Οι διδαχές του Αγίου Κοσμά – Διδαχή 4η

«Έν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς» κλπ, λέγει ο προφήτης Μωϋσής πεφωτισμένος εκ Πνεύματος αγίου εις την Αγίαν και Ιεράν Γραφήν.

            Τον παλαιόν καιρόν, χριστιανοί μου, εγίνοντο καλοί οι άνθρωποι. Αναμεταξύ εις τους πολλούς έχομεν και ένα ονομαζόμενον Μωϋσήν. Ο Μωϋσής, αδελφοί μου, από μικρόν παιδίον έλαβε δύο πράγματα εις την καρδίαν του, αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του. Αυτές τες δύο αγάπες να έχετε, χαράν, δόξαν, αγαλλίασιν, πλούτον, θησαυρόν, να χαίρεσθε με ταύτες τες δύο αγάπες πάντοτε.

            Σαράντα χρόνους εσπούδαζεν ο προφήτης Μωϋσής να μάθη τα γράμματα δια να καταλάβη που περιπατεί. Να σπουδάζετε και εσείς, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε και, αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διατί και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν και αν δεν σπουδάξης εις το ελληνικόν, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογά η Εκκλησία μας. Καλύτερα, αδελφέ μου, να έχης σχολείον ελληνικόν, παρά να έχης βρύσες και ποτάμια. Και ωσάν το μάθης το παιδί σου τα γράμματα, αδελφέ μου, τότε λέγεται άνθρωπος, μα αν δεν το μάθης τα γράμματα, είναιωσάν το γουρουνόπουλον. Το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια.

            Σαράντα χρόνους επαρακαλιότουνε ο Μωϋσής δια να ξεσκλαβώση τους αδελφούς του τους Εβραίους από την Αίγυπτον. Πρέπει και εσύ, αδελφέ μου, να παρακαλήςτον Θεόν, όσον ημπορείς, δια το καλόν του αδελφού σου. Όχι, αδελφέ μου, να τον σκοτώνης και να τον κλέπτηςκαι να παίρνης τα πράγματά του και να αγαπάς το κακόν του.

            Σαράντα ημέρας και σαράντα νύκτες ενήστευσεν ο προφήτης Μωϋσής ωσάν οπού εκαθαρίσθηκε ψυχικά και σωματικά από πάσαν αμαρτίαν. Ακούσατε, αδελφοί μου, τι καλά οπού έκαμε ο Μωϋσής, να ιδήτε και ο πανάγαθος Θεός τι μεγάλον καλόν οπού του εχάρισε του προφήτου Μωϋσέως. Τον εχειροτόνησε βασιλέα και εβασίλευε σαράντα χρόνους. Τον έκαμε και προφήτην εις όλον τον κόσμον να ηξεύρη όλα τα μέλλοντα και τα απερασμένα, τον έκαμε ωσάν του λόγου του ο Θεός. Έζησεν ο προφήτης Μωϋσής εκατόν είκοσι χρόνους και απέρασε και εδώ καλά και επήγε και εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Έτσι πρέπει και εμείς, αδελφοί μου, να παιδεύωμεσθεν και εμείς, να πιστεύωμεν, όσον είναι δυνατόν, να καθαριζώμεσθεν από πάσαν αμαρτίανψυχικά και σωματικά, να γινώμεσθεν ωσάν άγγελοι. Και αν δεν παιδευώμεσθεν, αδελφοί μου, μόνον να τρώγωμεν και να πίνωμεν και να χορεύωμεν, δεν μας πάει να λεγώμεσθεν άνθρωποι, μόνον ζώα να μας ειπή κανείς και σκύλους και άλογα ζώα μας πρέπει.

            Ο πανάγαθος Θεός, αδελφοί μου, έφώτισε τον προφήτην Μωϋσήν και μας έγραψε πολλά και διάφορα νοήματα. Και εκείνα οπού είπαμεν εψές είναι από προφήτην Μωϋσήν. Είπαμεν εψές, αδελφοί μου, όπως ο πανάγαθος Θεός είναι ένας, ακατάληπτος, ανερμήνευτος, παντοδύναμος, πως είναι η αγία Τριάς, Πατήρ, Υιός και άγιον Πνεύμα, όπως έκαμε δέκα τάγματα αγγέλους, πρώτον πως το ένα τάγμα έγιναν δαίμονες δια την υπερηφανείαν τους και τότε έκαμεν ο Θεός τον κόσμον και έκαμεν ο Θεός εμάς τους ανθρώπους δια να μας βάλη εις τον πρώτον τόπον των αγγέλων και έκαμεν έναν άνδρα και μίαν γυναίκα. Καθώς ζυμώνομεν ημείς αλεύρι και νερό και κάνομεν ένα ψωμί, έτσι ο Θεός επήρε χώμα, λάσπη και τα εζύμωσε και τα έκαμε έναν άνδρα και ενεφύσησε και του έδωκεν ψυχήν αγγελικήν, αθάνατον. Γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήτον. Και έβγαλεν ο Θεός μίαν πλευράν από τον άνδρα και την εχρεωστούσε.

 Γυναίκες εις τον κόσμον ήτον χίλιες χιλιάδες, μα καμμία δεν ευρέθη να πληρώση την πλευράν του Αδάμ παρά η Δέσποινα Θεοτόκος, οπού αξιώθη και εγέννησε τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν και Θεόν δια την καθαρότητά της. Παρθένος ήτον και παρθένος έμεινε και έγινε βασίλισσα εις τον ουρανόν και εις τους αγγέλους και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως. Έκαμε δε ο πανάγαθος Θεός ένα Παράδεισον κατά το μέρος της ανατολής, όλος χαρά και ευφροσύνη. Έβαλεν ο Θεός τον άνδρα και την γυναίκα μέσα εις τον Παράδεισον και τους εχάρισεν ο Θεός όλα τα καλά του Παραδείσου. Και τους επαράγγειλεν ο πανάγαθος Κύριος: Δια να γνωρίζετε Θεόν, δια να γνωρίζετε ποιητήν, μίαν μικράν παραγγελίαν σας λέγω· από μίαν συκιάν να μη φάγετε σύκα και αν δεν φυλάξετε την προσταγήν μου και φάγετε, εγώ να σας θανατώσω. Ο άνδρας και η γυναίκα εκαταφρόνησαν την προσταγήν του Θεού και έφαγαν. Να απέχετε λοιπόν, αδελφοί μου, να μην το κάμνετε ωσάν τον Αδάμ και την Εύαν να καταφρονάτε τον λόγον του Θεού, διατί, αδελφοί μου, ο πανάγαθος Θεός είναι εύσπλαγχνος, ναι,  μα είναι και δίκαιος, έχει και ράβδον σιδηράν εις τας χείρας του. Εξόχως εσύ, γυναίκα, να απέχης να μη το πάθης ωσάν την Εύαν να κάμηςτον λόγον του διαβόλου και να αρνηθής το πρόσταγμα του Θεού. Να απέχης λοιπόν εσύ, γυναίκα, να μην παρακινάς τον άνδρα σου εις το κακόν ωσάν η Εύα.

Ο άνδρας και η γυναίκα εκαταφρόνησαν την προσταγήν του Θεού και έφαγαν. Τους εξώρισεν ο Θεός από τον Παράδεισον και ήλθαν εις ετούτον τον κατηραμένον τόπον. Λέγουσι δε πως έκαμαν τριάντα τρία παιδιά αρσενικά και είκοσι επτά θυγατέρες και έζησαν εννιακοσίους τριάντα χρόνους και απέθαναν και επήγαν εις την Κόλασιν και εκαίοντο και εφλογίζοντο πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους.

Έως εδώ το εφέραμεν εψές. Και όλοι οι άνθρωποι, από έναν άνδρα και από μίαν γυναίκα είμεσθεν, όλοι, αδελφοί μου, οπού είναι την σήμερον.

Ο διάβολος, αδελφοί μου, και ο μισόκαλος εχθρός βλέποντας τον κόσμον πως πληθαίνει, εφθόνησε και έβαλε σκοπόν εις την καρδιάν του να σώση τον κόσμον και έβαλε μίσος εις την καρδιάν των ανθρώπων να μισούν τες γυναίκες και αι γυναίκες να μισούν τους άνδρας να μην υπανδρεύωνται και κάνουσι παιδιά και αυξήση ο κόσμος και έρριξε τους ανθρώπους εις αρσενοκοιτίας, κτηνοβασίας και άλλα κακά οπού δεν τα έκαμε μήτε σκύλος μήτε γουρούνια. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός πως ο μισόκαλος διάβολος έβαλε σκοπόν εις την καρδιάν του να τελειώση τον κόσμον, επαρήγγειλεν όποιος δεν κάνει παιδιά να είναι κατηραμένος. Και από τότε επανδεύοντο και έπαιρνεν ένας άννδρας μίαν γυναίκα, ομοίως και η γυναίκα έναν άνδρα.

     Ακούεις και εσύ, αδελφέ μου, οπού δεν κάνεις παιδιά; Λοιπόν δεν έχεις κατάρα. Λοιπόν κακά το κάμνεις και λυπάσαι. Ο πανάγαθος Θεός δια να κόψη εκείνο το κακόν το έκαμε. Εσύ, αδελφέ μου, οπού λυπάσαι πως δεν κάνεις παιδιά, γογγύζεις πως έχεις κατάρα; Δεν έχεις κατάρα. Χιλιάδες μυριάδες άνδρες και γυναίκες εις τον κόσμον εφύλαξαν παρθενίαν και δεν έκαμαν παιδιά και αν έχης εσύ κατάρα, την έχουν και εκείνοι, την έχω και εγώ οπού είμαι καλόγερος. Και τι σε βλάπτει να γεννήσης όλους ετούτους τους ανθρώπους πνευματικά; Έπαρε, αδελφέ μου, δύο παιδιά πτωχά εις το σπίτι σου να τα κάμης παιδιά πνευματικά, να έχης μισθόν από το Θεόν και τιμήν από τους ανθρώπους να γεννήσης την ταπείνωσιν, νηστείαν, προσευχήν, ελεημοσύνην, αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς σου. Τότε ναι, σώνεσαι.

Εσύ, αδελφέ μου, πάλιν, οπού κάνεις τα παιδιά, να κλαίης και να λυπάσαι, διατί, όσες αμαρτίες κάνουν τα παιδιά σου αναφέρονται εις την ψυχήν σου. Μένεις ανύπανδρος; Ένα χρέος χρεωστάς. Επανδρεύθης; Έχεις χρέος να σώσης και τη γυναίκα σου, δύο παιδιά, τρία, πέντε ή δέκα έκαμες. Όσα παιδιά και αν κάμης, τόσα χρέγια χρεωστάς. Και δεν ακούεις οπού λέγουν τα παιδιά σου: Ανάθεμα τον πατέρα οπού σε έσπερνε; Εγώ αγροικώ πολλούς οπού το λέγουν. Δια τούτο, αδελφέ μου, εσύ οπού κάνεις παιδιά, να τα παιδεύης τα παιδιά σου, να τα μαθαίνης τα γράμματα, εξόχως τα ελληνικά, διατί η Εκκλησία μας, αδελφέ, είναι εις την ελληνικήν γλώσσαν. Δεν σας λέγω περισσότερον, διατί είστε φρόνιμοι και γνωστικοί και καταλαβαίνετε από λόγου σας.

Τον καιρόν εκείνον ήτον ένας άνθρωπος και ελέγετο Ιωακείν, είχε δε και μίαν γυναίκα και ελέγετο Άννα. Καλός και ο άνδρας καλή και η γυναίκα, από γένος βασιλικόν και οι δύο, μα η γυναίκα ήτον καλλιωτέρα. Πολλές γυναίκες ευρίσκονται εις τον κόσμον, οπού είναικαλές, μα ευρίσκονται και πολλές, οπού είναι καλλιώτερες και από τους άνδρας. Τι σε ωφελά να καυχάσαι άνδρας πως είσαι και είσαι χειρότερος από την γυναίκα και πηγαίνεις εις την Κόλασιν να καίεσαι πάντοτε και η γυναίκα σου να πηγαίνη εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε; Ήτον δε, αδελφοί μου, και ο Ιωακείμ και η Άννα άνθρωποι ευλαβείς, σώφρονες, ενάρετοι, ταπεινοί, είχαν το σπίτι τους ξενοδοχείον, μα παιδιά δεν έκανον. Γνωρίζοντας πως ο πανάγαθος Θεός δίνει όλα τα αγαθά επαρακάλεσαν τον Θεόν να τους δώση ένα παιδίον ή αρσενικόν ή θηλυκόν και να το αφιερώσουν εις τον Ναόν. Βλέποντας ο πανάγαθος την καλήν τους γνώμην και των δύο, ευθύς εγκαστρώθη η γυναίκα του Ιωακείμ και εγέννησαν την Δέσποιναν Θεοτόκον, την βασίλισσαν του ουρανού και της γης και έβγαλαν το όνομά της Μαρία, οπού θέλει να ειπή κυρία, βασίλισσα. Ακούετε, αδελφοί μου, πως ο Ιωακείμ είχε την ελπίδα του εις τον Θεόν και του έδωσε την χάριν, οπού του εγύρεψαν;

Οι Μάτρυρες αγόρασαν τον Παράδεισον με το αίμα τους, οι ασκηταί με την ασκητικήν τους ζωήν και εμείς, αδελφοί μου, οπού κάνομεν τα παιδιά, με τι θα αγοράσωμεν τον Παράδεισον; Με την φιλοξενίαν. Να φιλεύωμεν τους πτωχούς και κουτσούς και τυφλούς, αδελφοί μου, ωσάν τον Ιωακείμ και όχι τους φίλους μας και πλουσίους, διατί έχουν εκείνοι εδώ και μας το εξαγοράζουν εις τούτην την ματαίαν ζωήν, μα οι πτωχοί δεν έχουν να μας το εξαγοράσουν εδώ και μας το δίνει ο πανάγαθος Θεός εις τον Παράδεισον εκατονταπλασίονα.

Εσείς, αδελφοί μου, οπού δεν κάνετε παιδιά να έχετε την ελπίδα σας εις τον Θεόν, ωσάν τον Ιωακείμ, όχι να κάνετε γοητεύματα και μαγικά και άλλα διαβολικά, να βλέπετε την μοίρα σας, την τύχη σας με μαγείες. Εγώ νομίζω πως βγαίνουν μερικά τέκνα του διαβόλου και περιπατούν εις τον κόσμον και λέγουν: Δίνε μου από εν γρόσι και εγώ να σε κάμω να κάμης παιδίον, και εγώ να σου δώσω φυλακτό να κάμης παιδιά αρσενικά. Λοιπόν, παιδιά μου, να απέχετε να μην τους αρκουμαίνεσθε αυτούς οπού περιπατούν και γελούν τον κόσμον, διατί είναι τέχνες του διαβόλου.

Όταν επήγεν η Δέσποινα Θεοτόκος τριών χρονών, εθυμήθηκαν το χρέος τους ο Ιωακείμ και η Άννα, οπού την είχαν αφιερωμένην εις τον Ναόν, και επήραν την Κυρίαν Θεοτόκον και την επήγαν εις την Εκκλησίαν και ήτον αρχιερεύς τον καιρόν εκείνον ο προφήτης Ζαχαρίας, ο πατήρ του Τιμίου Προδρόμου, και ευθύς εγνώρισεν ο αρχιερεύς πως εκείνη μέλλει να γεννήση τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον Ιησούν μας Χριστόν, εκ Πνεύματοε αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, παρθένος να γεννήση και πάλιν μετά την γέννησιν παρθένος να απομείνη και την επήρε την εφίλησεν ο Ζαχαρίας, και την έβαλε μέσα εις το άγιον Βήμα, διάτι εγνώρισε πως μέλλει να γένη η Δέσποινα θρόνος του Κυρίου μας. Και έκαμε δώδεκα χρόνους η Κυρία Θεοτόκος μέσα εις το άγιον βήμα και κανείς εκεί δεν επήγαινε παρά ο αρχιερεύς, οπού επήγαινε μίαν φοράν τον χρόνον και την έβλεπεν και ετρεφότουν με ουράνιον τροφήν και έγινε πλέον καλλιωτέρα παρά τους αγγέλους.

Λοιπόν, αδελφοί μου, το άγιον Βήμα φανερώνει τον θρόνον του Θεού, το καθολικόν φανερώνει τον Παράδεισον και ο νάρθηκας φανερώνει την θύραν του Παραδείσου. Να χαίρεσθε και η αγιωσύνη σας, άγιοι ιερείς, οπού σας εχάρισεν ο Θεός το Άγιον Βήμα, οπού είναι ο θρόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Να απέχετε, αδελφοί μου, οι κοσμικοί να μην εμβαίνετε μέσα εις το Άγιον Βήμα, διότι βάνετε φωτιά και καίεσθε. Εις το Άγιον Βήμα δεν πρέπει να εμβαίνη κανείς άλλος παρά ο παπάς, οπού λειτουργεί και ο διάκονος. Να χαίρεσθε, αδελφοί μου, και εσείς οι κοσμικοί, οπού σας εχάρισεν ο Θεός  το Καθολικόν, οπού φανερώνει τον Παράδεισον. Να χαίρεσθε και σεις οι γυναίκες, αδελφές μου, οπού σας εχάρισεν ο Θεός τον Νάρθηκα, οπού φανερώνει την θύραν του Παραδείσου. Και να εμβαίνετε, αδελφοί μου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την εκκλησίαν με φόβον και τρόμον και να μην κάνετε κουβέντες, και να μην εμβαίνετε μέσα εις την εκκλησίαν  δια να βλέπετε οι άνδρες τες γυναίκες και οι γυναίκες τους άνδρας, αλλά να κάνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν και ιεράν λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τες αμαρτίες σας.

Να απέχετε, αδελφοί μου, οι κοσμικοί να μη κατηγοράτε τους παπάδες σας, να μη τους υβρίζετε και να μη τους παραμελήτε, διατί βάνετε φωτιά και καίεστε, διατίοι παπάδες είναι ανώτεροι και από βασιλείς, ανώτεροι και από αγγέλους. Εγώ, αδελφοί μου, η γνώμη μου έτσι με λέγει να κάμω·εάν απαντήσω ένα παπά και ένα βασιλέα, με φαίνεται εύλογον όπως τον παπά να βάλω να καθίση ανώτερα από τον βασιλέα. Και εάν απαντήσω ένα παπά και έναν άγγελον, πρωτύτερα θε να χαιρετήσω τον [παπά παρά τον άγγελον, διατί, αδελφοί μου, είναιανώτερος και από την αγίαν Τράπεζαν, ανώτερος και από το άγιον Ποτήριον, διατί το άγιον Ποτήριον είναι άψυχον, μα ο ιερεύς μεταλαμβάνει τα Άχραντα Μυστήρια καθ’ εκάστην ημέραν, το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού. Εγώ, αδελφοί μου, δεν έχω καμμίαν κατηγορίαν να κάμω των παπάδων, διατί είναι παπάδεςκαι έχουν τον Χριστόν οπού τους παιδεύει και ό,τι σφάλμα κάμουν οι παπάδες έχει ο Χριστός μας ράβδον σιδερένιαν δια αυτούς. Δια εκείνους οπού έχουν να γένουν παπάδες έχω να ομιλήσω.

Εσύ, αδελφέ μου, οπού έχεις να γένης παπάς, να γένης δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, είκοσι υποδιάκονος, εικοσιπέντε ιεροδιάκονος και τριάντα παπάς. Και να μανθάνης γράμματα ελληνικά, να ηξεύρης να εξηγάς το Ευαγγέλιον. Να το κλής και έπειτα να το εξηγάς των χριστιανών. Και να γίνεσαι, αδελφέ μου, παπάς δια να σώσης την ενορίαν σου. Ειδέ και γίνεσαι παπάς δια ανάπαυσιν ή γίνεσαι δια δόξαν ή γίνεσαι παρανόμως, σου κόβει ο Θεός την ζωήν σου παράκαιρα και πηγαίνει η ψυχή σου εις την Κόλασιν και καίεται πάντοτε. Και να σε παρακαλέσουν, αδελφέ μου, οι κοσμικοί να γίνης παπάς, χωρίς άσπρα. Τότε είσαι καλότυχος και τρισμακάριος, τότε είσαι ανώτερος από τους αγγέλους.

Εις τους δώδεκα χρόνους εφώτισεν ο Θεός τον πατέρα και την μητέρα της Θεοτόκου και την αρραβωνίασαν δια πολλές οικονομίες. Εις τους δώδεκα χρόνους έστειλεν ο πανάγαθος Θεός τον άγγελον και της λέγει της Θεοτόκου : Μαρία, εσύ πρέπει να χαίρεσαι περισσότερο από όλον τον κόσμον, εσύ μέλλεις να γεννήσης τον Υιόν και Λόγον του Θεού Χριστόν, εκ Πνεύματος αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν να μείνης παρθένος, δια να σώσης τον Αδάμ και την Εύαν και το γένος του. Αποκρίνεται η Κυρία Θεοτόκος και λέγει : Θαυμάζω, Κύριέ μου και απορώ, σε δοξάζω, Κυριέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, οπού έχεις να καταδεχθής να γεννηθής από εμένα την δούλην σου. Έτοιμη είμαι λοιπόν και ας γένη το θέλημα σου. Και ευθύς εγκαστρώθη η Κυρία Θεοτόκος και εγέννησεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν και Λόγον του Θεού, χωρίς άνδρα, παρθένος και πάλιν παρθένος έμεινε.

Εγεννήθη ο Κύριος μας από γυναίκα, δια να ευλογήση την γυναίκα έσοντας και η γυναίκα έλαβε την κατάραν πρώτη και μας έκβαλεν από τον Παράδεισον, η γυναίκα να λάβη και την ευλογίαν να μας βάλη πάλιν εις τον Παράδεισον. Εγεννήθη ο Κύριός μας από παρθένον δι να προτιμήση την παρθενίαν. Εσύ, αδελφέ μου, οπού θα φυλάξης παρθενίαν, να μισήσης τον κόσμον. Ετότε είσαι καλός να γένης τρισμακάριος και τότε φυλάγεις παρθενίαν, τότε γίνεσαι ωσάν άγγελος. Εγεννήθη ο Κύριός μας από αρραβωνιασμένην δια να ευλογήση τον γάμον. Και να χαιρώμεσθεν, αδελφοί μου, και να ευφραινώμεσθεν, οπού μας έδωκεν ο Κύριος ευλογημένον γάμον. Και επαράγγειλεν ο Κύριος να παίρνη ο άνδρας μίαν γυναίκα, ομοίως και η γυναίκα έναν άνδρα. Και, αφού αρραβωνιασθούν, να εξομολογηθούν το ανδρόγυνον με πίστιν καθαράν, με φόβον και με τρόμον και με ευλάβειαν και να μεταλαμβάνουν τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και με τρόμον και με ευλάβειαν, και ύστερα από το μεταλάβημα να στεφανώνωνται μέσα εις την εκκλησίαν και ύστερα από το στεφάνωμα να απερνούν τρείς ημέραι και τότε να σμίγωνται. Και αν θέλετε, αδελφοί μου, να κάμετε χαρές, να παίρνετε ψαλτάδες να τους πληρώνετε να ψάλλουν ολημέραν, να δοξάζουν τον Κύριόν μας. Τότε, αδελφοί μου, λέγεται ευλογημένος ο γάμος. Τότε, χιλιάδες, μυριάδες αποδέματα και μαγικά να σας κάμουν, δεν σας κολλά τίποτε. Τότε, αδελφοί μου, εκείνο το ανδρόγυνο κάμνει παιδιά ευλογημένα, το ευλογεί ο Θεός εκείνο το ανδρόγυνον και το αφήνει εδώ εις τούτην την ματαίαν ζωήν και απερνά καλά και ειρηνικά και πηγαίνει και εις τον Παράδεισον. Ειδέ και παίρνετε οι άνδρες δύο και τρεις γυναίκες, ομοίως και οι γυναίκες από δύο και τρεις άνδρες, δεν είναι ευλογημένος ο γάμος, αλλά λέγεται εκείνος ο γάμος πορνεία και μοιχεία. Έναν άνδρα έκαμεν ο πανάγαθος Θεός και μία γυναίκα να παίρνωνται να κάμνωσι παιδιά. Επανδρεύθης, αδελφέ μου; Έκαμες παιδιά; Δεν έκαμες; Απέθανεν η γυναίκα σου; Μη πάρης άλλην γυναίκα, άμε γίνου καλόγηρος να δουλεύσης και δια την ψυχήν σου να πας εις τον Παράδεισον. Και δεν είναι καλύτερον, αδελφέ μου, να κερδίσης τον Παράδεισον παρά να πάρης πολλές γυναίκες και να κερδίσης όλον τον κόσμον και να πηγαίνης εις την Κόλασις; Τι όφελος κάνεις; Τίποτε. Και δεν τηράγεις εις το Μηνολόγιον, τες εννέα του Οκτωβρίου, να ιδής τον βίον του Αγίου Ανδρονίκου και της Αγίας Αθανασίας, να ιδής τι αγώνα έκαμαν; Καλότυχοι! Ήτον ανδρόγυνον και είχαν δύο παιδιά και ο πανάγαθος Θεός ηθέλησε να τους δοκιμάση και επήρε και τα δύο παιδιά εις μίαν ημέραν. Τι έκαμαν, αδελφοί μου, εκείνο το ευλογημένον ανδρόγυνον; Ευθύς εμοίρασαν τα πράγματά τους ελεημοσύνην και έγιναν και οι δύο καλόγεροι εις μοναστήριον και απέρασαν και εδώ καλά και ειρηνικά και επήγαν και εις τον Παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε με τα καλότυχα παιδιά τους. Αλλά αν κάμνετε εις τους γάμους σας χορούς, τραγούδια, βαρήτε τούμπανα και βιολιά και κάμνετε εκείνα οπού αγαπά ο διάβολος, το καταριέται ο Θεός εκείνο το ανδρόγυνο και δεν προκόπτει.  Ή ο άνδρας αποθνήσκει ή η γυναίκα παράκαιρα και παιδιά κάμνουν κακορρίζικα και κουτσά, στραβά, λωλά, αναποδιασμένα. Δεν σας λέγω περισσότερα.

Μας έκαμε ο πανάγαθος Θεός, αδελφοί μου, ανθρώπους και δεν μας έκαμε ζώα, μας έκαμε τιμιώτερους από όλον τον κόσμον, μας έδωκεν  ο πανάγαθος Θεός τα μάτια μας, αδελφοί μου, να βλέπωμεν τον ουρανόν, τον ήλιον, το φεγγάρι και τα άστρα και να λέγωμεν, αδελφοί μου : Ώ Θεέ μου, εάν ο ήλιος οπού είναι πλάσμα σου, είναι τόσον λαμπρός, αμή το άγιόν σου όνομα, οπού είσαι ο ποιητής του ουρανού και της γής, ποιητής και πλάστης, πόσον είναι λαμπερότερον; Ώ Θεέ μου, αξίωσόν με να σε απολαύσω. Μας έδωκεν, αδελφοί μου, τον νούν μας εις την κεφαλήν μας και είναι ο νούς μας ωσάν μέσα εις ένα πιάτο, δια να βάνωμεν τα νοήματα του Ευαγγελίου μέσα όχι να βάνωμεν μύθους και φλυαρίες της τέχνης του διαβόλου. Μας έδωκε τα αυτιά μας να ακούωμεν την αγίαν Λειτουργίαν, οπού ιερουργά ο ιερεύς μέσα εις την Εκκλησίαν. Μας έδωκε το στόμα μας να δοξάζωμεν τον Κύριόν μας, να λέγωμεν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού ζώντος, δια της Θεοτόκου και πάντων Σου των Αγίων ελέησον και συγχώρησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου» και να εξομολογούμεσθεν με πίστιν καθαράν και να μεταλαμβάνωμεν τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και με τρόμον.

Έτσι ο Θεός μας θέλει, αδελφοί μου, όχι να βλασφημούμεν, όχι να παραδίδωμεν ένας τον άλλον, όχι να κάνωμεν όρκους και να λέγωμεν ψέμματα, όχι να κλέπτη ένας τον άλλον και να παίρνη το πράγμα ένας του άλλου, όχι να ομνύωμεν το όνομα του αυθεντός του Θεού δια τίποτε παραμικρόν. Εκεί, αδελφέ μου, οπού έχεις να ειπής ‘‘μα τον Θεόν’’, δεν λέγεις ‘‘μα την αλήθειαν’’; Εκεί, αδελφέ μου, οπού θε να κάμης όρκον του αδελφού σου, πες του ‘‘επ’ αληθείας’’, και αν δε σου πιστεύσει, τράβα τον δρόμον σου, μίσευσε. Να απέχωμεν, αδελφοί μου, να μην ομνύωμεν το όνομα του Θεού ή να κάνωμεν όρκους και να ονομάζωμεν τους Αγίους μας ή οπού ομνύουν κάποιοι ανέγνωστοι το όνομα της Αγίας Τριάδος! Αλλοίμονον εις εκείνους! Φωτιά πύρινη τους καίει και τους φλογίζει.

Ηξεύρεις, αδελφέ μου, πώς σε θέλει ο Θεός; Καθώς δεν θέλεις εσύ να έχη η γυναίκα σου καμμίαν συναναστροφήν με άλλον, έτσι  σε θέλει και εσέ ο Θεός να μην έχης καμμίαν μερίδα με τον διάβολον.

– Ευχαριστείσαι η γυναίκα σου να πορνεύη με άλλον;

– Όχι.

– Μίαν φοράν την εβδομάδα;

– Όχι.

–  Δύο φορές το μήνα;

– Όχι.

–  Μίαν φοράν το χρόνο;

–  Όχι.

– Κάνε σε δέκα, σε δεκαπέντε χρόνους;

– Όχι.

– Να την φιλήση άλλος την γυναίκα σου μοναχά; Μήτε και αυτό δεν το θέλεις. Έτσι σε θέλει και εσένα ο Θεός, αδελφέ μου, να μην έχης καμμίαν συναναστροφήν με τον διάβολον. Και με τι στόμα, ανόητε και πονηρέ άνθρωπε, αποτολμάς και υβρίζεις το όνομα του Θεού και το παραδίνεις; Ομοίως και τους Αγίους. Δεν φοβάσαι, τρισάθλιε, να μην ανοίξη η γη και σε καταπίη; Ο διάβολος δεν αποτολμά να υβρίζη το όνομα του Θεού, διατί φοβάται να μην πέση αστραπή και τον καύση. Και εσύ, ανέγνωστε άνθρωπε, ανοίγεις αυτό το κατηραμένο στόμα και παραδίνεις το όνομα του Θεού; Αλλοίμονον εις εκείνους, οπού υβρίζουσι το όνομα του Θεού, ο πύρινος ποταμός θε να τους καίη πάντοτε.

            Μας έδωκε τα χέρια να κάνωμεν τον σταυρόν μας με πίστιν καθαράν, με φόβον, με τρόμον και με ευλάβειαν και όχι να πιάνωμεν το τουφέκι και να σκοτώνωμεν τον αδελφόν μας και να τον κλέπτωμεν και να τον κατατρέχωμεν και να τον θανατώνωμεν και να τον ονειδίζωμεν. Μας έδωκε τα ποδάρια μας να περιπατούμεν εις τον δρόμον τον καλόν, όχι να περιπατούμεν και να κάνωμεν κακό του αδελφού μας.

Εβαπτίσθηκεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός εις τον Ιορδάνην ποταμόν από τον τίμιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, δια να μας δείξη και εις ημάς το άιον Βάπτισμα. Και να βαπτίζετε η αγιωσύνη σας, άγιοι ιερείς, τα παιδιά της ενορίας σας με την γνώμην και σκοπόν της αγίας ημών ανατολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Να τα βουτάτε μέσα εις την κολυμβήθραν, να έχετε μέσα πολύ νερόν και να κάμνετε τρεις αναδύσεις λέγοντας τα ονόματα της Αγίας Τριάδος.