Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης, ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος από την ευσπλαγχνίαν του, από την πολλήν του αγαθότητα, από την πολλήν του αγάπην οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις τα πολλά και άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν, ιδού οπού μας ηξίωσε και απόψε και τον εδοξάσαμε και ετιμήσαμε και την Δέσποινά μας την Θεοτόκον και άμποτες ο Κύριος να ευσπλαγχνισθή δια πρεσβειών της να συγχωρέση και τα αμαρτήματά μας και να μας αξιώση να απεράσωμε και εδώ καλά, και να πηγαίνωμεν και εις τον Παράδεισον να χαιρώμεσθε και να ευφραινώμεσθε, να δοξάζωμεν την παναγίαν Τριάδα.
Με αξίωσεν ο Κύριος, αδελφοί μου, και μένα τον αμαρτωλόν και ήρθα εδώ,χθες εις την ευλογημένην σας χώραν και σας απόλαυσα και είπαμεν και μερικά νοήματα της αγίας μας εκκλησίας και δύο λόγους σε συντομία. Και πρώτον είπαμε δια τον Θεόν μας πως είναι ένας,αγάπη, είναι δε Τριάς, Πατήρ, Υιός και άγιον Πνεύμα. Παρακινούμενος ο Κύριος από την ευσπλαγχνίαν του έκαμε πρώτον δέκα τάγματα αγγέλους. Το πρώτον τάγμα εξέπεσεν από την υπερηφάνειάν του και έγιναν δαίμονες. Τότε επρόσταξε ο πανάγαθος Θεός και έγινε τούτος ο κόσμος και έκαμεν έναν άνδρα και μίαν γυναίκα ωσάν εμάς, το σώμα από την λάσπην και την ψυχήν αγγελικήν, αθάνατον. Ωνόμασεν τον άνδρα Αδάμ και την γυναίκα Εύαν. Έκαμεν και έναν Παράδεισον ο Θεός κατά το μέρος της ανατολής, όλο χαρά και ευφροσύνη. Έβαλε τον Αδάμ και την Εύαν μέσα εις τον Παράδεισον και εχαίρουνταν ωσάν άγγελοι. Τους επαράγγειλε να μην φάγουν από μία συκιά σύκα. Ο Αδάμ και η Εύα εκαταφρόνησαν την προσταγή του Θεού μας και έφαγαν, δεν είπαν όμως ότι έσφαλαν. Τους έδιωξεν ο πανάγαθος Θεός από τον Παράδεισον και έζησαν εις τούτον τον κόσμον εννεακοσίους τριάντα χρόνους με μαύρα και πικρά δάκρυα. Απέθανεν ο Αδάμ και η Εύα, επήγανε εις την Κόλασιν και εκαίονταν και εφλογίζονταν πέντε ήμισυ χιλιάδες χρόνους. Ευσπλαγχνίσθη ο πανάγαθος Θεός το γένος των ανθρώπων και ευρίσκοντας άξιο υποκείμενο εκαταδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ήλθε και έγινε τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος αγίου, από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσπονής ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και μας έβγαλεν από τας χείρας του διαβόλου, μας έδειξε την αγίαν πίστιν, το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια δια να ηξεύρωμεν που περιπατούμεν. Την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ επήρεν ο Κύριος ψωμί και κρασί και τα ευλόγησε και έκαμε τα Άχραντα Μυστήρια, το πανάγιον Σώμα και Αίμα του και εμετάλαβε τους δώδεκα Αποστόλους. Έως αυτού αναφέραμε την ιστορία εις δύο λόγους και την αφήσαμε.
Τώρα πάλι ελπίζοντες εις την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, καθώς το Πνεύμα το άγιον μας εφώτισε να κάνωμεν αρχήν, να ειπούμεν και τα επίλοιπα με συντομίαν. Και πάλιν όχι όλα να τα ειπούμεν, διατί δεν είναι δυνατόν, αλλά μερικά οπού φαίνονται αναγκαιότερα. Και πρώτον, αδελφοί μου, πρέπει να προσέχετε εις όλα τα νοήματα του αγίου Ευαγγελίου, διότι είναι όλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος, και περισσότερον εδώ εις τα άχραντα Μυστήρια. Και πρώτον να στοχασθώμεν, τι έκαμε ο Χριστός μας. Δεν εφύλαξε μίσος και έχθραν να μη μεταλάβη τον Ιούδαν τον εχθρόν του, αλλ’ όπως εμετάλαβε και τους ένδεκα μαθητάς, τους φίλους του τους καλούς, έτσι και τον Ιούδαν, τον εχθρόν του.
Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Σαπρίκιος. Από τον καιρόν οπού εγεννήθη ενήστευε πάντοτε, προσηύχετο, υπάντρευε πτωχάς γυναίκας, έκτισε τόσα μοναστήρια, έκαμε τόσες εκκλησίες, ποτέ του κανέναν δεν έκλεψε, πάντοτε το δίκαιον αγαπούσεν. Ήτον και ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Νικηφόρος. Αυτός από τον καιρόν οπού εγεννήθη ποτέ του κανένα καλόν δεν έκαμε, μάλιστα έκλεπτεν, αδικούσε τον κόσμον, επόρνευεν, όλα τα κακά τα είχε κάμει κάθε ημέραν εσκότωνε και ανθρώπους, αυτός είχε φονεύσει και τον αδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ημέραν στέλνει ο βασιλεύς και παίρνει τον Σαπρίκιον και του λέγει να αρνηθής τον Χριστόν και να προσκυνήσης τα είδωλα. Λέγει ο Σαπρίκιος: Εγώ τον Χριστόν μου δεν τον αρνούμαι ποτέ. Τον εβασάνισαν επτά χρόνους δια να αρνηθή τον Χριστόν μας. Ωσάν είδε ο βασιλεύς πως δεν είναι τρόπος να του γυρίση την γνώμην, αποφάσισε να τον θανατώσουν. Παίρνοντάς τον λοιπόν ο τζελάτης να τον πάη εις τον τόπον της καταδίκης, το έμαθε ο Νικηφόρος πως θε να τον χαλάσουν τον Σαπρίκιον και πηγαίνοντας εις την στάταν του λέγει ο Νικηφόρος του Σαπρίκιου :
Εγώ, αδελφέ, σου εσκότωσα τον αδελφόν σου και έμαθα πως θε να σε θανατώσουν. Δια τούτο σε παρακαλώ, αδελφέ, να με συγχωρήσης, σου έσφαλα. Πάλιν κύπτει ο Νικηφόρος, τον παρακαλεί με τα δάκρυα εις τα μάτια, του φιλεί τα ποδάρια, αδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με δια την αγάπην του Χριστού μας, πάλιν αυτός του λέγει δεν σε συγχωρώ έως οπού έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης δια να τον θανατώσουν. Τον παρακάλει ο Νικηφόρος πάλιν αλλ’ ούκ εστάθη τρόπος να τον συγχωρέση. Του λέγει ο Νικηφόρος: Ιδές, αδελφέ, τώρα θε να σου κόψουν την κεφαλήν, διατί δεν με συγχωράς; Εσύ θε να κολασθής αν δεν κάμης τούτο. Εγώ σε συγχωρώ με όλην μου την καρδίαν. Λέγει ο Σαπρίκιoς: Δεν σε συγχωρώ ποτέ!
Καθώς εσήκωσεν ο τζελάτης το σπαθί να του κόψη την κεφαλήν, βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην, σηκώνει ο Θεός την χάριν του απο αυτόν και ερωτά ο Σαπρίκιος τους στρατιώτας: Διατί θέλετε να με χαλάσετε, τι σας έκαμα; Λέγει του ο τζελάτης: Τρελλός και ανόητος είσαι και ερωτάς διατί θέλομεν να σε χαλάσωμεν; Και δεν το ηξεύρεις τώρα επτά χρόνους οπού σε βασανίζομε δια να αρνηθής τον Χριστόν και τώρα ερωτάς να το μάθης; Τάχα δεν το ηξεύρεις; Λέγει του ο Σαπρίκιος: Δια τούτο με βασανίζετε; Εγώ τον αρνούμαι. Φεύ, αλλοίμονον, αδελφοί μου, αρνήθη τον γλυκύτατόν μας Ιησούν Χριστόν δια τον οποίον υπέμεινε τόσα κολαστήρια επτά χρόνους! Λέγοντας αυτό εστέκονταν δύο άγγελοι ακαρτερούντες να του πάρουν την ψυχήν. Και ευθύς, λέγοντας τον λόγον, δε τον εχάλασαν, αλλά αρνήθη τον Χριστόν και επήγε με τον διάβολον.
Βλέποντας ο Νικηφόρος τους αγγέλους οπού έστεκαν με έναν στέφανον χρυσούν, λέγει εις τον τζελάτην: Εγώ είμαι χριστιανός και πιστεύω εις τον Χριστόν μου. Λέγει του Σαπρίκιου: Συγχώρησόν με, αδελφέ, και ο Θεός συγχωρήσοι σε. Ευθύς ο τζελάτης έκοψε το κεφάλι του Νικηφόρου και παρέλαβον οι άγγελοι την αγίαν αυτού ψυχήν και την επήγαν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Δια τούτο και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί πρέπει να αγαπώμεν τον εχθρόν μας και να τον συγχωρώμεν, να τον θρέφωμεν, να τον ποτίζωμεν, να παρακαλώμεν και τον Θεόν δια την ψυχήν του εχθρού μας και τότε έχομεν στόμα και ημείς να λέγωμεν εις τον Θεόν μας: Θεέ μου, σε παρακαλώ να με συγχωρέσης καθώς και εγώ συγχωρώ τον εχθρόν μου. Ειδέ και δεν συγχωρέσωμε τον εχθρόν μας, χίλιες χιλιάδες καλά να κάμωμεν, και το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού, εις την Κόλασιν πηγαίνομεν.
Κάμνετε εδώ αφορεσμούς; Να προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας αφορεσμόν να μην κάμνετε διά χίλια πουγγιά, διατί αφορεσμός θέλει να ειπή ξεχωρισμός από τον Θεόν, από τους αγγέλους, από τον Παράδεισον και παραδομός εις τον διάβολον και εις την Κόλασιν. Δια εκείνον τον αδελφόν μας εσταυρώθη ο Χριστός μας να τον εβγάλη από την Κόλασιν και να τον βάλη εις τον Παράδεισον και εσύ δια μικρόν πράγμα τον αφορίζεις και τον βάνεις εις την Κόλασιν να καίεται πάντοτε; Τόσον σκληρός είσαι; Μα καλά, για στοχάσου, από τον καιρόν οπού εγεννήθης έως τώρα πόσες αμαρτίες έχεις καμωμένες ή με το μάτι ή με το αυτί ή με το στόμα ή με το χέρι ή με τον νουν ή με τον λογισμόν; Αναμάρτητος είσαι; Το άγιον Ευαγγέλιον μας λέγει πως μόνον ο Χριστός μας είναι αναμάρτητος. Ημείς, αν εξετάσωμεν, ευρίσκομεν χιλιάδες αμαρτίες εις τον εαυτόν μας. Τώρα έχεις στόμα να λέγης τον Θεόν πατέρα; Όχι, αλλά τον διάβολον. Διατί ο διάβολος θέλει να αφορίζωνται οι άνθρωποι και όχι ο Θεός. Δια τούτο, χριστιανοί μου, ανίσως και θέλετε και η ευγενεία σας να σας συγχωρήση ο Θεός όλα σας τα αμαρτήματα και να σας γράψη δια τον Παράδεισον, ειπέτε και η ευγενεία σας δια τους εχθρούς σας: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
Αυτή, αδελφοί μου, η συγχώρεσις έχει δύο ιδιώματα, ένα να φωτίζη και άλλο να κατακαίη. Εγώ σας είπα να συγχωράτε, χριστιανοί μου, τους εχθρούς σας δια δικόν σας καλόν. Εσύ πάλιν οπού ηδίκησες τους αδελφούς σου και ήκουσες οπού είπα να σε συγχωρέσουν, μη χαίρεσαι, αλλά μάλιστα να κλαίς και να θρηνής, διατί αυτή η συγχώρησις σου έγινε φωτιά εις το κεφάλι σου, ανίσως και δεν επιστρέψης το άδικον οπίσω, να κλαύσης, να παρακαλέσης να σε συγχωρέσουν εκείνοι οπού τους αδίκησες. Όλοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, ιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρέση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρέση; Εκείνος οπού τον αδίκησες. Και αν εξετάσωμεν καλά, πρέπει να δώσης εις το ένα τέσσαρα, καθώς λέγει το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, και τότε να λάβης συγχώρησιν. Καλύτερα, αδελφέ μου, να είσαι σκλάβος εδώ εις το σώμα πέντε δέκα χρόνους και να πηγαίνης εις τον Παράδεισον, παρά να είσαι ελεύθερος και αύριο να πηγαίνης εις την Κόλασιν να καίεσαι πάντοτε. Δια τούτο, αδελφοί μου, όσοι αδικήσατε ή χριστιανούς ή Τούρκους ή Εβραίους ή Φράγκους να δώσετε το άδικον οπίσω, διατί είναι κατηραμένο και δεν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Εκείνα τα άδικα τα τρώτε δια να ζήτε, και δια εκείνα τα άδικα σας θανατώνει ο Θεός και σας βάνει εις την κόλασιν. Ένα άσπρο άδικο να βάλης μέσα εις εκατό πουγγιά, όλα τα μαγαρίζει. Ομοίως πάλιν να πάρης ένα πρόβατο κλεμμένο να το βάλης μέσα εις εκατό ή εις χίλια πρόβατα, όλα τα τρώγει εκείνο το κλεμμένο, διατί είναι αφωρεσμένο, κατηραμένο εκείνο το κλεμμένο. Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε και δια εκείνους οπού ήλθαν να δώσουν το άδικον οπίσω τρείς φορές: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
Το πρώτον μας νόημα είναι αυτό: όσοι αδικηθήκαμεν να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας δια εδικόν μας καλόν και όσοι αδικήσαμε να δίνωμε τα άδικα οπίσω. Το δεύτερον νόημα είναι ετούτο : ανίσως και θέλωμε και ημείς να ωφεληθώμεν από τα Άχραντα Μυστήρια ωσάν τους ένδεκα Αποστόλους τους καλούς και να μη βλαφθώμεν ωσάν τον Ιούδα τον κακόν, να εξομολογούμεσθεν παστρικά και καλά και να κοινωνώμεν τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και με τρόμον και με ευλάβειαν και τότε να μας φωτίσουν και να μας λαμπρύνουν. Ειδέ και πηγαίνομεν ανεξομολόγητοι, αδιόρθωτοι, μεμολυσμένοι με αμαρτίες ωσάν εμένα και αποτολμούμε και μεταλαμβάνομεν τα Άχραντα Μυστήρια, βάνομε φωτία και καιόμεσθε.
Ποίος, αδελφοί μου, ηξεύρει να μου ειπή, ο ήλιος φωτεινός είναι ή σκοτεινός; Με φαίνεται να λέγετε όλοι σας πως είναι φωτεινός και τα πάντα φωτίζει. Είναι όμως μερικά ζώα, οπού τες λέγουν νυκτερίδες και άλλα κουκουβάγιες και όταν εβγαίνη ο ήλιος θαμπώνονται, σκοτίζονται και δεν βλέπουν, και όταν νυκτώση, τότε βλέπουν. Έτσι είναι και τα Άχραντα Μυστήρια, τον καλόν και δίκαιον άνθρωπον τον φωτίζουν και τον κάνουν ωσάν άγγελον. Ομοίως πάλιν και τον αμαρτωλόν τον σκοτίζουν και τον κάνουν ωσάν τον Διάβολον, καθώς και η φωτία όλα τα πράγματα δεν τα καίει, μάλιστα το χρυσάφι το λαμπρύνει και το καθαρίζει, τα άλλα πράγματα τα κατακαίει. Λοιπόν ας γένωμε και ημείς μάλαμα να καθαρισθώμεν, όχι οπού είμεσθεν λινόξυλα και κατακαιόμεσθεν.
Εδώ οπού ήλθα, χριστιανοί μου, έλαβα μίαν χαράν μεγάλην, μα έλαβα και μίαν λύπην μεγάλην. Χαράν μεγάλην έλαβα βλέποντας την καλήν σας γνώμην, την καλήν σας μετάνοιαν, λύπην έλαβα στοχαζόμενος την αναξιότητά μου, πως δεν έχω καιρόν να σας εξομολογήσω όλους έναν προς ένα, να μου ειπή το παράπονόν του ο καθένας, να του ειπώ και εγώ εκείνο οπού με φωτίσει ο Θεός. Θέλω και αγαπώ, αμά δεν ημπορώ, παιδιά μου. Καθώς ένας πατέρας είναι άρρωστος, πηγαίνει το παιδί του να το παρηγορήση, εκείνος μην ημπορώντας το διώχνει, μα πώς το διώχνει; Με την καρδιά καμμένην. Θέλει να το παρηγορήση, μα δεν ημπορεί. Πατέρας ανάξιος είμαι εγώ. Πνευματικά παιδιά μου είστενε η ευγενεία σας. Τώρα έρχεται ένας να εξομολογηθή εις του λόγου μου να μου ειπή το παράπονόν του, να του ειπώ κι εγώ εκείνο οπού με φωτίσει ο Θεός. Εγώ μην ημπορώντας τον διώχνω, μα πώς τον διώχνω; Τον διώχνω και καίγεται η καρδία μου καθώς ο πατέρας με το παιδί του. Τι να σας κάμω; Μα πάλιν να μη υστερηθήτε παντελώς, σας λέγω εγώ παραμικρόν. Όταν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχήν σας, τέσσερα πράγματα σας χρειάζονται. Κάνομέ τε ένα παζάρι; Από τον καιρόν που εγεννηθήκετε έως τώρα, όσα αμαρτήματα εκάμετε να τα πάρω όλα εις τον λαιμόν μου και η ευγενεία σας να μου πάρετε τέσσαρες τρίχες. Βαρύ να ασηκώσετε τέσσαρες τρίχες από αυτά τα γένεια και να σας πάρω εγώ όλα σας τα αμαρτήματα; Και τι να κάμω; Ωστόσον έχω μίαν καταβόθρα και τα ρίχνω όλα μέσα ωσάν χωνευτήρι. Ποία είναι η καταβόθρα; Είναι η ευσπλαχνία του Χριστού μας.
Πρώτη τρίχα είναι όταν θέλετε να εξομολογάσθε το πρώτον θεμέλιον είναι αυτό οπού είπαμε, να συγχωράτε τον εχθρόν σας.
– Το κάμνετε;
– Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
– Επήρετε την πρώτην τρίχα. Δεύτερη τρίχα είναι να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, σοφόν, ενάρετον, ευλαβή να εξομολογάσθε. Και να εξομολογάσαι και να ειπής όλα σου τα αμαρτήματα. Να έχης εκατό αμαρτίες και ειπής τες ενενήντα εννέα εις τον πνευματικόν και μίαν να μην φανερώσης, όλες ασυγχώρητες μένουν. Και όταν κάνης την αμαρτίαν, τότε πρέπει να εντρέπεσαι, αλλά όταν εξομολογάσαι, να μην έχης καμμίαν εντροπήν.
Μία γυναίκα επήγε να εξομολογηθή εις ένα ασκητήν. Ο ασκητής είχεν ένα υποτακτικόν ενάρετον. Λέγει του υποτακτικού του ο ασκητής: Πήγαινε παρέκει να εξομολογήσω την γυναίκα. Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως οπού έβλεπε, μα δεν ήκουε τίποτε. Εξομολόγησε την γυναίκα, έφυγε. Ύστερα έρχεται ο υποτακτικός και λέγει: Γέροντά μου, είδα ένα παράδοξον θαύμα: Εκεί που εξομολογούσες την γυναίκα, έβλεπα οπού έβγαιναν μέσα από τα στόμα της οφίδια μικρά. Βλέπω και κρεμιέται ένα μεγάλο. Έκανε να έβγη και πάλιν ετραβήχθη εις τα οπίσω. Λέγει ο ασκητής: Πήγαινε να την κράξης να έλθη οπίσω ογλήγορα. Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την ηύρεν αποθαμένην. Γυρίζει οπίσω και το λέγει του γέροντός του. Αυτός μην ημπορώντας να καταλάβη το θαύμα επαρακάλεσε τον Θεόν να του φανερώση: Η γυναίκα εσώθη ή εκολάσθη; Και φαίνεται εμπρός μία αρκούδα μαύρη και λέγει του ασκητή: ώ είμαι εκείνη η ταλαίπωρος γυναίκα, οπού εξομολογήθηκα και δεν σου εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα οπού είχα κάμει και δια τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα και με επρόσταξεν ο Κύριος να πηγαίνω εις την Κόλασιν να καίωμαι πάντοτε. Και ενταυτώ έγινε μία βρώμα ωσάν καπνός και εχάθη απ’ έμπροσθέν του.
Δια τούτο, χριστιανοί μου, όταν εξομολογάσθε, να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα παστρικά και καλά. Και πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: Πνευματικέ μου, εγώ θε να κολαστώ, διατί δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν και με όλην μου την ψυχήν ωσάν τον εαυτόν μου. Και να ειπής εκείνο που σε τύπτει το συνειδός σου ή εφόνευσες ή επόρνευσες ή εμοίχευσες ή όρκον έκαμες ή είπες ψέμματα ή τον πατέρα σου ή την μητέρα σου δεν ετίμησες ή αδελφός τον αδελφόν ή γείτονας τον γείτονα ή γυναίκα τον άνδρα ή άλλο κακόν οπού να έκαμες. Βαρύ είναι να το κάμης αυτό;
– Όχι, άγιε διδάσκαλε.
– Ιδού επήρες την δευτέραν τρίχα. Η τρίχα η τρίτη είναι, φυσικά, όταν εξομολογηθής θε να σε ερωτήση ο πνευματικός να σου ειπή: Διατί, παιδί μου, να κάμης αυτά τα αμαρτήματα; Εσύ να προσέχης να μην κατηγορήσης άλλον, αλλά του λόγου σου και να ειπής: Αυτά τα έκαμα από το κακόν μου κεφάλι, από την κακήν μου προαίρεσιν. – Βαρύ είναι να κατηγορήσης του λόγου σου; – Όχι. – Λοιπόν επήρες την τρίτην τρίχα. Έχομεν την τετάρτην. Όταν σε δώσει άδειαν ο πνευματικός σου και αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν γνώμην, με στερεάν απόφασιν καλύτερα αν χύσης το αίμα σου, μα εις άλλην φοράν αμαρτίαν να μη κάμης.
– Το κάμνεις και αυτό;
– Μάλιστα.
– Επήρες και την τέταρτην τρίχα. Αυτά τα τέσσερα είναι τα ιατρικά, καθώς είπαμε και όχι άλλα. Το πρώτον είναι να συγχωράτε τους εχθρούς σας. Το δεύτερο να εξομολογάσθε παστρικά και καλά. Το τρίτο να κατηγοράτε του λόγου σας. Το τέταρτο να αποφασίζετε να μη κάμετε αμαρτίαν. Και αν ημπορείτε να εξομολογάσθε κάθε ημέραν, καλόν και άγιον είναι. Ειδέ και δεν ημπορείτε καθ’ ημέραν, ας είναι μία φορά την εβδομάδα και μία φορά το μήνα ή το ολιγώτερον τέσσαρες φορές τον χρόνον. Και να συνηθίζετε τα παιδιά σας από μικρά, δια να συνηθίζουν εις τον καλόν δρόμον, να εξομολογούνται.
Ιδού οπού σας εξομολόγησα όλους παρρησία, δια να μην υστερηθήτε. Αυτά οπού σας είπα είναι τα ιατρικά σας, ειδέ εκείνο οπού δίνουν οι πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετάνοιες, νηστείες και άλλα, δεν είναι ιατρικά, αλλά δια να μην τύχη και ξεπέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν σας τα δίνουν και, όποιος τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά τα τέσσερα, να αποθάνη εκείνην την ώραν, σώνεται. Ειδέ χωρίς αυτά τα τέσσερα χίλιες χιλιάδες καλά να κάμη ο άνθρωπος, αν αποθάνη, εις την Κόλασιν πηγαίνει.
Δύο άνθρωποι ήλθαν μίαν φοράν και εξομολογήθηκαν εις του λόγου μου, Πέτρος και Παύλος, και να ιδήτε, πώς τους εδιώρθωσα καλά ή κακά – εγώ σας φανερώνω την καρδίαν μου. Μου λέγει ο Πέτρος: Εγώ, πνευματικέ, από τον καιρό που εγεννήθηκα έως τώρα ενήστευα, επροσευχόμουν πάντοτε, έκαμα τόσες ελεημοσύνες εις τους πτωχούς, έφτιασα μοναστήρια, εκκλησίες και άλλα πολλά καλά έκαμα, τον εχθρόν μου δεν τον συγχωρώ. Εγώ όμως τον αποφάσισα δια την Κόλασιν και αν τύχη και απόθανε, να μην τον θάψουν, αλλά να τον ρίψουν εις την στράταν να τον φάγουν οι σκύλοι. Έρχεται και ο Παύλος και μου λέγει: Εγώ από τον καιρόν οπού εγεννήθηκα ποτέ κανένα καλόν δεν έκαμα, αλλά μάλιστα έχω καμωμένα τόσα φονικά, επόρνευσα με τόσες γυναίκες, έκλεψα τόσα πράγματα του κόσμου, έκαψα εκκλησίες, μοναστήρια, όλα τα κακά οπού να έγιναν εις τον κόσμον εγώ τα έκαμα, μα τον εχθρόν μου τον συγχωρώ. Να ιδήτε τι έκαμα εις αυτόν. Εγώ ευθύς τον αγκάλιασα και τον εφίλησα, του έδωσα και άδειαν εις τρεις ημέρες να μεταλάβη. Καλά τους εδιόρθωσα ή κακά; Φυσικά θέλετε να με κατηγορήσετε και να μου ειπήτε: Ο Πέτρος οπού έκαμε τόσα καλά, και διατί δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, δια τόσον ολίγον πράγμα τον αποφάσισες δια την Κόλασιν και να τον φάγουν και οι σκύλοι; Και ο Παύλος οπού έκαμε τόσα, και διατί συγχωρά τον εχθρόν του τον εσυγχώρησες και του έδωκες άδειαν να μεταλάβη εις τρεις ημέρες; Ναι, αδελφοί μου, έτσι έκαμα. Και θέλετε να καταλάβετε με τι ομοιάζει ο Πέτρος; Καθώς μέσα εις εκατό οκάδες αλεύρι βάνεις ολίγον προζύμι και έχει τόση δύναμιν το προζύμι εκείνο και γυρίζει και τις εκατό οκάδες το ζυμάρι και το κουφίζει όλο, έτσι και όλα τα καλά εκείνα οπού έκαμεν ο Πέτρος: μετ’ εκείνην την ολίγην έχθραν οπού δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, τα εγύρισε και τα έκαμε φαρμάκι του Διαβόλου. Και έτσι τον αποφάσισα δια την Κόλασιν να καίεται μαζί με τον Διάβολον πάντοτε. Ο Παύλος πάλιν με τι ομοιάζει; Είναι ένα βουνό λινόξυλα και βάνεις ένα μικρόν κερί αναμμένο και το κατακαίει όλο εκείνο το βουνό εκείνη η ολίγη φλόγα. Έτσι είναι και όλα τα αμαρτήματα του Παύλου, ωσάν το βουνό τα λινόξυλα, και η συγχώρησις οπού έκαμε του εχθρού του είναι ωσάν το κερί οπού έκαψε πάλιν όλα τα λινόξυλα, ήγουν τες αμαρτίες, και τον αποφάσισα δια τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Εξομολογάσθε; Πώς πηγαίνετε; Αν είστε χριστιανοί, πρέπει να εξομολογάσθε.
Ένας άνθρωπος πλούσιος πηγαίνει εις έναν πνευματικόν να εξομολογηθή. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώση; Πρέπει να του ειπή εις τρεις ημέρας να τρώγη μίαν φοράν την ημέραν ψωμί και νερόν και να κάμη τρεις χιλιάδες μετάνοιες και νηστείες. Λέγει ο πλούσιος: Φωτία να την κάψη την αμαρτίαν, καλύτερα να μην είχα την κάμει. Διατί, να του ειπή να δώση ελεημοσύνην, εκείνος έχει και δίνει και διορθώνεται. Εξομολογάται και ένας πτωχός. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώση; Να του ειπή να δώση πεντακόσια γρόσια ελεημοσύνη. Αυτός δεν έχει να τα δώση και έτσι λέγει: Φωτιά να την κάψη την αμαρτίαν, καλύτερα ας λείψω από δαύτην. Διατί, αν του ειπή ο πνευματικός να νηστεύη, εκείνος είναι πτωχός και πάντοτε νηστεύει. Να του ειπή να κάνη μετάνοιες; Εκείνος σκάπτει και όλο μετάνοιες κάμνει και δεν διορθώνεται. Αλλά χρειάζεται το εναντίον τόσον εις τον πλούσιον ωσάν και εις τον πτωχόν.
Ένας άνθρωπος πηγαίνει να εξομολογηθή εις ένα πνευματικόν και ο πνευματικός του γυρεύει άσπρα δια να τον συγχωρέση, αυτός τι πρέπει να κάμη; Πρέπει να του ειπή: Ας είναι ορισμός σου. Πόσα θέλεις; Ύστερα σου τα δίνω ωσάν λάβω την συγχώρησιν από τον πνευματικόν μου. Και ωσάν λάβη την συγχώρησιν, να του ειπή: Πνευματικέ σε εγέλασα, δεν έχω να σου δώσω τίποτε, διατί τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος δεν πουλιώνται. Και έτσι διορθώνεται και ο πνευματικός.
Επαραδόθη ο Κύριος, αδελφοί μου εις τας χείρας των παρανόμων Εβραίων, υβρίσθη, εδάρθη, εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον. Την μεγάλην Τετράδην επουλήθηκεν ο Κύριός μας και την μεγάλην Παρασκεύην εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί να νηστεύωμεν πάντοτε, μα περισσότερον την Τετράδην, διατί επουλήθηκε ο Κύριος και την Παρασκευή, διατί εσταυρώθη. Ομοίως έχομε χρέος να νηστεύωμεν και τες άλλες Τεσσαρακοστές, καθώς εφώτισε το Άγιον Πνεύμα τους Αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας και μας έγραψαν δια να νηστεύωμεν, να νεκρώνωμεν τα πάθη, να ταπεινώνωμεν την σάρκα, το σώμα, οπού είναι ένας λύκος, ένα γουρούνι, ένα θηρίον, ένα λεοντάρι. Φυλάγετε αυτές τες τέσσαρες Τεσσαρακοστές, χριστιανοί μου; Αν είστε χριστιανοί, πρέπει να τες φυλάγετε, μάλιστα την Μεγάλην Σαρακοστή. Κρατείτε το τριήμερον εδώ, την Καθαράν Δευτέραν; Είναι καλόν και άγιον όποιος το κρατεί.
Ο Αβραάμ είχε το σπίτι του ανοικτό πάντοτεκαι όπου πτωχός εκεί εκόνευε και χωρίς ξένον άνθρωπον να έχει ο Αβραάμ ποτέ του δεν εκαθότουν να φάγη ψωμί. Ο διάβολος τον εφθόνησε και επήγεν εις την στράταν και εμπόδιζε τους διαβάτας να μην απερνούν από του Αβραάμ την καλύβαν. Εβγήκεν εις την στράταν ο αβραάμ και εκαρτερούσε τρείς ημέρας νηστικός, χωρίς να φάγη. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την καλήν του γνώμην φαίνονται τρείς άνθρωποι και τους επήρεν εις την τέντα του και τους εφίλευσεν. Ύστερον έγιναν άφαντοι απ’ έμπροσθεν του. Τότε εκατάλαβε πως ήτον η αγία Τριάς και εδόξασε τον Θεόν εις τύπον της αγίας Τριάδος. Όποιος νηστευεί το τριήμερον έχει μισθόν εις την ψυχήν του. Και πάλιν το κατά δύναμιν, δεν σε λέγω εκείνο οπού δεν ημπορείς, και μίαν ημέραν να κρατήσης και δύο, σαν δύνασαι, ωφελείται η ψυχή σου.
Θέλοντας ο Κύριος να δείξη τι μεγάλο κακόν αποτόλμησαν τα τέκνα του διαβόλου να κάμουν, οι Εβραίοι, εσκότισε τον ήλιον από τες έξ ώρες έως τες εννέα εις όλον τον κάσμον. Οι πέτρες εσχίζοντο, όλη η γη έτρεμε. Εβάλθηκεν ο Κύριος εις τον τάφον και ευθύς αναστήθηκαν χιλιάδες νεκροί, οπού ήσαν χιλιάδες χρόνοι αποθαμένοι και εκύρηξαν πανταχού πως μόνος ο Χριστός είναι Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί από την σήμερον και ύστερα να μην κλαίωμεν τους αποθαμένους μας ωσάν τους ασεβείς και απίστους, οπού δεν ελπίζουν ανάστασιν.
Ούτος ο κόσμος, αδελφοί μου, είναι ωσάν μία φυλακή. Πότε πρέπει να χαίρεται ο άνθρωπος, όταν εμβαίνη εις την φυλακήν ή όταν ελευθερώνεται από την φυλακήν; Με φαίνεται όταν εμβαίνη μάλιστα εις την φυλακήν, ετότε πρέπει να κλαίη και να λυπάται και όταν εβγαίνη από την φυλακήν, ετότε πρέπει να χαίρεται και να ευφραίνεται. Και έτσι, αδελφοί μου, να μη λυπάσθε δια τους αποθαμένους σας, αλλά, αν αγαπάς τον αποθαμένον σου, κάμε ό,τι ημπορέσης δια την ψυχήν του, σαρανταλείτουργα, μνημόσυνα, λειτουργιές, κερί, λιβάνι, λάδι, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες. Βάνει ο Θεός την ευσπλαγχνίαν του και τον σώνει τον αποθαμένον σας και τον βάνει εις τον Παράδεισον ή είναι ελαφρότερα η κόλασις του. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα δια τον αποθαμένον σας να τα εβγάλετε, διατί βλάπτετε και του λόγου σας, βλάπτετε και τους αποθαμένους σας. Φυσικόν είναι ο άνθρωπος να γεννηθή και να αποθάνη. Όταν γεννηθώμεν, πρέπει να κλαίωμεν, ειδέ όταν αποθάνωμεν, τότε να χαιρώμεσθεν. Και μάλιστα να μη κλαίετε δια τα μικρά παιδία, οπού είναι ωσάν άγγελοι μέσα εις τον Παράδεισον. Το παιδί σου του Θεού σου ήτον και ωσάν σου το εχάρισεν ο Θεός σε ετίμησε και τώρα πάλιν, οπού το επήρε, σου ετίμησε και το παιδί σου. Το παιδί σου να χαίρεται πάντοτε μέσα εις τον Παράδεισον και εσύ να κάθεσαι να κλαίς είναι άπρεπον.
Ένας βασιλεύς σου γυρεύει το παιδί σου να του το δώσης να το κάμη βεζίρη και χαίρεσαι να σου το πάρη. Πολλώ μάλλον δεν πρέπει να χαίρεσαι περισσότερον, οπού σε αξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και επήρε καρπόν από την βρωμισμένην κοιλίαν σου και σου το έβαλε το παιδί σου μέσα εις τον Παράδεισον και σου το φυλάγει να σου το ματαδώση εις την Δευτέραν Παρουσίαν, να λάμπη περισσότερον από τον ήλιον, δια να λάβης τον μισθόν σου δια να χαίρεσαι πάντοτε μαζί του;
Είναι μερικοί, οπού έχουν τον Διάβολον εις την καρδίαν τους και λέγουν πως δεν είναι Ανάστασις και δεν είδετε καμμίαν φοράν να αναστηθή κανένας άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι, οπού είναι εδώ, προτού να γεννηθούνε δεν ήταν αποθαμένοι; Καθώς ηδυνήθη ο Κύριος και μας ανέστησεν από την κοιλίαν της μητρός μας, έτσι δύναται να μας αναστήση και από την κοιλίαν της γης. Η κοιλία της μητρός μας και ο τάφος τι διαφέρει; Δεν βλέπομεν φανερά την ανάστασιν; Όταν κοιμώμεσθεν δεν είμεσθεν ωσάν αποθαμένοι; Ο ύπνος τι είναι; Μικρός θάνατος. Και ο θάνατος τι είναι; Μεγάλος ύπνος. Και καθώς το σιτάρι οπού πίπτει εις την γην ανίσως και δεν βρέχη να σαπηθή να γίνη ωσάν χυλός δεν φυτρώνει, έτσι και ημείς οπού αποθνήσκομεν και θαπτόμεθα εις την γην. Ανίσως και δεν εθάπτετο πρώτον εις τον τάφον ο Χριστός μας, δεν μας επότιζε την ζωήν την αιώνιον και την ανάστασιν. Δεν βλέπετε φανερά τα χόρτα, πως τα ανασταίνει ο Θεός από την γην κάθε ημέραν; Γνώσιν δεν έχομεν, χρισιανοί μου, να στοχαζόμασθε τα πάντα, ειδέ όλα μας τα εχάρισεν ο Θεός. Όθεν δια το παρόν, αδελφοί μου, σας παρακαλώ να ειπήτε και δια τους απεθαμένους τρεις φορές: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αν έχετε και τίποτε ψωμί, σιτάρι, αύριο να μοιράσετε εις τους χριστιανούς και βάνομεν ύστερα και τους ξανασυγχωρούν, διατί η συγχώρησις αξίζει χίλια πουγγιά.
Επήγεν ο Κύριος εις την κόλασιν και έβγαλε τον Αδάμ και την Εύαν και το γένος τους, αναστήθηκε την τρίτην ημέραν, εφάνη ένδεκα φορές εις τους αγίους Αποστόλους, έγινε χαρά εις τον ουρανόν, χαρά εις την γην, χαρά εις όλον τον κόσμον, φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν των Εβραίων και μάλιστα του διαβόλου. Δια τούτο οι Εβραίοι δεν κατακαίονται άλλην ημέραν τόσον ωσάν την Κυριακήν, όταν ακούουν τον παπά μας να λέγη : Ο αναστάς εκ νεκρών Χριστός ο αληθινός Θεός ημών. Διατί εκείνο οπού εσπούδαζον οι Εβραίοι να κάμουν δια να εξαλείψουν το όνομα του Χριστού μας εγύρισεν εναντίον εις το κεφάλι τους. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να χαιρώμεσθεν και να ευφραινώμεσθεν πάντοτε, μα περισσότερον την Κυριακήν οπού είναι η Ανάστασις του Χριστού μας. Διατί Κυριακήν ημέραν έγινε ο Ευαγγελισμός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, Κυριακήν ημέραν έγινε η Γέννησις και η Ανάστασις του Χριστού μας, Κυριακήν ημέραν μέλλει να αναστήση ο Κύριος όλον τον κόσμον. Πρέπει και ημείς να εργαζώμεθα τες έξι ημέρες δια ετούτα τα μάταια, τα γήινα και ψεύτικα πράγματα και την Κυριακήν να σχολάζωμεν, να πηγαίνωμεν εις την Εκκλησίαν και να στοχαζώμεσθεν τες αμαρτίες μας, τον θάνατον, την Κόλασιν, τον Παράδεισον, να στοχαζώμεσθεν την ψυχήν μας, οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον και όχι να πολυτρώγωμεν και να πολυπίνωμεν, να κάνωμεν αμαρτίες, ούτε να εργαζώμεσθεν και να πραγματευώμεσθεν και να κάνωμεν λισιβερίσια την Κυριακήν. Εκείνο το κέρδος οπού γίνεται την Κυριακήν είναι αφωρισμένον και κατηραμένον και βάνετε φωτία εις τα οσπίτια μας και όχι ευχήν και ευλογίαν. Και ή σε θανατώνει ο Θεός παράκαιρα ή την γυναίκα σου ή το παιδί σου ή το βόδι σου ψοφά ή χαλάζι ρίχνει ο Θεός και χαλά τα πράγματά σου ή άλλον κακόν σου κάμνει. Όθεν, αδελφοί μου, δια να μην πάθετε κανένα κακόν μήτε ψυχικά μήτε σωματικά, εγώ σας συμβουλεύω να φυλάγετε την Κυριακήν σας. ωσάν οπού είναι αφιερωμένη εις τον Θεόν. Εδώ πως πηγαίνετε, χριστιανοί μου, την φυλάγετε την Κυριακήν σας; Αν είστενε χριστιανοί, να την φυλάγετε.
Έχετε εδώ πρόβατα; Το γάλα της Κυριακής τι το κάμνετε; Άκουσε, παιδί μου, να το σμίγης όλο και να το κάνης επτά μερίδια, και τα έξι μερίδια κράτησέ τα δια λόγου σου να κυβερνηθής και το άλλο μερίδιον της Κυριακής, αν θέλης, δώσε το ελεημοσύνην εις τους πτωχούς ή εις την εκκλησία ή κατά το παρόν εγώ σε συμβουλεύω να το δώσης εις το σχολείον, δια να ευλογήση ο Θεός τα πρόβατά σου. Και αν τύχη ανάγκη και θέλεις να πουλήσης πράγματα φαγώσιμα την Κυριακήν εξ ανάγκης, εκείνο το κέρδος μη το σμίγεις εις την σακκούλαν σου, διατί την μαγαρίζεις, μόνο δώσε το ελεημοσύνην, δια να ευλογήση ο Θεός τα πράγματά σου. Άς ειπούμεν και δια εκείνους οπού θε να δώσουν το γάλα της Κυριακής ελεημοσύνην : Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
Είς τες σαράντα ημέρες ευλόγησεν ο Κύριος τους Αγίους Αποστόλους, ανελήφθη είς τους ουρανούς και εκάθισεν εις την δεξιάν του προανάρχου Πατρός να συμβασιλεύη αιώνια και ατελεύτητα, να προσκυνάται από τους αγγέλους.
Ένα πράγμα θε να σας φανερώσω, χριστιανοί μου. Το ηξεύρω πως θε να σας καύσω την καρδίαν, φοβερόν είναι και λυπηρόν, τρέμει η καρδία μου να το ειπώ, μα τι να κάμω οπού με λέγει ο Χριστός μας πως, ανίσως και δεν το φανερώσω, με θανατώνει και με βάνει εις την Κόλασιν; Μας φανερώνει η θεία Γραφή, το άγιον Ευαγγέλιον, πως εις τον όγδοον αιώνα θε να γένη το τέλος του κόσμου και μέλλει να χαλάση ετούτος ο κόσμος και θε να στείλη ο Θεός τον προφήτην Ηλίαν να διδάξη τους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστιν τους και το πρόσταγμα του Θεού και ύστερα μέλλει να έλθη ο Αντίχριστος να διδάξη τους χριστιανούς να αρνηθούν την πίστιν τους. Ο Αντίχριστος, αδελφοί μου, είναι άνθρωπος, οπού έχει κακήν γνώμην, κακήν προαίρεσιν και κατοικάει μέσα ο διάβολος εις την καρδίαν του και λέγει πως είναι Θεός και ο Αντίχριστος θε να θανατώση τον προφήτην Ηλίαν. Εγώ, αδελφοί μου, εξετάζοντας έμαθα και εκατάλαβα, πως ο προφήτης Ηλίας ήλθε και ο Αντίχριστος ήλθε και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν. Ο προφήτης Ηλίας, χριστιανοί μου, είναι ζωντανός τόσες χιλιάδες χρόνους και ηξεύρει ο Θεός πού τον έχει φυλαγμένον έως την σήμερον. Ανίσως και θέλετε να μάθετε πού ευρίσκεται, εδώ κοντά είναι και αυτός. Τα λόγια οπού σας λέγω εκεινού είναι.
Ο προφήτης Ηλίας όταν έλθη να διδάξη, δεν έχει να φανερωθή εις τον κόσμον, καθώς λέγει το Άγιον Πνεύμα ‘‘ίνα μη ελθών πατάξη την γην άρδην’’. Ήτοι, λέγει το Πνεύμα το άγιον, δια να μην φοβίσω και ταράξω τον κόσμον, την γην, δεν θέλει τον φανερώσω εις εσάς τους χριστιανούς. Αμή τί έχει να φανερωθή, παιδιά μου; Ο ζήλος του και η διδασκαλία του. Αυτά τα δύο με αξίωσεν ο πανάγαθος Θεός εμένα δια την ευσπλαγχνίαν του και μου τα εχάρισε και μη καρτερείτε άλλον Ηλία να σας διδάξη. Αμή τί καρτερούμεν; Λυπηρόν είναι να σας το ειπώ, σήμερον, αύριον καρτερούμε δίψες, πείνες μεγάλες, οπού να δίνωμε χιλιάδες φλωρία και να μη ευρίσκωμε κομμάτι ψωμί και νερό. Σήμερον αύριον καρτερούμεν θανατικά, ασθένειες μεγάλες, οπού να μη προφθάνουν οι ζωντανοί να θάπτουν τους αποθαμένους. Σεισμός παγκόσμιος θε να γένη να πέσουν όλα τα οσπίτια και όλα τα βουνά, να γένη ένας κάμπος όλος ο κόσμος, η θάλασσα να ασηκωθή υψηλά από τα υψηλότερα βουνά, οπού να είναι εις τον κόσμον δεκαπέντε πήχες, τα άστρα να πέσουν από τον ουρανόν, ο ήλιος και το φεγγάρι να σκοτεινιάσουν. Ο ουρανός οπού φαίνεται, η γη και τα πάντα θε να καούν και όλος ο κόσμος θε να αποθάνη. Πότε θε να γένουν αυτά; Ο Χριστός μου λέγει εζύγωσαν τώρα κοντά, τώρα ογλήγορα, έγγιξε το μαχαίρι εις το κόκκαλον. Έξαφνα θε να γένουν, ημπορούν να γένουν και απόψε. Τάχα να μην είναι και τώρα αρχές; Δεν είδετε πως εχάθηκαν τα γεννήματά σας, τα σπαρτά, εστέρφεψαν οι βρύσες, τα ποτάμια; Σήμερον μας στερίζει το ένα, αύριον το άλλο και από ολίγον ολίγον μας τα δίνει ο Θεός και ημείς ως αναίσθητοι δεν τα στοχαζόμασθε.
Τούτο σας λέγω πάλιν και σας παραγγέλλω: Καν ο ουρανός να κατέβη κάτω καν η γη να ανέβη απάνω καν ο κόσμος να χαλάση καθώς μέλλει να χαλάση σήμερον, αύριον, να μη σας μέλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Tο κορμί σας ας το καύσουν, ας σας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν, μη σας μέλη, δώστε τα, δεν είναι εδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζεται. Ετούτα τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να σας τα πάρη, έξω αν τύχη και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε να μην τύχη και τα χάσετε.
Τώρα, αδελφοί μου, τι σημείον καρτερούμεν; Δεν καρτερούμεν άλλο παρά πότε να ιδούμεν να λάμψη ο πανάγιος Σταυρός εις τον ουρανόν περισσότερον παρά τον ήλιον και να λάμψη ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός και Θεός επτά φορές περισσότερον από τον ήλιον με χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες αγγέλους, με δόξαν θεϊκήν. Και έχει να αναστήση ο Κύριος όλον τον κόσμον και ο καλός είναι ωσάν τον άγγελον και ο κακός ωσάν τον διάβολον. Πρώτον τα τέκνα του διαβόλου, οι Εβραίοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν επίστευσαν εις τον Χριστόν μας, αλλά τον εσταύρωσαν. Τότε θε να ιδούν εκείνην την δόξαν του Χριστού μας, να πιστεύσουν και να προσκυνήσουν, αμή εκείνη η πίστις δεν τους ωφελεί τότε. Τώρα χρειάζεται η πίστις. Δια τούτο, αδελφοί μου, καλότυχοι και τρισμακάριοι οι χριστιανοί, οπού πιστεύουν τώρα, και αλλοίμονον εις τους απίστους, καλύτερα να μην είχε γεννηθούν εις τον κόσμον.
Τότε θε να ξεχωρίση ο Κύριος τους δικαίους από τους αμαρτωλούς, καθώς ξεχωρίζει ο πιστικός τα πρόβατα από τα κατσίκια, και να βάλη τους δικαίους εις τα δεξιά του και τους αμαρτωλούς εις τα αριστερά του και να ειπή εις τους δικαίους: Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου να κληρονομήσετε τον Παράδεισον, να χαίρεσθε μαζί με τους αγγέλους μου πάντοτε, διατί εφυλάξετε την πίστιν μου, εφυλάξετε τα προστάγματά μου. Τότε θε να ειπή ο Κύριος εις τους αμαρτωλούς οπού είναι εις τα αριστερά του: Πηγαίνετε εσείς οι κατηραμένοι εις την Κόλασιν, να καίεσθε μαζί με τον διάβολον τον πατέρα σας πάντοτε, διατί δεν εφυλάξατε την πίστιν μου, τα προστάγματά μου. Έτσι έχει να ανοίξη ο Κύριος έναν πύρινον ποταμόν ωσάν θάλασσαν, να ρίψη όλους τους ασεβείς, απίστους, αιρετικούς και αθέους μέσα να καίωνται πάντοτε και να βάλη τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς και δικαίους μέσα εις τον Παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε.
Τώρα πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να στοχασθώμεν τι είμεσθεν, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Ανίσως και είμεσθεν δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. Ειδέ και είμεσθεν αμαρτωλοί, πρέπει τώρα οπού έχομεν καιρόν να μετανοήσωμεν από τα κακά και να κάνωμεν τα καλά. Η Κόλασις μας ακαρτερεί, πότε να μετανοήσωμεν; Όχι αύριον, μεθαύριον και του χρόνου αλλά αυτήν την ώραν, διατί δεν ηξεύρομεν έως αύριο τι έχομε να πάθωμε, διατί ο Χριστός μας λέγει να είμεσθε πάντοτε έτοιμοι.
Πόσον είναι κακόν πράγμα, χριστιανοί μου, να πέση άνθρωποςεις την αμαρτίαν και να μη μετανοήση, στοχασθήτε : τον παλαιόν καιρόν οι Εβραίοι εθανάτωσαν όλους τους προφήτας, όλους τους διδασκάλους, όλους τους καλούς , χιλιάδες φορές άφησαν τον Θεόν και επροσκύνησαν τον διάβολον. Και τόσον οπού έκαμαν ένα μοσχάρι και το επροσκυνούσαν δια Θεόν, καθώς το έχουν έως την σήμερον. Και τώρα το αυτό είναι να συναναστρέφεσαι και να πραγματεύεσαι, να τρώγης και να πίνης με τον διάβολον, το αυτό είναι και με τον Εβραίον. Απετόλμησαν και εσταύρωσαν τον Χριστόν μας. Ο Πανάγαθος εις όλα αυτά τους εφύλαγε, τους εσκέπαζε, δεν τους άφηνε από το χέρι του. Εκαρτέρεσεν ο Κύριος ύστερα από την Σταύρωσίν του τριάντα χρόνους να μετανοήσουν. Δεν εμετανόησαν. Τότε τους εκαταράσθη, τότε τους αφώρισε,τους οργίσθη και άφηκε τον διάβολον μέσα εις την καρδίαν τους, καθώς τον έχουν έως την σήμερον. Εσκοτίσθησαν, έφυγαν από όλον τον κόσμον και επήγαν εις την Ιερουσαλήμ. Σηκώνει ένα βασιλέα από την παλαιάν Ρώμην και αποκλεί τους Εβραίους μέσα εις την Ιερουσαλήμ και οι πατέρες και οι μητέρες από την πείναν έσφαζαν τα παιδιά τους και τα έψενον και τα έτρωγαν. Ο διάβολος θέλει να τρώγουν οι γονείς τα παιδιά τους και όχι ο Θεός.
Ακούετε, αδελφοί μου, ο άνθρωπος τι κακόν παθαίνει όταν τον αφήση ο Θεός από το χέρι του; «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». Μεγάλην ευσπλαγχνίαν έχει ο Θεός, ναι, μα έχει και μεγάλην οργήν. Και καθώς επαίδευσε τους Εβραίους, παιδεύει και ημάς ανίσως και δεν κάμωμε καλά.
Βάνει ο Θεός τον βασιλέα μέσα εις την Ιερουσαλήμ και θανατώνει χίλιες χιλιάδες και εκατόν είκοσι χιλιάδες Εβραίους, και τόσον οπού έγινε το αίμα ωσάν θάλασσαν. Τριάντα φλωρία επούλησαν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας , τριάντα εις το φλωρί επούλησεν ο Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Εβραίους. Εσύ έμαθες και πουλείς τον Χριστόν μας και εκείνος δεν ημπορεί να σε πουλήση; Και τώρα, μην ημπορώντας οι Εβραίοι να τον ματασταυρώσουν τον Χριστόν μας, κάθε μεγάλη Παρασκευή τον κάνουν από κερί και τον σταυρώνουν και ύστερα καίουν ή παίρνουν ένα αρνί και το κτυπούν με μαχαίρια και το σταυρώνουν αντίς δια τον Χριστόν. Ακούετε κακία των Εβραίων και του διαβόλου; Καθώς γεννηθή το οβριόπουλο, αντίς να το μαθαίνουν να προσκυνάη τον Θεόν οι Εβραίοι, παρακινούμενοι από τον διάβολον, ευθύς οπού γεννηθή το μαθαίνουν να βλασφημάει, να παραδίνη και να αναθεματίζει τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας και εξοδιάζουν πενήντα εκατό πουγγιά να εύρουν κανένα χριστιανόπουλο, να το σφάξουν και να πάρουν το αίμα του και μετ’ εκείνο να κοινωνούν. Ο διάβολος θέλει να πίνωμεν το αίμα των παιδίων και όχι ο Θεός. Ο Χριστός μας παραγγέλλει να ευχώμεσθεν όλον τον κόσμον. Ο Εβραίος, όσον και αν είναι φίλος σου, πήγαινε και καλημέρισέ τον και βάλε το αυτί σου εις το στόμα του, αφουγκράσου να ακούσης τι σε λέγει. Εσύ τον εύχεσαι και τον χαιρετάς και εκείνος σε καταράται και σου λέγει «να καή η μέρα σου», διατί η καλή ημέρα είναι του Θεού και δεν θέλει να την λέγει ο Εβραίος.
Τήραξε εις το πρόσωπον έναν Εβραίον όταν γελά να ιδής: τα δόντια του ασπρίζουνε, το πρόσωπον είναι ωσάν πανί αφωρισμένο, διατί έχει την κατάρα από τον Θεόν και δεν γελά η καρδιά του, έχει τον διάβολον μέσα του οπού δεν τον αφήνει. Κοίταξε και έναν χριστιανόν εις το πρόσωπον, ας είναι και αμαρτωλός, λάμπει το πρόσωπόν του, χύνει η χάρις του παναγίου Πνεύματος, διατί ο Θεός δεν τον αφήνει από το χέρι του. Σφάζει ο Εβραίος ένα πρόβατον και τα μισά τα εμπροστινά ποδάρια τα κρατεί δια λόγου του και τα πισινά τα μουντζώνει και τα κάνει κουρμπάνι εις τον διάβολον και εκείνα τα πουλεί εις τους χριστιανούς δια να τους μαγαρίζει. Θέλει να σε φιλεύση ο Εβραίος κρασί ή ρακί; Αδύνατον είναι να σου το δώση ανίσως και δεν το μαγαρίση πρώτον. Αν δεν προφθάση να το κατουρήση, θε να πτύση μέσα. Όταν αποθαίνη κανένας Εβραίος, τον βάνουν μέσα εις ένα σκαφίδιον μεγάλο και τον πλένουν με ρακί και του βγάνουν όλην την βρώμα και εκείνην την ρακήν την φτιάνουν με μυριστικά και τότε την πουλούνε εις τους χριστιανούς φθηνότερη δια να τους μαγαρίζουν. Οψάρια πουλούνε εις την πόλιν οι Εβραίοι και ανοίγουν το στόμα του οψαρίου και κατουρούνε μέσα και τότε το πουλούνε εις τους χριστιανούς. Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είναι μπάσταρδος και την Παναγίαν μου την λέγει πως είναι πόρνη , το άγιον Ευαγγέλιον το λέγει πως είναι από τον διάβολον. Τώρα έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον; Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να μου σκοτώση την μητέρα μου, τα αδέλφια μου, τα παιδιά μου και ύστερα και το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρέσω. Το δε να υβρίζη τον Χριστόν μου και την Παναγίαν μου δεν θέλω να τον βλέπβ και η ευγενεία σας πως σας βαστάει η καρδιά σας και κάμνετε πραγματείες και λισιβερίσια με τους Εβραίους; Εκείνος οπού συναναστρέφεται με τους Εβραίους, αγοράζει και πουλεί, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέγει πως καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν όλους τους προφήτας, διδασκάλους και όλους τους καλούς. Καλά έκαμαν και κάνουν και υβρίζουν τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας, καλά κάνουν και μας μαγαρίζουν και πίνουν το αίμα μας. Αυτά και άλλα φανερώνει πως καλά μας κάνουν οι Εβραίοι. Τούτα διατί σας τα είπα, χριστιανοί μου; Όχι δια να φονεύετε τους Εβραίους και να τους κατατρέχετε, αλλά να τους κλαίετε, πως άφησαν τον Θεόν και επήγαν με τον διάβολον. Σας το είπα να μετανοήσωμεν εμείς τώρα οπού έχομεν καιρόν, δια να μη τύχη και μας οργισθή ο Θεός και μας αφήσει από το χέρι του και το πάθωμεν και εμείς ωσάν τους Εβραίους και χειρότερα. Χριστιανοί μου, φθάνουν αυτά, δεν ημπορώ να σας ειπώ περισσότερον. Σας είπα και εγώ εκείνο οπού με εφώτισεν ο Θεός. Ζητήσατε και η ευγενεία σας να μάθετε τα άλλα. Είστε φρόνιμοι και γνωστικοί, καταλάβετε το καλόν σας και κάμετέ το.
Τώρα τι κάνομεν, χριστιανοί μου; Εγώ σας συμβουλεύω, αμή δεν με συμβουλεύετε και η ευγενεία σας. Η δουλειά η εδική μου είναι και εδική σας, είναι της πίστεώς μας, του γένους μας. Έχω και δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει, καθώς και εψές, να σας ευχηθώ και να με ευχηθήτε και να ασηκωθώ κομμάτι νύκτα να πηγαίνω εις άλλο μέρος να ακούσουν και άλλοι αδελφοί μας, οπού με καρτερούν. Ο άλλος λογισμός μου λέγει : Όχι, μην πηγαίνης, μόνον κάθισε να κάμης καθώς έκαμες και εις τα άλλα χωρία, να τελειώσης και τα επίλοιπα, διατί αυτά οπού είπαμεν εις τους τρείς λόγους με συντομίαν, ομοιάζουν ωσάν ένας άνθρωπος να κτίση μίαν εκκλησίαν χωρίς σκέπην, τα άλλα οπού έχομεν να ειπούμεν ομοιάζουν ωσάν σκέπην. Ποία είναι η σκέπη; Εγώ βλέποντας το γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά, έχουν κατάρες, αφορεσμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίες και άλλα τοιαύτα, το πρώτον εύχομαι δια να καθαρισθούν οι χριστιανοί και να αγιασθούν οι χώρες των και να καθαρισθούν ψυχικά και σωματικά. Το δεύτερον παρακαλώ τους χριστιανούς να φτιάνουν σταυρούς και κομπολόγια και παρακαλώ τον Χριστόν και τα ευλογεί δια να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήριον. Το τρίτον είναι οπού κάνω τους χριστιανούς και φτιάνουν ψωμί, σιτάρι και νερό και βάνω τους χριστιανούς και συγχωρούνε ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο δεύτερος λογισμός να κάμω. Τώρα μου δίνετε την ευχήν σας να πηγαίνω και τα άλλα τα τελειώνετε η ευγενεία σας;
– Όχι, άγιε διδάσκαλε, σε παρακαλούμε να καθίσης να μας τελειώσεις, διατί δεν ηξεύρομεν να τα κάμωμεν.
– Καλά, χριστιανοί μου, ας είναι, δια την αγάπη του Χριστού μας και δια την αγάπην σας να καθίσω.
– Είναι πολλοί παπάδες εδώ; Κάνετε τον κόπον, άγιοι ιερείς, να σηκωθήτε επάνω να ιδώ είσθε πολλοί; Άγιοι ιερείς, μου κάνετε τη χάριν να διαβάσωμεν ένα ευχέλαιον να χρισθούν οι χριστιανοί οι αδελφοί μας;
– Ορισμός σου, άγιε του Θεού.
– Εγώ έχω φλωρία πολλά να σας πληρώσω, μα δεν σας τα δίνω, θέλω χάρισμα, διατί με πληρωμή δεν ενεργεί η χάρις του Θεού, του παναγίου Πνεύματος, διατί έτσι λέει ο Χριστός μας: Χάρισμα σας έδωκα κι εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δίνετε και εσείς εις τους αδελφούς σας.
– Το κάμνετε, άγιοι ιερείς;
– Μάλιστα, άγιε του Θεού.
– Παρακαλώ κι εγώ τους χριστιανούς να σας συγχωρούνε, αυτό το χάρισμα έχω. Θέλετε να βάλω να σας συγχωρέσουν; Ή δεν έχετε αμαρτίες; Και σας φιλεύω αύριον από ένα βιβλίον όχι δια πληρωμήν, αλλά δια μίαν ευχήν.
– Ορισμός σου.
– Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε δια τους αγίους ιερείς, οπού θε να σας διαβάσουν το άγιον Ευχέλαιον, τρεις φορές: OΘεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αν θέλετε και η αγιωσύνη σας, ζητήσατε συγχώρησιν.
Άγιε εφημέριε, μου χρειάζονται απόψε να ετοιμάσης είκοσι φλυτζάνια και δύο οκάδες λάδι. Χριαλίδια έχει το δικό μου το παιδί και σου δίνει. Και, αν θέλης, περιπάτησε, παπά μου, εις τα οσπίτια να μάσης καμμία δεκαριά οκάδες λάδι και βάνεις δια το Ευχέλαιον μία οκά και το άλλο το δίνεις του παπά και της παπαδιάς και το τρώγει. Δεν είναι έτσι καλά; Το κάμνεις;
– Το κάμνω, άγιε του Θεού.
– Ιδές καλά, διατί, αν δεν το κάμης, αύριο σε κηρύττω ψεύτη και σ’ εντροπιάζω.
Σηκωθήτε απάνου και δέκα εντόπιοι. Ακούσετε : οι πέντε να κάμετε απόψε δεκαπέντε σακκιά και εσείς οι γυναίκες να φέρετε ψωμί και το σιτάρι απόψε. Και εσείς οι πέντε να σταθήτε επίτροποι να το κόψετε, το ψωμί, και να το βάλετε μέσα εις τα σακκιά και το σιτάρι. Το κάμνετε;
– Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
– Εσείς οι άλλοι πέντε να φέρετε πέντε καζάνια νερό απόψε να ξημερωθούν έτοιμα, δια να παρακαλέσωμεν τον Χριστόν αύριον να τα ευλογήση και να πάρουν οι χριστιανοί δια αγιασμόν. Το κάμνετε;
– Το κάμνομεν άγιε του Θεού.
– Καλά παιδιά μου, καθήσετε να τελειώσωμεν και τα επίλοιπα. Προσέχετε λοιπόν, αδελφοί μου, να μην υπερηφανεύεσθε, να μην φονεύετε, να μην πορνεύετε, να μην μοιχεύετε, να μην κλέπτετε, να μην κάμνετε όρκους, να μην λέτε ψεύματα, να μην συκοφαντάτε, να μην κατατρέχετε ένας τον άλλον, να μην προδίνετε, να μην στολίζετε ετούτο το σώμα το βρώμιο οπού αύριον θε να φάνε τα σκουλήκια, αλλά να στολίζετε την ψυχήν σας οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Προσεύχεσθε το κατά δύναμιν, νηστεύετε το κατά δύναμιν, κάμνετε ελεημοσύνες το κατά δύναμιν και να έχετε τον θάνατον πάντοτε ομπρός εις τα μάτια σας, πότε να φύγετε από ετούτον τον ψεύτικον κόσμον και να πηγαίνετε εις τον αιώνιον.
Ακούσατε, αδελφοί μου, καθώς ένας άρχοντας έχει δέκα δούλους και σφάλει ο ένας και τον διώχνει και βάνει άλλον εις το ποδάρι του, έτσι και ο Κύριος, ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα των αγγέλων και έγιναν δαίμονες, τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ετούτος και έκαμεν/ εμάς τους ανθρώπους δια να μας βάλη εις τον πρώτον τόπον των αγγέλων.
Εμείς εδώ, χριστιανοί μου, δεν έχομεν πατρίδα. Ετούτη η γη δεν είναι εδική μας, είναι δια τα ζώα, η θάλασσα δια τα οψάρια, ο αέρας δια τα πετεινά. Δια τούτο ο πανάγαθος Θεός μας έκαμε με το κεφάλι ορθούς και μας έβαλεν τον νουν εις το απάνω μέρος, εις την κεφαλήν, δια να στοχαζώμασθε πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας, διατί εδώ, εις ετούτον τον κόσμον, καν βασιλείς να γένωμεν, δεν ημπορούμεν να αναπαυθούμεν. Ετούτος ο κόσμος είναι ωσάν ένα χάνι. Εις το χάνι οπού θέλεις να πηγαίνης, κάθεσαι πολύν καιρόν εκεί ή μία βραδιά και ύστερα φεύγεις να πας εις το σπίτι σου ογλήγορα; Διατί εδώ δεν έχει κανένας πατρίδα. Πατρίδα έχομεν, την ουράνιον βασιλείαν.
Όθεν, αδελφοί μου, δεν είμαι άξιος να σας διδάσκω και να σας συμβουλεύω, πλην αποτολμώ πάλιν και παρακαλώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν και Θεόν να στείλει ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογίαν του, να ευλογήση και αυτήν την χώραν και όλα τα χωρία των χριστιανών, να ευλογήση τα σπίτια σας, να ευλογήση και τους άνδρας και τας γυναίκας, τα παιδιά σας, τα πράγματα σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος να συγχωρέσει τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση να περάσετε και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα και εις εις αυτήν την μάταιαν ζωήν και μετά ταύτα να πηγαίνετε και εις/ τον Παράδεισον, εις την πατρίδα μας την αληθινήν, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε, να δοξάζετε και να προσκυνάτε Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Παρακαλώ σας, αδελφοί μου να ειπήτε και δια εμένα τον αμαρτωλόν τρεις φορές συγχωρείτε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρεθήτε και ανάμεσόν σας, ζητήσετε συγχώρησιν.