“Ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού. Και εν τω σπείρειν αυτόν ό μεν έπεσεν παρά την οδόν και κατεπατήθη και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγαν αυτόν και έτερον έπεσεν επί την πέτραν και φυέν ανατείλαντος του ηλίου εξηράνθη δια το μη έχειν ικμάδα και έτερον έπεσεν εν τω μέσω των ακανθών και συμφυείσαι αι άκανθαι απέπνιξαν αυτόν. Και έτερον έπεσεν επί την γην την αγαθήν και φυέν εποίησεν ό μεν εκατόν, ό δε εξήκοντα, ό δε τριάκοντα. Ταύτα λέγων εφώνει ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω», γράφει ο ένδοξος άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον. Λέγει δε η παραβολή αύτη: Ήτον ένας γεωργός και εβγήκεν από το σπίτι του και επήγε να σπείρει εις τα χωράφια του. Και εκεί οπού έσπερνε δεν έπεσεν εις ένα μέρος ο σπόρος εκείνος, άλλος έπεσεν εις την στράταν, άλλος εις την πέτραν, άλλος εις τα ακάνθια και άλλος εις την καλήν γην. Εκείνος ο σπόρος οπού έπεσεν εις την στράταν δεν εφύτρωσε, διατί ήτον σκληρά και καταπατημένη από τους διαβάτας και ήλθον τα πετεινά του αέρος και τον έφαγαν τον σπόρον εκείνον και έμεινεν η στράτα άκαρπη. Έπεσε και άλλος σπόρος επάνω εις την πέτραν, είχεν ολίγον χώμα, εφύτρωσε και αυτός ο σπόρος, μα καθώς εβγήκεν ο ήλιος τον επύρωσεν και μη έχοντας ρίζαν εξηράνθη και έμεινεν άκαρπος και αυτός ο σπόρος. Έπεσεν και άλλος σπόρος ανάμεσα εις τα ακάνθια, εφύτρωσε και αυτός και εβγαίνοντας τα ακάνθια τον έπνιξαν και εχάθη και αυτός ο σπόρος. Εκείνος ο σπόρος οπού έπεσε πάλιν εις την καλήν γην, δεν έκαμε όλη η γη εκείνη ίσια, λόγου χάριν έσπειρεν ένα κοιλόν σιτάρι και έκαμεν εκατόν. Έπεσεν και άλλος σπόρος εισέ κατωτέραν γην και έκαμεν εξήκοντα, έπεσε και άλλος σπόρος εισέ αχαμνότερη και έκαμε τριάκοντα. Τώρα με φαίνεται αυτήν την παραβολήν να την καταλάβετε κομμάτι καλύτερα, μα ακόμη όχι τόσον καλά.
Μου φαίνεται εύλογον να την ειπούμεν ακόμη απλότερα. Και πρώτον να ειπούμεν, ποίος είναι ο γεωργός, β΄ ποίον είναι το σπίτι του γεωργού, γ΄ ποίος είναι ο σπόρος, δ΄ ποία είναι τα χωράφια, ε΄ ποία είναι η στράτα, στ΄ ποία είναι η πέτρα, ζ΄ ποία είναι τα αγκάθια, η΄ ποία είναι η καλή γη, οπού έκαμεν εις το ένα κοιλό τα εκατό, τα εξήκοντα, τα τριάκοντα. Τώρα να με φαίνεται να την καταλάβετε αυτήν την παραβολή καλύτερα.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται Θεός, λέγεται Υιός Θεού, λέγεται και υιός ανθρώπου, λέγεται και σοφία, λέγεται και ζωή, λέγεται και ανάστασις. Και ανάμεσα εις τα άλλα λέγεται και γεωργός, επειδή σπείρει τον σπόρον. Ο Κύριός μας λοιπόν εβγήκεν από το σπίτι του. Ποίον είναι το σπίτι του Χριστού μας; Η πατρική ουσία, ο πατρικός κόλπος. Πώς εβγήκεν ο Κύριος από την πατρικήν φύσιν και πώς εμείς οι ευσεβείς χριστιανοί πιστεύομεν, δοξάζομεν και προσκυνούμεν την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού μας, πώς εκαταδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων και εσαρκώθη εις την κοιλίαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και όλος μέσα εις την πατρικήν φύσιν και όλος πανταχού; Και καθώς οι ακτίνες του ηλίου είναι όλες μέσα εις τον ήλιον και όλες εξαπλωμένες εις όλον τον κόσμον και όλες πανταχού, έτσι είναι και ο Κύριος όλος μέσα εις την πατρικήν ουσίαν και όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και πανταχού. Ένας άνθρωπος τώρα ημπορεί να είναι όλος μέσα, όλος ο νους του εις την πόλιν και όλος εις το σπίτι του, εις τα παιδιά του και πάλιν όλος ο νους του να είναι μέσα εις το κεφάλι του χωρίς να λείπει τίποτες. Ο άνθρωπος οπού είναι πλάσμα του Θεού έχει αυτό το χάρισμα και ο Θεός δεν δύναται να είναι όλος εις τους ουρανούς και όλος εις κάθε μέρος; Και έτσι, αδελφοί μου, εβγήκεν ο Κύριος από το σπίτι του και επήρε σπόρον να σπείρει τα χωράφια του. Ποία είναι τα χωράφια του; Είναι οι καρδιές των ανθρώπων. Ποίος είναι ο σπόρος; Είναι το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας. Και καθώς ο γεωργός οργώνει το χωράφι και σπέρνει τον σπόρον, έτσι και ο Κύριος ώργωσε τας καρδίας των ανθρώπων με την διδασκαλίαν του και μας εφύτευσε την ζωήν την αιώνιον. Ποία είναι η στράτα; Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, όπου είναι σκληρά, καταπατημένη η καρδία του από τες μέριμνες τες βιοτικές και ακούει τον λόγον του Θεού, μα δεν εμβαίνει μέσα, διατί είναι καταπατημένη στράτα η καρδία του και έρχονται τα πετεινά του αέρος, οι δαίμονες και τρώγουν εκείνον τον σπόρον και μένει άκαρπος ο υπερήφανος, ήγουν χωρίς ψυχής ωφέλειαν. Ποία είναι η πέτρα; Πέτρα είναι μία καρδία ανθρώπου, οπού ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά πάσης χαράς, μα έχει ολίγην ευλάβειαν εις τον Χριστόν, ύστερον του έρχεται κανένας πειρασμός και αρνείται τον Χριστόν και πηγαίνει με τον Διάβολον και μένει η πέτρα άκαρπη. Ποία είναι τα ακάνθια; Ακάνθια είναι ο πόρνος, οπού ακούει τον λόγον του Θεού και αυτός, ύστερον έρχονται τα πορνικά πάθη και τον πνίγουν και χάνεται και μένουν και τα ακάνθια άκαρπα. Ποία είναι η καλή γη, οπού έκαμε τα εκατόν, τα εξήκοντα και τα τριάκοντα; Εκατόν έκαμε ο τέλειος άνθρωπος, εξήκοντα ο μεσαίος και τριάκοντα ο κατώτερος. Μα το κεκρυμμένον νόημα οπού έχει μέσα τούτη η παραβολή δεν το εκαταλάβετε και μου φαίνεται εύλογον, αδελφοί μου, να σας ειπώ από ένα παράδειγμα εις κάθε ένα, δια να καταλάβετε καλύτερα αυτήν την παραβολήν.
Και πρώτον ας αρχίσωμεν από την στράταν να ειπούμεν. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν, ας αφήσουμε τα πολλά και ένα να ειπούμε μόνον μας φθάνει, δια να καταλάβουμε. Τον παλαιόν καιρόν, χριστιανοί μου, ήτον ένας άνθρωπος και ελέγετο το όνομά του Μανασσής. Τον αξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και έγινε βασιλεύς εις τους Εβραίους. Πενήντα δύο χρόνους εβασάνιζε τους Εβραίους με πολλά παιδευτήρια. Τον εδίδασκαν οι Προφήται και διδάσκαλοι να κυβερνά τον κόσμον με πραότητα, με ημερότητα, με αγάπην. Αυτός δεν ήκουεν τον λόγον του Θεού, ήτον σκληροκάρδιος, δεν εμετανόησεν η καρδία του, ήτον στράτα καταπατημένη. Βλέποντας ο Πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην, τι κάμνει; Σηκώνει ένα βασιλέα μέσαθε από την Ανατολήν και τον πολεμεί και τον παίρνει σκλάβον και τον εκλείδωσε μέσα εις ένα καζάνι αποβραδύς με σκοπόν την άλλην ημέραν να τον κάψει, να τον κάμει κουρμάνι εις τα είδωλα. Τι κάμνει ο Μανασσής εκεί μέσα εις το χάλκωμα οπού ήτον κλεισμένος; Ενθυμήθη τες αμαρτίες του, έκλαυσε, επαρακάλεσε τον Θεόν να τον ελευθερώση, και πάλιν άλλην φοράν αμαρτίαν να μη κάμη. Βλέποντας ο Θεός την καλήν γνώμην ήκουσε την μετάνοιάν του, εδέχθη τα δάκρυά του και στέλνει έναν άγγελον και τον ελευθερώνει από εκείνον τον κίνδυνον. Ύστερον επούλησεν τα πράγματά του και τα εμοίρασεν ελεημοσύνην και επήγεν και ασκήτευεν εις όλην του την ζωήν με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, κακοπαθίες και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Ανίσως, αδελφοί μου, και είναι εδώ κανένας από την ευγενείαν σας και είναι η καρδία του σκληρά, καταπατημένη ωσάν του Μανασσή, ως υπερήφανος, ας μετανοήσει, ας ενθυμηθή τες αμαρτίες του, ας κλαύσει, και να είναι βέβαιος πως καθώς εδέχθηκε την μετάνοιαν εκείνου του Μανασσή, δέχεται καθενός και εσένα και εμένα. Τώρα μου φαίνεται με το παράδειγμα αυτό να εκαταλάβετε στράτα τι θέλει να ειπή.
Είπαμε δια την στράταν, τώρα να ειπούμεν και δια την πέτραν. Έχομεν πολλά παραδείγματα, ας αφήσουμεν τα πολλά και ας ειπούμεν ένα, ας πάρουμε τον Απόστολον Πέτρον παράδειγμα.
Τη μεγάλη Πέμπτη το βράδυ ηξεύροντας ο Κύριος ως καρδιογνώστης Θεός πάντα τα μέλλοντα και μάλιστα την καρδία των Εβραίων και του Ιούδα, εκάθισεν ο Κύριος και εδίδαξε τους Αγίους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Ανάμεσα εις τα άλλα τους είπε και τούτον τον λόγον: Να ηξεύρετε, μαθηταί μου, πως ένας από εσάς θε να με πουλήσει εις τους Εβραίους δια τριάντα φλωρία και θε να με περιγελάσουν οι Εβραίοι, να με υβρίσουν, να με δείρουν, να με σταυρώσουν. Όμως μη λυπάσθε, μαθηταί μου, διατί εγώ θέλω να σταυρωθώ, δια να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον και να δώσω ζωήν εις τους ανθρώπους, και την τρίτην ημέραν έχω να αναστηθώ και η ανάστασίς μου θέλει προξενήσει χαρά εις τον ουρανόν, χαρά εις την γην, χαρά εις τον Άδην, φαρμάκι και σπαθί δίστομο εις την καρδίαν των Εβραίων και μάλιστα του Διαβόλου. Να ηξεύρετε και τούτο, μαθηταί μου, πως τώρα εδώ είστε όλοι μαζωμένοι, τότε έχετε να με αφήσετε και να φύγετε όλοι σας. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: Κύριε, όλοι αν σε αρνηθούν, αμή εγώ δεν σε αρνούμαι. Τότε του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, εγώ είμαι έτοιμος να χύσω και το αίμα μου δια την αγάπην σου. Του λέγει πάλιν ο Κύριος: Καλά, Πέτρε, ο καιρός θέλει το δείξει. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, μη γένοιτο εις τον αιώνα να σε αρνηθώ ποτέ. Του λέγει πάλιν ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι. Εσύ τώρα οπού λέγεις πως δεν με αρνείσαι, εσύ πρώτος έχεις να με αρνηθής απόψε προτού να λαλήση ο πετεινός, όχι μία ή δύο φορές έχεις να με αρνηθής, αλλά τρεις. Διατί καλύτερα ήξευρεν ο Κύριος την καρδίαν του Πέτρου παρά οπού την ήξευρεν ο Πέτρος. Πάλιν λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, όλοι αν σε αρνηθούν, μα εγώ δεν σε αρνούμαι ποτέ. Του λέγει ο Κύριος: Το σιτάρι όταν το πυρώση ο ήλιος, τότε φαίνεται πως είναι ριζωμένο αν δεν ξηρανθή, ομοίως και κάθε χριστιανός, όταν του έλθη πειρασμός και δεν αρνηθεί τον Χριστόν, τότε φαίνεται πως είναι χριστιανός.
Ήλθεν η ώρα, επαραδόθη ο Κύριος με το θέλημά Του εις τας χείρας των παρανόμων Εβραίων, ευθύς έφυγαν οι Απόστολοι, καθώς είπεν ο Κύριος, επήραν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας και τον επήγαν εις τα παλάτια του Άννα και του Καϊάφα, του σατανά, και ευθύς άρχισαν και τον εξέταζαν τον Χριστόν μας, πούθενε είναι. Επήγεν ο Πέτρος και έστεκεν από μακριά δια να ιδή, τι τον κάμνουν τον Χριστόν μας. Έρχεται ένας Εβραίος και λέγει του Πέτρου: Και εσύ μαζί με το Χριστό είσαι; Σου πρέπει να σε θανατώσουν και εσένα. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: Δεν είμαι μαζί του, δεν τον γνωρίζω τι άνθρωπος είναι. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν ο Πέτρος; Αρνήθη τον Χριστόν και επήγε με τον Διάβολον, διατί εκείνος οπού αρνείται τον Θεόν δεν έχει αλλού πού να πηγαίνη παρά με τον Διάβολον. Πρωτύτερα έστεκε να ιδή ο Πέτρος τι τον κάμνουν τον Χριστόν, ύστερα ετήραξε την πόρταν να φύγη. Έρχεται άλλος Εβραίος και λέγει του Πέτρου: Και εσύ με τον Χριστόν είσαι; Σου πρέπει να σε θανατώσουν και εσένα. Λέγει πάλιν ο Πέτρος και δευτέραν φοράν: Δεν τον είδα, δεν τον ηξεύρω τον Χριστόν τι άνθρωπος είναι. Όταν εζύγωσε κοντά εις την πόρταν να φύγη, τον πιάνει και άλλος Εβραίος και του λέγει: Και εσύ μαζί με τον Χριστόν είσαι. Εγώ σε γνωρίζω. Σου πρέπει να σε σταυρώσουμε και εσένα. Λέγει ο Πέτρος: Να έχω το ανάθεμα, ανίσως και τον είδα, αν τον ηξεύρω τι άνθρωπος είναι. Ακούετε, αδελφοί μου, τι υπεσχέθη πρωτύτερα να χύση και το αίμα του ο Πέτρος δια την αγάπην του Χριστού μας και τώρα οπού τον εξέταζαν τον Πέτρον δια τον Χριστόν, παρευθύς τον αρνήθη και επήγεν με τον διάβολον, αρνήθηκε το φως και επήγεν εις το σκότος, αρνήθηκε την ζωήν την αιώνιον και επήγεν εις τον θάνατον. Και καθώς αρνήθη ο Πέτρος τον Χριστόν – ω του θαύματος! – ελάλησεν ευθύς ο πετεινός, καθώς είπεν ο Κύριος. Ακούοντας ο Πέτρος τον πετεινόν, εκάηκεν η καρδία του και εβγαίνοντας έξω από την πόρταν έπεσε με το κεφάλι κάτου εις την γην και κλαίοντας με μαύρα και πικρά δάκρυα έκαμαν τα μάτια του δύο βρύσες και έτρεχαν ωσάν ποτάμι. Και πάντοτε, όταν άκουε τον πετεινόν ο Πέτρος εις όλην του την ζωήν, έκλαιεν ενθυμώντας την άρνησιν οπού έκαμε του Χριστού.
Εσταυρώθη ο Κύριος με το θέλημά Του, ανέστη την τρίτην ημέραν, εφανερώθη εις επτά γυναίκες μυροφόρες, τες ευλόγησε και τες εχαροποίησε λέγοντάς τους: Πηγαίνετε να ειπήτε των Αποστόλων μου πως αναστήθηκα και να έλθουν εις την Γαλιλαίαν, εκεί τους καρτερώ. Ειπέτε και του Πέτρου να έλθη. Και διατί εξεχώρησε τον Πέτρον; Τάχα δεν ήτον και αυτός Απόστολος του Χριστού; Μα διατί τον εξεχώρησε; Δια να στοχασθή ο Πέτρος, πως εδέχθηκε την μετάνοιάν του ο Κύριος και τον εσυγχώρησεν. Επήγαν οι Απόστολοι εις τον Χριστόν και έλαβαν την χάριν του παναγίου Πνεύματος. Επήγε και ο Πέτρος, αμή έστεκε σκυθρωπός ωσάν εντροπιασμένος. Του λέγει ο Χριστός: Πέτρε, Πέτρε, με αγαπάς; Και ερωτώντας τον τρεις φορές του εδιώρθωσε τες τρεις άρνησες και του εσυγχώρησε το σφάλμα του ο Κύριος και του εχάρισε την πρώτην καθέδρα καθώς την είχε και πρώτα. Ύστερον επεριπάτησεν ο Πέτρος από Ανατολήν έως Δύση και έκαμε χιλιάδες χριστιανούς. Τον έπιασεν ένας βασιλεύς από την παλαιάν Ρώμην και του έλεγε να αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Λέγει του ο Πέτρος: Τον Χριστόν τον αρνήθηκα τρεις φορές, τώρα, βασιλέα, δεν τον αρνούμαι πλέον και ό,τι θέλεις κάμε μου, μόνον σε παρακαλώ να με σταυρώσης με το κεφάλι κάτου δια περισσοτέραν αισχύνην. Τον επαίδευσε με πολλά παιδευτήρια ο βασιλεύς τον Πέτρον, ύστερα τον εσταύρωσε με το κεφάλι κάτου και επαρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας χείρας του Χριστού μας και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Τώρα ανίσως και είναι εδώ κανένας από την ευγένειάν σας ωσάν τον Πέτρον οπού αρνήθηκε τον Χριστόν, ας κλαύση, ας μετανοήση και να είναι βέβαιος πως, καθώς εδέχθηκε του Πέτρου τα δάκρυα, δέχεται και εσένα, μόνον μη πέσης εις απελπισίαν.
Είπαμε δια την πέτραν, τώρα να ειπούμεν και δια τα ακάνθια ποία είναι. Έχομεν πολλά παραδείγματα, μα ας αφήσωμεν τα πολλά και ας ειπούμεν ένα.
Η οσία Μαρία ήτον δώδεκα χρονών κορίτσι. Έπεσεν εις τας χείρας του Διαβόλου, ημέρα και νύκτα ευρισκότουν εις την αμαρτίαν. Την εφώτισεν ο πανάγαθος Θεός και φεύγει από τον κόσμον και επήγεν εις την έρημον. Εκεί εκαθότουν και ασκήτευε σαράντα χρόνους και με τρία ψωμιά απέρασε την ζωήν της και εκαθαρίσθη και έγινεν ωσάν άγγελος. Θέλοντας ο Κύριος να την αναπαύση έστειλεν ένα άγιον ασκητήν, τον αββά Ζωσιμά να την εξομολογήση και να την μεταλάβη τα Άχραντα Μυστήρια. Και έβλεπεν την αγίαν ο ασκητής και έστεκε μίαν πήχυν υψηλά απάνου από την γην. Την εξομολόγησε, την εμετάλαβε τα Άχραντα Μυστήρια, ύστερα επαρέδωκε την αγίαν ψυχήν εις τας χείρας του παναγάθου Θεού και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται μαζί με τους αγγέλους πάντοτε.
Ανίσως και είναι κανένας εδώ από την ευγενείαν σας, άνδρας ή γυναίκα, ωσάν την οσίαν Μαρίαν, ήγουν πόρνος, αυτήν την ώραν ας κλαύση, ας μετανοήση, τώρα οπού έχει καιρόν. Και να είναι βέβαιος πως σώνει εκείνον, καθώς έσωσε και την οσίαν Μαρίαν.
Είπαμεν τους τρεις τρόπους των αμαρτωλών, τώρα θέλετε να ειπούμεν και τους τρεις τους δικαίους; Ή τους εξεύρετε;
Και πρώτον ας ειπούμεν ποία είναι η καλή γη, οπού έκαμε τα εκατό. Έχομεν πολλά παραδείγματα να ειπούμεν, μα ας αφήσωμεν τα πολλά και ας ειπούμεν ένα. Ας πάρουμε μία γυναίκα παράδειγμα, δια να μη παραπονούνται αι γυναίκες και λέγουν πως οι άνδρες ημπορούν και κάνουν καλά και σώνονται και αυτές είναι αδύναμες και δεν ημπορούν. Και ας πάρωμεν παράδειγμα την Αγίαν Παρασκευήν.
Η Αγία Παρασκευή ήτον δώδεκα χρονών κορίτσι από γένος ευγενικόν. Απόθανεν ο πατέρας της και η μητέρα της. Κάθεται η Αγία και κάνει ένα πύργον υψηλόν και δυνατόν, έβαλε τα πράγματά της όλα μέσα, έβαφε τα μάτια της με μαυράδι, έβανε σκουλαρίκια εις τα αυτιά της, έβαφε το πρόσωπό της και τα χείλη της με κοκκινάδι, έβανε γερδάνια εις τον λαιμόν της, είχε και δακτυλίδια εις τα δάκτυλά της, είχε και ένα ζωνάρι μαλαματένιο εις την μέσην της, βάνει και ένα φόρεμα πολλά ωραιότατο και παπούτσια ως μίαν πιθαμήν από τα άλλα κορίτσια υψηλά. Με αυτά εστολιζότουνε η Αγία. Είναι εδώ κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται; Ας πάρη παράδειγμα να στολίζεται ωσάν την Αγίαν Παρασκευή. Τώρα να ιδούμεν, ποίος είναι ο πύργος ο υψηλός. Ο υψηλός και δυνατός πύργος είναι ο ουρανός οπού εμοίρασεν όλα της τα πράγματα ελεημοσύνην και τα έστειλε με τους πτωχούς εις τον Παράδεισον. Με τι έβαφε τα μάτια της; Όχι με μαυράδι ωσάν μερικές γυναίκες ανόητες οπού βάνουν δια να φαίνονται εύμορφες εις τους άνδρας, αλλά εσηκωνότουν κάθε αυγή ενθυμώντας τες αμαρτίες των χριστιανών και έκλαιε βαρώντας το πρόσωπό της και βρέχοντας με τα δάκρυα. Ποία είναι τα σκουλαρίκια; Είχε τα αυτιά της ανοικτά στέκοντας με ευλάβειαν δια να ακούη το ιερόν και άγιον Ευαγγέλιον. Με τι έβαφε τα χείλη της; Όχι με κοκκινάδι, αλλά λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ», με την αλήθειαν. Ποίον είναι το γερδάνι οπού είχεν εις τον λαιμόν της; Είναι από τες νηστείες οπού έκανε και έλαμπεν ο λαιμός της ωσάν τον ήλιον. Ποία είναι τα δακτυλίδια; Είναι από τες πολλές μετάνοιες οπού έκαμνε και εγίνοντο κόμποι κόμποι τα δάκτυλά της. Ποίον είναι το ζωνάρι το μαλαματένιο; Είναι η παρθενία οπού εφύλαγεν εις όλην της την ζωήν. Ποίον είναι το φόρεμα; Είναι η εντροπή οπού είχεν εις του λόγου της και ο φόβος του Θεού οπού την εσκέπαζε. Ποία είναι τα παπούτσια τα υψηλά; Είναι ο νους της οπού τον είχεν εις τον ουρανόν και δεν τον είχεν εις την γην να στοχάζεται ταύτα τα μάταια, τα ψεύτικα, τα γήινα ωσάν τα άλλα κορίτσια. Έτσι εστολιζότουνε η Αγία.
Ανίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλει να στολίζεται ωσάν την Αγίαν Παρασκευήν, να στοχασθή τι έκαμεν η Αγία να κάμη και εκείνη δια να σωθή.
Έτσι, αδελφοί μου, η Αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, επούλησε τα πράγματά της και τα έδωκεν ελεημοσύνην, εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της την ζωήν. Την αξίωσεν ο Θεός και έκανε θαύματα, ιάτρευε τυφλούς και κουφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους και νεκρούς ανάσταινε.
Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντας την Αγίαν να κάνη θαύματα την εφθόνησαν και πηγαίνοντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον, ο οποίος ήτον από την παλαιάν Ρώμην, του λέγουν πως είναι χριστιανή. Ακούοντας ο βασιλεύς, πως η αγία Παρασκευή πιστεύει εις τον Χριστόν, την κράζει ο βασιλεύς και της λέγει: Παρασκευή, αρνήσου τον Χριστόν και έλα να θυσιάσης εις τους μεγάλους θεούς να σε κάμω βασίλισσα. Λέγει του η Αγία: Εγώ δεν είμαι τρελλή και ανόητη ωσάν εσένα, να αρνηθώ τον Χριστόν μου και να πηγαίνω με τον διάβολον, να αφήσω την ζωήν και να πηγαίνω εις τον θάνατον. Άμποτε εσύ να άφηνες το σκότος και να έλθης εις το φως.
Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλεί με τέτοιαν παρρησίαν εμπρός εις ένα βασιλέα; Όποιος έχει τον Χριστόν εις την καρδίαν του, δεν φοβάται όλον τον κόσμον. Ανίσως και θέλομεν και εμείς, αδελφοί μου, να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους, μήτε δαίμονας, τον Θεόν να έχωμε εις την καρδίαν μας και έτσι να μη φοβούμεθα κανένα πράγμα.
Λέγει ο βασιλεύς της Αγίας: Τρεις ημέρες σου δίδω διορίαν, διατί ανίσως και δεν έλθεις να προσκυνήσης τα είδωλα σε τρεις ημέρες, θε να σε θανατώσω, θε να σε καύσω μέσα εις ένα καζάνι. Λέγει του η Αγία: Βασιλεύ, εκείνο οπού θέλεις να κάμης εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διατί εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και ανάφτουνε μίαν φωτιάν μεγάλην και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσα, δειάφι και κατράμι και βράζει καλά. Βλέποντας η Αγία το καζάνι οπού έβραζε, εχαιρότουνε πως έμελλε να αναχωρήση από τούτον τον ψεύτικον κόσμον, δια να πηγαίνη εις τον αληθινόν. Προστάζει ο βασιλεύς να βάλουν την Αγίαν μέσα εις το καζάνι, δια να καή. Έκαμε τον σταυρόν της η Αγία και εμβαίνει μέσα. Καρτερεί δύο τρεις ώρες ο βασιλεύς, έβλεπε οπού δεν εκαιότουνε η Αγία. Τότε της λέγει ο βασιλεύς: Παρασκευή, διατί δεν καίεσαι; Λέγει του η Αγία: Ο Χριστός μου το εδρόσισε και δεν καίομαι. Λέγει της ο βασιλεύς: Ράντισέ με και εμένα εις το πρόσωπον να ιδώ, καίει; Επήρεν η Αγία με τα δυό της χέρια και του ρίχνει εις το πρόσωπον και ευθύς – ω του θαύματος! – ετυφλώθηκε και εγδάρθηκε το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών, πιστεύω και εγώ τον Θεόν οπού πιστεύεις και εσύ, Παρασκευή, μόνον έβγα γρήγορα να με βαπτίσης. Εβγήκεν η Αγία Παρασκευή και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον και εκαθαρίσθη. Εβγήκεν η Αγία Παρασκευή και επήγε και εδίδαξε και ένα άλλο βασίλειον και τους εβάπτισε. Ύστερον την έπιασεν άλλος βασιλεύς και την αποκεφάλισε και επήγεν εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν και εκέρδισε πέντε στεφάνους: α΄ στέφανον έχει να λάβη, διατί εμοίρασεν όλα της τα υπάρχοντα ελεημοσύνην, β΄ έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη, γ΄ διατί εφύλαξε παρθενίαν εις όλην της τη ζωήν, δ΄ διατί εδίδαξε δύο βασίλεια και τους έκαμε χριστιανούς, ε΄ διατί έχυσε το αίμα της δια την αγάπην του Ιησού Χριστού. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν.
Είναι εδώ κανένας από λόγου σας και θέλει να γένη τέλειος ωσάν την Αγίαν Παρασκευήν; Ας αγωνίζεται δια να σωθή. Μα δεν ημπορεί να κάμη τα εκατόν;
Ας έλθωμεν παρακάτω, εις εκείνον οπού έκαμε τα εξήκοντα.
Εις τας 9 του Οκτωβρίου μηνός εορτάζει η αγία μας Εκκλησία ένα Άγιον Ανδρόνικον με την Αγίαν Αθανασίαν. Ήτον ανδρόγυνον. Τους εχάρισεν ο πανάγαθος Θεός δύο τέκνα αρσενικά, το ένα ήτον δέκα χρονών και το άλλο δώδεκα. Μίαν ημέραν απόθαναν και τα δύο. Εκαθότουν και έκλαιεν η Αγία Αθανασία δια τα παιδιά της. Έρχεται άγγελος Κυρίου και της λέγει: Αθανασία, διατί κλαίεις και λυπάσαι; Τα παιδιά σου χαίρονται μέσα εις τον Παράδεισον και έχεις να τα απολαύσης εις την Δευτέραν Παρουσίαν και μη λυπάσαι. Έτσι την επαρηγόρησεν ο άγγελος.
Λέγει η Αθανασία του Ανδρόνικου: Αφέντη, χιλιάδες άνθρωποι και γυναίκες έζησαν και εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην τους την ζωήν, εμείς δεν εφυλάξαμεν. Μας εχάρισεν ο Θεός δύο παιδιά και μας τα επήρε, επανδρευτήκαμεν και εκάμαμεν τα σωματικά, δεν γενόμεθα καλόγεροι να κάμωμε και τα ψυχικά να πηγαίνωμεν εις τον Παράδεισον; Πρώτον αυθέντη τον ωνόμασεν η Αθανασία τον άνδρα της. Δια τιμή της γυναικός να λέγη τον άνδρα της αυθέντη. Απεκρίθη της και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει: Ας είναι, αδελφή μου, ας γένη το θέλημα του Θεού. Αδελφή την ωνόμασεν και από εκείνην την ώραν εζούσαν ωσάν αδελφοί. Επούλησαν τα πράγματά τους και τα εμοίρασαν ελεημοσύνην, επήγαν και οι δύο εις μοναστήρια και έγιναν καλόγεροι και απερνούσαν με νηστείες, σκληραγωγίες, κακοπαθίες και εσώθηκαν και επήγαν εις τον Παράδεισον. Αυτοί έκαμαν τα εξήκοντα, διατί έκαμαν πρώτον τα σωματικά, έκαμαν και τα ψυχικά. Αυτοί βέβαια είναι κατώτεροι από την Αγίαν Παρασκευήν.
Ανίσως και θέλει να κάμη τα εξήκοντα κανένας από λόγου σας, ας αγωνίζεται ωσάν τον Άγιον Ανδρόνικον και την Αγία Αθανασία και σώνεται. Και αν είναι κανένας από λόγου σας και δεν ευχαριστείται με την γυναίκα του και γυρεύει και ξένην γυναίκα, ας στοχασθή τον Άγιον Ανδρόνικον τι έκαμε και ας εντρέπεται. Ανίσως πάλιν και είναι καμμία γυναίκα και δεν ευχαριστείται με τον άνδρα της, αλλά θέλει και άλλον άνδρα, ας στοχασθή τι έκαμεν η Αγία Αθανασία και να εντρέπεται.
Πάλιν δεν ημπορείτε να κάμετε τα εξήκοντα, ας έλθωμεν παρακάτω, εις εκείνον οπού έκαμε τα τριάκοντα. Έχομεν πολλά παραδείγματα να αναφέρωμεν, μα ας αφήσωμεν τα πολλά και ας ειπούμεν ένα.
Εις την Ανατολήν ήτον ένας άνθρωπος, το όνομά του παπά-Ιωάννης, υπανδρεμένος, είχεν είκοσι παιδιά. Και μίαν ημέραν ένας δεσπότης εκόνευσεν εις το σπίτι του παπά-Ιωάννου. Βλέπει τα παιδιά και εκάθουνταν. Ερωτά ο δεσπότης τον παπά: Τίνος είναι τα παιδιά; Λέγει ο παπά-Ιωάννης: Δικά μου είναι, αφέντη πανιερώτατε, ο Θεός μου τα εχάρισε. Του λέγει ο δεσπότης: Πόσα παιδιά είναι; Λέγει ο παπά-Ιωάννης: Είκοσι. Λέγει ο δεσπότης: Πόσους χρόνους είσαι υπανδρευμένος; Λέγει ο παπάς: Δεκαοκτώ. Τότε λέγει ο δεσπότης του παπά: Δια δεκαοκτώ χρόνους να έχης είκοσι παιδιά, εσένα σου πρέπει να είσαι καθηρημένος. Λέγει ο παπάς: Να εξομολογηθώ, δεσπότη μου, και αν το εύρης εύλογον, ας είναι ορισμός του Θεού.
Αρχίνισε ο παπάς και λέγει: Εγώ, δεσπότη μου, έμαθα γράμματα ελληνικά, έγινα δεκαοχτώ χρονών αναγνώστης και υποδιάκονος,εικοσιπέντε διάκονος και όταν έγινα τριάντα χρονών, με επαρακάλεσαν οι χριστιανοί και ο δεσπότης και έγινα παπάς, χωρίς να δώσω κανένα άσπρο. Κατά τους θείους και ιερούς νόμους επανδρεύτηκα. Πρώτον εξομολογηθήκαμεν με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν, έπειτα από το στεφάνωμα εκοινωνήσαμεν τα Άχραντα Μυστήρια και ωσάν επέρασαν τρεις ημέρες εσμίξαμεν με την παπαδιά μου και ωσάν εγκαστρώθη, εχωρίσαμεν, έως οπού εγέννησεν, εσαράντισε, και τότε εματασμίξαμεν και πάλιν εγκαστρώθη, ευθύς αναχώρησα, και με τέτοιον τρόπον έκαμα τα είκοσι παιδιά οπού βλέπεις η πανιερότητά σου δια δεκαοκτώ χρόνους. Λέγει ο δεσπότης: Συγχωρημένος να είσαι να κάμης πενήντα και εκατό παιδιά. Έτσι ο ευλογημένος παπάς έμαθε τα παιδιά του γράμματα, τα επαίδευσε με νουθεσίες καλές και επέρασε και εδώ καλά και επήγε και εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτός έκαμε τα τριάκοντα, είναι παρακάτω από εκείνον οπού έκαμε τα εξήκοντα.
Θέλεις και συ, αδελφέ μου, να κάμης τα τριάκοντα ωσάν τον παπά-Ιωάννην; Αγωνίζου τώρα οπού έχεις καιρόν και σώνεσαι.
Αυτή είναι η εξήγησις της παραβολής, αυτήν την παραβολήν εφανέρωσε ο Κύριος, μα ακόμη δεν εκαταλάβετε το νόημά της και λέγει έτσι: Ο πρώτος σπόρος οπού έπεσεν εις την στράταν είναι οι Εβραίοι, οι οποίοι είναι δια την Κόλασιν. Ο δεύτερος σπόρος οπού έπεσεν εις την πέτραν είναι οι ασεβείς, ομοίως είναι κάλπικη η πίστις τους, του διαβόλου. Ο τρίτος σπόρος οπού έπεσεν εις τα ακάνθια είναι οι αιρετικοί, είναι και αυτών η πίστις τους του διαβόλου. Ο τέταρτος σπόρος οπού έπεσεν εις την καλήν γην είναι η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, οι οποίοι σώνονται, μα πώς σώνονται; Σώνεται ο καθένας καθώς έπραξεν, ανίσως και έκαμε καλά, πηγαίνει εις τον Παράδεισον, ανίσως και έκαμε κακά, πηγαίνει εις την Κόλασιν. Διατί ο κόσμος είναι μοιρασμένος εις τέσσαρα μέρη. Τα τρία μέρη είναι δια την Κόλασιν και το άλλο μέρος δια τον Παράδεισον. Αυτό είναι το νόημα του Χριστού και όποιος θέλει ας στοχασθή καλά με τον νουν του αν θέλη να σωθή.