακινάτε και τους άνδρας σας καθώς και η Εύα. Ομοίως και η ευγενεία σας, αδελφοί μου, να μην ακούετε εις όλας τας / συμβουλάς της γυναικός καθώς και ο Αδάμ. Άκουε, αδελφέ μου, της γυναικός σου την συμβουλήν και, αν είναι καλή, κάμε τη, ειδέ και δεν είναι καλή, μην την κάμης, διατί βλάπτεσαι και εσύ, βλάπτεται και εκείνη.
Θέλοντας ο πανάγαθος Θεός να τους συγχωρέση, ναν τους αφήση πάλιν εις τον Παράδεισον, εκαμώθη πως δεν ηξεύρει και λέγει ο Θεός στον Αδάμ: Αδάμ, που είσαι; Πως δεν φαίνεσαι; Ήτοι που είναι η δόξα οπού είχες πρωτύτερον οπού ήσουν ωσάν άγγελος και τώρα εκατήντησες και έγινες ωσάν το μωρό παιδίον; Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει: Εδώ είμαι Κύριε, μα ήκουσα που ερχόσουν και φοβήθηκα και εκρύφθηκα. Λέγει ο Θεός στον Αδάμ : Διατί εφοβήθης και εκρύφθης; Μήνα είμαι εγώ φόβος; Ο Θεός, χριστιανοί μου, δεν είναι φόβος, είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, δεν μας έκαμε να τον φοβούμεσθεν, μας έκαμε να τον αγαπούμεν. Τον Διάβολον και την αμαρτίαν να τη φοβούμεσθεν. Και έτσι τον λέγει ο Θεός: Μήπως και έφαγες απο τα σύκα οπού σε είπα να μην φάγης; Απεκρίθηκεν ο Αδάμ υπερήφανα και διαβολικά και λέγει: Ναι, Κύριε, έφαγα, μα δεν πταίω εγώ. Η γυναίκα οπού μου έδωσες εκείνη με εγέλασε και έφαγα. Λέγει ο Θεός στον Αδάμ : Εγώ δεν σε έδωσα την γυναίκα να σε απατήση, να σε γελάση, εγώ σου την έδωσα δια σύντροφον, δια παρηγορίαν. Εγώ σε είπα να μην φάγης διατί αποθαίνεις, δεν σε εβίασα. Η γυναίκα σε είπε να φάγης να γένης Θεός, δεν σε εβίασε και εκείνη. Έπρεπε να φυλάξεις, τον τον ιδικόν μου λόγον και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, απατήθης, εγελάσθης. Τι δύσκολον είναι να ειπής: Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου, να σε συγχωρέσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον Παράδεισον. Αμή εσύ κατηγορείς τη γυναίκα και ωσάν κατηγοράς εκείνην, κατηγοράς εμένα διατί εγώ την έκαμα τη γυναίκα.
Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είναι όποιος κατηγορεί τον άλλον; Δια τούτο, ανίσως και θέλωμεν να σωθούμεν, του λόγου μας πάντοτε να κατηγορούμεν και όχι να ρίχνωμεν το σφάλμα μας εις τον άλλον.
Έπειτα λέγει ο πανάγαθος Θεός και την Εύαν: Μήνα έφαγες και εσύ απο τα σύκα, οπού σε είπα να μην φάγεις; Απεκρίθηκε και η γυναίκα υπερήφανα και διαβολικά ωσάν τον άνδρα της και λέγει: Ναι, Κύριε, έφαγα, μα δεν φταίω εγώ , το φίδι μ’ εγέλασε και έφαγα. «Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την υπερηφάνεια και των δύο τους εδίωξε από τον Παράδεισον και εκαταράσθη τον Αδάμ να οργώνη τα χωράφια, να σπέρνη, να θερίζη, να αλωνίζη, να βγάνη το ψωμί του με τον κόπον, με τον ιδρώτα του, δια να γνωρίση τι κακόν πράγμα είναι η αμαρτία, να κλαίη απαρηγόρητα, δια να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός να τον βάλη πάλιν εις τον Παράδεισον. Εκαταράσθη και την γυναίκα να είναι υποτεταγμένη εις τον άνδρα της και να γεννά τα παιδιά της με πόνους, με θλίψεις και αναστεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα, δια να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός να την βάλη πάλιν εις τον Παράδεισον. Και βλέπετε φανερά, όταν τα ζώα θα γεννήσουν δεν έχουν τους πόνους οπού έχει η γυναίκα όταν γεννά, διατί δεν έχουν την κατάραν οπού έχει η γυναίκα. Δια τούτο, αδελφοί μου, να χαίρεσθε και να ευραίνεσθε χιλιάδες φορές όσοι ζήτε και βγάζετε το ψωμί σας με τονκόπον σας, με τον ιδρώτα σας, διότι εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένο και, αν θέλης, δώσε κομμάτι’από εκείνο το ψωμί του πτωχού, με εκείνο αγοράζεις τον Παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίγετε και να θρηνήτε με μαύρα δάκρυα όσοι ζήτε με αρπαγές, αδικίες ή με διάφορα και ζούρες άσπρων. Εκείνα τα άδικα τα τρώτε δια να ζήτε και δια εκείνα τα άδικα σας θανατώνει ο Θεός και σας βάνει εις την κόλασιν.
Εδώ πως πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε ή και με αδικίες; Αν είστενε χριστιανοί, με τον κόπον σας να ζήτε, εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το άδικο το καταράται.
Εκαταράσθη και την γυναίκα να είναι υποτεταγμένη εις τον άνδρα της και να γεννά τα παιδιά της με πόνους, με θλίψεις και αναστεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα δια να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός να την βάλη πάλιν εις τον Παράδεισον. Και βλέπετε φανερά, όταν τα ζώα θα γεννήσουν δεν έχουν τους πόνους οπού έχει η γυναίκα όταν γεννά, διατί δεν έχουν την κατάραν οπού έχει η γυναίκα.
Εκαταράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν απο τον Παράδεισον και έζησαν εις ετούτον τον κόσμον ενιακοσίους τριάντα χρόνους με μαύρα και πικρά δάκρυα και έκαμαν τέκνα και θυγατέρας και τα τέκνα τους τέκνα και εγέμισεν όλος ο κόσμος. Και όλοι οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα είναι και κατά τούτο είμεσθεν όλοι αδελφοί, μόνον η πίστις μας χωρίζει.
– Eίναι κανένας γύπτος εδώ; Εσύ από που είσαι παιδί μου; Αποκρίσου.
– Από τον Αδάμ και από την Εύαν, άγιε του Θεού.
– Και σε καταδέχονται τούτοι οι τσελεπήδες δια αδελφόν; Μου λένε πως δεν πιάνεται η λειτουργία μου και με περιγελούν.
– Άκουε, παιδί μου, εσύ οπού είσαι γύπτος, ωσάν είσαι βαπτισμένος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και φυλάγης τα προστάγματα του Θεού, πηγαίνεις εις τον Παράδεισον και χαίρεσαι πάντοτε, και εγώ οπού δεν είμαι γύπτος, ωσάν δεν κάμω καλά, πηγαίνω εις την κόλασιν και καίομαι πάντοτε. Αλήθεια, με τούμπανα και με τζορνάδες δεν πηγαίνεις, διατί η πόρτα είναι στενή και δεν σε χωρεί και ωσάν θέλης χάλασ’ τα.
– Τα χαλάω, άγιε του Θεού.
– Καλά παιδί μου, κάμε καλά να σωθής και μην ακούης ό,τι σου λέγει ο κόσμος.
Απέθανεν ο Αδάμ και η Εύα, επήγαν εις την κόλασιν και εκαίονταν και εφλογίζονταν πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους δια μίαν αμαρτίαν μόνον. Αμή εμείς οπού κάνομεν τες πολλές, και μάλιστα εγώ τι έχομεν να πάθωμεν; Ο Θεός είναι εύσπλαγχνος, ναι, μα είναι και δίκαιος, έχει και ράβδον σιδηράν και καθώς επαίδευσε τον Αδάμ και την Εύαν, έτσι παιδεύει και ημάς ανίσως και δεν κάνωμεν καλά. Εκαταφρόνεσεν ο Αδάμ και η Εύα την προσταγήν του Θεού μας και έφαγαν και εξορίσθηκαν από τον Παράδεισον. Ας φυλάγωμεν εμείς τα προστάγματα του Θεού μας δια να πηγαίνωμεν εις τον Παράδεισον.
Τώρα τι κάνομεν, χριστιανοί μου; Φθάνουν αυτά οπού σας είπα. Είμαι γέρος και φιλάσθενος και δεν ημπορώ να σας ειπώ περισσότερον. Ζητήσετε να μάθετε τα επίλοιπα και η ευγενεία σας. Ζητήσετε να μάθετε πως εις τους πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους όλοι οι άνθρωποι οπού απέθαιναν επήγαιναν εις την κόλασιν. Και ευσπλαγχνίσθη ο Κύριος το γένος των ανθρώπων και ήλθε και έγινε τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος αγίου από τα/ καθαρότατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και μας έκβαλεν από τας χείρας του διαβόλου. Ζητήσετε να μάθετε πως Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, Κυριακήν ημέραν εγεννήθη ο Χριστός μας και μας έδειξε την αγίαν πίστην, το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια, υβρίσθη, εδάρδη, επεριγελάσθη, εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον, ανεστήθη την τρίτην ημέραν, επήγεν εις την κόλασιν, έκβαλε τον Αδάμ και την Εύαν και το γένος του, έγινε χαρά εις τον ουρανόν, χαρά εις τον Άδην, χαρά εις όλον τον κόσμον, φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν τον Εβραίων και του διαβόλου. Ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εις την δεξιάν του προανάρχου Πατρός να συμβασιλεύη αιώνια και ατελεύτητα, να προσκυνάται και από τους αγγέλους. Ζητήσατε να μάθετε πως και σήμερον αύριον καρτερούμεν το τέλος του κόσμου και θε να χαλάσει ετούτος ο κόσμος. Ζητήσετε να μάθετε και άλλα πολλά, δεν ημπορώ να σας τα ειπώ όλα και εγώ. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί, καταλάβετε και από λόγου σας το καλόν σας και κάμετέτο.
Τώρα τι σας φαίνεται εύλογον να κάμωμεν; Εγώ σας συμβουλεύω, αμή δεν με συμβουλεύετε και η ευγένειά σας; Η δουλειά η εδική μου είναι και εδική σας, είναι της πίστεώς μας, του γένους μας. Έχω και δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός με λέγει : Φθάνουν αυτά οπού είπες εις τους χριστιανούς και σήκω κομμάτι αυγή, πήγαινε σε άλλο μέρος να ακούσουν και άλλοι χριστιανοί πού δεν ήκουσαν καμμίαν φοράν λόγον Θεού. Ο άλλος λογισμός/ με λέγει : Όχι μην πηγαίνης. Κάθησε και αύριον την αυγήν να τους ειπής και τα επίλοιπα, εύχεσαι τους χριστιανούς, σε εύχονται και εκείνοι και τότε πηγαίνεις. Τώρα τι λέγετε, χριστιανοί μου, να πηγαίνω ή να καθίσω; – Να καθίσης, άγιε διδάσκαλε. – Καλά παιδιά μου, το λέγετε, να καθίσω. Αμή είναι καλά ένας άνθρωπος να δουλεύει ένα αμπέλι και να μην φάγη ένα σταφύλι; Ή να βόσκη πρόβατα και να μην φάγη κομμάτι γάλα; Τώρα και εγώ οπού ήλθα και κοπιάζω, είναι καλά να μη με δώσετε κομμάτι παρηγοριά, κομμάτι πλερωμή; Και τι πλερωμή θέλετε να με δώσετε; Άσπρα; Γρόσια; Φλωριά; Και τι ναν τα κάμω; Εγώ με την χάριν του Θεού, μήτε σακκούλα έχω, μήτε κασέλα, μήτε σπίτι, μήτε άλλο ράσο από αυτό που φορώ. Και το σκαμνί, οπού έχω, δεν είναι εδικό μου, δια λόγου σας το έχω. Άλλοι το λέγουν σκαμνί και άλλοι θρόνον. Δεν είναι καθώς το λέγετε. Αμή θέλετε να μάθετε τι είναι; Είναι ο τάφος μου και εγώ είμαι μέσα ο νεκρός οπού σας ομιλώ. Ετούτος ο τάφος έχει την εξουσίαν να διδάσκη βασιλείς και πατριάρχας, αρχιερείς, ιερείς, άνδρας και γυναίκας, παιδία και κορίτσια, νέους και γέροντας και όλον τον κόσμον. Και ωσάν θέλετε να με δώσετε άσπρα, πρέπει να με δώσετε και σακκούλαν και άνθρωπον να τα βαστάη, διατί εγώ είμαι τεμπέλης και δεν ημπορώ να τα σέρνω. Αμή ωσάν θέλετε να με δώσετε άσπρα, δεν είναι καλύτερα να με δώσετε πέτρες και κεραμίδια; Και το ένα άψυχον είναι και το άλλο άψυχον. Εγώ / εδώ που περιπατώ και έχω το κεφάλι μου μέσα εις τον τροβά, ανίσως και επεριπατούσα δια άσπρα, ήθελα να είμαι τρελός και ανόητος και δεν με χρειάζονται, παιδιά μου. Αμή τί είναι η πλερωμή μου; Να καθίσετε από πέντε δέκα να συνομιλήσετε αυτά τα θεία νοήματα, να τα βάλετε μέσα εις την καρδίαν σας, δια να σας προξενήσουν την ζωήν την αιώνιον. Δεν είναι, αδελφοί μου, λόγια εδικά μου, δεν λόγια του σοκακιού αυτά οπού σας είπα, αλλά είναι λόγια του παναγίου Πνεύματος εκβαλμένα από την Αγίαν Γραφήν. Οι αμαρτίες είναι εδικές μου, αλλά αυτά είναι τόσα μαργαριτάρια, διαμάντια, αυτά δεν τα ακούσετε άλλην φοράν, ούτε που θέλετε τα ματακούσει. Έχετε τόσον καιρόν ήλθε κανένας εδώ καμμίαν φοράν να σας τα ειπή; Μακαρία η ώρα να ερχότουνε, μα δεν το πιστεύω. Δια τούτο τώρα που τα ευρήκετε, πάρετέ τα, βάλετέ τα μέσα εις την καρδίαν σας. Αυτά οπού σας είπα το ίδιον είναι ωσάν να κατέβη ο ίδιος ο Θεός να σας τα ειπή. Τώρα, ανίσως και το κάμετε, ναν τα βάλετε εις τον νουν σας, εις την καρδίαν σας, δε με φαίνεται και εμένα ο κόπος τίποτε. Ειδέ και δεν το κάμετε, πηγαίνω λυπημένος, μα πως πηγαίνω; Με τα δάκρυα εις τα μάτια.
Σας λέγω και άλλο αν θέλετε να με σκλεβώσετε. Έχω ένα φυσικόν ιδίωμα εγώ : από μικρόν παιδίον οπού ήμουνα αγαπούσα τα μικρά παιδιά και όταν βλέπω κανένα παιδίον με φαίνεται να ανοίξω την καρδιά μου ναν το βάλω μέσα. Ανίσως και θέλετε να με σκλαβώσετε, δεν / ημπορείτε με άλλον τρόπον παρά αν θέλετε να μου χαρίσετε τα παιδιά σας. Εγώ ναν τα εύχωμαι, να παρακαλώ τον Θεόν να ζήσουν, να προκόψουν και η ευγένειά σας ναν τα θρέφετε, ναν τα έχωμε μαζί. Σας βαστάει η καρδιά σας να μου τα χαρίσετε;
– Χάρισμά σου, άγιε του Θεού.
– Με σκλαβώσατε, αδελφοί μου, τώρα οπού και το αίμα μου να χύσω δια την αγάπην σας, δεν με φαίνεται τίποτες.
Καλά η ευγενεία σας μου εχαρίσετε τα παιδιά σας, αμή εγώ τι έχω να σας χαρίσω; Σας παρακαλώ, να ειπήτε, χριστιανοί μου, δια εκείνους οπού μου εχάρισαν τα παιδιά τους, τρεις φορές: Ο Θεός συγχωρέσοι και ελεήσοι αυτούς.
Ένας άνθρωπος θε να σε φιλεύση. Τι είναι καλύτερα ευχαριστημένος; Να σου δώσει δέκα λειτουργίες μουχλιασμένες ή μία να είναι γερή και καλή.
– Kαλά, παιδιά μου, μου εχαρίσετε τα παιδιά σας, αμή να ιδούμεν, έχετε και σχολείον οπού να μανθάνουν γράμματα τα παιδιά σας;
– Δεν έχομε, άγιε του Θεού.
– Τέτοια παιδιά αγράμματα μου εχαρίσετε; Τι τα θέλω; Χάρισμά σας. Παιδιά ωσάν τα γουρουνόπουλα να έχω δεν το καταδέχομαι, διατί είμαι υπερήφανος. Χάρισμά σας. Ωσάν θέλετε χαρίσατέ μου και ένα σχολείον εδώ εις την χώραν σας να μανθάνουν τα παιδιά σας γράμματα, να ηξεύρουν που περιπατούνε και τότε ναν τα εύχωμαι να ζήσουν, να προκόψουν.
Αμή δεν είναι καλά να βάλετε όλοι σας να κάμετε ένα ρεφενέ, να βάλετε και επιτρόπους ναν το κυβερνούν το σχολείον, να βάλουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά και πλούσια και πτωχά χωρίς να πληρώνουν; Διατί από το σχολείον μανθάνομεν το κατά δύναμιν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι άγγελοι, αρχάγγελοι, τι είναι δαίμονες, τι είναι Παράδεισος, τι είναι κόλασις, τι είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι αγία Κοινωνία, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι το άγιον Ευχέλαιον, ο τίμιος Γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν, διατί χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος. Καλύτερα να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν, το σχολείον ανοίγει τεςεκκλησίες,το σχολείο ανοίγει τα μοναστήρια. Ανίσως και δεν ήτανε σχολεία, πού ήθελα εγώ να μάθω να σας διδάσκω;
Εγώ, χριστιανοί μου, έφθειρα την ζωήν μου εις την σπουδήν σαράντα πενήντα χρόνους, εγώ εδιάβασα και περί ιερέων και περί ασεβών και περί αθέων και περί αιρετικών, τα βάθη της σοφίας ερεύνησα. Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ουράνιον, σωστόν, τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας, πως η μόνη πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Τούτο σας λέγω τώρα εις το τέλος να χαίρεσθε και να ευραίνεσθε χιλιάδες φορές πως αξιωθήκατε και είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί και να κλαίετε / και να θρηνήτε δια τους ασεβείς, απίστους και αιρετικούς, οπού περιπατούν εις το σκότος, εις τας χείρας του διαβόλου.
Τώρα εμείς, χριστιανοί μου, τι είμεσθεν, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Ανίσως και είμεσθεν δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. Ειδέ και είμεσθεν αμαρτωλοί, τώρα είναι καιρός να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά και να κάμωμεν τα καλά, διατί η κόλασις μας καρτερεί. Πότε να μετανοήσωμεν; Όχι αύριον και μεθαύριον, αλλά αυτήν την ώραν, διατί εως αύριον να ξημερώση δεν ηξεύρομεν τι έχομεν να πάθωμεν.
Προσέχετε λοιπόν, αδελφοί μου, να μην υπερηφανεύεσθε, να μην φονεύετε, να μην πορνεύετε, να μην μοιχεύετε, να μην κλέπτετε, να μην κάμνετε όρκους, να μην λέτε ψεύματα, να μην συκοφαντάτε, να μην κατατρέχετε ένας τον άλλον, να μην προδίνετε, να μην στολίζετε ετούτο το σώμα το βρώμιο οπού αύριον θε να φάνε τα σκουλήκια, αλλά να στολίζετε την ψυχήν σας οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Προσεύχεσθε το κατά δύναμιν, νηστεύετε το κατά δύναμιν, κάμνετε ελεημοσύνες το κατά δύναμιν και να έχετε τον θάνατον πάντοτε ομπρός εις τα μάτια σας, πότε να φύγετε από ετούτον τον ψεύτικον κόσμον και να πηγαίνετε εις τον αιώνιον.
Ακούσατε, αδελφοί μου, καθώς ένας άρχοντας έχει δέκα δούλους και σφάλει ο ένας και τον διώχνει και βάνει άλλον εις το ποδάρι του, έτσι και ο Κύριος, ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα των αγγέλων και έγιναν δαίμονες, τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ετούτος και έκαμεν/ εμάς τους ανθρώπους δια να μας βάλη εις τον πρώτον τόπον των αγγέλων.
Εμείς εδώ, χριστιανοί μου, δεν έχομεν πατρίδα. Ετούτη η γη δεν είναι εδική μας, είναι δια τα ζώα, η θάλασσα δια τα οψάρια, ο αέρας δια τα πετεινά. Δια τούτο ο πανάγαθος Θεός μας έκαμε με το κεφάλι ορθούς και μας έβαλεν τον νουν εις το απάνω μέρος, εις την κεφαλήν, δια να στοχαζώμασθε πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας, διατί εδώ, εις ετούτον τον κόσμον, καν βασιλείς να γένωμεν, δεν ημπορούμεν να αναπαυθούμεν. Ετούτος ο κόσμος είναι ωσάν ένα χάνι. Εις το χάνι οπού θέλεις να πηγαίνης, κάθεσαι πολύν καιρόν εκεί ή μία βραδιά και ύστερα φεύγεις να πας εις το σπίτι σου ογλήγορα; Διατί εδώ δεν έχει κανένας πατρίδα. Πατρίδα έχομεν, την ουράνιον βασιλείαν.
Όθεν, αδελφοί μου, δεν είμαι άξιος να σας διδάσκω και να σας συμβουλεύω, πλην αποτολμώ πάλιν και παρακαλώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν και Θεόν να στείλει ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογίαν του, να ευλογήση και αυτήν την χώραν και όλα τα χωρία των χριστιανών, να ευλογήση τα σπίτια σας, να ευλογήση και τους άνδρας και τας γυναίκας, τα παιδιά σας, τα πράγματα σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος να συγχωρέσει τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση να περάσετε και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα και εις εις αυτήν την μάταιαν ζωήν και μετά ταύτα να πηγαίνετε και εις/ τον Παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, να δοξάζετε και να προσκυνάτε Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιονκαι αχώριστον εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Παρακαλώ σας, αδελφοί μου να ειπήτε και δια εμένα τον αμαρτωλόν τρεις φορές συγχωρείτε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρεθήτε και ανάμεσόν σας, ζητήσετε συγχώρησιν.