Οι διδαχές του Αγίου Κοσμά – Διδαχή 2η

«Είς οποίαν χώραν και πόλιν εισέλθετε λέγετε ειρήνη τη πόλει εκείνη», φησίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το άγιον και ιερόν του Ευαγγέλιον.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης, ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, αυτός εκαταδέχθη και έγινε τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος αγίου από τα καθαρώτατα αίματα της Κυρίας Δεσποινίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, δια να μας εβγάλη από τας χείρας του διαβόλου, να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας του, να χαιρώμασθε  πάντοτε εις τον Παράδεισον μαζί με τους αγγέλους και να μην είμεσθεν εις την Κόλασιν μαζί με τους διαβόλους.

Έκαμε καθώς ένας άρχοντας, οπού έχει αμπέλια και χωράφια και βάνει εργάτες να τα δουλεύουν, έτσι και ο Κύριος ωσάν ένα αμπέλι έχει όλον τον κόσμον. Και επήρε δώδεκα Αποστόλους και τους έδωκε την χάριν του και την ευλογίαν του και τους έστειλεν εις όλον τον κόσμον να διδάξουν τους ανθρώπους, ανίσως και θέλουν να ζήσουν και εδώ καλά, ειρηνικά, και μετά ταύτα να πηγαίνουν και εις τον Παράδεισον, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Και τους επαράγγειλαν εις όποιαν χώραν πηγαίνουν και τους δέχονται, να ευλογούν την χώραν εκείνην, εκείνην δε την χώραν οπού δεν τους δέχονται, να τινάζουν και τα τσαρούχια τους και  να φεύγουν.

Έτσι και οι άγιοι Απόστολοι, ως φρόνιμοι δούλοι και πιστοί του Χριστού μας, λαμβάνοντες την χάριν του παναγίου Πνεύματος, έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον  τον κόσμον και με εκείνην την χάριν ελαλούσαν όλεες τις γλώσσες του κόσμου, με εκείνην την χάριν ιάτρευαν τυφλούς και κωφούς και λεπρούς και δαιμονιζομένους και, το μεγαλύτερον, και νεκρούς ανέσταιναν. Και εις όποιαν χώραν επήγαιναν και τους εδέχονταν, έκαναν τους ανθρώπους χριστιανούς, εχειροτονούσαν ιερείς, έκτιζαν εκκλησίας και ευλογούσαν την χώραν εκείνην και εγίνονταν επίγειος Παράδεισος, χαρά και ευφροσύνη ,κατοικία των αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας. Εις όποιαν χώραν πάλιν επήγαιναν και δεν τους εδέχονταν, ετίναζαν και τα τσαρούχια τους και έφευγαν και έμενεν εις εκείνον τον τόπον κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.

Δια τούτο πρέπον ήτον και εγώ να έχω, αδελφοί μου, την καρδίαν μου καθαράν ωσάν τους αγίους αποστόλους, να έχω εκείνην την χάριν του αγίου Πνεύματος να ευλογήσω την χώραν σας, μα δεν ημπορώ. Λοιπόν προσκυνώ τον Χριστόν μου και τον παρακαλώ να με καθαρίση από κάθε αμαρτίαν ψυχικά και σωματικά και να με δυναμώση να νικήσω τους τρείς εχθρούς, την σάρκα, τον κόσμον και τον διάβολον και πάλιν τον παρακαλώ να με αξιώση να χύσω και εγώ το αίμα μου δια την αγάπην του, καθώς το έχυσε και αυτός δια την αγάπην μου.

         Εγώ χριστιανοί μου, θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν οπού επαρακινήθηκα και εβγήκα να περιπατώ εις τον κόσμον. Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μου εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός, με αξίωσε και εμένα τον αμαρτωλόν και έμαθα πεντέξι γράμματα και έγινα και ιερεύς αναξίως, έγινα και καλόγερος, επήγα και εις το άγιον Όρος και έκλαιγα δια τες αμαρτίες μου δέκα επτά χρόνους και διαβάζοντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον ευρήκα πολλά και διάφορα νοήματα και ανάμεσα εις τα άλλα ευρήκα και ετούτον τον λόγον όπου λέγει ο Χριστός μας πως όποιος φροντίζει μόνον δια λόγου του πως να σωθή και δεν φροντίζει και δια τους αδελφούς του τους χριστιανούς να σωθούν και εκείνοι έχει βέβαια να κολασθή. Ακούγοντας και εγώ, αδελφοί μου, ετούτον τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, με έτρωγεν εις την καρδίαν τόσους χρόνους ωσάν σκουλήκι δια τους αδελφούς μου τους χριστιανούς. Τι να κάμω κι εγώ; Στοχαζόμενος και την αμάθειάν μου εσυμβουλεύθηκα τους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς και πατριάρχας, τους εφανέρωσα τον λογισμόν μου και όλοι με  επαρακίνησαν να το κάμω, τέτοιον έργον καλό και άγιον είναι. Και έτσι παρακινούμενος και από τον παναγιώτατον οικουμενικόν πατριάρχην κυρ Σωφρόνιον και λαμβάνων τας αγίας του ευχάς, εβγήκα και περιπατώ από τόπον εις τόπον και από χώραν εις χώραν και διδάσκω τους αδελφούς μου χριστιανούς. Και ανίσως και να ήτον δυνατόν να ανέβαινα εις τον ουρανόν να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην και να κηρύξω εις όλον τον κόσμον και να ειπώ πως μόνον ο Χριστός μου είναι Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ήθελα να το κάμω. Μα επειδή και δεν ημπορώ να κάμω εκείνο το μεγάλον πράγμα, κάνω ετούτο το μικρόν και περιπατώ από τόπον εις τόπον και από χώραν εις χώραν και διδάσκω τους αδελφούς μου τους χριστιανούς.

         Το λοιπόν σας εφανέρωσα την καρδίαν μου και δεν κάνει χρεία πλέον να εξετάζετε να μάθετε από άλλους ποιος είμαι. Και ως αμαρτωλός οπού είμαι αποτολμώ και παρακαλώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν και Θεόν να στείλη  ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογίαν του, να ευλογήση ταύτην την χώραν και όλα τα χωρία των χριστιανών, να ευλογήση τα οσπίτια σας, να ευλογήση και τους άνδρας και τας γυναίκας, τα παιδιά σας, τα πράγματα σας  και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος να συγχωρέσει τα αμαρτήματά σας και να φυτεύση και να ριζώσει εις την καρδιά σας την ειρήνην, την ομόνοιαν, την πραότητα, την θερμήν πίστιν, την ορθήν εξομολόγησιν και να σας αξιώση να περάσετε και εδώ καλά, ειρηνικά και αναπαυμένα  και μετά ταύτα να πηγαίνετε και εις/ τον Παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε πάντοτε και να δοξάζετε την αγίαν Τριάδαν.

Πρέπον και εύλογον είναι, αδελφοί μου, όταν ένας διδάσκαλος θέλει να διδάξη να εξετάζη πρώτον τι λογής ακροατάς έχει, έπειτα και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είναι. Λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, οπού αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον, τον αποστολικόν, δια την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου μου, εξέταξα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και Θεού δεν είστε ασεβείς, αιρετικοί και άθεοι, αλλά είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί, πιστεύετε και είστε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος και είστε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Και όχι μόνον δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια να σας φιλήσω, διατί  ο καθένας από λόγου σας είναι τιμιώτερος από όλον τον κόσμον. Λοιπόν πρέπει η αφεντιά σας να ηξεύρετε και δια λόγου μου. Εγνωρίζω πως άλλοι σας λέγουν άλλα και άλλοι άλλα. Όμως, ανίσως θέλετε να μάθετε την πάσαν αλήθειαν ιδού οπού σας την λέγω και ακούσατε.

Εμένα η πατρίδα μου η γήϊνος και ματαία, είναι ένα χωρίον που λέγεται Απόκουρον, από την επαρχίαν του Αγίου Άρτης. Είμαι και εγώ από πατέρα και μητέρα, καθώς είστε και η αφεντιά σας. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου, το γένος μου όλον ευσεβείς και ορθόδοξοι Χριστιανοί. Είμαι και εγώ, αδελφοί μου, άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλον τον κόσμον. Είμαι όμως δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, όχι πως είμαι άξιος να είμαι δούλος του Χριστού, αλλά ο Χριστός μου με καταδέχεται δια την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν.

 Το λοιπόν, αδελφοί μου, τον Χριστόν μου πιστεύω, δοξάζω, προσκυνώ και λάτρεύω. Όθεν πρέπον είναι, όταν έχη να διδάξει τινάς, να αρχίσει τη διδασκαλίαν του από τον Θεόν, και όταν θέλη να τελειώση, πάλιν να ευχαριστά τον Θεόν. Δια τούτο και εγώ έτσι πρέπει να κάμω : να αρχίσω πρώτα τη διδαχήν μου από τον Θεόν και πάλιν, όταν θέλω να τελειώσω, να ευχαριστήσω τον Θεόν, όχι πως εγώ είμαι άξιος να ειπώ και να αναφέρω το όνομα του Θεού μου, αλλά είμαι βέβαιος πως αυτός ο Θεός μου με καταδέχεται δια την πολλήν  και άπειρον του ευσπλαγχνίαν.

Ο πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, είναι ένας και όποιος λέγει πως είναι πολλοί θεοί,/ εκείνος είναι διάβολος. Είναι δε πάλιν ο Θεός, αδελφοί μου,  Τριάς: Πατήρ, Υιός και άγιον Πνεύμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ένας Θεός. Είναι δε ακατάληπτος, ανερμήνευτος, απερίγραπτος, όλος φως, όλος χαρά, όλος ευσπλαγχνία, όλος αγάπη.

 Δεν έχομεν κανένα παράδειγμα να παρομοιάσωμεν  την παναγίαν Τριάδα, επειδή και δεν ευρίσκεται εις τον κόσμον άλλη παρομοία. Μα δια να λάβη παραμικράν δύναμιν ο νους μας να καταλάβωμεν ολίγον τι, μας φέρουν πολλά παραδείγματα οι  θεολόγοι της Εκκλησίας μας και ανάμεσα εις τα άλλα μας φέρουν και τον ήλιον. Ο ήλιος,αδελφοί μου, βλέπομεν όλοι πως είναι ένας, ομοίως  και ο Θεός  ένας είναι. Και καθώς ο ήλιος φωτίζει ετούτον τον κόσμον τον αισθητόν, έτσι και η αγία Τριάς, ο Θεός, φωτίζει τον αισθητόν και τον νοητόν.

Είπαμεν, αδελφοί μου, πως ο ήλιος είναι ένας, μα είναι και τρία μαζί. Έχει ακτίνες οπού έρχονται εις τα ομμάτια μας , ωσάν γραμμές, έχει ακόμα και φως οπού το εξαπλώνει εις όλον τον κόσμον. Με τον ήλιον ομοιάζομεν τον άναρχον Πατέρα, με τις ακτίνες τον μονογενή Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και με το φώς το πανάγιον Πνεύμα.

Είναι και άλλος τρόπος δια να καταλάβωμεν αυτήν την παναγίαν Τριάδα, όμως πρέπει πρώτον να αφήσωμεν τα κακά και τις αμαρτίες και να εξομολογηθούμεν καθαρά και να κοινωνήσωμεν τα Άχραντα Μυστήρια με μέγαν φόβον και τρόμον και ευλάβειαν και τότες να σας φωτίση τον νούν η χάρις του παναγίου Πνεύματος δια να ημπορέσωμεν να την καταλάβωμεν.

Αυτήν την παναγίαν Τριάδα ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί πιστεύομεν και προσκυνούμεν αυτή είναι ο αληθινός Θεός και έξω από αυτήν την αγίαν Τριάδα όσοι λέγονται θεοί είναι δαίμονες. Και όχι μόνον ημείς πιστεύομεν, δοξάζομεν και προσκυνούμεντην αυτήν την αγία Τριάδα, αλλά ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης άγγελοι και αρχάγγελοι και πάντα τα τάγματα του ουρανού ακαταπαύστως, υμνούν και προσκυνούν αυτήν την παναγίαν Τριάδα. Πάλιν ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης άνδρες και γυναίκες έχυσαν το αίμα τους δια την αγάπην της αγίας Τριάδος και επήγαν εις τον Παράδεισον να χαίρωνται και να ευφραίνωνται πάντοτε. Ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης άνδρες και γυναίκες αρνήθηκαν τον κόσμον και επήγαν εις τας ερήμους και ασκήτευαν εις όλην τους την ζωήν δια την αγάπην της αγίας Τριάδος και εκέρδισαν τον Παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε. Ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλλασης άνδρες και γυναίκες έζησαν μέσα εις τα εγκόσμια με σοφρωσύνην και παρθενίαν, με νηστείες και προσευχές, με ελεημοσύνες και με έργα καλά δια την αγάπην της αγίας Τριάδος και επέρασαν και εδώ καλά και επήγαν και εις τον Παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε.

Δεν ευρίσκεται τόπος πουθενά,ούτε ωσάν του ψύλλου το μάτι οπού να λείπη ο Θεός. Πρέπει και εμείς όταν κάμνωμεν καμμίαν αμαρτίαν να στοχαζώμεσθεν πως ο Θεός είναι πανταχού παρών, είναι πάντα εις τον νουν μας και εις την καρδίαν μας, είναι πάντα ομπρός εις τα ομμάτια μας, και βλέπει όσα κάνομεν και εγνωρίζει όσα εννοούμεν. Ακόμη να εντρεπώμεθα και από τους αγγέλους όταν κάμνωμεν την αμαρτίαν, μάλιστα από τον άγγελον τον φύλακα μας, ακόμη και απο τους Αγίους, ακόμη να εντρεπώμεσθα και απο τον εαυτόν μας καθώς εντρεπόμεθα από τους ανθρώπους και από ένα παραμικρόν παιδίον. Ο πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα, λέγεται και φως και ζωή και ανάστασις και στράτα. Όμως το καθολικόν του όνομα είναι και λέγεται Αγάπη. Και ημείς αν θέλωμεν να λέγωμεν το Θεόν μας Πατέρα, πρέπει να έχωμεν δύο αγάπες, μιαν αγάπην εις τον Θεόν, και άλλην αγάπην εις τους αδελφούς μας τους χριστιανούς. Φυσικόν μας είναι να έχωμεν αυτές τες δύο αγάπες, παρά φύσιν είναι να μην τις έχωμεν. Και καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγες για να πετά, έτσι και ημείς χρειαζόμεθα αυτές τες δύο αγάπες, διότι χωρίς αυτές αδύνατον είναι να σωθούμεν. Και πρώτον πρέπει να αγαπούμεν τον Θεόν μας, διατί μας εχάρισε τόσα αγαθά, μίαν τόσον μεγάλην γην εδώ πρόσκαιρα δια να κατοικούμεν, τόσες χιλιάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποτάμια, πηγάδια, θάλασσα οψάρια, φωτία, αέρα, ημέραν, νύκτα, ουρανόν, ήλιον, φεγγάρι, άστρα. Όλα αυτά δια ποίον, αδελφοί μου, τα έκαμε; Βέβαια δια ημάς. Τι μας εχρεωστούσε; Τίποτες. Όλα μας τα έδωσε χάρισμα. Ακόμη πρέπει να τον αγαπούμεν και να τον ευχαριστούμεν, οπού μας έκαμεν ανθρώπους και δεν μας έκαμε ζώα, και το μεγαλύτερον οπού μας έκαμεν ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς και όχι ασεβείς και αιρετικούς. Και με όλον οπού αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται και δε μας θανατώνει δια να κολασθούμεν, αλλά ακαρτερεί την μετάνοιάν μας δια να παύσωμεν από τα κακά και να κάμωμεν τα καλά και τότε να μας πάρη και να μας βάλη εις τον Παράδεισον.

Λοιπόν, αδελφοί μου, τέτοιον γλυκύτατον αυθέντην και δεσπότην, τέτοιον γλυκύτατον Θεόν και Πατέρα δεν πρέπει να τον αγαπούμεν τόσον πολύ, οπού αν τύχη ανάγκη, να χύνωμεν και το αίμα μας δια την αγάπην του, καθώς και αυτός το έχυσε δια την αγάπην μας; Αμή ποιόν θέλουμεν καλύτερα να αγαπούμεν; Αυτόν τον Θεόν οπού μας έκαμεν τόσα και τόσα καλά ή τον διάβολον οπού μας έκαμεν τόσα και τόσα κακά, οπού μας έβγαλε από τον Παράδεισον και μας ήφερεν εις ετούτον τον κατηραμένον κόσμον και παθαίνομεν τόσα βάσανα; Και τέτοιαν κακήν προαίρεσιν έχει ο τρισκατάρατος διάβολος, οπού αν ημπορούσεν αυτήν την ώραν ήθελε μας θανατώσει όλους, δια να μας πάρη εις την κόλασιν να καιώμεθα πάντοτα, καθώς καίεται και αυτός. Μα ο παντοδύναμος Θεός δεν τον αφήνει να κάμη εκείνο οπού θέλει.

Δεύτερον πρέπει να αγαπούμεν τους αδελφούς μας τους χριστιανούς, διατί είμεσθεν μιας φύσεως και μιας πίστεως, έχομεν ένα βάπτισμα, άνα Ευαγγέλιον, μαζί τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ένα Σταυρόν προσκυνούμεν, ένα Παράδεισον ελπίζομεν να απολαύσωμεν κοινώς.

Καλότυχος, αδελφοί μου, εκείνος ο άνθρωπος, οπού έχει εις την καρδίαν του αυτές τες δύο αγάπες. Εκείνος έχει βέβαια τον Θεόν και όποιος έχει τον Θεόν έχει όλα τα καλά και ποτέ δεν αμαρτάνει. Και πάλιν ταλαίπωρος εκείνος ο άνθρωπος οπού δεν έχει αυτές τες αγάπες. Βέβαια αυτός έχει τον διάβολον και όποιος έχει τον διάβολον αυτός έχει όλα τα κακά και πάντοτε αμαρτάνει.

Ο Θεός, αδελφοί μου, αυτό πρώτον ζητεί από ημάς, να έχωμεν αυτές τες δύο αγάπες, καθώς ο ίδιος εις το ιερόν του Ευαγγέλιον μας το λέγει: ‘‘Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται’’. Ωστόσον όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, άνδρες και γυναίκες, με αυτές τες δύο αγάπες αγίασαν και εκέρδισαν τον Παράδεισον. Όθεν και ημείς, αδελφοί μου, χιλιάδες καλά και αρετές αν κάμωμεν, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, καν και το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού, ανίσως και έχωμεν έχθραν με τον αδελφόν μας τον χριστιανόν, όλα χαμένα είναι και δεν μας ωφελούν τίποτες και εις την Κόλασιν πηγαίνομεν.

Μα, ηξεύρω, εις τούτο θέλετε ειπεί: Έχοντας τόσα καλά και τόσας αρετάς, δεν μας συγχωρά ο Θεός εκείνην την ολίγην έχθραν οπού έχομεν εις κανένα χριστιανόν; Ναι, βέβαια, αδελφοί μου, δεν μας συγχωρά και ούτε όλα εκείνα τα καλά μας οφελούν, επειδή η κατηραμένη έχθρα, όσα και αν κάμωμεν καλά και αρετάς, ωσάν φαρμάκι διαβολικόν οπού είναι, όλα τα φαρμακώνει. Καθώς εις ένα σκαφίδι αλεύρι ολίγον προζύμι βάνομε και έχει τόση δύναμιν, οπού όλον το ζυμάρι το ξυνίζει, έτσι και η έχθρα όλα τα  χαλνά και τα αφανίζει και τα κάνει ουδέν. Δια τούτο, αδελφοί μου, όσον και αν ημπορείτε να αγαπιέστε ωσάν αδέλφια και όταν έχετε αυτήν την κατά Θεόν αγάπην, δέχεται ο Θεός και τα άλλα σας τα καλά και σας βάνει εις τον Παράδεισον.

Η αυτή αγία Τριάς, οπού είπαμεν, αδελφοί μου, ήγουν ο τρισυπόστατος Θεός, έκαμε πρώτον και εξ αρχής δέκα τάγματα αγγέλους. Οι άγγελοι είναι πνεύματα πύρινα, άϋλα, καθώς είναι η ψυχή μας και δια τούτο και μόνον τους έκαμε, δια να χαίρωνται και να ευφραίνωνται την δόξαν του και την άπειρόν του ευφσπλαγχνίαν. Όθεν πρέπει και εμείς, ανίσως και θέλομεν να λέγωμεν αυτόν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεσθεν εύσπλαγχνοι και φιλάνθρωποι, και να χαροποιούμε τους αδελφούς μας τους χριστιανούς. Ειδέ και είμεσθεν άσπλαχνοι, σκληροκάρδιοι και πικραίνομεν τους αδελφούς μας και τους φαρμακεύομεν και τους βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον διάβολον. Τώρα σας ερωτώ: Ποιόν θέλετε από τους δύο να λέγετε πατέρα, τον Θεόν ή τον διάβολον; Βέβαια τον Θεόν. Έτσι το λέγομεν όλοι κοινώς κάθε ημέρα στο «Πάτερ ημων» και πολλά καλά το λέγομεν. Μα ο Θεός, χριστιανοί μου, χρειάζεται στρώμα δια να έλθη να καθίση εις την καρδιά μας. Ποιόν είναι το στρώμα; Βέβαια η αγάπη. Όθεν όποιος έχει αυτήν την ευλογημένην αγάπη πρώτον εις τον Θεόν και δεύτερον εις τον αδελφόν του τον χριστιανόν, αυτός αξιώνεται και δεχεται την παναγίαν Τριάδα μέσα εις την καρδιάν του.

Και έτσι, χριστιανοί αδελφοί μου, από τα δέκα τάγματα των αγγέλων οπού είπαμεν, το πρώτο τάγμα βλέποντας την άπειρον δόξαν οπού έλαβεν από τον Θεόν υπερηφανεύθη και ηθέλησε να δοξασθή ίσια με τον Θεόν και εζήτησε να στήση τον θρόνον του υψηλότερα από τον θρόνον του υψίστου Θεού και ευθύς εκαταποντίσθη. Και εκεί οπού ήτον άγγελος φωτεινός και δοξασμένος, έγινε διάβολος σκοτεινός και αναθεματισμένος και καίεται παντοτινά εις την αιώνιον κόλασιν με όλον το τάγμα του. Τα άλλα τα εννέα τάγματα εταπεινώθησαν και έπεσαν και επροσκύνησαν την αγίαν Τριάδα και εστάθησαν εις τον τόπον τους και χαίρονται και ευφραίνονται πάντοτε εκείνην την δόξαν την θεϊκήν και την βασιλείαν την ουράνιον, οπού ποτέ δεν έχει τέλος.

Ακούετε, αδελφοί μου, τι μέγα κακόν είναι η υπερηφάνεια και τη μέγα καλόν είναι η ταπείνωσις, είδατε πως η κατηραμένη η υπερηφάνεια εγκρέμνισε τους δαίμονας από την αγγελικήν τάξιν και πως η ευλογημένη η ταπείνωσις ύψωσε τους αγγέλους εις τον ουρανόν. Δια τούτο όσον και αν ημπορούμεν να φεύγωμεν την υπερηφάνειαν, διατί είναι πρώτη θυγατέρα του εωσφόρου διαβόλου και να έχωμεν την ταπείνωσιν, διατί είναι αγγελική. Και στοχασθήτε το: όταν ιδούμεν καμμίαν φοράν κανέναν άνδρα ή καμμίαν γυναίκα, όπου να είναι  ταπεινοί, αν και είναι άσχημοι, άρρωστοι, κίτερνοι, αν και έχουν και ξεσχισμένα φορέματα, μα έχοντας την ταπείνωσιν μας φαίνονται ωσάν άγγελοι, ωσάν μάλαμα, μας έρχεται οπού να τους βάλωμεν μέσα εις την καρδίαν μας. Και πάλιν όταν ιδούμεν κανέναν ή άνδρα ή γυναίκα και είναι υπερήφανοι και λάμπουν από λαμπρά φορέματα και από ειδωλικά φτιασίδια και στολίδια και είναι έξω τα στήθια τους και τα μαλλιά τους και είναι αδιάντροποι, εκείνοι βέβαια μας φαίνονται ωσάν δαίμονες, ωσάν κάλπικα άσπρα και πρέπει να συγχαινώμεσθε να τους βλέπωμεν. Δια τούτο, χριστιανές μου, όσον και αν ημπορείτε να είσθε σκεπασμένες και να έχετε εντροπήν και ταπείνωσιν, να φαίνεσθε ωσάν άγγελοι, διατί, οπόταν μία γυναίκα δεν σκεπάζεται, φανερώνει πως δεν είναι ευχαριστημένη με τον άνδρα της, αλλά θέλει άλλους.Μα όταν  σκεπάζεται, δείχνει πως ευχαριστεί τον Θεόν, οπού της εχάρισε τον άνδρα της και δεν θέλει να την ιδή άλλος. Και εσύ ο άνδρας όσον ημπορείς να φεύγης την ξένην γυναίκα, καθώς φεύγεις το φίδι. Ομοίως και εσύ, γυναίκα, να φεύγης από ξένον άνδρα, καθώς το φίδι. Ακόμη να προσέχετε οι άνδρες να μη κοιτάζετε τες γυναίκες σας με άγριον μάτι δια πολλές αιτίες, μάλιστα πως δεν κάνουν παιδιά και λέγετε τάχα πως έχετε κατάραν. Ακούσατε να σας ειπώ: τον παλαιόν καιρόν ο διάβολος έβαλε σκοπόν να χαλάση τον κόσμον και έβανε μίσος εις τα ανδρόγυνα δια να μη κάνουν παιδιά να αυξήσει ο κόσμος και έτσι οι άνθρωποι δεν έκαναν παιδιά, αλλ’ ούτε εφρόντιζαν δια να υπανδρεύωνται και εκινδυνευε να σωθεί ό κόσμος. Τότε ό Θέος, θέλοντας να λείψη αυτό το διαβολικόν κακόν,επρόσταξεν ότι όποιος δεν κάμη παιδιά είναι κατηραμένος. Διά τούτο και μόνον τον είπεν ό Θεός αυτόν τον λόγον,διά να χαλάση τον σκοπόν του κατηραμένου διαβόλου. Λοιπόν τώρα δεν έχετε κατάραν όσοι δεν κάνετε παιδιά και μη λυπάστε αλλά χαίρεσθε, οπού γίνεται το θέλημα του Θεού και όχι το εδικόν σας και μάλιστα εκείνοι οπού έχουν παιδιά είναι σκλάβοι και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Και να φυλάγεσθε να μην κάμετε ωσάν κάποιοι ανόητοι και τρελλοί, οπού δια να μην εγέννησαν παιδιά οι γυναίκες τους, τες εχώρισαν και επήραν άλλες. Ο διάβολος θέλει να χωρίζονται τα ανδρόγυνα και όχι ο Θεός. Έτσι λέγει και ο Νόμος. Κανένα άλλο αίτιο δεν τους χωρίζει έξω αν ξεπέσουν εις πορνείαν. Και όποιος δια άλλο αίτιον χωρίζει τη γυναίκα του και πάρη άλλην, έχει να κριθή ως μοιχός χειρότερος από τον πόρνον και θέλει πηγαίνει εις την Κόλασιν. Ακόμη να μη σμίγεσθε Τετράδες και Παρασκευές και με τάξιν να φυλάγεσθε τες Τεσσαρακοστές, τες εορτές και τες Κυριακές, ωσάν χριστιανοί, και διάγεσθε ωσάν τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας και όχι σαν τα άλογα ζώα.

Το λοιπόν, αδελφοί μου, οπόταν ακούετε διάβολον αυτός είναι οπού εξ αρχής ήταν πρώτος άγγελος, αυτός είναι οπού παρακινεί τους ανθρώπους να σκοτώνουν, να κλέπτουν, να πορνεύουν, να κάνουν όλα τα κακά και όλες τες αμαρτίες δια να τους έχη συντρόφους εις την Κόλασιν. Αυτός ταράζει και μερικούς εις το σώμα και δαιμονίζονται, μάλιστα τα μικρά παιδιά, αυτός πειράζει όλους τους ανθρώπους, ξεχωριστά ημάς τους χριστιανούς. Όμως ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός μας, οπού μας εχάρισε τρία δυνατά άρματα, οπού με αυτά να τον αντιπολεμούμεν και να τον νικούμεν, τα οποία είναι η νηστεία, η προσευχή και η καθαρά εξομολόγησις. Με αυτά τα τρία βέβαια κατακαίεται και φεύγει. Αυτά, αδελφοί μου, μου εχάρισεν ο Χριστός μου, αυτά σας χαρίζω και εγώ.

Ακόμη να φυλάγεσθε, χριστιανοί μου, δια χίλια πουγγία αφορεσμό ποτέ να μην κάμνετε, διατί αφορεσμός θέλει να ειπή χωρισμός από τον Θεόν και παράδοσις εις τον διάβολον. Λοιπόν δια εκείνον τον αδελφόν ο Χριστός μας εσταυρώθη και έχυσε το πανάγιον του αίμα, δια να τον ελευθερώση από τας χείρας του διαβόλου και εσύ τον αφορίζεις δια παραμικρόν πράγμα και τον εβγάνεις από την μάνδραν του Χριστού και τον παραδίνεις εις την Κόλασιν, πάλιν εις τας χείρας του διαβόλου; Τώρα έχεις εσύ στόμα να λέγεις τον Θεόν Πατέρα; Όχι βέβαια, αλλά τον διάβολον. Αμή εσύ, χριστιανέ μου, δεν έχεις αμαρτίας; στοχάσου : από τον καιρόν οπού εγεννήθης εως τώρα πόσες και πόσες φορές έσφαλες και εις τον Θεόν και είς άλλον αδελφόν σου χριστιανόν; Λοιπόν αν θέλης να σε συγχωρέση και εσένα ο Θεός, συγχώρεσε και εσύ τον αδελφόν σου και ειπέ τρεις φορές: Ο Θεός συγχωρήσει και ελεήσει και αυτόν και εμένα. Και εσύ πάλιν, αδελφέ, οπού ακούεις οπού σε συγχωρά ο εχθρός σου οπού τον αδίκησες και τον εζημίωσες, μη χαίρεσαι, αλλά μάλιστα να κλαίης και να θρηνής, διατί αν δεν δώσης το ξένον πράγμα οπού επήρες, όλοι οι πατριάρχαι και οι πνευματικοί να σε συγχωρέσουν, εσύ ασυγχώρητος είσαι. Μα δεν έχεις; Πούλησε το χωράφιόν σου και το αμπέλιον σου και το οσπίτιόν σου και πλήρωσέ τα. Κι αν δεν σε φθάσουν, πήγαινε, πουλήσου σκλάβος και όσα και αν πάρης, δώστα. Ειδέ και σου είναι βαρύ τούτο και δεν το κάμνεις, πήγαινε και πρόσπεσον εις τους πόδας του μετά θερμών δακρύων και παρακάλεσέ τον και ειπέ του: Αδελφέ, σου έπταισα, σε εζημίωσα, σε έκλεψα, σε αδίκησα και κάμε έλεος εις εμένα και συγχώρεσέ με, επειδή και δεν έχω να σου πληρώσω το χρέος και τη ζημίαν οπού σου έκαμα. Τότες και εκείνος, και πέτρινη καρδιά  να έχη, βέβαια, θέλει μαλακωθεί και θέλει σε συγχωρέσει και τότες είσαι καλά συγχωρεμένος. Όθεν στοχασθήτε, πόσον μέγα κακόν είναι η αδικία, οπού όλα τα άλλα συγχωρούνται με την αγίαν Εξομολόγησιν, μα αυτό δεν συγχωρείται με κανέναν άλλον τρόπον, παρά οπόταν να τα δώσωμεν οπίσω όλα εκείνα οπού αδικήσαμεν, τότε συγχωρούμεσθεν βέβαια.

Ο πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έκαμεν ωσάν ένας αφέντης οπού έχει δέκα δούλους και ανίσως και του σφάλη κανένας ευθύς τον διώχνει και βάνει άλλον εις τον τόπον του. Έτσι και αυτός, επειδή και εξέπεσεν ο Εωσφόρος, το πρώτον τάγμα των αγγέλων, καθώς είπαμεν, από την αγγελικήν τάξιν και έγιναν δαίμονες, επρόσταξεν ευθύς και έγινεν ετούτος ο κόσμος και έκαμεν ημάς τους ανθρώπους, δια να μας βάλη εις εκείνον τον τόπον τον αγγελικόν.

Λοιπόν άκουσε, αδελφέ μου, να σου ειπώ: Είσαι εσύ ευχαριστημένος να σου κοιτάξη άλλος την πολυαγαπημένην σου γυναίκα; Τούτο δεν το υποφέρεις εσύ ποτέ. Έτσι και ο Θεός δεν υποφέρει ποτέ οπού να έχης εσυ καμμίαν μερίδα με τον αποστάτην διάβολον, διατί σε έκαμε δια λόγου του και σε θέλει να σε βάλη εις τον παράδεισον με τους  άλλους αγγέλους να χαίρεσαι την δόξαν του. Δια τούτο και μας έκαμε με το κεφάλι επάνω και μας έβαλε τον νούν εις το επάνω μέρος να στοχαζώμεθα πάντοτε τα ουράνια και αυτά να ποθούμεν και όχι τα γήινα και φθαρτά πράγματα του κόσμου.

Λοιπόν αφόντας εκτίσθη ετούτος ο κόσμος είναι χρόνοι επτά χιλιάδες και διακόσιοι ενενήντα. Ωστόσον να το ηξεύρετε είναι ωσάν το αυγόν. Και καθώς είναι ο κρόκος εις την μέσην του αυγού, έτσι είναι και η γη: προσταγμένη από τον Θεόν στέκει εις την μέσην χωρίς να εγγίζη πουθενά. Και καθώς είναι το ασπράδι ολοτρόγυρα εις τον κρόκον, έτσι είναι και ο αέρας και τα νερά εις την γην. Και καθώς το τσόφλιον κλείει μέσα και το ασπράδι και τον κρόκον, έτσι είναι και ο ουρανός, τα περικλείει όλα. Ο ήλιος γυρίζει και γίνεται ημέρα και όπου δε λάμπει ο ήλιος είναι νύκτα, κρατεί τον ίσκιον η γη. Τώρα εδώ ημείς έχομεν ημέραν και αλλού είναι νύκτα. Κατά το γύρισμα του ήλιου ακολουθεί και η ημέρα και η νύκτα και εις όλην την γην κατοικούν άνθρωποι και τέλος της γης ποτέ δεν ευρίσκουν, διατί  είναι στρογγυλή και  εις  ένα στρογγυλό πράγμα άκρην ποτέ δεν ευρίσκεις. Ωσάν να βάλης ένα μερμήγκι να περιπατή εις ένα αυγόν τέλος ποτέ δεν ευρίσκει. Δια τούτον και βάφομεν τα αυγά το άγιον Πάσχα, δια να στοχαζώμεθα ότι ετούτος ο κόσμος έτσι είναι στρογγύλος και φθαρτός ωσάν το αυγόν και με το κόκκινον φανερώνομεν το τίμιον αίμα του Χριστού μας, οπού το έχυσεν δι’ αυτόν τον κόσμον, δια να τον ελευθερώση από τας χείρας του διαβόλου. Όθεν πρέπει και ημείς να χαιρόμεσθεν και να ευχαριστούμεν τον Χριστόν μας, οπού εκαταδέχθη και έγινεν άνθρωπος και ήλθεν εις ετούτον τον κόσμον και έχυσε το πανάγιον του αίμα δια την αγάπην μας και μας ελευθέρωσεν από τον διάβολον. Και πάλιν να κλαίωμεν και να θρηνούμεν ακαταπαύστως, οπού οι αμαρτίες μας εστάθησαν αφορμή και έπαθεν ο Χριστός μας τόσα και τόσα κακά και εμείς οι ταλαίπωροι δεν φτουρούμεν ένα ολίγον τίποτες, ούτε παραμικρόν λόγον δια την αγάπην του. Λοιπόν αλλοίμονον εις ημάς, το απολογίαν έχομεν να του δώσωμεν;

Και έτσι, αδελφοί μου, ωσάν εξέπεσεν ο πρώτος άγγελος, ο λεγόμενος εωσφόρος, με όλον του το τάγμα και έγιναν δαίμονες, τότε ο Θεός έκαμεν ετούτον τον κόσμον. Επάνω εις έξι ημέρες τα έκαμεν όλα, εις δε την εβδόμην ημέραν, ήγουν την Κυριακήν, ησύχασεν δίδοντας και εις ημάς παράδειγμα ότι έξι ημέρας να εργαζώμεθα δια ετούτα τα κοσμικά και γήινα πράγματα και την αγίαν Κυριακήν να ησυχάζωμεν και να απέχωμεν από αυτά και να εργαζώμεθα τα ουράνια. Ήγουν από όλον το ταχύ να πηγαίνωμεν εις την Εκκλησίαν, να ακούωμεν τα βιβλία των Αγίων και το άγιον Ευαγγέλιον, τι μας παραγγέλλει ο Χριστός μας να κάνωμεν, να στοχαζώμεθα τον θάνατον, την Κόλασιν, τον Παράδεισον, ακόμη να στοχαζώμεθα την ψυχήν μας, οπού είναι τιμιώτερον πράγμα από όλον τον κόσμον και αν την χάσωμεν αυτήν, πλέον εχάσαμεν όλα και αν την κερδίσωμεν αυτήν, εκερδίσαμεν όλα. Και να ενδυώμεθα ταπεινά τα ρουχαλάκια μας και να τρώγωμεν το αρκετόν μας και να μην αργολογούμεν, αλλά να φροντίζωμεν πως να στολίσωμεν την ψυχήν μας με ομιλίες καλές, με ήθη χρηστά, δια να την κάμωμεν νύμφην του Χριστού μας και όχι να ξεφαντώνωμεν και να πολυτρώγωμεν και να πολυπίνωμεν, να τραγουδούμε και να χορεύωμεν και να μεθούμεν και να ξερνούμεν, μήτε να κάμωμεν πραγματείες και αλισβερίσια, διατί το κέρδος εκείνο οπού γίνεται την Κυριακήν και κάθε άλλην δεσποτικήν εορτήν, είναι αφορισμένον και κατηραμένον και βάνομεν φωτιά εις τα οσπίτια μας και καιόμεσθε και ψυχικά και σωματικά. Ακόμη να μην τρώγωμεν οψάρια τες Τετράδες και τες Παρασκευές ότι είναι μεγάλη αμαρτία και όποιος τρώγει να ηξεύρη ότι σταυρώνει τον Χριστόν και συναριθμείται με τους θεοκτόνους Εβραίους και πηγαίνει με αυτούς εις την Κόλασιν.

Ήθελα, αδελφοί μου, και αγαπούσα να είχα τον καιρόν να σας εξομολογούσα όλους και άνδρας και γυναίκας να μου ελέγετε τα παράπονά σας, μα βλέπω το πολύ πλήθος και δεν ημπορώ. Μοναχά σας λέγω και σας φανερώνω τέσσερα μυστήρια, τα αναγκαιότερα της πίστεως μας :

Το πρώτον είναι, καθώς σας είπα, να αγαπάτε τους εχθρούς σας και  να τους συγχωράτε με όλην σας την καρδίαν εις ό,τι και αν σας έφταιξαν, δια να σας συγχωρήση και εσάς ο Θεός εις τα όσα του φταίετε. Το δεύτερον είναι να εξετάζετε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν και να του ειπήτε ο καθένας έτσι: εγώ, πνευματικέ μου, έχω να κολασθώ διατί δεν αγαπώ τον Θεόν και τον αδελφόν μου καθώς πρέπει. Εγώ είμαι αχάριστος εις τον Θεόν  μου δια τα τόσα και τόσα καλά οπού μου εχάρισε. Μου έδωσε τα ομμάτια να βλέπω τα άπειρά του ποιήματα και να τον δοξάζω, να βλέπω τον ήλιον και να θαυμάζω και να λέω: εάν ο ήλιος είναι τόσον λαμπρός, αμή εκείνος οπού τον έκαμε, πόσον να είναι λαμπρότερος; αχ, Θεέ μου, αξίωσόν με να σε απολαύσω. Εγώ δεν κάνω έτσι, αλλά βλέπω το ξένον πράγμα του αδελφού μου δια να το κλέψω. Φθονώ πως αυτόν τον έκαμε ο Θεός πλούσιον και εμένα πτωχόν και βαρυκαρδίζω και δια τούτο θέλω να κολασθώ. Περιεργάζομαι όλα τα κακά και τες ξένες γυναίκες. Ακόμη μου έδωσε ο Θεός τα αυτιά δια να ακούω το άγιον Ευαγγέλιον και τα ιερά βιβλία και εγώ ακούω χορούς και τραγούδια, λαλούμενα και φλυαρίες. Μου έδωσε το στόμα να διαβάζω, να προσεύχωμαι, να κοινωνώ τα Άχραντα Μυστήρια, να ομολογώ τας αμαρτίας μου και να κατηγορώ πάντα του λόγου μου, μα εγώ βλασφημώ, κατακρένω αρχιερείς, πνευματικούς, ιερείς, λαϊκούς, άνδρας και γυναίκας, λέγω ψέματα, κάνω όρκους, ασχημολογώ, υβρίζω, προδίδω, τρώγω ωσάν το ζώον, πίνω κρασί και μεθώ και γίνομαι ωσάν το γουρούνι. Μου έδωσε τα χέρια δια να εργάζωμαι, να τρέφωμαι με το έργον μου και να τρέφω και άλλους και να κάνω και άλλες εργασίες θεάρεστες, και εγώ σκοτώνω, αρπάζω, κλέπτω, αδικώ, μετρώ και ζυγιάζω ξύκι, παίζω χαρτιά και ζω με τα αίματα των αδελφών μου. Μου έδωσε τα ποδάρια να περηπατώ τον καλόν και χριστιανικόν δρόμον , μα εγώ τρέχω τυφλός και ακολουθά τες στραβόγραβες και διαβολικές στράτες. Λοιπόν αλλοίμονο εις εμένα με αυτά όλα έχω βέβαια να κολασθώ. Και να φυλαχθείς, να μην του κρύψεις καμμίαν αμαρτίαν, και την παραμικρήν αλλά να τες ειπής όλες χωρίς εντροπήν, διατί ανίσως και κρύψεις μίαν, όλες ασυγχώρητες μένουν.

Το τρίτον είναι όταν σε ελέγξη ο πνευματικός και σου ειπή: Διατί να τα κάμης όλα αυτά; Τότε εσύ να μη ρίξης την αφορμήν εις άλλον, τάχα πως σε επαρακίνησεν, ούτε να προφασιστής πως σε εσκέλισεν ο διάβολος, αλλά να κατηγορήσης του λόγου σου και να ειπής το κακόν σου το κεφάλι εις όλα σου έφταιξε.

Το τέταρτον είναι ό,τι και να σου ειπή ο πνευματικός και ό,τι να σε νουθετήση να τα βάλης μέσα εις τον νούν σου και επάνω εις το κεφάλι σου και ό,τι θέλει να σε κανονίση να τα δεχθής μετά πάσης χαράς και να υποσχεθής να τα κάμης και να αποφασίσης πλέον με στερεάν γνώμην οπού καλύτερα να αποθάνης, παρά να ματαπέσης και να ματακάμης τα όμοια αμαρτήματα.

Αυτά, χριστιανοί μου, είναι τα αναγκαιότερα μυστήρια της πίστεώς μας.  Μάλιστα ύστερα από την καθαράν Εξομολόγησιν να συχνοκοινωνάτε τα Άχραντα Μυστήρια, διατί ο θάνατος έρχεται ωσάν ο κλέπτης και δεν ηξεύρομεν ως αύριον τι έχομεν να πάθωμεν, ημπορεί να μας έλθη έξαφνα και να μας εύρη ανέτοιμους και τι γενόμαστε;

Ο ανεξομολόγητος άνθρωπος είναι όμοιος με έναν αβάπτιστον και είναι αδύνατον να σωθή. Και ανίσως ένας οπού απέθανεν ει μεν και επρόφτασεν και εξωμολογήθη και ας δεν εκοινώνησε, είναι ελπίδα εις αυτόν. Ειδέ και δεν εξωμολογήθη, ας κοινωνήση όσες φορές θέλει, τίποτες δεν ωφελείται, μάλιστα βλάπτεται, επειδή και κοινωνεί ανάξια και αλλοίμονον εις αυτόν. Πρώτον πρέπει να γίνεται η Εξομολόγησις, έπειτα η Αγία Κοινωνία. Πρώτον να πλύνωμεν και να καθαρίζωμεν το αγγείον και ύστερα να βάλωμεν το πολυτίμητον πράγμα μέσα.

Ακόμη να προσέχετε να μη σας αποθάνη κανένα παιδίον αβάπτιστον, διατί είναι χειρότερη αμαρτία από εκατόν φονικά και όσον και αν ημπορείτε να βάνετε επιμέλειαν, μάλιστα εσείς, αδελφοί μου ιερείς, να μην αμελήτε εις αυτό το έργον, διατί έχετε να δώσετε απολογίαν εις εν ημέρα κρίσεως δια την ψυχήν εκείνου του παιδίου. Και να φτιάσετε κολυμβήθρες μεγάλες, έως οπού να βουτάτε το παιδίον όλον μέσα, διατί ο Διάβολος παρατηρεί εκεί και δια τούτο μερικά παιδιά δαιμονίζονται και ταράζονται και λέγετε ότι σεληνιάζονται.

Το λοιπόν, αδελφοί μου, ακούσατε και τα ακόλουθα· άνδρες και γυναίκες εις τον κόσμον τελείως δεν ήταν. Τότε επήρεν ο Θεός από την γην χώμα και νερόν και φωτιά και αέραν και εζύμωσε και τα τέσσερα μαζί, έπλασεν έναν άνδρα και του εμφύσησε την ψυχήν, ζώσαν και αθάνατον. Αυτή η ψυχή είναι και λέγεται άνθρωπος καθολικός, αυτή βλέπει, αυτή ακούει, αυτή ομιλεί, αυτή περιπατεί, αυτή εννοεί, αυτή μανθάνει γράμματα, τέχνες, επιστήμες και άλλα. Ετούτο το κορμί που φαίνεται είναι φόρεμα της ψυχής, αυτή το κρατά γερόν και ζωντανόν, διατί βλέπομεν φανερά, όταν έβγη αυτή η ψυχή από το κορμί, εκείνο πλέον δεν αξίζει τίποτες, νεκρώνεται, βρωμά, σέπεται, σκουλικιάζει και γίνεται ό,τι ήταν πρώτα, χώμα, λάσπη, βρώμα και δυσωδία.

Ωστόσον, αδελφοί μου, βλέποντας ο Θεός οπού ο άνδρας στενοχωρείται μοναχός και θέλοντας να του κάμη και σύντροφον, τον αποκοίμισε και ευθύς επήρεν ένα του πλευρόν και έκαμε την γυναίκα και του την έδωκεν δια παρηγορίαν του. Και εξυπνώντας ο άνδρας την είδε και είπε: Τούτο είναι κορμί από το κορμί μου, και την εχάρηκε κατά πολλά. Έτσι και εσύ, χριστιανέ, πρέπει να την χαίρεσαι την γυναίκα σου και να την αγαπάς ωσάν σύντροφόν σου και να μην την στοχάζεσαι ωσάν σκλάβαν σου, διατί και αυτή πλάσμα Θεού είναι ωσάν και εσύ, τον Θεόν πατέρα τον λέγεις και εσύ, πατέρα τον λέγει και αυτή, μίαν πίστιν έχετε και οι δύο, ένα βάπτισμα, ένα Ευαγγέλιον, μίαν αγίαν Κοινωνίαν, έναν Παράδεισον έχετε να απολαύσετε. Δεν την έχει ο Θεός κατώτερην από εσένα, δια τούτο δεν την έκαμεν από τα ποδάρια, δια να μην την καταφρονά ο άνδρας, αλλ’ ούτε πάλιν την έκαμεν από το κεφάλι, δια να μην καταφρονά αυτή τον άνδρα, αλλά την έκαμεν από την πλευράν, ήγουν από την μέσην, δια να την έχει σύντροφόν του και της εμφύσησε και ιδίαν ψυχήν, ωσάν και του ανδρός, και ύστερα ωνόμασε τον άνδρα Αδάμ και την γυναίκα Εύαν.

Ο άνδρας φαίνεται να εγέννησε την γυναίκα και έμεινε πάλιν ο αυτός χωρίς να βλαπτή τίποτες. Λοιπόν από τότε έμεινεν εις χρέος η γυναίκα να πληρώσει εκείνο οπού εχρεωστούσεν εις τον άνδρα και από τόσες και τόσες χιλιάδες γυναίκες οπού εγεννήθησαν εις τον κόσμον δεν ευρέθη αξία καμμία άλλη, παρά η Κυρία Θεοτόκος Μαρία οπού δια την μεγάλη της καθαρότητα αξιώθη και εγέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν, εκ Πνεύματος αγίου, όντας και πρώτα παρθένος και ύστερα πάλιν παρθένος έμεινε και επλήρωσεν εκείνο το παλαιόν χρέος του πρώτου Αδάμ.

Ακούετε, αδελφοί μου, τι μυστήρια έχει η αγία πίστη μας; Λοιπόν ας ειπούμεν και τα ακόλουθα. Ο Θεός ύστερα έκαμεν και έναν Παράδεισον ευμορφότατον κατά ανατολάς γεμάτον από φυτά, δένδρα, λουλούδια και χόρτα, όλον χαρά και ευφροσύνη. Εκεί δεν ήταν ούτε πείνα, ούτε δίψα, ούτε κρύο, ούτε καύσις, ούτε άλλο κανένα πράγμα λυπηρόν και εναντίον. Και τους έβαλεν, τον Αδάμ και την Εύαν, εκεί μέσα να κατοικούν και να χαίρωνται πάντοτε ωσάν άγγελοι στολίζοντάς τους και με τα επτά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Έπειτα τους επαράγγειλεν από όλα τα καλά του Παραδείσου να φάγουν και δια να εγνωρίσουν ότι έχουν αυθέντην Θεόν και δια να τους δοκιμάση, τους είπε να φυλαχθούν από έναν μόνον καρπόν να μην φάγουν, διατί, εκείνην την ώραν οπού να φάγουν, θέλουν αποθάνουν. Ο τρισκατάρατος διάβολος βλέποντας την άπειρον δόξαν οπού έλαβαν ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, τους εφθόνησε και, ως πνεύμα πονηρόν οπού είναι ήξευρεν ότι ευκολώτερα πλανάται η γυναίκα από τον άνδρα και είπε με τον εαυτόν του: Ωσάν γελάσω πρώτα την γυναίκα και την κάμω να φάγη, ύστερα εύκολα εγκρεμνίζω και τον άνδρα. Και ευθύς πηγαίνει και εμβαίνει μέσα εις το φίδι και παραστένεται ομπροστά εις την γυναίκα και της λέγει το φίδι: Τι σας είπεν ο Θεός να κάμετε εδώ μέσα εις τον Παράδεισον; Απεκρίθη η Εύα και του είπε: Μας επαράγγειλεν από όλα ετούτα τα καλά του Παραδείσου να τρώγωμεν και από έναν καρπόν μόνον να μη φάγωμεν, διατί αποθνήσκομεν. Τότε ο διάβολος με το στόμα του οφιδίου της είπε: Όχι, βέβαια, δεν αποθνήσκετε, αν φάτε, αλλά σας εφθόνησεν ο Θεός διατί ηξεύρει πως ανίσως και φάγετε, έχετε να αξιωθήτε και εσείς Θεοί όμοιοι με αυτόν, και δια τούτο σας εμπόδισε να μη φάγετε. Λοιπόν έπαρε εσύ πρώτα και φάγε και ύστερα δώσε και του ανδρός σου να φάγει και τότε θέλετε ιδεί, οπού να γένετε θεοί να εγνωρίσετε του λόγου σας. Τότε ευθύς η γυναίκα, ως αστόχαστη, επήρε και έφαγε και ύστερα έδωκε και του ανδρός της και έφαγε και παρευθύς εγνώρισαν του λόγου τους ότι ήταν γυμνοί και επήραν φύλλα συκιάς και τα έρραψαν και εσκέπασαν την εντροπή τους και έχασαν και τα επτά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος και απόκτησαν δύο μεγάλα κακά, την μωρίαν και την δειλίαν.

Τούτο, αδελφοί μου χριστιανοί, είναι βέβαιον, όποιος φυλάγει τα προστάγματα του Θεού καν άνδρας είναι ή γυναίκα γίνεται σοφός και ανδρείος και δεν φοβάται όλον τον κόσμον. Μα όποιος δεν τα φυλάγει, αλλά κάνει τα θελήματα του διαβόλου, γίνεται μωρός και δειλός, οπού φοβάται και από τον ίσκιον του, ας είναι και βασιλεύς, οπού να ορίζη τον κόσμον όλον. Δια τούτο να προσέχετε όσον και αν ημπορείτε να φυλάγετε τα προστάγματα του Θεού και να μη κάνετε τα θελήματα του διαβόλου, ωσάν η Εύα: με έναν λόγον του οφιδίου επλανέθη και αλησμόνησε την παραγγελίαν του Θεού και έκαμεν το θέλημα του Διαβόλου. Και δεν έφθασε μόνον εις τούτο, αλλά ακόμη επαρακίνησε και τον άνδρα της εις το κακόν και εκείνος, ως ανόητος και μωρός αλησμόνησε την παραγγελίαν του Θεού και ήκουσεν την συμβουλήν της γυναικός. Δια τούτο, άνδρες, μην ακούετε τες γυναίκες  σας εις όσα πράγματα σας λέγουν, αλλά να εξετάζετε καλά τα λόγια τους και την συμβουλήν τους και, αν είναι καλή, να την κάνετε, ειδέ χωρίς εξέτασιν, να μη κάνετε τίποτε, καθώς ο Αδάμ, αν εξέταζε καλά, δεν έτρωγεν.

Ύστερα ο Θεός Θέλοντας να τους δοκιμάση εκαμώθη πως δεν ήξερε τίποτε και φωνάζει και λέγει : Αδάμ, Αδάμ, που είσαι; Πως δεν φαίνεσαι; Που είναι η δόξα οπού είχες πρωτύτερα, οπού έλαμπες ωσάν άγγελος και τώρα εκατήντησες ωσάν μωρόν παιδίον; Τότε απεκρίθη ο Αδάμ και είπεν: Εδώ είμαι, Κύριε, μα ήκουσα οπού ερχόσουν και εφοβήθηκα και εκρύφθηκα. Του λέγει ο Θεός: Διατί εφοβήθης και εκρύβης από εμένα; Μήπως και εγώ είμαι φόβος και λέγεις πώς εφοβήθης; Και αληθινά, χριστιανοί μου, ο Θεός, ο γλυκύτατος αυθέντης, δεν είναι φόβος, αλλά είναι χαρά, ειρήνη και αγάπη και δεν θέλει ποτέ να τον φοβούμεθα, αλλα να τον αγαπούμεν. Τον διάβολον και την αμαρτίαν πρέπει να φοβούμεσθε και να την μισούμεν.

Ύστερα πάλιν του λέγει ο Θεός: Μήπως και έφαγες από τον καρπόν οπού σε επαράγγειλα; Ευθύς απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα και διαβολικά: Ναι, Κύριε, έφαγα, μα δεν πταίω εγώ, αλλά η γυναίκα οπού μου έδωκες αυτή με εγέλασε. Τότε του λέγει ο Θεός : Εγώ δεν σου έδωκα τη γυναίκα να σε γελάση, σου την έδωκα δια συντροφιάν και παρηγορίαν σου. Εγώ σου είπα να μην φάγης από εκείνον τον καρπόν, διατί αποθνήσκεις, η γυναίκα σου είπε να φάγης να γίνης θεός και εσύ δεν εφύλαξες τον ιδικόν μου λόγον, αλλά έκαμες τον λόγον της γυναικός, επίστεψες καλύτερα αυτήν από εμένα. Μα καλά, απατήθης, εγελάσθης και έφαγες, ειπέ καν: Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου, δια να σε ευσπλαγχνισθώ να σε συγχωρέσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον Παράδεισον. Αμή εσύ ρίχνεις το βάρος εις την γυναίκα και την κατηγορείς οπού σε εγέλασε και με τούτο δείχνεις πως εγώ έσφαλα που έκαμα την γυναίκα και όχι εσύ.

Ακούετε, αδελφοί μου, τι μέγα κακόν είναι όποιος δεν ομολογεί τον εαυτόν του πταίστην όταν σφάλλη, αλλά ρίχνει το βάρος εις άλλον και τον κατηγορεί πως εκείνος τον επαρακίνησε; Όθεν, όσον και αν ημπορείτε, τα σφάλματά σας να μην τα ρίχνετε εις άλλον κανέναν, ούτε εις τες γυναίκες σας, αλλά πάντα του λόγου σας να κατηγοράτε και ο Κύριος είναι πολυεύσπλαγχνος και σας συγχωρεί.

            Ακόμη να προσέχετε καλά, χριστιανοί μου, να απέχεσθε από μαγικά βότανα, διατί βγαίνουν και περιτριγυρίζουν τον κόσμον πολλά τέκνα του Διαβόλου και πλανούν τους χριστιανούς, δια να πάρουν άσπρα και δίνουν κάτι φυλαχτά να κάνουν παιδιά και να λαμβάνουν  την υγείαν τους και να βλέπουν την μοίραν τους, τι έχουν να τους ακολουθήσουν εις την ζωήν τους. Αυτά όλα είναι τεχνάσματα σατανικά, διότι τυχαίνει και καμμίαν φοράν ο Διάβολος κατά φαντασίαν και κάνει και θαύματα, δια να τον πιστέψουν οι άνθρωποι να κάνουν αμαρτίες, να κολάζωνται. Όμως ημείς έχομεν τέτοιαν παραγγελίαν ότι, όποιος αυγατίζει ή ολιγοστεύει κανένα τι παραμικρόν από εκείνα οπού ενομοθέτησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, να τον αναθεματίζωμεν. Λοιπόν είναι αυτά έξω από τον δρόμον των Πατέρων, δια τούτο εκείνοι οπού τα κάνουν είναι αναθεματισμένοι. Ακόμη, λέγει ο Νόμος, όσοι τα ακολουθούν αυτά τα μαγικά είκοσι χρόνους να μη μεταλαμβάνουν. Όθεν, όποιοι τα μεταχειρίζεσθε αυτά τα διαβολικά μαντολογήματα και εξορκίσματα και εμποδέματα και γητεύματα και άλλα παρόμοια, να εξεύρετε φωτιά βάνετε εις τα οσπίτια σας και καίεσθε ζωντανοί και εδώ και εις την άλλην ζωήν και κληρονομάτε την αιώνιον Κόλασιν μαζί με το διδάσκαλό σας τον διάβολον και τους συντρόφους του.

Έπειτα ερωτά ο Θεός και την Εύα και της λέγει: Μήπως έφαγες και εσύ από τον καρπόν εκείνον, οπού σας επαράγγειλα; Τότε απεκρίθη και αυτή ομοίως ωσάν τον Αδάμ υπερήφανα και διαβολικά: Ναι, Κύριε, έφαγα μα δεν πταίω εγώ, το φίδι με εγέλασε. Τότε, βλέποντας ο Θεός την υπερηφάνειαν και των δύο, τους ωργίσθη ευθύς και τους εδίωξεν από τον Παράδεισον και εκαταράσθη πρώτα τον Αδάμ και του είπε να εργάζεται την γην και να δουλεύει ακάνθας και τριβόλους και με τον κόπον του και με τον ίδρωτά του να βγάζη το ψωμί του, την ζωοτροφίαν του και να πάσχη τόσα κακά οι θλίψες και τα βάσανα να μη του λείπουν ποτέ, δια να καταλάβη τι μέγα κακόν είναι η αμαρτία και η παράβασις της θεϊκής εντολής και να κλαίη απαρηγόρητα και να κολάζεται εις την κόλασιν τόσους και τόσους χρόνους και αυτός και όλον του το γένος εως οπού να τον ευσπλαγχνισθή ο Κύριος να τον ελευθερώση και να τον βάλη πάλιν εις τον Παράδεισον, εις την πρώτην του κατοικίαν, με όλον του το γένος.

Βλέπετε, αδελφοί μου, τι μέγα κακόν είναι η παράβασις των εντολών του Θεού; Ο Αδάμ μιαν και μόνην εντολήν επαρέβη και σταχασθήτε πόσα κακά έπαθεν. Αμή εμείς, οπού τες παραβαίνομεν όλες, τι μέλλομεν να πάθωμεν οι ταλαίπωροι; Δια τούτο όσον και αν ημπορούμεν να φυλάγωμεν τα προστάγματα του Θεού και όσοι εργάζεσθε την γην και το εργόχειρόν σας να χαίρεσθε οπού κάνετε την προσταγήν του Θεού και εβγάζετε το ψωμί σας με τον κόπον σας και με τον ιδρώτα σας, διατί εκείνο είναι ευλογημένον και αν δώσετε και ολίγον τι δια ελεημοσύνην, σας πιάνεται δία πολύ. Και πάλιν να κλαίετε και να θρηνήτε, όσοι ζήτε με αδικίες και αρπαγές, με καμάτους και με οζούρες άσπρων, διότι όλα αυτά είναι αφωρισμένα και καταραμένα και ελεημοσύνην να δώσετε από αυτά δεν σας ωφελεί, ότι φωτιά είναι και σας καίουν.

Ύστερα, αδελφοί μου, εκατεράσθη ο Θεός και την Εύαν και της είπε να γεννά τα παιδιά της με μεγάλους πόνους και αναστεναγμούς και δάκρυα και με κίνδυνον θανάτου και να τα χάνη. Και αυτό το βλέπομεν φανερά, τα ζώα όταν γεννούν δεν έχουν τόσον κίνδυνον καθώς έχει η γυναίκα. Όθεν άλλο καλύτερον δεν είναι εις την γυναίκα ωσάν οπού να έχη υπομονήν και ταπείνωσιν και, αν τύχη και έχη κακόν άνδρα, να υπομένη και να ευχαριστά τον Θεόν περισσότερον από τες άλλες, διατί έχει μισθόν πολύν εις την ψυχήν της και πάντα με γλυκά λόγια να το παρηγορή και να στοχάζεται πως και αυτός αγανακτεί και κινδυνεύει την ζωήν ημέραν και νύκτα, δια να την φυλάξη. Και αν έχη και ο άνδρας κανένα ελάττωμα, να τον υποφέρη και να μη τον πικραίνη, άνθρωπος είναι και αυτός, δεν είναι άγγελος. Και να ενθυμαται πάντα τες καλωσύνες του και να συλλογίζεταικαι τες εδικές της κακωσύνες. Ομοίως και εσύ ο άνδρας, όταν σου τύχη κακή γυναίκα, πρέπει να υπομένης και να ευχαριστάς τον Θεόν, διατί έχεις μισθόν μεγάλον εις την ψυχήν σου και, αν σου πταίση καμμίαν φοράν, μη την συνερίζεσαι και στοχάσθου και τες καλωσύνες της. Ακόμη συλλογίσου και τα εδικά σου ελαττώματα.

Πάλιν εσύ, γυναίκα, έχεις περισσότερον χρέος από τον άνδρα να ανατρέφης τα παιδιά σου και να τα νουθετάς εις τα καλά έργα. Όταν το παιδί σου σηκώνεται το ταχύ από τον ύπνον και ευθύς σου γυρεύη ψωμί, εσύ μη του δώσης, αλλά έπαρέ το και πήγαινέ το εις την εικόνα του Χριστού και ειπέ του: Εγώ, παιδί μου, ψωμί δεν έχω, ο Χριστός μας έχει. Έλα, κάμε τον σταυρόν σου να τον προσκυνήσωμεν και να τον παρακαλέσωμεν να μας δώση. Και έτσι συνηθίζει το παιδί από μικρόν εις το καλόν. Και να το παίρνης εις την εκκλησία και να το ορμηνεύης να κάνη σωστά το σταυρό του, με τα τρία δάκτυλα, να τα βάνη εις το μέτωπον, εις τον ομφαλόν και εις το δεξιόν βυζί και εις το αριστερόν. Και να το βάνης να ασπάζεται τας αγίας εικόνας και πάντα να το διδάσκης τα χριστιανικά καμώματα, ότι έχεις να δώσης απολογίαν δι’ αυτό.

Ακόμη να φυλάγεσθε, χριστιανοί μου και θυγατέρες του Χριστού μου, να μη παρακλαίετε τους αποθαμένους σας και μάλιστα δια τα παιδιά σας, οπου πηγαίνουν εις τον Παράδεισον ωσάν άγγελοι, ότι του Θεού ήταν και όχι εδικά σας. Όταν σου το έδωσε το εχάρηκες, ομοίως και όταν σου το πάρη να το χαρής, διατί αυτά, ωσάν αναμάρτητα οπού είναι εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού έχουν να λάμψουν ωσάν τον ήλιον. Τότε ο Θεός έχει πάλι να σας τα ματαδώση να τα χαίρεσθε. Ανίσως και σου εγύρευε το παιδί σου ένας βασιλεύς να το τιμήση βασιλικά, το έδιδες βέβαια μετά πάσης χαράς. Πόσο μάλλον πρέπει να χαρής, οπού ο επουράνιος βασιλεύς εζήτησε και επήρε καρπόν από την βρωμισμένην κοιλίαν σου και το ετίμησε και το έβαλεν είς τον Παράδεισον, δια να σου ετοιμάση και εσένα τόπον να χαίρεσθε μαζί. Όθεν, αδελφοί μου, μη κλαίετε δια τους απεθαμένους σας, αλλά έχετε χρέος να τους κάμνετε τα ψυχικά τους, μνημόσυνα, σαρανταλείτουργα, ελεημοσύνες, κόλυβα και με αυτά τους ωφελείτε πολύ, επειδή και τα δέχεται ο Θεός και τους βάνει εις τόπον φωτεινόν, εις τόπον αναπαύσεως. Και όχι θρήνους και μοιρολόγια, ότι με αυτά τους βλάπτετε πολύ, επειδή αυτά πρέπει να τα κάνουν οι ασεβείς και άπιστοι, οπού δεν έχουν ελπίδα να αναστηθούν, ειδέ ημείς οι χριστιανοί, οπού ελπίζομεν και ομολογούμεν ανάστασιν νεκρών, δεν πρέπει παντελώς να λυπούμεθα δια τους αποθαμένους.

Και αφού εκαταράσθη ο Θεός τον Αδάμ και την Εύαν και τους έδιωξεν από τον Παράδεισον, έζησαν εις ετούτον τον κατηραμένον κόσμον εννεακόσίους τριάντα χρόνους και έκαμαν τέκνα και θυγατέρες και τα τέκνα τους τέκνα και εγέμισεν όλος ο κόσμος. Όθεν όλοι οι άνθρωποι από έναν πατέρα και μίαν μητέρα είμεσθεν, μόνον οι πίστες μας χωρίζουν. Ύστερον απέθανεν ο Αδάμ και η Ευά και επήγαν εις την Κόλασιν και εκαίονταν και εφλογίζονταν πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους δια μιαν αμαρτίαν μόνον. Αμή εγώ, οπού έχω χιλιάδες, τι έχω να πάθω; Αλλοίμονον εις εμένα!

Εγώ, χριστιανοί μου, αγαπούσα να είμαι πάντοτε μετ’ εσάς να σας νουθετώ εκείνο οπού με φωτίζει ο Χριστός μου. Μα τι να κάμω, οπού έχω τόσες ζάλες και δεν ηξεύρω τι να σας πρωτοειπώ.  Άγιοι συνάδελφοί μου ιερείς, δια τους οικτιρμούς του Θεού, όσον ημπορείτε να έχετε την φροντίδα και δια την ψυχήν σας, να έχετε και δια τους αδελφούς μας τους χριστιανούς, να τους διδάσκετε και να τους νουθετάτε πάντα, διατί ο Θεός σας έχει ωσάν πιστικούς εις τα πρόβατά του. Δια τούτο να στέκεσθε πάντα άγρυπνοι να τα φυλάγετε από τον νοητόν λύκον, τον πονηρόν Διάβολον, διατί έχει να ζητήση την ψυχήν τους από εσάς. Και να στοχασθήτε καλά το βάρος οπού έχετε, ότι όλοι ετούτοι, όσοι κατοικούν εις ετούτην την χώραν, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, κρέμονται από τον λαιμόν σας και έχετε να δώσετε απολογίαν δι αυτούς εις το φοβερόν κριτήριον του Θεού.

Όθεν και εσείς, χριστιανοί μου, όλοι κοινώς πρέπει να σέβεσθε και να τιμάτε τους παπάδες και να μη τους πικραίνετε μήτε να τους ρίχνετε χρέη και δοσίματα, δια να παρακαλούν το Θεόν δια την ψυχήν σας και δια την ζωήν σας και δια τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας, διατί να εξεύρετε ότι ένας ιερεύς είναι μεγαλύτερος από έναν βασιλέα και το περισσότερον, είναι ανώτερος και από έναν άγγελον, επειδή και είναι μεσίτης Θεού και ανθρώπων και αξιώνεται και επιτελεί τα άγια Μυστήρια, μάλιστα το μέγα και φρικτόν μυστήριον της θείας Λειτουργίας, οπού το βλέπουν οι άγγελοι και τρέμουν. Όθεν όσον ημπορείτε να τους σέβεσθε και να τους ευλαβήσθε. Ακόμη πλέον περισσότερον να ευλαβήσθε τον αρχιερέα σας, ότι αυτός είναι διωρισμένος από τον Θεόν αδώ εις την γην εις τύπον Χριστού και όσα να δέση είναι δεμένα και όσα λύση είναι λυμένα και να του δίνετε εκείνα τα δίκαια οπού σας γυρεύει με όλην σας την καρδίαν, διατί και αυτός έχει έξοδα και τραβά τόσα βάσανα από τους εξωτερικούς και όταν έρχεται εις την χώραν σας να τον δέχεσθε με χαράν και να του κάνετε την πρέπουσαν τιμήν και δεξίωσιν, δια να λαμβάνετε την ευλογίαν του.

Ακόμη να τιμάτε και τους ζαμπιτάδες σας και να μη βαρυκαρδίζετε διά τα δοσίματα οπού δίδετε, αλλά να υπομένετε και έχετε πολύν μισθόν εις την ψυχήν σας δια αυτά, επειδή και διά την πίστιν τα δίνετε. Ακόμη να τιμάτε και τους προεστούς της χώρας σας και τους γεροντοτέρους σας, ακόμη να τιμάσθε και αναμεταξύ σας και να παρηγορήσθε ένας τον άλλον σας ωσάν αδελφοί οπού είστε και να μη καταφρονήτε κανέναν, ούτε τον παραμικρόν, ότι ο Θεός όμοια μας έχει όλους. Ακόμη και εσείς, παιδιά μου και τέκνα του Χριστού μου, να είστε εύτακτα, φρόνιμα, να τιμάτε τους γονείς σας και να τους υπακούετε και να πηγαίνετε εις τους διδασκάλους σας να μαθαίνετε τα ιερά γράμματα, να γένετε καλοί χριστιανοί να απολαύσετε τον Παράδεισον, Και εσείς, γονείς, να παιδεύετε τα παιδιά σας εις χριστιανικά ήθη, να τα βάνετε να μανθάνουν γράμματα. Να κάμετε τρόπον εδώ εις την χώραν σας δια σχολείον, να βρήτε έναν διδάσκαλον και να τον πληρώνετε να σας μαθαίνη τα παιδιά σας, ότι αμαρτάνετε πολύ, να τα αφήνετε αγράμματα και τυφλά και μη μόνον φροντίζετε να τους αφήσετε πλούτη και υποστατικά και μετά το θάνατό σας να τα τρων και να τα πίνουν και να σας οπισολογούν. Καλύτερα να τα αφήσετε πτωχά και γραμματισμένα, παρά πλούσια και αγράμματα. Έτσι αρέγει του Θεού και έτσι να κάμετε δια να αξιωθήτε να πηγαίνετε μαζί με τα παιδιά σας εις τον Παράδεισον, εις την κατοικίαν των αγγέλων και να συγχαίρεσθε και να συνευφραίνεσθε πάντοτε.

Από όλα ετούτα οπού σας εφανέρωσα, αδελφοί μου, λογιάζω δεν τα ενθυμάσθε όλα τώρα. Ωστόσον σας λέγω άλλα δύο και να τα έχετε πάντα εις τον νούν σας. το πρώτον είναι ετούτο : «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσης» οπού θέλει να ειπή: εκείνο που εσύ μισάς και δεν θέλεις να σου το κάμη άλλος, και μήτε εσύ να το κάμης εις άλλον, εκείνο πάλιν οπού θέλεις και αγαπάς να κάμη άλλος εις του λόγου σου, εκείνο κάμε και εσύ εις τον άλλον. Τούτον τον λόγον μας τον παραγγέλλει ο Χριστός μας εις το ιερόν του Ευαγγέλιον και είναι εις  όλα αληθέστατος και στοχασθήτε τον και μοναχοί σας χωρίς να σας το εξηγήσω πλατύτερα και πάντα να τον έχετε εις την ενθύμησίν σας. Το δεύτερον είναι να μη σας λείπη ποτέ ετούτη η προσευχή : Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, δια της Θεοτόκου και πάντων σου των αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου. Αυτό, αδελφοί μου, πάντοτε να το λέγετε και με το στόμα σας και με τον νούν σας και ημέραν και νύκτα, όπου και αν είστε, ή τρώτε ή περιπατείτε ή δουλεύετε ή κάθεσθε, αυτό πάντα να μελετάτε. Και αν δεν το ηξεύρετε, να το γράψετε, να το μάθετε και αυτό σας οφελεί κατά πολλά και εδώ σας ελευθερώνει από κάθε κακόν και εκεί σας λυτρώνει από την αιώνιον Κόλασιν και σας αξιώνει και πηγαίνετε εις τον Παράδεισον, εις την αιώνιον πατρίδα.

Το λοιπόν, αδελφοί μου, φθάνουσιν αυτά οπού με βίαν της καρδίας μου σας εφανέρωσα. Ζητήσατε και η αφεντιά σας να μάθετε τα επίλοιπα. Εξετάσετε να μάθετε οπού έως τους πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους εξουσίαζεν ο διάβολος και όσοι απέθνησκαν επήγαιναν εις την Κόλασιν. Έπειτα ευσπλαγχνίσθη ο Κύριος το πλάσμα του και εκατέβη εις την γην και εσαρκώθη και έγινε άνθρωπος και μας εδίδαξε την πίστιν, το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια, ύστερα έπαθεν, υβρίσθη, επεριγελάσθη, εδάρθη, εσταυρώθη, απέθανεν, ετάφη και εθανάτωσε τον διάβολον και την αμαρτίαν, επήγεν εις την Κόλασιν και έβγαλε τον Αδάμ και την Εύαν και όλον του το γένος και έγινε χαρά μεγάλη και εις τον ουρανόν και εις την γην και αφανισμός μέγας εις τον Άδην και σπαθί δίστομον εις τας καρδίας των θεοκτόνων Εβραίων. Και από τότε άνοιξε τον Παράδεισον, έπειτα ανέστη, μετά ταύτα ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθισεν εις την δεξιάν του προανάρχου αυτού Πατρός να συμβασιλευή αιώνια. Ακόμη ζητήσατε να μάθετε πως έχει να γένη και τέλος ετουνού του κόσμου και έχουν να χαλάσουν όλα και ουρανός και γη και θάλασσα και βουνά και τα πάντα. Πρέπον είναι να τα εξετάζετε αυτά και να τα μαθαίνετε, εγώ δεν ημπορώ να σας τα ειπώ όλα, φρόνιμοι είστε και γνωστικοί, καταλάβετε το καλόν και κάμετέ το.

Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου οπού δουλεύει ένα αμπέλι, βέβαια πρέπει να φάγη και κανένα σταφύλι. Ομοίως και εγώ, χριστιανοί μου, βλέπετε δια εσάς πως αγανακτώ και κοπιάζω και πως κινδυνεύω την ζωήν μου δια την αγάπην σας και είμαι έτοιμος να χύσω και το αίμα μου, αν είναι θέλημα Θεού, και τότε θέλετε εγνωρίσει σωστά την αγάπην μου. Το λοιπόν και εγώ τώρα θέλω τον μισθόν του κόπου μου. Η πληρωμή μου δεν είναι άσπρα και φλωριά, δεν θέλω εγώ τέτοια, ούτε έχω τι να τα κάμω ή που να τα βάλω, αλλά θέλω να μου δώσετε δια τον κόπον μου μίαν υπόσχεσιν, να μου τάξετε αυτά όλα οπού σας είπα να τα φυλάξετε και να τα βάλετε μέσα εις την καρδίαν σας και πάντα αυτά τα θεία λόγια να είναι η κουβέντα σας και το μίλημά σας, όταν ανταμώνεσθε, διατί είναι λόγια του παναγίου Πνεύματος, είναι πολύ τιμιώτερα και καλύτερα από τζοβαΐρια και μαργαριτάρια και καλότυχοι εκείνοι οπού τα βάνουν εις τον νουν τους και εις την καρδίαν τους ωσάν θησαυρούς πολύτιμους και πάλιν άθλιοι και κακορρίζικοι εκείνοι οπού δεν τα βάνουν εις τον νουν τους, αλλά ζουν ωσάν τα ζώα, όπως φθάσουν. Εκείνους πρέπει να κλαίωμεν και να τους μοιρολογούμεν και καλύτερα ήτον να μη είχον γεννηθή.

Εγώ, αδελφοί μου, επαιδεύθηκα εις την σπουδήν σαράντα και πενήντα χρόνους, εδιάβασα πολλά και διάφορα βιβλία και περί Εβραίων και περί Ελλήνων και περί άλλων ασεβών και αιρετικών, ερεύνησα τα βάθη της σοφίας και ηύρα ότι οι άλλες πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον η εδική μας, η χριστιανική είναι ορθόδοξος, αληθινή και αγία. Δια τούτο σας λέγω, αδελφοί μου χριστιανοί, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, οπού ευρέθητε χριστιανοί ορθόδοξοι και να κλαίετεκαι να θρηνήτε τους απίστους και αιρετικούς, οπού ευρίσκονταιεις το σκότος. Δια αυτούς έγινεν η Κόλασις, αυτή είναι η καθολική πατρίδα τους. Χιλιάδες καλά να κάμουν, χωρίς το άγιον βάπτισμα τίποτες δεν ωφελούνται. Ετούτην την ζωήν ας την χαρούν με όλα τα αγαθά τους και από την άλλην, την ουράνιον, ας μην ελπίζουν τίποτες. Η άλλη είναι εμάς των χριστιανών, των βαπτισμένων, των μυρωμένων, των εξομολογουμένων, των μεταλαβημένων, εμάς των ταλαιπωρημένων, των πεινασμένων, των διψασμένων, των στενοχωρημένων, των υβρισμένων, των δαρμένων, των φυλακωμένων και όσοι τα παθαίνουν αυτά δια την αγάπην του Χριστού, εκείνων είναι βέβαια η άλλη ζωή, ο Παράδεισος και καλότυχοι εκείνοι οπού τραβούν εδώ θλίψεις και βάσανα και ταλαίπωροι εκείνοι οπού έχουν όλα τα χουζούρια και τες ανάπαυσες και τρων και πίνουν ξέγνοιαστοι. Ετούτοι, βέβαια, θέλουν πάθει ωσάν εκείνοι εις τον καιρόν του Νώε, οπού έκαναν τα όμοια, και εκείνος ο ευλογημένος τους έλεγε: Τι κάνετε, άνθρωποί; Παύσατε από τα κακά και από τες αμαρτίες, διατί εβαρέθη ο Θεός και έχει να μας καταποντίση. Και αυτοί τον επεριγελούσαν οπού τον ήβλεπαν οπού έφτιανε την Κιβωτόν  και δεν τον επίστευαν, έως οπού άρχισεν ο καταποντισμός και άνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού και έβρεξε σαράντα ημέρες και σαράντα νύκτες και ανέβη το νερόν δεκαπέντε πήχεις υψηλότερα από όλα τα βουνά και επνίγηκεν όλος ο κόσμος και δεν εγλύτωσε τίποτε, ούτε άνθρωπος ούτε ζώον, παρά ο Νώεμε την φαμελίαν του, οπού ήταν μέσα εις την Κιβωτόν ήγουν εις το καράβι. Τότε όλοι το εκατάλαβαν το κακόν τους, μα τι το όφελος; Δεν ήταν ελπίδα σωτηρίας. Όταν έπρεπε να αφήσουν τα κακά τους και να μετανοήσουν, δεν ήθελαν, δια τούτο επνίγηκαν από τον κατακλυσμόν και έλαβαν κακόν θάνατον και επήγαν και εις την αιώνιον Κόλασιν. Έτσι, αδελφοί μου, θέλουν πάθει και εκείνοι, οπού δεν ακούουν τες διδαχές και τες παραγγελίες των διδασκάλων, αλλά τα στοχάζονται ωσάν παραμύθια. Θέλει έλθει καιρός να βαρούν το κεφάλι τους και να μην έχουν διάφορον.

Αυτά, χριστιανοί μου, να μη σας λείπουν ποτέ από τον νουν, αλλά με αυτά να τσακίζετε τες κακές σας όρεξες και να έχη πάντα λύπην η καρδία σας. Ακόμη και να στοχάζεσθε και την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου μας, καθώς γράφουν τα βιβλία της Εκκλησίας μας και λέγουν εις τον όγδοον αιώνα έχει να γένη το τέλος του κόσμου. Μα πρωτύτερα έχει να γεννηθή ο Αντίχριστος και να κάμη τόσα κακά εις τον κόσμον και έχει να ονομάση του λόγου του υιόν Θεού και θέλει σταθή βασιλεύς να ορίση τον κόσμον όλον και να κάνη και θαύματα κατά φαντασίαν, δια να πλανά τους ανθρώπους να τον ομολογήσουν δια Χριστόν και όσοι τον πιστεύουν να τους τάζη τόσα αγαθά και ύστερα να τους βουλώνη εις το μέτωπον, μάλιστα οι Εβραίοι όλοι έχουν να τον πιστεύσουν. Δια ημάς τους χριστιανούς έχει στείλη ο Θεός τον προφήτην Ηλίαν δια να παραγγείλη και να διδάξη όσοι έχουν άγιον Βάπτισμα, την βούλαν του Ιησού Χριστού, να φυλάγωνται να μην πιστεύουν εκείνον τον πλάνον Αντίχριστον και εκείνα οπού τάξει είναι όλα ψεύτικα δια να τους γελάση, να τους βουλώση. Και καλύτερα να τυραννισθούν και να θανατωθούν παρά να τον πιστεύουν και να βουλωθούν. Αυτά και άλλα έχει να διδάξη ο προφήτης Ηλίας. Και ύστερα εκείνος ο πλάνος ακούοντας το κήρυγμα του προφήτου Ηλία έχει να λυσσάξη από τον θυμόν του και να τυραννή και να παιδεύη όσους δεν τον πιστεύουν με τα πλέον χειρότερα βασανιστήρια και καλότυχος και τρισμακάριος όποιος υπομείνη και δεν βουλωθή, εκείνος βέβαια θέλει στεφανωθή και θέλει σταθή εις τον χορόν των μαρτύρων. Και πάλιν άθλιος και ταλαίπωρος όποιος πλανεθή και τον πιστεύση και βουλωθή, εκείνος έχει να καίεται πάντοτε εις την αιώνιον Κόλασιν μαζί με τον πλάνον Αντίχριστον.

Αυτά λογιάζω, αδελφοί μου, σας ετρόμαξαν την καρδίαν και αληθινά φοβερά πράγματα είναι και εγώ οπού τα λάγω τρέμω και δειλιώ, μα τι να κάμω οπού έχω χρέος να σας τα φανερώσω. Λοιπόν ύστερα από αυτά τα κακά του κατηραμένου Αντιχρίστου θέλει λάμψει ο πανάγιος Σταυρός επάνω εις τον ουρανόν επτά φορές λαμπρότερος από τον ήλιον και ευθύς θέλει καταποντισθήο μιαρός Αντίχριστος με όλον του το τάγμα, όσοι τον επίστευσαν, και θέλει γένει γαλήνη μεγάλη εις όλην την γην και ύστερα θέλουν σαλπίσουν οι άγγελοι και θέλουν αναστηθούν όλοι οι άνθρωποι από τα τετραπέρατα της οικουμένης, άνδρες και γυναίκες, δια να δώσουν εις όσα έκαμαν ή καλά ή κακά και τότε θέλει έλθει μετά δυνάμεως και δόξης πολλής ο φοβερός κριτής, ο βασιλεύς των βασιλευόντων, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, με χιλιάδες αγγέλων και μύριες μυριάδες αρχαγγέλων και θέλει καθίσει επί θρόνου υψηλού δια να κρίνη τον κόσμον. Τότε θέλει χωρίσει τους ανθρώπους εις δύο, καθώς χωρίζει ο πιστικός τα πρόβατα από τα γίδια. Και τα μεν πρόβατα, ήγουν τους καλούς και δικαίους, να τους βάλη εις τα δεξιά, τα δε γίδια, ήγουν τους κακούς και αμαρτωλούς, εις τα ζερβά και τότε έχει να κρίνη και να εξετάση τον καθέναν κατά τα έργα του. Και εκείνους οπού εφύλαξαν το άγιον Βάπτισμα και έκαμαν τες εντολές τους και εις το τέλος της ζωής τους εξωμολογήθηκαν και εκοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια θέλει τους βάλει εις την βασιλείαν του την ουράνιον, εις τον τόπον τον αγγελικόν, να χαίρωνται  και  να ευφραίνωνται την δόξαν του πάντοτε, τους δε απίστους και αιρετικούς και όσους εμόλυναν το άγιον Βάπτισμα και δεν εφύλαξαν τες παραγγελίες του και δεν εξωμολογήθηκαν, αλλά απέθαναναμετανόητοι, θέλει τους πέμψει εις τα κατώτατα του Άδου, εις το πυρ το αιώνιον, να καίωνται και να φλογίζωνται πάντοτε με τον πατέρα τους τον διάβολον. Και τότε θέλουν κόπτονται και να θρηνούν και  να κλαίουν απαρηγόρητα και να λέγουν: Αχ, κακόν κεφάλι οπού είχαμεν! Μας τα ήλεγαν τα βιβλία της Εκκλησίας και δεν ακούαμεν, μας τα εφώναζαν οι διδάσκαλοι και δεν τα εβάναμεν εις τον νουν μας, αλλά τους επεριγελούσαμεν και τα κακά και τες αμαρτίες δεν τες αφήναμεν ούτε εστοχαζόμασταν ετούτην την ώραν ποτέ. Λοιπόν τώρα αλλοίμονον εις ημάς. Εδώ οπού ήλθαμεν ποτέ ελευθερίαν δεν βλέπομεν.

Αυτά, αδελφοί μου, έχουν να γένουν βέβαια, μόνον πότε, αυτό δεν το εφανέρωσεν ο Χριστός μου, μονάχα λέγει έτσι: Όταν ιδήτε ακαταστασίες εις τον κόσμον και πολέμους και ακρίβειες και πείνες και ασθένειες μεγάλες και θανάτους πολλούς και άλλα κακά, τότε είναι κοντά το τέλος. Λοιπόν αυτά βλέπομεν οπού κατά το παρόν ακολουθούν και πρέπει να φοβούμεστε και πάντα να είμεσθεν έτοιμοι. Δια τούτο, αδελφοί μου, σας παρακαλώ δια την αγάπη του Χριστού όσον ημμπορείτε να προσέχετε καλά να φυλάγετε τας εντολάς του Θεού και τας παραγγελίας αυτάς οπού σας είπα, να μην κλέπτετε, να μην φονεύετε, μα μην πορνεύετε, να μην ομνύετε όρκον, να μην ψευδομαρτυράτε, να μην συκοφαντάτε ένας τον άλλον, να μην υπερηφανεύεσθε, να μην στολίσετε το βρωμερόν ετούτο κορμί, οπού αύριον μέλλει να γένη βρώμα και δυσωδία και να το φάγουν τα σκουλήκια, αλλά να στολίζετε την ψυχήν σας, οπού είναι αθάνατοςκαι τιμιώτερη από όλον τον κόσμον και να μην οκνεύετε εις τα καλά έργα, αλλά να προσεύχεσθε συχνά και να λέγετε εκείνα οπού σας είπα και να πηγαίνετε εις την Εκκλησίαν τες εορτές όλες, ξεχωριστά τες αγίες Κυριακές και να μη δουλεύετε. Ακόμη να νηστεύετε το κατά δύναμιν τες διωρισμένες νηστείες και τες σαρακοστές, να κάνετε και ελεημοσύνην όσο σας δίνει χέρι. Ξεχωριστά τους ειδικούς σας και συγγενείς σας όταν τους βλέπετε στενοχωρημένους και πικραμένους να τους βοηθάτε και να τους παρηγοράτε και λόγω και έργω και πάντα να εβγαίνη από το στόμα σας λόγος γλυκός, μέλι και ζάχαρη, και όχι φαρμάκι. Ακόμη να έχετε πάντοτε τον θάνατον εις την ενθύμησιν σας και να φοβάσθε να μη τύχη και σας έλθη έξαφνα και σας εύρη ανετοιμασμένους και τι γίνεσθε; Δια τούτο όσον και αν ημπορείτε να είσθε πάντοτε έτοιμοι, εξωμολογημένοι και διωρθωμένοι. Επειτα, όταν έλθη, καλώς έλθη, να σας αναχωρήση από ετούτον τον ψεύτικον και μάταιον κόσμον και να σας πηγαίνη εις τον αληθινόν και αιώνιον, οπού τέλος ποτέ δεν έχει.

Τώρα λοιπόν, αδελφοί μου, ιδού οπού τελειώνω, διότι εμίλησα πολλά και γνωρίζω οπού σας εβάρυνα, όμως η αγάπη η πολλή οπού σας έχω με επαρακίνησε να μακρύνω τον λόγον και να με συμπαθήσετε. Πλήν και εγώ ως αμαρτωλός και ανάξιος οπού είμαι, αποτολμώ και παρακαλώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν να σας πληρώση τον κόπον σας και την χασομέριαν σας και να στείλη ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογίαν του και να ευλογήση και να αγιάση την χώραν σας ταύτην και όλα τα χωριά των χριστιανών, να ευλογήση και τους άνδρας και τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και άμποτες να ευσπλαγχνισθη ο Κύριος και να συγχωρήση τα αμαρτήματά σας και να φυτεύση και να ριζώση εις την καρδίαν σας τα θεία λόγια ταύτα, να απεράσετε και εδώ καλά, ειρηνικά και ηγαπημένα και μετά ταύτα να σας αξιώση να πηγαίνετε εξωμολογημένοι, κοινωνημένοι και διωρθωμένοι να κατοικήσετε εις τον Παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν και αιώνιον, να χαίρεσθε πάντοτε με τους αγγέλους και με τους αρχαγγέλους και να ευφραίνεσθε μαζί με τους προφήτας, με τους Αποστόλους, με τους Μάρτυρας, με τους Ιεράρχας, με τους Οσίους, με τους Δικαίους και με όλους τους Αγίους και δια των πρεσβειών της Παναχράντου Δεσποινής ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας να αξιωθήτε να δοξάζετε και να προσκυνήτε Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν, αμήν, αμήν.