«Ερευνάτε τας Γραφάς οτι εν αυταίς ευρήσετε ζωήν αιώνιον». Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης, ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος ο Κύριός μας από την ευσπλαγχνίαν του από την πολλήν αγαθότητά του, από την πολλήν αγάπην οπού έχει εις το γένος μας σιμά εις τα πολλά και άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ έκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν, ιδού οπού μας ηξίωσε και σήμερον την αυγήν και τον εδοξάσαμεν και εδιαβάσαμεν και το άγιον Ευχέλαιον και εχρισθήκαμεν εις βοήθειάν μας και άμποτες ο Κύριος να μας ευσπλαγχνισθή διά πρεσβειών της δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας αξιώση να απεράσωμεν και εδώ καλά, ειρηνικά και ηγαπημένα και μετά ταύτα να πηγαίνωμεν και εις τον Παράδεισον να χαιρώμεθα και να ευφραινώμεθα, να δοξάζωμεν την αγίαν Τριάδα.
Τον παλαιόν καιρόν, χριστιανοί μου, οι άνθρωποι ήτον καθαροί και ομιλούσανε με τον Θεόν. Ύστερα, ωσάν εξέπεσαν εις αμαρτίες και δεν ήτον άξιοι να ομιλούν με τον Θεόν, εφώτισε πρώτον το Πνεύμα το άγιον τους αγίους Προφήτας και μας έγραψαν την θείαν και ιεράν Γραφήν, εφώτισε και δεύτερον τους αγίους Αποστόλους, εφώτισε και τρίτον τους αγίους Πατέρας και μας εξήγησαν τα βιβλία της Εκκλησίας μας διά να ηξεύρωμεν πού περιπατούμεν.
Κατά τον καιρόν εκείνον ήτον ένας άνθρωπος και ελέγετο Μωϋσής. Αυτός από μικρόν παιδίον οπού ήτον έλαβε δύο χαρίσματα εις την καρδίαν του, αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του. Έτσι πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί, αδελφοί μου, να έχομεν αυτές τες δύο αγάπες. Φυσικόν μας είναι να έχωμεν αυτές τες δύο αγάπες, παρά φύσιν είναι να μη τες έχωμεν. Και πόσην αγάπην θέλει ο Θεός να έχωμεν ημείς; Σας λέγω παραμικρόν: λέγει ο Κύριός μας εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον «αύτη εστίν η εντολή η εμή ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς». Ακούσατε, αδελφοί μου, τι λέγει ο Κύριός μας; Λέγει έτσι: Καθώς εγώ εγεννήθηκα και έβάλθηκα εις το παχνί των αλόγων ζώων, ύβρίσθηκα, επεριγελάσθηκα, εδάρθηκα, επείνασα, εδίψησα, επεριπάτησα γυμνός, έλαβα σταυρικόν θάνατον, έχυσα και το αίμα μου διά την αγάπην σας, διά να σας ελευθερώσω από τας χείρας του Διαβόλου, από την Κόλασιν, έτσι πρέπει και η ευγενεία σας την αυτήν αγάπην να έχετε εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς σας και, αν τύχη και ανάγκη, να χύνετε και το αίμα σας διά την αγάπην του αδελφού σας. Είναι κανένας εδώ οπού να έχη αυτήν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς του καθώς ο Χριστός μας; — Εγώ, άγιε του Θεού.— Άκουσε, παιδί μου, να σε ειπώ. Η τελεία αγάπη είναι να πουλήσης όλα σου τα πράγματα να τα δώσης ελεημοσύνην και να πηγαίνης και εσύ να εύρης κανένα αυθέντη να πουληθης σκλάβος και όσα πάρης να τα δώσης όλα, να μη κρατήσης ένα άσπρο. Ημπορείς να το κάμης αυτό να γένης τέλειος; Βαρύ σε φαίνεται. Άκουσε: Εις την Ανατολήν ήτον ένας δεσπότης. Του επήραν από την επαρχίαν του εκατό ανθρώπουςσκλάβους. Επούλησεν όλα του τα πράγματα και τους εξεσκλάβωσεν. Ένα παιδίον μιανής πτωχής χήρας απόμεινε σκλαβωμένο. Δεν είχε πώς να το ξεσκλαβώση και αυτός τι κάμνει; Πηγαίνει και ξουρίζεται και βγάνει τα γένεια. Επήγε και επαρακάλεσε τον αυθέντη οπού είχε το παιδίον να το ελευθερώση και να κρατήση εκείνον σκλάβον. Το ελευθέρωσεν από την σκλαβιάν και αυτός εκάθισεν εις τον αυθέντη και απερνούσε μεγάλην σκληραγωγίαν, έως οπού διά την υπομονήν οπού έκανε τον ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και έκανε θαύματα. Ύστερα τον ελευθέρωσεν ο αυθέντης του και πάλιν έγινεν αρχιερεύς καθώς ήτον και πρωτύτερα. Την αυτήν αγάπην θέλει ο Θεος να έχωμεν και ημείς. Ευρίσκεται κανένας να έχει αυτήν την αγάπην, να κάμη καθώς έκαμε και ο δεσπότης; Βαρύ σε φαίνεται. Δεν ημπορείς να το κάμεις αυτό, κάμε άλλο: μη πουληθής εσύ σκλάβος, μόνον πούλησε τα πράγματά σου, δώσε τα όλα ελεημοσύνην, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σε φαίνεται και αυτό. Ας έλθωμεν παρακάτω. Δεν ημπορείς να δώσης όλα σου τα πράγματα, δώσε από τα μισά, δώσε από τα τρίτα ένα, δώσε από τα πέντε ένα. Ακόμη βαρύ σε φαίνεται; Κάμε άλλο, δώσε από τα οκτώ, δώσε από τα δέκα ένα, το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σε φαίνεται. Κάμε άλλο, μη κάμης ελεημοσύνην, μη πουληθής σκλάβος, ας έλθωμεν παρακάτω: μη πάρης το ψωμί του αδελφού σου, μη πάρης το εξωφόρι του, μη τον κατατρέχης, μη τον τρως με την γλώσσαν σου. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Ας έλθωμενπαρακάτου, κάμε άλλο: τον εύρηκες τον αδελφόν σου μέσα εις την λάσπην και δεν θέλεις να τον εβγάλης. Καλά, δεν θέλεις να του κάμης καλό, μη του κάμης κακόν, άφησέ τονε. Πώς θέλομεν να σωθούμεν, αδελφοί μου; Το ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλο βαρύ. Πού να πάμε παρακάτου, δεν έχομε να κατεβούμεν. Ο Θεός είναι εύσπλαγχνος, ναι, μα είναι και δίκαιος, έχει και ράβδον σιδηράν.
Η αγάπη, αδελφοί μου, έχει δύοιδιώματα, ένα να δυναμώνη τον άνθρωπον εις τα καλά και άλλο να τον νεκρώνη εις τα κακά. Στοχασθήτε: είναι μία μητέρα και έχει το παιδί της. Παίρνει ψωμί να φάγη, κλαίει το παιδί της. Ευθύς αλησμονά το ψωμί διά να το παρηγορήση. Από τί παρακινείται η μητέρα; Από την αγάπην οπού έχει εις το παιδί της. Νυστάζει η μητέρα και θέλει να κοιμηθή. Κλαίει το παιδί της. Ευθύς αλησμονά τον ύπνον διά να το παρηγορήση. Από τί παρακινείται; Από την αγάπην. Είναι άρρωστη η μητέρα, κλαίει το παιδί της. Ευθύς αλησμονά την αρρωστίαν διά να παρηγορήση το παιδί της. Από τί παρακινείται; Από την αγάπην.
Εγώ πιάνω το σπαθί να σε φονεύσω. Ανίσως και σε αγαπώ, ευθύς η αγάπη μού νεκρώνει τα χέρια. Θέλω να σε κλέψω, η αγάπη δεν με αφήνει. Θέλω να σε προδώσω,
να σε φονεύσω, να σε κατατρέξω η ο,τι άλλο κακό να σου κάμω. Η αγάπη δεν με αφήνει να σου κάμω κανένα κακόν, ευθύς με νεκρώνει. Εγώ λέγω πως σε αγαπώ, μα θέλεις να αγαπώ και το παιδί σου και τότε είναι αληθινή η αγάπη. Ειδέ να λέγω πως εσένα σε αγαπώ και το παιδί σου να μισώ, δεν είναι αληθινή η αγάπη οπού έχω εις εσένα, είναι ψεύτικη. Εγώ λέγω πως τον Θεόν τον αγαπώ οπού δεν τον βλέπω, εσένα οπού σε έχω αδελφόν και σε βλέπω δεν σε αγαπώ. Λοιπόν είμαι ψεύτης. Δια τούτο, αδελφοί μου, ανίσως και θέλωμεν να σωθούμεν να μη ζητήσωμεν εδώ εις τον κόσμον κανένα άλλο πράγμα παρά αυτήν την αγάπην να έχωμεν εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας.
Ενήστευσεν ο Μωϋσής σαράντα ημέρες και σαράντα νύκτες και εκαθαρίσθη και έγινενωσάν άγγελος. Έτσι πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να νηστεύωμε πάντοτε, μα περισσότερον την Τετράδη, διατί επουλήθηκε ο Χριστόςμας, και την Παρασκευή διατί εσταυρώθη. Σαράντα χρόνους εσπούδαζε ο Μωϋσής γράμματα. Έτσι πρέπει και εμείς να σπουδάζωμεν να μανθάνωμεν γράμματα διά να ηξεύρωμεν πού περιπατούμεν. Και αν δεν εμάθετε γράμματα οι πατέρες και αι μητέρες να βάνετε τα παιδιά σας να μανθάνουν. Δεν βλέπετε πώς αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν τα θηρία; Δια τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε κάθε τρόπον να έχετε σχολεία εις τες χώρες σας διά να καταλαμβάνετε το άγιον Ευαγγέλιον, να μη περιπατήτε εις το σκότος.
Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την καλήν γνώμην του Μωυσέως τον ηξίωσε και έγινε βασιλεύς εις τους Εβραίους και εβασίλευσε σαράντα δύο χρόνους, τον ηξίωσε και έγινε προφήτης. Τί θέλει να ειπή προφήτης; Τον έκαμε ο Θεός ωσάν του λόγου του, να ηξεύρη τα απερασμένα και τα μέλλοντα. Έτσι και ημείς, αδελφοί μου, ωσάν κάνωμεν καλά και φυλάγωμεν τα προστάγματα του Θεού, καθώς ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός τον Μωϋσήν, μας αξιώνει και ημάς και ο,τι του ζητήσωμεν με καθαράν καρδίαν μας το δίνει. Ειδέ και δεν κάνωμεν καλά και δεν φυλάγωμεν τα προστάγματα του Θεού και δεν έχωμεν την αγάπην ανάμεσόν μας, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν, τότε έρχεται ο πονηρός Διάβολος και μας φαρμακεύει την καρδίαν και απερνούμεν και εδώ κακά και πηγαίνομεν εις την Κόλασιν να καιώμεσθεν πάντοτε.
Τον παλαιόν καιρόν, αδελφοί μου, ο μισόκαλος Διάβολος έβγαλεν όλες του τες κακίες και επαρακινούσε τους ανθρώπους να υπερηφανεύονται, να σκοτώνουνται, να πορνεύουν, να μοιχεύουν, να κάνουν αρσενοκοιτίες, κτηνοβασίες και άλλα αισχρά πράγματα, τα οποία δεν τα έκανε μήτε σκύλος μήτε γάιδαρος, και το χειρότερον επαρακινούσε τους ανθρώπους να προσκυνούν διά Θεόν άλλος τον ήλιον, άλλος το φεγγάρι, άλλος την θάλασσαν και άλλος τον πετεινόν και μάλιστα μερικές γυναίκες τοσκόρδο. Με φαίνεται να είναι και εδώ μία γυναίκα οπού το έχει εις το κεφάλι του παιδιού της και δεν έχει την ελπίδα της εις τον Θεόν αλλά εις το σκόρδο και αύριον το θανατώνει ο Θεός και της καίει την καρδίαν. Έβγαλέ το. Ακόμα τα διαβολικά καμώματα φυλάγετε; Ρίψετέ τα, αν θέλετε να σας φυλάγη ο Θεός.
Θέλοντας ο πανάγαθος Θεός να κάμη κατακλυσμόν να χαλάση τον κόσμον επρόσταξε τον Νώε να φτιάση ένα καράβι επάνω εις την γην να είναι τριακόσιες οργιές μακρύ, πενήντα πλατύ, τριάκοντα υψηλό, να το πολεμάει εκατό χρόνους έως να το τελειώση, διατί έχουνε να σε ερωτούν οι άνθρωποι: Τι κάνεις Νώε; και έχεις να τους λέγης πως ο Θεός σε επρόσταξε να κάμης ένα καράβι, διατί θέλει να χαλάση τον κόσμον και οι άνθρωποι έχουν να σε περιγελούν και εσύ να μη σε μέλη, μόνον τη δουλειά σου τήραξε να κάμης. Αρχίνισε ο Νώε και έφτιανε το καράβι, επήγαιναν οι άνθρωποι και τον ερωτούσαν: Νώε, τί κάμνεις; Τους έλεγεν ο Νώε: Ο Θεός με επρόσταξεν ένα καράβι να κάμω, διατί θέλει να χαλάση τον κόσμον. Του έλεγαν οι άνθρωποι: Εσύ, Νώε, είσαι τρελλός! Και τί επαθεν ο Θεός εδά; Ετρελλάθη και θέλει να χαλάση τον κόσμον; Ο Νώε την δουλειά του ετήραξε να κάνη και έως τους εκατό χρόνους το ετελείωσε.
Τον καιρόν εκείνον οκτώ άνθρωποι ευρέθηκαν καλοί μόνον: ο Νώε, η γυναίκα του, τα τρία του παιδιά και οι τρεις του νυφάδες. Θέλοντας ο πανάγαθος Θεός να φύλαξη αυτούς τους οκτώ επρόσταξε τον Νώε να πισσώση καλά το καράβι διά να μη μπαίνη μέσα η βροχή και να βάλη μέσα από όλα τα ζώα, αρσενικά και θηλυκά, καθαρά και ακάθαρτα. Εμπήκε και αυτός μέσα, η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά και οι τρεις του νυφάδες και έκλεισαν καλά το καράβι. Οι άνθρωποι έξωθεν έτρωγαν, έπιναν, έκαναν πραγματείες, λισιβερίσια και άλλα διαβολικά καμώματα, εκοιμώντο ξέγνοιαστα. Εκαρτέρει ο Θεός να μετανοήσουν. Τότε άνοιξεν ο Θεός τους καταρράκτας του ουρανού και έπεφτεν η βροχή ωσάν ποταμός εις την γην. Έτρεχαν τότε οι άνθρωποι, εφώναζαν: Νώε, άνοιξέ μας και εμάς να έμπωμεν εις το καράβι. Τους έλεγεν ο ευλογημένος ο Νώε: Και πού είστε τώρα εκατό χρόνους οπού σας έλεγα πως ο Θεός θε να χαλάση τον κόσμον και εσείς με περιγελούσετε; Τώρα τί να σας κάμω και εγώ; «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια». Και εσήκωσε την θάλασσαν δεκαπέντε πήχες υψηλά από τα υψηλότερα βουνά και έπνιξεν όλον τον κόσμον. Μόνον οι οκτώ άνθρωποι εγλύτωσαν, ο Νώε, η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά και οι τρεις του νυφάδες. Και πάλιν από αυτούς τους οκτώ εγέμισεν όλος ο κόσμος. Στοχασθήτε τι λέγει ο Χριστός εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον: «Ώσπερ δε αι ημέραι του Νώε ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου». Ήγουν καθώς εις τον καιρόν του Νώε οι άνθρωποι δεν επίστευον, αλλά τον επεριγελούσαν, έως οπού ήλθεν εξάφνως η οργή του Θεού και ο κατακλυσμός και έπνιξεν όλον τον κόσμον, ομοίως και τώρα, χριστιανοί μου, εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού μας δεν έχουν να πιστεύσουν οι άνθρωποι,καθώς και τότε δεν επίστευσαν. Το ηξεύρω και εγώ, χριστιανοί μου, πως με περιγελούν και λέγουν: Τώρα ήλθες εσύ, παλαιοκαλόγερε, να μας ειπής λόγια εδικά σου. Τα λόγια οπού σας λέγω δεν είναι εδικά μου, είναι λόγια του παναγίου Πνεύματος, οι αμαρτίες είναι εδικές μου και όποιος θέλει να πιστεύση, πλην είναι ο καθένας ελεύθερος και όπως θέλει να κάμη. Εγώ το χρέος μου κάμνω, την πραγματείαν μου.
Έπαθα μίαν απάτην, αδελφοί μου, και όταν ήμουνα νέος έλεγα: Ας κάμω αμαρτίες οπού ημπορώ και δύνομαι και, ωσάν γεράσω, έχω καιρόν να κάμω καλά και σώνομαι. Τώρα εγέρασα και αι αμαρτίαι έκαμαν ρίζες και δεν ημπορώ να κάμω κανένα καλόν, μόνον ίδετε και η ευγενεία σας να μη το πάθετε ωσάν εμένα, αλλά τώρα οπού έχετε καιρόν και είστε νέοι και ημπορείτε, τηράξετε να κάμετε κανένα καλόν διά την ψυχήν σας να σωθήτε.
Όταν έπέρασαν τριακόσιοι χρόνοι ύστερα από την Ανάσταση του Χριστού μας, έστειλεν ο πανάγαθος Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και είχαν το βασίλειον οι χριστιανοί χιλίους εκατόν πενήντα χρόνους. Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε διά εδικόν μας καλόν, και το είχε ο Τούρκος το βασίλειον χρόνους τριακοσίους είκοσι οκτώ. Τον καιρόν εκείνον επήγαν οι χριστιανοί και εζήτησαν του βασιλέως τρία πράγματα, να φτιάσουν εκκλησίες, να φυλάγουν την Κυριακήν τους να μην κάνουν παζάρια και να έχουν και σχολεία να μανθάνουν τα παιδιά τους γράμματα. Ο Θεός εφώτισε τον βασιλέα και τους τα εχάρισε, τα οποία είναι γραμμένα εις τον βασιλικόν κώδικα, εις την Πόλιν. Και τί; Άξιος ήτον ο Τούρκος να έχει βασίλειον; Αλλά ο Θεός του το έδωκε διά το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον δασιλέα, οπού ήτον τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισε; Διατί ήξευρεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει, άσπρα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και διά να μην κολασθούμεν το έδωκε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλλον να μας φυλάη. Αυτό οπού έκαμε ο Θεός με τί ομοιάζει; Με φαίνεται πως ομοιάζει με εσένα. Εσύ έχεις ένα παιδίον και κρυώνει. Τί κάμνεις; Του βάνεις καμπόσα κάρβουνα εμπροστά του διά να πυρωθή, μα το παιδίον είναι μωρόν και απλώνει να πιάση τα κάρβουνα. Εσύ τί κάμνεις; Δια να μη καή το παιδί σου, παρακινούμενος από την αγάπην, του παίρνεις τα κάρβουνα και λέγεις: Καλύτερα ας κρυώση το παιδί μου παρά να καή, διατί, εάν κρυώση, ζεσταίνεται πάλιν, αμή ωσάν καή, δεν ιατρεύεται. Έτσι έκαμε και ο Θεός: ωσάν είδε πως θε να κολασθούμεν, παρακινούμενος από την πολλήν αγάπην οπού έχει εις το γένος μας, ασήκωσεν από ημάς τούτο το βασίλειον το ψεύτικον διά να μας δώση το αληθινόν. Δεν εσταυρώθη ο Χριστός μας διά να μας δώση μάταιον και προσωρινόν βασίλειον, αλλ’ ουράνιον και παντοτεινόν. Τώρα και ημείς έχομεν χρέος να δοξάζωμεν τον Θεόν μας χιλιάδες φορές διά την καλωσύνην οπού μας έκαμε και να παρακαλούμεν πρώτον διά τον βασιλέα και διά όλους τους ζαπιτάδες να τους φωτίζη ο Θεός να κυβερνούν τον κόσμον με πραότητα και με δικαιοσύνην. Ομοίως να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε όταν πληρώνετε τα χρέγια σας, τα χαράτσια σας, τες δεκατιές σας, διατί καθώς οι Μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους και αγόρασαν τον Παράδεισον και οι Ασκηταί με την ασκητικήν τους ζωήν, έτσι και οι χριστιανοί με τα άσπρα οπού δίνουν την σήμερον, με εκείνα αγοράζουν τον Παράδεισον.
Μία γυναίκα όταν γεννά έχει πόνους μεγάλους. Ωσάν γεννήση αλησμονά τους πόνους από την χαράν της και στοχάζεται πως εγέννησεν άνθρωπον εις τον κόσμον. Έτσι και οι χριστιανοί να χαίρεσθε όταν πληρώνετε και να μη στοχάζεσθε εκείνα οπού δίνετε, αλλά να στοχασθήτε εκείνα οπού έχετε να πάρετε εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού μας. Και όταν έβγάνης το χαρατσοχάρτι σου, τι φανερώνεις; Φανερώνεις πως είσαι χριστιανός ορθόδοξος. Και να το έχης ωσάν τον σταυρόν το χαρατσοχάρτι σου, διά την αγάπην του Χριστού το πληρώνεις. Και αν τύχη και καμμίαν φοράν και σε φοβερίση κανένας ασεβής και σου ειπή : — Διατί να προσκυνάς τα σανίδια; — Και εσύ, να του ειπείς, διατί προσκυνάς το χαρτί και το μελάνι; Το φερμάνι οπού στέλλει ο βασιλεύς τί είναι; χαρτί και μελάνι. Μα διατί το φιλείς και το βάνεις επάνω από το κεφάλι σου; Διά την αγάπην του βασιλέως. Έτσι και εμείς οι ευσεβείς χριστιανοί, μην ημπορούντες να ανεβούμεν εις τον ουρανόν να προσκυνήσωμεν τον Θεόν μας, κάμνομεν τας αγίας εικόνας και προσκυνούμεν την μορφήν τους διά την αγάπην του Θεού μας και όχι πως προσκυνούμεν τα σανίδια, καθώς και εσείς δεν προσκυνάτε το χαρτί και το μελάνι.
Ένα πράγμα σας συμβουλεύω, χριστιανοί μου: Αν θέλετε, να μαζώξετε όλοι σας τα άρματα, να τα δώσετε εις τους ζαπιτάδες και να τους ειπήτε: Δεν είναι εδικά μας. Εμάς ο Χριστός μας τον σταυρόν μάς έχάρισε να έχωμεν και όχι άρματα. Και θέλετε να καταλάβετε, χριστιανοί μου, ένας άνθρωπος όταν βαστά άρματα και έχει την ελπίδα του εις αυτά πώς ο Θεός δεν τον φυλάγει; Ακούσετε να σας ειπώ ένα παράδειγμα και έτσι να πιστεύσετε: Δέκα κλέπται εκαθόντανε εις μίαν στράταν της Καβάγιας και επαραφύλαγαν πότε να απεράση κανένας διαβάτης διά να τον θανατώσουν και να του πάρουν ό,τι έχει. Ερχότανε ένας άνθρωπος από την Μικρήν Άρτα του Αυλώνος. Τον είδαν οι κλέπται, ευθύς εσηκώθησαν απάνου, αμή ωσάν τον είδαν πτωχόν, ξαρμάτωτον, δεν τον επείραξαν. Είπαν οι κλέπται ανάμεσόν τους: Ας τον αφήσωμεν να διαβή και ας κουρεύεται, τι να του πάρωμεν; Και έτσι εκάθισαν και εφύλαγαν. Εις ολίγην ώραν βλέπουν και εδιάβαινε ένας καβαλάρης με ένα άλογον υπερήφανον και με δύο πιστόλες, ασημοχάντζαρο και σπαθί και με ένα φέσι τριών γροσιών. Καθώς τον είδαν οι κλέπται έτσι υπερήφανον, εστοχάσθησαν πως να βαστά επάνω του άσπρα πολλά. Τον εφώναξαν να σταθή και να βάλη τα άρματα κάτου.Αυτός ως υπερήφανος έχοντας την ελπίδα του εις τα άρματα δεν τους απάντησεν. Ευθύς οι κλέπται τον εσκότωσαν, του επήραν ό,τι και αν είχε μαζί με το άλογον και έφυγαν.Έχω πολλά να σας ειπώ, μα δεν έχω καιρόν. Φθάνουν αυτά τα δύο διά να βεβαιωθήτε. Τώρα εκαταλάβετε, αδελφοί μου, πως ο πτωχός οπού δεν είχε άρματα και είχε την ελπίδα του εις τον Θεόν, πώς ο Θεός τον εφύλαξε. Και πάλιν εκείνος ο υπερήφανος, διατί δεν είχε την ελπίδα του εις τον Θεόν, αλλά εις τα άρματά του, πώς ο Θεός δεν τον εφύλαξε. Δια τούτο σαςσυμβουλεύω ωσάν τέκνα μου πνευματικά, να ρίψετε τα άρματα και να ελπίζετε εις τον Θεόν και καθώς εφύλαξεν εκείνον οπού είχε την ελπίδα του εις τον Θεόν και όχι εις τα άρματα, έτσι φυλάγει και την ευγενείαν σας. Ειδέ πάλιν και θέλετε να είστε υπερήφανοι και να έχετε την ελπίδα σας εις τα άρματα, να ηξεύρετε πως ο Θεός δεν σας φυλάγει.
Δώσετέ μου έναχαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγενεία σου οπού βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Ειπέ την αλήθειαν: ο νους σου ευθύς πού επήγε; — Εις την πιστόλα. —Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Ειπέ μου τώρα οπού δεν βαστάς άρματα ο νους σου πού επήγε; — Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού. — Λοιπόν έτσι και η ευγενεία σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν.
Εξεύροντας ο Κύριος πως ημείς οι άνθρωποι δεν ημπορούμεν να μάθωμεν όλοι μας γράμματα και, αν μάθωμεν, δεν τα ενθυμούμεσθεν όλα, διά τούτο μάς εχάρισεν ο Κύριος ένα λόγον και μετ’ εκείνον να απεράσωμεν και εδώ καλά και να πηγαίνωμεν και εις τον Παράδεισον. Ποίος είναι ο λόγος; Είναι τούτος: « Ο εσύ μισείς, ετέρω μη ποίησης, ο εσύ αγαπάς έτέρω ποίησον». Τι θέλει να ειπή αυτός ο λόγος; Εκείνο οπού μισείς εσύ, λέγει ο Θεός, και δεν θέλεις να σου κάμη άλλος, μη το κάμης και εσύ εις τον άλλον. Στοχάσου εσύ τώρα τι θέλεις;Αγαπάς να σε κλέψη άλλος, να σε φονεύση και να σε συκοφαντήση ή άλλο κακόν να σου κάμη; Δεν το αγαπάς. Αυτά μη τα κάμης και εσύ εις τους αδελφούς σου και σώνεσαι. Αμή εσύ τι θέλεις; Θέλεις εσύ να σε θρέφη άλλος, να σε ποτίζη και να σου κάνη ρούχα, να σου κάνη κάθε καλόν, να σε συγχωρά και το σφάλμα σου και να λέγουν κάθε καλόν διά λόγου σου. Αυτά κάμε και εσύ εις τους αδελφούς σου και σώνεσαι.
Τώρα εις το τέλος σάς συμβουλεύω να κάμετε όλοι σας από ένα κομπολόγι, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια και να έχη εκατόν τρία σπυριά και να το κρατήτε με το αριστερόν χέρι και με το δεξιόν να σμίγης τα τρία σου δάκτυλα, να κάνης τον σταυρόν σου και να λέγης: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου». Μέσα εις το «Κύριε Ιησού Χριστέ» θεωρείται η αγία Τριάς, ο Θεός, η ένσαρκος οικονομία του Χριστού μας, η Δέσποινά μας η Θεοτόκος και πάντες οι Άγιοι.
Ο πανάγαθος Θεός τον σταυρόν μάς έχάρισεν, με τον σταυρόν να εύλογούμεν και τα Άχραντα Μυστήρια, με τον σταυρόν να ανοίγωμεν και τον Παράδεισον, με τον σταυρόν να κατακαίωμεν και τους δαίμονας, μα πρώτα και εμείς να έχωμεν το χέρι μας καθαρόν από αμαρτίες και αμόλυντο και τότε, ωσάν κάνωμεν τον σταυρόν, κατακαίεται ο Διάβολος και φεύγει. Ειδέ και είμεσθεν μεμολυσμένοι με αμαρτίες, δεν πιάνεται ο σταυρός οπού κάνομεν. Όθεν, αδελφοί μου, ή τρώτε ή πίνετε κρασί ή νερόν ή περιπατείτε ή δουλεύετε να μη σας λείπει αυτός ο λόγος από το στόμα σας και ο σταυρός από το χέρι σας. Και αν ημπορήτε το ημερόνυκτο να κάμετε και πενήντα και εκατό κομποσχοίνια, καλόν και άγιον είναι έργον. Και να προσεύχεσθε πάντοτε την αυγήν και το βράδυ και μάλιστα το μεσόνυκτον όλον οπού είναι ησυχία.
Ακούσατε, χριστιανοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τί σημαίνει. Μας λέγει το άγιον Ευαγγέλιον πως η αγία Τριάς, ο Θεός, δοξάζεται εις τον ουρανόν περισσότερον από τους αγγέλους. Τί πρέπει να κάμης και εσύ; Σμίγεις τα τρία σου δάκτυλα με το δεξιόν το χέρι σου και μην ημπορώντας να ανεβής εις τον ουρανόν να προσκυνήσης, βάνεις το χέρι σου εις το κεφάλι σου, διατί το κεφάλι σου είναι στρογγυλό και φανερώνει τον ουρανόν και λέγεις με το στόμα: Καθώς εσείς οι άγγελοι δοξάζετε την αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν έτσι και εγώ ως δούλος ανάξιος δοξάζω και προσκυνώ την αγίαν Τριάδα. Και καθώς αυτά είναι τρία, είναι ξεχωριστά είναι και μαζί, έτσι είναι και η αγία Τριάς, ο Θεός, τρία πρόσωπα και ένας μόνος Θεός. Κατεβάζεις το χέρι σου από το κεφάλι σου και το βάνεις εις την κοιλίαν σου και λέγεις: Σε προσκυνώ και σε λατρεύω, Κύριέ μου, οτι κατεδέχθης και εσαρκώθης εις την κοιλίαν της Θεοτόκου διά τας αμαρτίας μας. Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιόν σου ώμον και λέγεις: Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να με συγχωρήσης και να με βάλης εις τα δεξιά σου με τους δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εις τον αριστερόν ώμον λέγεις : Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, μη με βάλης εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς. Έπειτα κύπτοντας κάτω εις την γην: Σε δοξάζω, Θεέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, οτι, καθώς εβάλθηκες εις τον τάφον, έτσι θα βαλθώ και εγώ. Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνεις την Ανάστασιν και λέγεις:Σεδοξάζω, Κύριέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, πως αναστήθηκες, από τους νεκρούς διά να μας χαρίσης την ζωήν την αιώνιον. Αυτό σημαίνει ο πανάγιος σταυρός.
Ανίσως και θέλετε να σας ειπώ ένα παράδειγμα διά να καταλάβετε την δύναμιν του σταυρού, σας το λέγω: Εις την Αίγυπτον, εις το Μισίρι, ήτον ένας βασιλεύς ασεβής, είχε έναν Εβραίον βεζίρη και από Εβραίος οπού ήτον έγινε και Τούρκος, άφησε τον ένα Διάβολον και επήγε με τον άλλον. Ήξευρε γράμματα εβραϊκά και τούρκικα. Εις την Αλέξανδρειαν ήτον ένας πατριάρχης, το όνομά του Ιωακείμ, αγιώτατος άνθρωπος, σοφός και ενάρετος. Ακούοντας ο βασιλεύς τον πατριάρχην πως ήτον άγιος άνθρωπος τον αγάπα κατά πολλά. Λέγει ο Εβραίος του βασιλέως: Κάτι πολλήν αγάπην έχεις με τον πατριάρχην. Του λέγει ο βασιλεύς: Ο Ιωακείμ ο πατριάρχης είναι καλός, δίκαιος άνθρωπος. Του λέγει ο Εβραίος σαν βεζίρης οπού ήτον: Κράξε, βασιλεύς, τον πατριάρχην να έλθη να φιλονικήσωμεν αντάμα και να ιδής πώς να τον κάμω να μην ηξεύρη να αποκριθή. Έκραξε ο βασιλεύς τον πατριάρχην να έλθη. Λέγει του ο Εβραίος, επειδή και ήξευρε το Ευαγγέλιον: Εγώ θέλω, πατριάρχη, να φιλονικήσωμεν μερικά και περί πίστεως. Λέγει του ο πατριάρχης: Με τον ορισμόν σου, βασιλεύς, έτοιμος είμαι διά την πίστιν μου να χύσω και το αίμα μου. Και κάμνοντας αρχήν ο πατριάρχης να φιλονικά με τον Εβραίον με ένα τρόπον επιδέξιον πάντοτε τον αποστόμωνε τον Εβραίον. Λέγει ο Εβραίος του πατριάρχου: Τί θέλομεν να φιλονικώμεν; Εγώ ακούω οπού λέγει ο Χριστός σας εις το Ευαγγέλιον πως όποιος έχει πίστιν όσον με ένα σπυρί σινάπι μετατοπά ένα βουνό από τον τόπον του και πηγαίνει σε άλλο μέρος. Λέγει ο πατριάρχης: Αληθινά, έτσι το λέγει το Ευαγγέλιον. Λέγει ο Εβραίος: Λοιπόν, αν είσαι άξιος, πρόσταξε και εσύ να ασηκωθή από τον τόπον του και τότε να πιστεύσω. Εζήτησεν ο πατριάρχης τρεις ημέρες και τρεις νύκτες διορίαν. Τότε έρχεται ο πατριάρχης και λέγει του βασιλέως: Έτοιμος είμαι διά το πρόσταγμα οπού με επρόσταξες.
Ήτον ένα βουνό από την Αίγυπτον έως τρεις ώρες μακριά. Λέγει ο Εβραίος: Βασιλέα, πρόσταξε τον πατριάρχην να ασηκώση εκείνο το βουνό να πιστεύσωμεν και εμείς. Τότε πιάνει ο πατριάρχης και θυμιάζει εκείνο το βουνό και κάμνοντας τον σταυρόν του τρεις φορές, λέγοντας και το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού «σε προστάζω εσέ, βουνό, να ασηκωθής να έλθης εδώ». Και — ω του θαύματος!— ευθύς εσηκώθηκε εκείνο το βουνό και έγινε τρία εις τύπον της αγίας Τριάδος και εκίνησε και ερχότουν. Φωνάζει ο βασιλεύς και λέγει: Διά το όνομα του Θεού, βοήθησέ μας και εχαθήκαμε. Και κάμνοντας πάλιν δέησιν ο πατριάρχης εστάθη το βουνό έως έξι μίλια μακριά από την Αίγυπτον και το ονόμασαν Ντούρ ντάγ, θέλει να ειπή «στάσου βουνό». Πάλιν ο Εβραίος δεν επίστευσεν και λέγει του βασιλέως: Ο Χριστός εις το Ευαγγέλιόν του λέγει και άλλο, πως όποιος έχει πίστιν, ανίσως και τύχη ανάγκη να πίη θανάσιμον φαρμάκι, δεν αποθαίνει. Λοιπόν πρόσταξε τον πατριάρχην να του κάμω ένα φαρμάκι να το πίη και, ανίσως και δεν αποθάνη, να πιστεύσωμεν και εμείς. Μα να ηξεύρης και τούτο, βασιλεύ, πως οι χριστιανοί έχουν τον σταυρόν και κάμνοντας τον σταυρόν τους τα διαλύουν όλα και το πικρόν το κάνουν γλυκό. Κάθεται ο Εβραίος τρεις ήμερες και κάμνει ένα φαρμάκι οπού να το εγγίξη εις το στόμα του ο πατριάρχης, ευθύς θα αποθάνη. Το επήγεν εις τον βασιλέα και του λέγει ο Εβραίος: Πρόσταξε τον πατριάρχην να το πίη και να μη κάμη τον σταυρόν του μήτε απάνου του, μήτε εις το ποτήρι. Κράζει ο βασιλεύς τον πατριάρχην να το πίη το φαρμάκι. Κάμνει ο πατριάρχης ως σοφός και άγιος οπού ήτον, θέλοντας να περιγελάσει τον Εβραίον και να τον κάμη μασκαρά, τον εφώτισε το άγιον Πνεύμα, το επήρε εις το χέρι του το ποτήρι με το φαρμάκι και λέγει: Καλά, βασιλεύ, με έδωκες τούτο το ποτήρι, μα δεν με είπες πόθεν να το πίω, από ποία μεριά. Και κάμνοντας το δεξιόν του χέρι εις τύπον ωσάν να ευλογεί ερωτώντας πόθεν να το πίη, από ποίαν μεριάν, εδώθεν, εκείθεν, απ’ εδώ ή απ’ εκεί και σταυρώνοντάς το εκείνο δεν το εκατάλαβαν. Λέγει ο Εβραίος: Πίε το όθενε θέλεις. Και πίνοντάς το —ω του θαύματος!— ο πανάγαθος Θεός άνοιξε μίαν πλευράν του εις την δεξιάν του μερέαν και έτρεξε όλο το φαρμάκι και πάλιν έμεινεν γερός. Τότε λέγει ο πατριάρχης του βασιλέως: Εγώ έπια όλον το φαρμάκι, λοιπόν πρόσταξε τον βεζίρην σου τον Εβραίον να ξεπλύνη με ολίγον νερόν το ποτήρι να το πίη και αυτός και, αν δεν πάθη τίποτες, να πιστεύσωμεν και εμείς εις την πίστιν του Εβραίου. Δεν ήθελε ο Εβραίος να το πίη, όμως τον εβίασεν ο βασιλεύς και το έπιε και, ω του θαύματος! οτι το έγγιξεν εις το στόμα του έσκασεν και επήγεν εις την Κόλασιν να καίεται μαζί με τον πατέρα του τον Διάβολον πάντοτε.
Εκαταλάβετε, αδελφοί μου; Όποιος έχει πίστιν εις τον Χριστόν μας και να είναι καθαρός, κάμνοντας τον σταυρόν του δεν φοβάται να πάθη τίποτες, κανένα κακόν. Ομοίως πάλιν όποιος έχει το χέρι του μολυσμένον με αμαρτίες όταν κάνει τον σταυρόν του, οι δαίμονες δεν φοβούνται. Θέλετε να ακούσετε και άλλο διά τον σταυρόν πώς δεν ενεργεί όταν είναι μολυσμένο το χέρι μας με αμαρτίες;
Ήτον ένας άνθρωπος, το όνομά του Ιουλιανός, αναγνώστης της Μεγάλης Εκκλησίας. Εσπούδαξε γράμματα με τον Μέγαν Βασίλειον και δεν του άρεσε το βασίλειον το αληθινόν, το ουράνιον να πάρη, αλλά το επίγειον. Ήταν ένας ανεψιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου του βασιλέως, εζήτησε να πάρη το βασίλειον. Και αυτός πηγαίνει και ευρίσκει έναν Εβραίον μάγον και του λέγει: Είσαι καλός να με κάμης να γένω βασιλεύς και να σε κάμω βεζίρη και ό,τι θέλεις να σου δίνω; Του λέγει ο Εβραίος ο μάγος: Αρνήσου τον Χριστόν και εγώ να σε κάμω βασιλεύς. Λέγει ο αναγνώστης Ιουλιανός: Τον αρνούμαι. Κάθεται και κάμνει ένα γράμμα ο μάγος και του λέγει: Πάρε τούτο το χαρτί και πήγαινε εις ένα μνήμα ελληνικόν και ρίψε υψηλά το χαρτί. Εκεί έχουν να έλθουν οί
έλθουν οι δαίμονες και ό,τι θέλεις σου κάμνουν, μόνον μη τύχη και φοβηθής και κάμης τον σταυρόν σου, διατί φεύγουνε. Επήγεν ο Ιουλιανός εις το μνήμα και ρίχνοντας το χαρτί ήλθαν οι δαίμονες. Αυτός φοβηθείς βλέποντάς τους άσχημους και φοβερούς κάμνοντας τον σταυρόν του έφυγαν οι δαίμονες. Αυτός πηγαίνει οπίσω εις τον μάγον και λέγοντας του Εβραίου πως φοβηθείς εγώ και κάμνοντας τον σταυρόν μου οι δαίμονες έφυγαν, τους ματακράζει ο μάγος. Πάλιν βλέποντάς τους ο Ιουλιανός έτσι μαύρους και φοβερούς και κάμνοντας τον σταυρόν του πάλιν έφυγαν. Του λέγει ο μάγος: Δεν σε είπα εγώ πως όσον κάνεις τον σταυρόν σου οι δαίμονες φεύγουν και δεν κάνομεν τίποτες; Τότε του λέγει ο μάγος: Πήγαινε να σφάξης ένα παιδίον και να του βγάλης την καρδίαν να μου την φέρης εδώ. Επήγεν ευθύς και έσφαξε ένα παιδίον και του ήφερε την καρδίαν. Τότε κράζει ο μάγος τους δαίμονας. Αυτός πάλιν από τον φόβον του έκαμε τον σταυρόν του, μα οι δαίμονες δεν έφοβήθησαν και δεν έφυγαν, διατί ήτον μεμολυσμένος από τον φόνον οπού έκαμε. Έτσι έκαμε το θέλημά του και έγινε ζεύγος του Διαβόλου και εβασίλευσε δύο χρόνους και επήγεν εις την Κόλασιν να καίεται πάντοτε. Πρέπει και ημείς να είμεσθεν καθαροί από αμαρτίες και τότε να κάνωμεν τον σταυρόν μας να φεύγη ο Διάβολος. Ειδέ και είμεσθεν μεμολυσμένοι με αμαρτίες, δεν φεύγει ο Διάβολος.
Ήθελα, χριστιανοί μου, να είμαι πάντοτε με το σώμα μαζί σας να σας λέγω πότε το ένα πότε το άλλο, μα τί να σας κάμω και εγώ οπού είναι χιλιάδες χωρία και χώρες οπού δεν ήκουσαν ποτέ τον λόγον του Θεού και με καρτερούν να πηγαίνω. Δια τούτο σας παραγγέλω, άγιοι ίερείς, να φροντίζετε διά τους κοσμικούς πώς να σωθούν και εκείνοι και να σωθήτε και η αγιωσύνη σας. Ομοίως πάλιν οι κοσμικοί να τιμάτε και να ευλαβείσθε τους παπάδες σας και να μη τους ρίχνετε χρέγια και χαράτσια και άλλα δοσίματα διά να έχουν καιρόν άδειον να παρακαλούν τον Θεόν διά την ψυχήν σας και διά την ζωήν σας. Και διά εκείνο το δόσιμον οπού θέλουν να σας δώσουν οι παπάδες, δεν πλουταίνετε, αδελφοί μου, αμή, ωσάν τους το χαρίσετε, έχουν καιρόν διά να παρακαλούν τον Θεόν διά την ψυχήν σας και διά την ζωήν σας. Και αν τύχη ένας παπάς και ένας βασιλεύς, τον παπά σου να βάλης επάνω από τον βασιλέα να καθίση. Και αν σου τύχη ένας παπάς και ένας άγγελος, τον παπά σου να πρωτοχαιρετήσεις πρωτύτερα και από τον αγγελον, διότι ο παπάς είναι ανώτερος και από τους αγγέλους εις το αξίωμα. Αυτά να το κάνετε οι κοσμικοί διά εδικόν σας καλόν. Ο παπάς πάλιν, όταν θέλει το καλόν του, ας διαβάση τον Νόμον να καταλάβη το χρέος του. Διά τους αγίους ιερείς δεν έχω να ειπώ τίποτες. Εγώ έχω χρέος, όταν απαντήσω κανένα ιερέα,να σκύψω να φιλήσω τα χέρια και τα ποδάρια και να τον παρακαλέσω να παρακαλή τον Θεόν διά τας αμαρτίας μου, διατί όλοι οι βασιλείς, όλος ο κόσμος να παρακαλούν τον Θεόν χιλιάδες χρόνους δεν δύναται να τελειώσουν τα Άχραντα Μυστήρια, και ένας παπάς, ας είναι και αμαρτωλός, δύναται με την χάριν του αγίου Πνεύματος και τα τελειώνει. Και έτσι δεν έχω να ειπώ τίποτες. Λέγω μόνον διά εσένα, παιδί μου, οπού μέλλεις να γένης παπάς, πρέπει πρώτον να είσαι καθαρός ωσάν τον άγγελον, να μάθης γράμματα ελληνικά να εξεύρης να εξηγάς το Ευαγγέλιον και την Αγίαν Γραφήν και να γίνεσαι δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, είκοσι υποδιάκονος, εικοσιπέντε διάκονος. Και όταν γένης τριάντα χρονών, ανίσως και σε παρακαλέσουν οι κοσμικοί και ο δεσπότης, τότε να γένης παπάς χωρίς να δώσης ένα παρά. Και να έχης ένα κελλίον κοντά εις την εκκλησίαν να φυλάγης, καθώς ο μπακάλης φυλάγει το αργαστήρι του, ο,τι ώρα σε ζητήσουν οι κοσμικοί να σε ευρίσκουν. Ο πιστικός περιτριγυρίζει τα πρόβατά του, ομοίως και εσύ ο παπάς έχεις χρέος να περιτριγυρίζεις τα σπίτια των χριστιανών ημέρα και νύκτα, όχι να τρώγης και να πίνης και να παίρνης τα πράγματά τους, αλλά να στοχάζεσαι ποίος άνδρας είναι μαλωμένος με την γυναίκα του, ποίος πατέρας με το παιδί του, ποίος αδελφός με τον αδελφόν του, ποίος γείτονας με τον γείτονα να τους βάνης εισέ αγάπην, αυτό είναι το χρέος του παπά και να βάνης την ζωήν σου και το κεφάλι σου διά τους χριστιανούς. Και όταν λειτουργάς και τελειώνης το Ευαγγέλιον να το κλεις και να το βάνης εις την αγκαλιά σου να το εξηγάς εις τους χριστιανούς τί παραγγέλλει ο Χριστός να κάνουν και να στοχασθής πως οι φούντες οπού είναι εις το επιτραχήλι και έχεις εις τον λαιμόν σου κρεμασμένο, δεν είναι φούντες, αλλά είναι οι ψυχές των χριστιανών και μία ψυχή να χαθή από αυτές έχει ο Θεός να την ζήτηση από τον λαιμόν σου εν ημέρα Κρίσεως. Και να στοχάζεσαι το φελόνι οπού φορείς και δεν έχει μανίκες τί φανερώνει; Φανερώνει πως ο παπάς δεν πρέπει να έχη χέρια να ανακατώνεται εις τα κοσμικά πράγματα, αλλά να έχη πάντοτε τον νουν του εις τον ουρανόν. Και όταν μαζώνης το φελόνι σου και γίνεται ωσάν δύο πτέρυγας, τί φανερώνει; Φανερώνεις πως, ανίσως και κάνεις καλά ωσάν άγγελος, έχεις να απετάξης να πηγαίνης εις τον Παράδεισον. Και καθώς πλένεις το υποκάμισόν σου και του βγάνεις την λέραν και ύστερα το φορείς, ομοίως και όταν θέλης να λειτουργήσης, αν δεν κλαύσης πρώτον να πλύνης και να καθαρίσης την ψυχήν σου με τα δάκρυα, να μην αποτολμήοης να κοινωνήσης τα Άχραντα Μυστήρια. Αν το κάνης αυτό, αληθινά είσαι ανώτερος από τους αγγέλους και δεν είμαι άξιος μήτε τα ποδάρια να σκύψω να σου φιλήσω. Ειδέ πάλιν και είσαι ανάξιος, αγράμματος, απαίδευτος, μεμολυσμένος με αμαρτίες ωσάν εμένα και πηγαίνεις και δώνεις γρόσια και φλωρία και βάνεις μεσίτας και αγοράζεις το πετραχήλι, δεν αγοράζεις το πετραχήλι, παπά μου, αλλά την Κόλασιν και καίεσαι πάντοτε. Και όταν πιάνη ο παπάς και λέγη το Ευαγγέλιον και λέγη τόσα ψεύματα και τόσες βλασφημίες, αλλοίμονον εις εκείνον τον παπά, καλύτερα ήτο να στέκη από μακριά να κλαίη διά τις αμαρτίες του, διά να τον ευσπλαγχνισθη ο Θεός να τον βάλη χωρίς επιτραχήλι εις τον Παράδεισον, παρά να τον βάλη με το πετραχήλι εις την Κόλασιν να καίεται πάντοτε.
Τον παλαιόν καιρόν οι άνθρωποι όταν ήθελαν να παιδεύσουν κανέναν άνθρωπον, έκαναν όρκον και έλεγαν: Να δώση ο Θεός να μας βάλη με τους ιερείς οπού έχουν να ευρεθούν εις τον όγδοον αιώνα. Και διά τούτο, αδελφοί μου, είναι δύσκολον την σήμερον να σωθούν πατριάρχαι, αρχιερείς, ιερείς, πνευματικοί και διδάσκαλοι, διατί τώρα είμεσθεν μέσα εις τον όγδοον αιώνα και απέρασαν και διακόσιοι ογδοήκοντα χρόνοι. Δια τούτο σας συμβουλεύω, άγιοι ιερείς, τώρα οπού έχετε καιρόν, να καθίσετε να διαβάσετε διά να καταλάβετε παραμικρόν τι λέγει το άγιον Ευαγγέλιον.Ωσάν έχετε τον τρόπον, όποιος παπάς ή κοσμικός θέλει να μάθη γράμματα ελληνικά, ας σηκωθή απάνω να μου το ειπή να τον ευλογήσω και εγώ να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουνε. Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε και διά εκείνους οπού ήλθαν να μάθουν γράμματα ελληνικά να τους χαρίζετε τα χρέγια και άλλα δοσίματα. Ανίσωςπάλιν και δεν διαβάζουν, να τους τα ρίχνετε διπλά να τα πληρώνουν.
Οι προεστοί οπού είστενε εις τες χώρες και χωρία σώνεσθε, μα πώς σώνεσθε; Να αγαπάτε όλους τους χριστιανούς καθώς αγαπάτε και τα παιδιά σας και να τους ρίχνετε και τα χρέγια κατά την δύναμιν του κάθε ενός και να μη κάμνετε φιλοπροσωπίες και ρίχνετε των φίλων σας ολιγότερον, διατί βάνετε φωτίαν και καίεσθε. Ομοίως εσείς οι κοσμικοί, οι κατώτεροι, να αγαπάτε και να τιμάτε τους προεστούς σας και να παρακαλείτε τον Θεόν διά την ψυχήν τους και διά την ζωήν τους. Δεν βλέπετε πόσους πειρασμούς έχουν και υπομένουν διά εσάς τους κατωτέρους; Ό,τι χρεία τύχη της χώρας τους προεστούς γυρεύουν και εσείς κοιμάσθε ξέγνοιαστοι.
Οι άνδρες όσον ημπορείτε να έχετε την αγάπην με τες γυναίκες σας. Δεν βλέπετε πόσους πειρασμούς έχουν οι ευλογημένες με τα παιδιά τους, με το σπίτι, με το ένα, με το άλλο; Μεγαλυτέρα αρετή δεν ημπορεί να κάμη η γυναίκα ωσάν να παρηγπρή και να υπομένη τον άνδρα της. Και όταν έχης εσύ η γυναίκα κακόν άνδρα, πρέπει να χαίρεσαι περισσότερον από έκείνην οπού έχει καλόν άνδρα, διατί έχεις και περισσότερον μισθόν εις την ψυχήν σου, και αν έχη και κανένα σφάλμα, πρέπει να το παραβλέπης, άνθρωπος είναι, δεν είναι άγγελος. Και να στοχάζεσαι τα καλά του ανδρός σου και όχι μόνον τα κακά και να στοχάζεσαι και τα κακά τα εδικά σου. Ομοίως πάλιν εσύ άνδρα, όταν έχης κακή γυναίκα, πρέπει να χαίρεσαι περισσότερον από τον γείτονά σου οπού έχει την καλήν γυναίκα, διατί με έκείνην την υπομονήν οπού κάμνεις έχει να σε ευσπλαγχνισθή ο Θεός να σε βάλη εις τον Παράδεισον. Και αν καμμίαν φοράν σου φταίη η γυναίκα σου, μη την ξεσυνερίζεσαι και να στοχάζεσαι και τα καλά της γυναικός σου και όχι μόνον τα κακά και να στοχάζεσαι και τα κακά τα εδικά σου. Δια τούτο έδωκεν ο πανάγαθος την γυναίκα εις τον άνθρωπον, διά παρηγορίαν.
Τα παιδιά, παιδιά μου, όσον ημπορείτε να τιμάτε τους πατέρας σας και την μητέρα σας, ζώντας και απεθαμένους. Το παιδί οπού δεν τίμα τον πατέρα του και την μητέρα του το θανατώνει ο Θεός παράκαιρα και το βάνει εις την Κόλασιν. Εις το καλό πάλιν σε λέγω, παιδί μου, να ακούης τους γονείς σου και όχι εις το κακόν. Έτυχε ο πατέρας σου και αρνήθη τον Χριστόν και επήγε με τον Διάβολον, σε παρακινεί και εσένα να αρνηθής τον Χριστόν; Όχι, αλλά να κάμης καθώς έκαμε και ο Αβραάμ: Τον έστειλεν ο πατέρας του ο Θάρας ο ειδωλολάτρης να του φέρη ένα πρόβατο διά να τον κάνη κουρμπάνι εις τα είδωλα και εις την στράτα οπού επήγαινε ο Αβραάμ εστοχάσθη με τον λογισμόν του και είπε: Το πρόβατον είναι ζωντανόν και είναι καλύτερον από τα είδωλα οπού είναι άψυχα. Στοχάζεται πάλιν και λέγει: Όλος ετούτος ο κόσμος, οπού στέκει πάντοτε καινούργιος τόσους χρόνους, τάχα δεν είχε αφέντη; Και διατί ο πατέρας μου να προσκυνά είδωλα κωφά και αναίσθητα και να μη προσκυνά τον αληθινόν Θεόν οπού έποίησε τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και τα πάντα; Και ευθύς ήκουσε φωνήν ουρανόθεν ο Αβραάμ οπού του έλεγεν άγγελος Κυρίου: Αβραάμ, καλή είναι η γνώμη σου και πήγαινε εις την Γην της Επαγγελίας και κάθησε εκεί έως να σου ειπώ τί έχεις να κάμης, διατί, αν πηγαίνης οπίσω εις τον πατέρα σου να του ειπής αυτά τα λόγια οπού εστοχάσθης, εκείνος σε θανατώνει. Μόνον φεύγε. Έτσι επήγεν ο Αβραάμ και τον ηξίωσεν ο Θεός και έγινεν υπέρπλουτος ωσάν βασιλεύς και ευλόγησεν ο Θεός το σπέρμα του και έγινεν ωσάν τα άστρα του ουρανού και ωσάν την άμμον της θαλάσσης. Είχε και τριακοσίους δεκαοκτώ δούλους, τους οποίους είχεν ωσάν αδελφούς. Βλέπετε, αδελφοί μου, όποιος έχει τον νουν του εις τον Θεόν πώς ο Θεός τον αξιώνει και απερνά και εδώ καλά και πηγαίνει και εις τον Παράδεισον να χαίρεται πάντοτε με τον Αβραάμ.
Ομοίως πάλιν και η ευγενεία σας έχετε αρσενικά ή θηλυκά παιδία, το εφώτισεν ο Θεός το παιδί σου και θέλει να γένη καλόγερος και να πηγαίνη με τον Χριστόν, μη το εμποδίσης, διατί κολάζεσαι. Εσύ πρέπει μάλιστα να χαίρεσαι, όταν βλέπεις το παιδί σου να ακολουθά τον καλόν δρόμον, και όταν γίνεται άρπαγος, άδικος, κλέπτης, μπεκρής, πόρνος, τότε πρέπει να κλαις και να λυπάσαι.
Να έχετε ευλάβειαν εις όλους τους Αγίους της Εκκλησίας μας, ναι, μα περισσότερον να έχετε χίλιες φορές εις την Δέσποινά μας την Θεοτόκον Μαρίαν, διότι όλοι οι Άγιοι είναι δούλοι του Χριστού, αλλά η Δέσποινά μας η Θεοτόκος είναι κυρά και βασίλισσα του ουρανού και της γης και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, να παρακαλή διά τας αμαρτίας μας. Επήρε την Θεοτόκον και την έκαμε βασίλισσαν και έτίμησε το γένος μας. Δια τούτο πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να τιμώμεν την Δέσποινά μας την Θεοτόκον με νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες και με καλά έργα.
Ένας ανθρωπος, το όνομά του Ιωάννης, ενικήθη και έγινε κλέπτης, έγινε και καπετάνιος εις εκατό παλληκάρια, μα είχε ευλάβειαν μεγάλην εις την Δέσποιναν την Θεοτόκον και κάθε αυγή και κάθε βράδυ έλεγε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, το «Άγγελος πρωτοστάτης». Θέλοντας ο πανάγαθος Θεός να σώση τον καπετάνιο διά την ευλάβειαν οπού είχε εις την Θεοτόκον, έστειλεν έναν άγιον ασκητήν και επέρασεν από ένα βουνό. Εκάθουνταν τα παλληκάρια του και καθώς τον είδαν τον ασκητήν τον έπιασαν. Τους λέγει ο ασκητής: Σας παρακαλώ να με πάτε εις τον καπετάνιον σας και εκεί έχω να σας ειπώ ένα λόγον διά το καλόν σας. Τον έπήγανε τον ασκητήν και λέγει του καπετάνιου: Κράξε μου όλα τα παλληκάρια να έλθουν εδώ να σας ειπώ ένα λόγον. Τους έκραξεν ο καπετάνιος και ήλθανε. Λέγει ο ασκητής: Δεν έχεις άλλον; Λέγει: Έχω ακόμη ένα μάγειρα, μα εκείνος είναι κάτι αχρείος. Τότε λέγει του καπετάνιου: Κράξε τον να έλθη εδώ. Τον έκραξε. Και καθώς ήλθεν, δεν ημπορούσε ο μάγειρας να ιδή τον ασκητήν εις το πρόσωπον και εγύρισε το πρόσωπόν του εις το άλλο μέρος. Τότε λέγει ο ασκητής εις τον μάγειρα: Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του εσταυρωμένου και Θεού σε προστάζω να με είπης ποίος είσαι και ποιος σε έστειλε και τι έκαμνες εδώ οπού κάθεσαι. Απεκρίθη ο μάγειρας και λέγει: Εγώ είμαι ψεύστης και πάντοτε το ψευδός λαλώ. Μα τώρα, επειδή και με έδεσες με το όνομα του Χριστού, δεν ημπορώ αλλέως να κάμω παρά να ειπώ την αλήθειαν. Εγώ είμαι λοιπόν ο Διάβολος και με έστειλεν ο Σατανάς, ο πατέρας μου, και ήλθα εδώ να δουλεύω, να στρώνω, να του ξηστρώνω, να του μαγειρεύω ετουνού του καπετάνιου και να τον φυλάγω να τον εύρω καμμίαν φοράν οπού να μη διαβάση τους χαιρετισμούς της Παναγίας να τον βάλω σύσσωμον εις την Κόλασιν. Και έχω τώρα δεκατεσσάρους χρόνους οπού τον φυλάγω και δεν ηύρηκα ποτέ καμμίαν ημέραν οπού να μη διαβάση το «Άγγελος πρωτοστάτης». Τότε λέγει ο ασκητής: Σε προστάζω εις το όνομα της Αγίας Τριάδος να γίνης άφαντος απ’ εδώ και πλέον τους χριστιανούς να μη τους πειράξης. Ευθύς ο Διάβολος έγινε άφαντος ωσάν καπνός . Τότε εδίδαξεν ο ασκητής τους κλέπτας και άλλοι έγιναν καλόγεροι, άλλοι υπανδρεύθηκαν και έκαμαν καλά και εσώθηκαν. Δια τούτο, παιδιά μου, σας συμβουλεύω να μάθετε όλοι σας το «Άγγελος Πρωτοστάτης», άνδρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια να το λέγετε εις την προσευχήν σας. Και αν θέλετε, πάρετε ένα «Αμαρτωλών Σωτηρία» οπού έχει εβδομήντα, θαύματα της Θεοτόκου από τα οποία σας είπα το ένα από αυτά διά να καταλάβετε.
Ητον μία κόρη, το όνομά της Μαρία. Ο πατέρας της ήτον χριστιανός και εγύρευε να την υπανδρεύση. Εκείνη δεν ήθελε θέλοντας να φυλάξη παρθενίαν. Την έβαλεν εις ένα μοναστήρι γυναίκειο, την επαράδωσε της ηγουμένης να την έχη ως παιδί της. Απέθανεν ο πατέρας της, έγινεν άλλος αυθέντης εις την χώραν εκείνην, εβγήκεν μίαν ημέραν να σιργιανίση. Επήγεν εις το μοναστήρι οπού ήτον η Μαρία, εβγήκαν οι καλογριές να τον καρτερέσουν. Εβγήκε και η Μαρία μαζί με τις άλλες. Ευθύς οπού την είδε ο πασιάς ετρώθη η καρδία του εις έρωτα σατανικόν. Γυρίζοντας εις το σπίτι του έστειλε γράμματα εις την ηγουμένην και της γράφει: Ευθύς οπού να ιδής τα γράμματά μου να μου στείλης την Μαρία, διατί την είδα και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα. Διαβάζει την γραφήν η ηγουμένη, κράζει την Μαρία και της λέγει: Παιδί μου, τί είδες του πασιά καλό και τον ετήραξες με αγάπην; Τήραξε τί μου γράφει εδώ. Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτες. Εγώ τον έτήραξα με άλλον σκοπόν και είπα: Άρα, Θεέ μου, ετούτην την δόξαν οπού έχει εδώ ετούτος ο πασιάς να την έχει και εις τον άλλον κόσμον; Και αυτός με ετήραξε με σκοπόν διαβολικόν. Εγώ, ωσάν ήθελα πανδριά, με επάνδρευε ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανόν και δεν με χρειάζεται τώρα να υπανδρευθώ. Έτσι γράφει η ηγουμένη εις τον πασιά: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου παρά την Μαρίαν. Στέλνει πάλιν ο πασιάς και μηνά της ηγουμένης: Ή να μου στείλης την Μαρία εδώ ή έρχομαι και καίω το μοναστήρι και την παίρνω με το στανιό. Το ήκουσε η Μαρία πως θε να καύση το μοναστήρι και λέγει της ηγουμένης : Στείλε τους πασαλήδες εις το κελλί μου και εγώ τους αποκρίνομαι.Ήλθαν οι πασαλήδες εις το κελλί της Μαρίας, τους ερώτησε τι θέλουν, της είπαν: Μας έστειλεν ο πασιάς να σε πάρωμε, διότι είδε τα μάτια σου και τα ορέχθηκε. Τους είπε να καρτερέσουν να πη-γαίνη εις την εκκλησίαν και ύστεραρα μισεύουν. Τότε παίρνει η Μαρία ένα μαχαίρι και ένα πιάτο και πηγαίνει εμπρός εις την εικόνα του Ιησού Χριστού και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τούτα τα μάτια τα αισθητά, διά να πηγαίνω εις τον καλόν δρόμον και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου εις τον κακόν; Δεν είναι πρέπον. Μα επειδή ετούτα τα αισθητά μάτια θε να μου εβγάλουν το νοητά, ιδού οπού αποφασίζω να τα εβγάλω διά την αγάπην σου, να φύγω από τον βόρβορον της αμαρτίας. Και έτσι μπήγει το μαχαίρι μέσα εις το μάτι της και το έβγαλε και το βάνει μέσα εις το πιάτο. Επήγε και έμπροσθεν εις την εικόνα της Παναγίας και έβγαλε και το άλλο της μάτι και το βάνει και αυτό με το άλλο της. Κράζει τότε τους πασαλήδες και τους τα έδωσε τα μάτια της λέγοντάς τους να τα δώσουν του πασιά και τα επήγαν. Καθώς βλέπει ο πασιάς τα μάτια της Μαρίας, εγύρισε πάραυτα ο σατανικός έρωτας οπού δι’ αυτήν είχε εις κατάνυξιν. Και λοιπόν πηγαίνει μοναχός του εις το μοναστήριον και παρακαλώντας την ηγουμένην και άλλες καλογραίες να πηγαίνουν να κάνουν δέησιν εις τον Θεόν να ιατρευθή η Μαρία, πηγαίνουν πάραυτα όλες μαζί με τον πασιά και πέφτουουνε πρίμιτα και παρακαλούντες τον Κύριον και την Θεοτόκον Μαρίαν, την μητέρα του, να δώση το φως της Μαρίας. Εφάνη τότε η Δέσποινα Θεοτόκος ωσάν αστραπή εις την Μαρίαν και της λέγει: Χαίρου, Μαρία, δούλη μου. Επειδή και επρόκρινες τα μάτια σου να τα εβγάλης διά την αγάπην του Υιού μου και την εδικήν μου, ιδού πάλιν έχε τα μάτια σου καθώς και πρώτον και πλέον πειρασμός να μη σου συνέβη. Βλέποντες το θαύμα της Θεοτόκου εδόξασαν τον Θεόν και εχάρησαν κατά πολλά. Έπειτα ο πασιάς αφιέρωσε πολύ χρυσίον εις το μοναστήριον και επήρε συγχώρησιν από την ηγουμένην και καλογραίες και ανεχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν η Μαρία με την δύναμιν της Παναγίας; Δια τούτο πρέπει πάντοτε και ημείς να τιμώμεν την Παναγίαν.
Τούτο σας λέγω τώρα εις το τέλος: να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε χιλιάδες φορές πως αξιωθήκετε και είστε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί και να κλαίετε και να θρηνήτε διά τους ασεβείς, απίστους και αιρετικούς, οπού περιπατούν εις το σκότος, εις τας χείρας του Διαβόλου.
Τώρα τι έχομε να κάμωμε, χριστιανοί μου; Έχετε σταυρούς, κομπολογια; Σηκωθήτε απάνου και κρατείτε τα υψηλά εις τα χέρια σας να παρακαλέσωμεν τον Χριστόν να τα ευλογήση. «Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε ελέησον. Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, Σύ ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, Σύ ο καταδεξάμενος γενέσθαι άνθρωπος διά τας ημών αμαρτίας, Σύ ο σταυρωθείς και ταφείς και αναστάς τη τρίτη ήμερα και αναληφθείς είς τους ουρανούς, Σύ ο μέλλων ερχεσθαι κρίναι ζώντας και νεκρούς, Εσύ πανάγαθε βασιλεύς, ο ευλογών τα πάντα, ευλόγησον διά την ευσπλαγχνίαν σου και τους παρόντας σταυρούς και κομπολόγια των δούλων Σου, ίνα δεχόμενοι και τιμώντες και ευλαβούμενοι αυτούς διά την Σην αγάπην φυλάττωνται από παντός κακού ψυχικού και σωματικού, ίνα δοξάζηταί Σου το πανάγιον όνομα, του Πατρός και του Υίού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Φυλάττετε τους σταυρούς, χριστιανοί μου, και βάλετε τα κομπολόγια εις τον λαιμόν σας, εις βοήθειαν ψυχικά και σωματικά. Έχετε ψωμί, σιτάρι και νερό να παρακαλέσωμε τον Χριστόν να τα ευλογήση;
—Έχομεν.
—«Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε, ελέησον. Κύριε Ιησού Χριστέ» (και λέγει την ευχήν των Πέντε Άρτων). Προσέχετε λοιπόν, χριστιανοί μου, να μην υπερηφανεύεσθε, να μην μοιχεύετε κτλ,, όσα είπεν εις το τέλος της άλλης του διδαχής.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αδελφοί μου, ανάμεσα εις τα καλά οπού μας διδάσκει εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, μας διδάσκει και τούτον τον λόγον και λέγει πως αλλοίμονον εις εκείνον τον άνθρωπον οπού να σκανδαλίση κανέναν αδελφόν του και δεν ζητήση συγχώρησιν προτού να βασιλεύση ο ήλιος, εκείνος κολάζεται. Τώρα είναι τρόπος και εγώ οπού ήλθα εδώ να μην εσκανδάλισα κανένα από λόγου σας; Η ευγενεία σας να λάβετε ευχήν και ευλογίαν και εγώ να λάβω κατάρα; Αμή πώς να το ιατρεύσω; Με άλλον τρόπον δεν ημπορούμεν, αδελφοί μου, παρά με τούτον: σας παρακαλώ να ειπήτε και η ευγενεία σας τρεις φορές συγχωρείτε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας.
Τώρα ανίσως και θέλετε και η ευγενεία σας να χαρή ο Χριστός μας, να χαρή η ψυχή σας, να χαρή η Δέσποινά μας η Θεοτόκος και πάντες οι Άγιοι, να πικρανθή και να φαρμακευθή ο Διάβολος, να χαρούνε οι άγγελοι, τώρα οπού είστενε εδώ μαζωγμένοι, να ειπήτε και η ευγενεία σας ανάμεσόν σας τρεις φορές: Συγχωρείτε μας, αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας.
Τώρα η ευγενεία σας έχετε σκοπόν να μου φιλήσετε το χέρι. Ο πανάγαθος Θεός να σας ευλογήση. Και αν πέσετε όλοι απάνου μου, εγώ αποθαίνω. Αμή δεν είναι καλύτερα να φιλήσετε την εικόνα του Ιησού Χριστού μας και να τον παρακαλέσετε ναμε φυλάγη από τες παγίδες του Διαβόλου και μάλιστα των Εβραίων, οπού έ-ξοδιάζουν χιλιάδες πουγγιά διά να με θανατώσουν; Και εγώ σας εύχομαι. Μα πάλιν, παιδιά μου, διά να μη σας πικράνω, σταθήτε δεξιά και αριστερά και εγώ το δίνω το χέρι μου. Και μη το πιάνετε και με τραβάτε ένας εδώ και άλλος εκεί, διατί με ξεπλατίζετε και αποθαίνω, άνθρωπος είμαι και εγώ, δεν είμαι άγγελος. Και μη φωνάζετε και με ξεκουφαίνετε. Κάμετε στράτα, χριστιανοί μου. Ομπρός όλοι οι άγιοι ιερείς και οι ψαλτάδες ψάλλοντες το «Ένσαρκος Άγγελος» κτλ.