Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης, ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, βλέποντας το γένος των ανθρώπων, οπού δεν τον εγνώριζαν να τον πιστεύσουν, οπού αυτός είναι και εις τον ουρανόν και εις την γην και εις όλα τα ποιήματα αυθέντης και κυβερνήτης, και χωρίς το θέλημα του Χριστού μας ουδέ ένα δύναται να στερεωθή, και βλέποντας τους ανθρώπους οπού τους επλανούσε ο μισόκαλος διάβολος και τους είχεν όλους εις το ιδικόν του θέλημα και τους έκαμε όλους ιδικούς του και φαμελίτες του, και ηθέλησεν ο πανάγαθος Θεός να εντροπιάση τον διάβολον και να ξεσκλαβώση τον άνθρωπον από τον διάβολον, να έχη μεγάλην χάριν ο άνθρωπος από την ευσπλαχνίαν του, από την πολλήν του αγάπην, οπού έχει εις το Γένος μας, σιμά εις τα πολλά και άπειρα χαρίσματα, οπού μας εχάρισεν, εκατεδέχθη και έγινεν τέλειος άνθρωπος εκ πνεύματος αγίου από τα καθαρώτατα αίματα της δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Δια τούτο εσαρκώθη και έγινεν τέλειος άνθρωπος, να τον ιδούμεν και να τον μάθωμεν, ότι απ’ αυτόν άλλος δεν είναι και να πιστεύσωμεν δια να μας ελευθερώση από τας μυσαράς χείρας του διαβόλου και να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας του, να χαιρώμαστε και να ευφραινώμαστε μαζί με τους αγίους αγγέλους εις τον παράδεισον πάντοτε και να μην καιγώμαστε εις την κατηραμένην κόλασιν μαζί με τους κατηραμένους δαίμονας. Και να ηξεύρετε, παιδιά μου, ετούτη την γην οπού κατοικούμεν την έχει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καθώς έχει ένας βασιλεύς και μαζώνει όλα τα βασιλικά χρέη, και παίρνει από χωράφια, από αμπέλια και από τους ανθρώπους, και στέλνει ανθρώπους ιδικούς του και τα μαζώνουν κάθε χρόνο, και όταν τα πηγαίνουν εκείνοι έμπροσθεν εις τον βασιλέα χαίρεται ο βασιλεύς και τους δίδει μεγάλα χαρίσματα και τους έχει φίλους ηγαπημένους, έτσι έχει και ο Χριστός την γην ωσάν αμπέλι, όλον τον κόσμον, και έβαλεν εργάτας τους δώδεκα Αποστόλους, τους ευλόγησε και τους έδωκεν την χάριν του Αγίου Πνεύματος και ευθύς έμαθον τα γράμματα και όλες τις γλώσσες, ότι πρώτον οι Απόστολοι ήταν αγράμματοι, και μίαν γλώσσαν μόνον ήξευραν, και αφού τους ηυλόγησε και τους εφύσησεν εις το στόμα τους και έλαβον χάριν, όλα τα γράμματα και τις γλώσσες τις έμαθον, και τους έστειλεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός, εις όλον τον κόσμον και τους είπενσύρτε εις όλον τον τόπον και εις όλην την γην, κάστρα και χωρίακαι ειπέτε τουςαν ίσως θέλουν να ζήσουν και εδώ καλά και ειρηνικά και να τους βάλω εις τον παράδεισον, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και να φυλάγουν τα προστάγματα του αγίου Ευαγγελίου. Και εις οποίαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι είπεν ο Κύριος να ευλογούν την χώραν εκείνην. Και εις οποίαν χώραν πηγαίνουν οι Απόστολοι και δεν τους δέχονται οι άνθρωποι, είπεν ο Κύριοςνα τινάζετε και τα παπούτσια σας από τον κονιορτόν και να δώσητε κατάραν και να φύγετε. Και ωσάν έλαβον οι Απόστολοι την χάριν και την ευλογίαν του Αγίου Πνεύματος, ευθύς έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον και μετ’ εκείνην την χάριν του Αγίου Πνεύματος ιάτρευον τυφλούς, λεπρούς, αρρώστους και τους δαιμονιζομένους, και το μεγαλύτερον, με το όνομα του Χριστού μας επρόσταζαν τους νεκρούς και ανεσταίνονταν. Και εις όποιαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι και τους εδέχονταν οι άνθρωποι, αρχιερείς, ιερείς, διακόνους, αναγνώστας έκαμναν, και εκκλησίας, και ευλογούνταν η χώρα εκείνη και εγίνονταν ένας επίγειος παράδεισος, μία μεγάλη χαρά και ευφροσύνη, κατοικία των αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας, και εις όποιαν χώραν επήγαιναν οι Απόστολοι και δεν τους εδέχονταν οι άνθρωποι, δεν ευλογούνταν η χώρα εκείνηέμενε κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.
Πρέπον και εύλογον ήτον, αδελφοί μου, να είχα και εγώ την καρδίαν καθαρήν, ωσάν τους αγίους Αποστόλους, διά να φωνάξω μίαν μεγάλην φωνήν να ακουσθή έως απάνω εις τον ουρανόν. Ιδού οπού αξιώθηκα και ήλθα εις την ευλογημένην σας χώρα και σας απόλαυσα. Μα επειδή και είμαι αμαρτωλός και δεν έχω την χάριν του Αγίου Πνεύματος, όμως αποτολμώ και παρακαλώ τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν να στείλη ουρανόθεν την χάριν του και την ευλογίαν του να ευλογήση την χώραν σας και όλα των χριστιανών, να ευλογήση τους άνδρας και γυναίκας και τα παιδιά σας, τα πράγματά σας και τα έργα των χειρών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, να ευσπλαχνισθή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, να συγχωρέση τα αμαρτήματά σας και να σας αξιώση, παιδιά μου, ο Θεός να περάσετε και εδώ καλά και ειρηνικά και να σας βάλη εις τον παράδεισον να δοξάζητε την Αγίαν Τριάδα. Πρέπον και εύλογον είναι, αδελφοί μου, να αρχίσω την διδασκαλίαν μου από τον Θεόνκαι παρακαλώ την αυθεντίαν σας να ακούσητε με κάθε προθυμίαν τον λόγον μου, καθώς τον άκουσα και εγώ από το ιερόν Ευαγγέλιον και από τους αγίους Αποστόλους, και όταν τελειώσωμεν να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν.
Πολλά ονόματα έχει ο Θεός, αδελφοί μουτο κύριον και άγιον όνομα του Θεού μας είναι η αγάπη, και λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμαμία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ένας Θεός. Όμως πρέπει, αδελφοί μου, να αγαπώμεν τον Θεόν, διατί μας έδωσε τόσην μεγάλην γην να κατοικούμεν εδώ τόσες χιλιάδες άνθρωποιχορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, αέρα, ημέραν, νύκτα, φωτιάν, ουρανόν, άστρα, ήλιον, φεγγάρι. Και ημάς μας έκαμε ανθρώπους και όχι ζώαμας έκαμεν ευσεβείς χριστιανούς και όχι αιρετικούς. Τώρα σας ερωτώ, παιδιά μου, να μου ειπήτε την πάσαν αλήθειανποίον αγαπάτε, τον Θεόν ή τον διάβολον; Εσείς τώρα με το νουν σας, τον Θεόν αγαπάτε. Πολλά καλά το γνωρίζετε και το θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα και γνωστικά είσθε, και να έχω την ευχήν σας. Μόνον να ιδούμεν αυτήν την αγάπην εις τον Θεόν, είναι σωστή; είναι τελειωμένη; ή της λείπεται και άλλο τίποτας; Πόθεν να καταλάβωμεν από λόγου μας; Εσύ έχεις ένα παιδί, αδελφέ. Εγώ εσένα σε αγαπώ, σε εκτιμώ, σε λέγω καλόν διά λόγου σου, και το παιδί σου το δέρνω, το καταφρονώ. Λέγω κακόν διά λόγου του και παίρνω το ψωμί του και το τρώγω και το ρούχο του το παίρνω και το φορώ. Αυτή η αγάπη μοι φαίνεται να λέγεται όχι έτσι. Να αγαπώμεν τον πατέρα, πρέπει να αγαπώμεν και το παιδί. Διότι όποιος αγαπά τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν του, τον χριστιανόνδιατί ένα πατέρα έχομεν, τον Θεόν, μίαν πίστιν, ένα βάπτισμα, τα άχραντα μυστήρια μεταλαμβάνομενμίαν κεφαλήν έχομεν, τον Χριστόν μας, μίαν πίστιν, ένα νόμον, ένα προσκύνημα και είμαστε αδελφοί όλοι. Ακόμη να ηξεύρητε, αδελφοί μου, η αγάπη έχει δύο ιδιώματα, δύο χαρίσματατο ένα να δυναμώνη τον άνθρωπον εις τα καλά και το άλλο να τον αδυνατίζη εις τα κακά. Να ηξεύρετε, τέκνα μου, πως εγώ έχω ένα ψωμί να το φάγω και να πίνω καλάεσείς δεν έχετε. Η αγάπη μοι λέγειμη το τρώγης μοναχός. Δώσε και τους αδελφούς σου και φάγε και συ το άλλο. Έχω φορέματα. Η αγάπη μοι λέγειδώσε το ένα τον αδελφόν σου, και συ φόρει το άλλο. Ανοίγω το στόμα μου να σε κατηγορήσω, να σε ειπώ ψεύματα, να σε γελάσωκαι ευθύς θυμούμαι την αγάπην και μου νεκρώνει το στόμα και δεν με αφήνει να σου ειπώ ψεύματα. Απλώνω τα χέρια μου να πάρω το πράγμα σου, τα άσπρα σου, τον βίον σου όλον. Η αγάπη δεν με αφήνει να σου το πάρω. Ιδέτε, αδελφοί μου, τι χαρίσματα έχει η αγάπη.
Διατί, παιδιά μου, να μην ηξεύρετε γράμματα; Να μάθετε ποίον είναι το καλόν, και ποίον είναι το κακόν; Τι χαρίσματα έχει η αγάπη και τι κακόν είναι η αμάχη και η έχθρα; Να ηξεύρετε, παιδιά μου, εις όποιαν πολιτείαν, ή τόπον, ή χώραν, ή σπίτι είναι η αγάπη, εκεί είναι η χάρις του Χριστού μας, είναι ευλογία, υγεία, χαρά και ευφροσύνη και όλα τα αγαθά της γης. Και ζουν οι άνθρωποι, ζουν τα παιδία των, τα ζώα των, γίνονται οι καρποί των σιταρίων, των αμπελίων και κάθε σπαρτών, οπού τρέφονται οι άνθρωποι και τους φυλάγει ο Χριστός μας από κάθε κίνδυνον και σωματικά και ψυχικά, και όταν αποθάνη κανείς πηγαίνει η ψυχή του εις τον παράδεισον. Και εις όποιον τόπον, ή χώραν, ή σπίτι, έχουν αμάχην και έχθραν, δεν προκόβουν οι άνθρωποι, δεν ζουν, ούτε παιδιά αποκτούν, ούτε τα ζώα τους, μήτε οι καρποί από τα σπέρματά τους γίνονται και εις βαρύτατα χρέη εμβαίνουσι και καμμίαν χάριν δεν έχουν και όλοι οι άνθρωποι τους γελούν και όλα τα περίχωρα και τους στέλλει ο Θεός, ή άνεμον καυτόν, ή χαλάζια, ή νερό αχαμνόν και ζημιώνει τον τόπον εκείνον. Ιδέτε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είναι η έχθρα, πόσα παιδιά γεννά. Μόνον σας παρακαλώ να μην έχετε τελείως έχθραν, ότι ο διάβολος την έχει μάναν την έχθραντην αμάχην την έχει αδελφήνκαι όποιος τις αγαπήσει, θέλει περάσει και εδώ κακά και καταφρονημένα, και η ψυχή του θέλει κολασθή.
Διατί, άγιοι ιερείς και τίμιοι προεστώτες, δεν ερμηνεύετε τα ευλογημένα μας αδέλφια να στερεώνωσι και να βάνωσι εις κάθε χωρίον σχολείον, να μανθάνουν τα παιδιά γράμματα, να γνωρίζουν το καλόν και το κακόνότι και εγώ από το σχολείον έμαθα τα εικοσιτέσσαρα γράμματα, με την βοήθειαν του Χριστού μας. Έμαθα και πέντε- έξ ελληνικά και έμαθα πολλών λογιών γράμματαεβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και από όλα τα έθνη με την χάριν του Χριστού μας, και πολλά τα εδιάβασα και όλα τα εθνικά κάλπικα τα ηύραόλα ευρέματα και σπέρματα του διαβόλου, και κατά αλήθειαν, αδελφοί μου, τόσον τα εμελέτησα τα γράμματα, καθώς ο χρυσικός λαγαρίζει το ασήμι και δεν το αφήνει τελείως αζούραν, και τότε είναι λαμπρόν και καθαρόν και το αγοράζει με κάθε προθυμίαν ο άνθρωπος, έτζι και εγώ ηύρα καθαρά, άγια και αληθινά, λαμπρά και υπερλαμπρότερα από τον ήλιον τα λόγια και τα προστάγματα του Χριστού, και όποιος πιστεύει τον Χριστόν και τον λέγει Θεόν και κάμνει τα πράγματά του, οπού λέγει το άγιον Ευαγγέλιον, εκείνος είναι καλότυχος και τρισμακάριστος και καμμίαν φοράν δεν θέλει εντροπιασθή, και δια τούτο πρέπει να στερεώνετε σχολεία ελληνικά να φωτίζωνται οι άνθρωποιδιότι διαβάζοντας τα ελληνικά τα ηύρα οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του μαθητού ανθρώπου καθώς φωτίζει ο ήλιος την γην, όταν είναι ξαστεριά και βλέπουν τα μάτια μακρυά, έτσι βλέπει και ο νους τα μέλλοντααπεικάζουν όλα τα καλά και τα κακά, φυλάγονται από κάθε λογής κακόν και αμαρτίανδιατί το σχολείον ανοίγει την εκκλησίαν, μανθάνομεν τι είναι Θεός, τι είναι η Αγία Τριάς, τι είναι ο άγγελος, τι είναι η αρετή, τι είναι οι δαίμονες, τι είναι η κόλασις. Τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν.
Το σχολείον φωτίζει τους ανθρώπους και ανοίγουν και μανθάνουν τα μυστήρια της πίστεως και διαβάζουν τα αδέλφια την θείαν και ιεράν Γραφήν, το Ευαγγέλιον, και ευρίσκομεν πως ο προφήτης Ηλίας είναι ζωντανός και τον έχει ο Θεός χιλιάδες χρόνουςκαι λέγει ο Θεός να στείλη τον προφήτην Ηλίαν να διδάξη όλον τον κόσμον και ύστερα να έλθη ο αντίχριστος και θέλει θανατώσει τον προφήτην Ηλίαν, και τότε θέλει να χαλάση όλος ο κόσμος. Και εξετάζοντας, αδελφοί μου, και ερευνώντας τας Γραφάς και το άγιον Ευαγγέλιον ευρίσκομεν πως ο προφήτης Ηλίας ήλθεν και ο αντίχριστος ήλθεν και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν και τώρα δεν καρτερούμεν μήτε προφήτην Ηλίαν, μήτε αντίχριστον. Ο αντίχριστος είναι τοςο ένας είναι ο Πάπας και ο έτερος είναι αυτός οπού είναι εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του, το καταλαμβάνετε. Μα λυπηρόν είναι να σας το ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχριστοι είναι εις την απώλειαν, καθώς το έχουν. Ημείς εγκράτεια, αυτοί απώλειαημείς νηστεία, αυτοί πολυφαγίαημείς παρθενία, αυτοί πορνείαημείς δικαιοσύνη, αυτοί αδικοσύνη.
Όμως η Γραφή μας λέγει να το ειπώ: σήμερον, αύριον καρτερούμεν πείνες, δίψες, πανούκλες, λοιμικές. Θανατικά μεγάλα, να μη προφθάσουν οι ζωντανοί να θάψουν τους νεκρούς. Σήμερον, αύριον καρτερούμεν σεισμούς, πολέμους και ακαταστασίεςκαι θέλουν πέσει όλα τα βουνά κάτω και όλος ο κόσμος να αποθάνουνκαι τότε θέλει λάμψει ο πανάγιος σταυρός εις τον ουρανόν τρεις φορές περισσότερον από τον ήλιον και θέλει λάμψει ο πανάγαθος Θεός, ο γλυκύτατος Ιησούς Χριστός, χίλια μεράδια λαμπρότερος από τον ήλιον και να αναστήση όλον τον κόσμον, τις ψυχές και τα σώματα, και να είμαστε όλοι εις μίαν ηλικίαν, τριάντα τριών χρονών ηλικίαν, και θέλει είναι όλα τα πρόσωπα από τους δικαίους λαμπρά και εύμορφα ωσάν τον ήλιον και τους αγγέλους, και οι αμαρτωλοί θέλουν είναι μαύρα τα πρόσωπα, ωσάν αράπικα και ακόμα ασχημότερακαι τους δικαίους θέλει τους φωνάξει με μίαν μεγάλην γλυκείαν και πολλά ηγαπημένην φωνήν, ωσάν πατέρας, οπού να έχη ένα υιόν μόνον, πολλά ηγαπημένον, και τους αμαρτωλούς ωσάν κριτής φοβερός με κάκητα θέλει τους διώξει από το πρόσωπόν του, και θέλει ανοίξει ο Κύριος έναν πύρινον ποταμόν, ωσάν θάλασσαν να φλογίσει τους ασεβείς και αμαρτωλούς και να καίγωνται μέσα πάντοτε και τότε θέλει ειπή τους ευσεβείς χριστιανούς τους δικαίους: Ελάτε, παιδιά μου, να σεβήτε εις τον παράδεισον να χαίρεθσε και να ευφραίνεσθε αντάμα με τους αγγέλους, ότι πολλά κακά εβαστάξατε δια την ιδικήν μου αγάπην. Και τώρα ημείς τι να είμαστε τάχα; αμαρτωλοί ή δίκαιοι; Ει μεν και είμαστε δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοικαι ανίσως είμαστε αμαρτωλοί πρέπει τώρα, οπού έχομεν καιρόν να μετανοήσωμεν, να διορθωθώμεν. Τώρα σας λέγω να κάμητε τούτονα πάρετε όλοι από ένα κομπολόγιονκαι το κομπολόγιόν σας να έχη τριάντα τρία σπυρία, και να προσεύχεσθενα λέγητε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ και λόγε του Θεού του ζώντος διά της Θεοτόκου και πάντων σου των αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου». Μέσα εις το «Κύριε Ιησού Χριστέ», αδελφοί μου, τί θεωρεί; Θεωρεί η Αγία Τριάς, ο Θεός μας, η ένσαρκος οικονομία του Χριστού μας και πάντες οι άγιοι με τον σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» επήγαν εις τον παράδεισον. Και όποιος λέγει αυτόν τον λόγον και κάμνει και τον σταυρόν του, καν άνδρας, καν γυναίκα, ευλογεί τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν. Με τον σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» ιατρεύονται κάθε αρρωστείεςμε τον σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» οι Απόστολοι αναστούσαν νεκρούς και ιάτρευαν πάσαν ασθένειαν. Με τον σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» αποστομώνει ο άνθρωπος κάθε αιρετικόν. Με τον σταυρόν και με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» αγιάζει ο άνθρωπος και πηγαίνει εις τον παράδεισον να χαίρεται και να ευφραίνεται ωσάν οι άγγελοι. Και ακούσατε τι κάμνει ο τίμιος σταυρός. Εις την Αίγυπτον ήτον….
Βλέπετε, αδελφοί μου, ο τίμιος και άγιος σταυρός πόσον βοηθά τον άνθρωπον. Και όποιος τον κάμνει τον σταυρόν ποτέ δεν έχει ζημίαν, αλλά τον φυλάγει από κάθε λογή ς φαρμακερό πράγμα και από κάθε δαιμονική πείραξιν. Και ο άνθρωπος τον έχει σημαδεμένον απάνω του. Να ανταμώση τα τρία δάκτυλα της δεξιάς χειρός του και να τα βάλη πρώτον εις το μέτωπον, είτα εις τον ομφαλόν, έπειτα εις το δεξιόν βυζίον ύστερα εις το ζερβί βυζίον, και να σκύπτη έως χαμηλά και πάλιν να σηκώνεται. Και ο σταυρός, αδελφοί μου, πώς είναι, μάθετε: Όταν βάνωμεν το χέρι μας εις το κεφάλι, φανερώνει ο Θεός, οπού ήτον εις τον ουρανόν, και όταν το βάλωμεν εις τον ομφαλόν φανερώνει πως εκατέβη εις την γην και εσαρκώθη, και όταν το βάνωμεν εις το δεξιόν μέρος άνωθεν του βυζίου, φανερώνει πως είναι δίκαιος και αθάνατος, και πως θέλει βάλει τους δικαίους εις τα δεξιά του μέρη, και όταν το βάλωμεν εις το ζερβιόν μέρος, φανερώνει πως θέλει κρίνει όλα τα έθνη, και θέλουν στέκονται εις το ζερβιόν του μέρος και να τους βάλη εις την κόλασιν. Ο τίμιος σταυρός, αδελφοί μου, είναι αύλαξ όλης της γης. Ο τίμιος σταυρός αγιάζει όλα τα πέρατα, όλα τα θεία και άγια των εκκλησιών. Ο σταυρός αγιάζει την θείαν λειτουργίαν και κάθε ακολουθίαν. Ο σταυρός αγιάζει τους αγίους. Ο σταυρός αγιάζει και στερεώνει την βάπτισιν. Ο σταυρός ευλογεί τα ανδρόγυνα. Ο σταυρός κυνηγά τους δαίμονας και φεύγουσιν ωσάν από την αστραπήν. Ο σταυρός είναι όπλον φωτεινόν και όποιος τον κάμνει, τον φωτίζει και τον αγιάζει εκείνον τον άνθρωπον και είναι ωσάν δίστομον σπαθίον και δεν ζυγώνουν σιμά οι δαίμονες να παρακινούν τους ανθρώπους δια να κάμωσιν αμαρτήματα. Και όπου κινήση να πηγαίνη ο άνθρωπος πρώτον να κάμη τον σταυρόν και να λέγη το «Κύριε Ιησού Χριστέ». Ή εις το παζάρι κινάς, ή εις το χωράφι, ή εις το αμπέλι, ή όταν φάγης ψωμί, ή όταν πίνης κρασί, ή νερόν, ή οπωρικόν, ή όταν κοιμηθής να προσκυνήσης τον Θεόν, να σταυρώσης και το σώμα σου και ύστερον να πλαγιάσης. Να κοιμηθής και θέλεις σηκωθή το πρωί γερός και χαρούμενος. Όθεν, αδελφοί μου, εκαταλάβετε και το ηξεύρετε όλοι σας.
Εδώ, παιδία μου, οπού ήλθα εις την ευλογημένην σας χώραν, έχω χαράν, έχω και λύπην. Έρχονται οι χριστιανοί κατά μόνας ο καθένας να ειπή το παράπονόν του, και δεν δύναται ένας δούλος να δουλεύη δύο αφεντάδες, και τους διώχνω και η καρδιά μου κόπτεται, ωσάν ένας άνθρωπος οπού έχει ένα παιδί μόνον και έχει γνώσιν και φρονιμάδαν και είναι άρρωστον και δεν το δέχεται η στρώσις, αλλ’ όμως κρούγεται διά να ξεψυχήση, και δεν δύναται να ομιλήση, έτσι και εγώ, αδελφοί μου, δεν δύναμαι να σας εξομολογήσω όλους από έναν- ένανόμως να σας εξομολογήσω παρρησίανα πάρετε τέσσαρες τρίχες από το κεφάλι μου και εγώ να πάρω τα αμαρτήματά σαςκαι εσείς να εξηγήσετε τα τέσσαρα νοήματα οπού σας λέγω και να μάθετε, και να σας τα ειπώ. Πρώτον, να εύρητε πνευματικόν πρακτικόν και καλόν να εξομολογηθήτε, να πλυθή η βρώμα και τα αμαρτήματα από το σώμα σαςδεύτερον, να έχητε αγάπην και να μη προδίνεσθε εις κρίσεις των Αγαρηνών και ζημιώνεσθετρίτον, να προσκυνάτε τον Θεόν και να μη χωρισθήτε από την εκκλησίαν, να βάνητε τους ιερείς να λειτουργούν εις την εκκλησίαν κάθε ημέραν, διά να ευλογήται η χώρα σας και να συγχωρούνται τα αμαρτήματά σας, και να δώση ο Χριστός κάθε υγείαν και καλήν προκοπήν. Και οι ιερείς πρέπει να μην πεισμώνουσι, να μη δέχωνται κατάκρισιν, να μη βάνουσι σκάνδαλα, να μη γίνωνται μάρτυρες εις κάθε πράγμα, γκοτζαμπάσηδες, να μη γίνωνται καπεταναραίοι, να μη γίνωνται χασάπηδες, να μη γίνωνται πραγματευτάδες, να μη γίνωνται κομιρικαραίοι, διότι αυτοί παρακαλούν διά τας ψυχάς σας. Σας βαπτίζουν, σας κοινωνούν, σας θυμιάζουν, σας ευαγγελίζουν, σας αντιδωρίζουν, σας αρραβωνίζουν, σας στεφανώνουν, σας αγιάζουν με αγιασμούς, με ευχέλαια, με παρακλήσεις, με ευχάς, σας υψώνουνασθενείτε, σας διαβάζουναυτοί έχουσι τα βάρη. Χαράτζι να μη τους ρίξετε και βαρύ χρέος. Και αυτοί να είναι ταπεινοί, φρόνιμοι, να μην αφορίζουν, να μην οργίζωνται, να μη καταρίζωνται, να μην έχουν έχθραν, να μη μεθούσι, να είναι λαμπροί ωσάν ακτίνες του ηλίου.
Και να έχετε αγάπην ένας τον άλλον, πλούσιοι και πτωχοί. Και εις ξένην κρίσιν να μη κριθήτε και προδοθήτε εις κρίσεις Τούρκωνότι δώδεκα χρόνους να μένει ακοινώνητος ο προδότης. Και αν σου πταίση ο αδελφός σου, ή άλλος χριστιανός, πήγαινέ τον εις τον δεσπότην και μη τον πηγαίνεις εις κρίσιν των Τούρκων, ότι μεγάλην αμαρτίαν έχεις και θέλεις κολασθή αιώνια, και να μην τον αδέχουνται εις την εκκλησίαν οι αδελφοί, ότι επήγε εξωτερικά και δεν επήγε νομικά. Ακόμα τις Κυριακές να μη δουλέψητε ολότελα, μήτε να πωλήσητε, μήτε να αγοράσητε, ούτε χωράφι, ούτε αμπέλι να κοιτάζετε, μήτε να φωκαλίζετε τα αχούρια σαςμονάχα να διαβάζετε βιβλία, να μαθαίνετε το καλόν και το τέλος της ζωής μας, ότι όλοι θέλομεν αποθάνει, καθώς το βλέπομεν καθ’ εκάστην, και όσον βίον έχομεν, αδέλφια και αδελφές μου, εδώ εις την γην θέλει απομείνειμονάχα όση ελεημοσύνη εδώσατε αυτό θέλετε έχει βοήθειαν εις την ψυχήν σας και ο,τι εδώσατε των πτωχών δι’ αγάπην του Θεού, και θέλετε να λάβετε το ένα, εκατόν παρά του Χριστού. Η ελεημοσύνη, η αγάπη και η νηστεία αγιάζει τον άνθρωπον, τον πλουτίζει και σωματικά και ψυχικά, και έχει αγαθόν τέλοςτο σώμα και η ψυχή γίνεται αγία και αφήσατε την υπερηφάνειαν και κάμετε ταπεινοσύνην. Μη βάνετε εις την κεφαλήν σας ασήμια και μαλάματα και κόκκινα και κίτρινα μανδήλια, αμή άσπρα μανδήλια και νέες και γερόντισσες και αρχόντισσες και πτωχές.
Και το τέταρτον νόημα είναι να δίδετε ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και να παρηγοράτε τους ξένους και να τους δίνετε ψωμί να τρώγουσιν και να γευματίζουν, και από κανένα κομμάτι ψωμί και να πηγαίνουσιν εις την ώραν καλήν τους, διότι ακούομεν, αδελφοί μου, οπού λέγει η Παλαιά Διαθήκη, ότι ο πατριάρχης Αβραάμ δεν είχεν υιόν διά να κληρονομήση τον βίον του και είχε παράπονον πολύκαι τι κάμνει ο ευλογημένος; Βάνει και κτίζει ένα σπίτι και ανοίγει τρεις θύρας και έβαλε ψωμάν και εζύμωνεν, και όσοι άνθρωποι εδιάβαινον όλους τους εφίλευεν και είχε συνήθειαν, κάθε ημέραν, αν ίσως δεν επήγαινε ξένος να φάγη ψωμί, μήτε ο Αβραάμ δεν έτρωγεν, και όσον έδιδε την ελεημοσύνην, περισσότερον αυγάτιζεν ο βίος του. Ο διάβολος, όπου φθονεί πάντοτε, τι κάμνει ο τρισκατάρατος; Πηγαίνει και σχηματίζεται ωσάν ζήτουλας εις τις στράτες οπού επήγαιναν οι άνθρωποι εις το σπίτι του Αβραάμκαι όποιος επήγαινε, του έλεγεν ο διάβολοςπου πηγαίνεις, αδελφέ; Εκείνος έλεγε την αλήθειαν, και τον εμπόδιζεν ο διάβολος. Έλεγεν, εγώ είμαι ένας πτωχός και άκουσα πως εδώ εις την χώραν Μαμβρήν είναι ένας μέγας άνθρωπος, Αβραάμ το όνομά του, και με είπαν δίδει ελεημοσύνη, και είναι φιλόξενος πολύ, και ήλθα και εγώ ο δύστηνος να με κυβερνήση τίποτας, και η τύχη μου, το κακόν ριζικό μου, δεν επρόφθασε να μου δώση και εμένα. Επήγα σήμερα εις το σπίτι του Αβραάμ και εζήτησα κομμάτι ψωμί, και από την πολλήν ελεημοσύνη οπού έδιδεν ο καϋμένος, επτώχυνεν πολύ και μήτε ψωμί τον έλαχεν, μήτε στάμνα με νερόν, και ήτον ο άνθρωπος θυμωμένος από την πολλήν πτωχείαν, οπού τον ήλθεν, και εσηκώθη επάνω και με εξύλισεν τόσον, οπού εμαζώχθηκεν όλος ο μαχαλάς, οι άνθρωποι, και με εγλύτωσαν, και είμαι άρρωστος από τον δαρμόν, και μη πάτε κανένας. Και ακούοντας οι άνθρωποι δεν επήγαν κανένας τρεις ημέρας. Και ο Αβραάμ δεν έφαγε τρεις ημέρας, μήτε ψωμί, μήτε νερόν έπιεν, αυτός και η Σάρρα, διατί ελυπούνταν πώς έγινεν αυτό και δεν επήγαινεν κανένας άνθρωπος να φάγη ψωμί, και προσκυνούσαν και παρακαλούσαν με όλη την καρδίαν τουςκαι έλεγονπιστεύομεν εις ένα Θεόν πατέρα, οπού έκαμες τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν, τον ήλιον, τα άστρα, και κυβερνάς όλα τα στοιχεία, τα όσα βλέπουν τα ομμάτια μας, και τα όσα δεν βλέπομεν, και ορίζεις και τις ψυχές από τους ανθρώπουςπαρακαλούμεν σε, Θεέ μας, να μη μας αφήσης υστερημένους, αλλά πρόσταξε ανθρώπους να έλθουν εις το οσπίτιόν μας να τους φιλεύσωμεν και να τους δίδωμεν και ελεημοσύνην δια να το εύρωμεν εις τον ουρανόν, ότι είμαστε άτεκνοι και θα μαλώνουσιν οι συγγενείς μας και οι γείτονές μας. Αυτά έλεγεν ο ευλογημένος Αβραάμ και η Σάρρα. Και ω του θάματος! Ο Θεός, οπού αγαπά τον αγαπώντα αυτόν, και δεν τον αφήνει λυπημένον, τι κάμνει; Καθώς εκάθονταν ο Αβραάμ έμπροσθεν εις την θύραν και η Σάρρα εις την άλλην θύραν και εκοίταζαν ίσως περάση τινάς να τον κράξουν να φάγη ψωμί δια να φάγωσιν και αυτοί, και βλέπουσι τρεις νέους πολύ ωραίους οπού έρχονταν προς αυτούς και εισέβησαν μέσα εις τον οίκον από τας τρεις θύρας, και μέσα ένας εφαινόνταν, και από την πολλήν χαράν είπον αναμεταξύ τους: ακόμα μας αγαπά ο Θεός και ας σφάξωμεν το καλλιώτερον και παχύτερον μοσχάρι, και ευθύς το έσφαξαν και το έβαλαν μέσα εις το φούρνον να ψηθή και η μάνα του μόσχου ερχόταν ολόγυρα τον φούρνον και εφώναζε, και μετ’ ολίγον έπαυσεν η μόσχα, και βλέπουν εβύζενεν ο μόσχος. Κοιτάζουσι μέσα εις τον φούρνον το αγγείον και ήτο γεμάτον και εθαύμασανκαι επήγεν ο Αβραάμ, να ομιλήση με τους νέους, και ομιλώντας τω είπον οι νέοιαπό τώρα και κάθε όλον χαρά θέλεις έχει, Αβραάμ, και θέλεις γεννήσει υιόν τον Ισαάκκαι επήγε να ετοιμάση τράπεζαν δια να τους φιλεύση, και γυρίζοντας δεν τους ηύρεν και εστοχάσθηκεν, ότι ο Θεός εφάνη και ασπάζονταν και καταφιλούσε τον τόπον, οπού εκάθονταν οι νέοι, και ήτον η Τριάς, ο Θεός. Βλέπετε και ακούετε, αδελφοί μου, το θαύμα και το ακούετε έως την σήμερον. Ομοίως να κάμετε και εσείς, αδελφοί μου, αν θέλετε να έλθη ο Θεός εις τα σπίτια σας και να αυγατίζη ο βίος σας.
Από τον Χριστόν μη χωρίζεσθε και από την εκκλησίαν. Ακούτε τον ιερέα οπού σημαίνει; Ευθύς να σηκώνεσθε, να νίπτεσθε και να πηγαίνετε εις την εκκλησίαν, να ακούετε την ακολουθίαν με προσοχήν. Ομοίως και την θείαν λειτουργίαν και να ερμηνεύετε τα παιδιά σας, όσον και δύνασθε, να μη αμαρτήσουσιν να πηγαίνουσιν εις την εκκλησίαν, να ευλογούνται δια να ζήσουν και να προκόψουνκαι όποιος αδελφός, αδελφοί μου, ακούση το σήμαντρον και οκνεύει να πηγαίνη εις την εκκλησίαν, θέλει πνιγή από τις αμαρτίες, καθώς επνίγησαν και εις τον κατακλυσμόν. Ακόμη μάθετε, αδελφοί μου, ο Νώε, αφού έκαμε την κιβωτόν και εμαζώχθηκαν όλα τα ζώα μέσα το ταχύ άνοιγεν την κιβωτόν και πήγαιναν και έβοσκαν, και το εσπέρας βαρούσε το σήμαντρον και όλα εμαζώνονταν εις την κιβωτόνκαι από τότε εβγήκεν ο σήμαντρος και σημαίνουσιν οι ιερείς. Ο σήμαντρος σημαίνει σημαίαν των ανθρώπων, ο ιερεύς κήρυκας της κιβωτού, κιβωτός είναι η αγία εκκλησία μαςκαι όσοι αδελφοί σέβουν μέσα εις την εκκλησίαν, θέλουν συγχωρηθούν τα αμαρτήματά τους και δεν θέλουν πνιγούν από τα σφάλματά τους. Η αγία εκκλησία είναι ωσάν η μάνα. Όταν σφάλη ο υιός της, τον μαλώνει, και πάλιν τον συμπαθά. Η αγία μας εκκλησία είναι μία πηγή και ποτίζει όλους τους διψασμένουςκαι πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς δια να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώραν από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, δια να ευλογήση ο Θεός τη χώραν σας, τα χωράφια σας, τα αμπέλια σας, τον τόπον σας και όλα τα έργα των χειρών σας. Και να παρακαλήτε όλοι, μικροί και μεγάλοι, να ζουν πολύν καιρό οι προεστοί της χώρας σας, να τους φωτίση ο Θεός να σας κοιτάζουν καλά, ότι ο προεστώς είναι ωσάν πατέρας, και να τιμάτε τους ιερείς σας και τους τρανητέρους σας. Αι γυναίκες να τιμάτε τους άνδρες σας, οι άνδρες να έχετε αγάπην με τις γυναίκες σας και τις μάνες σας, και αι νύμφες να τιμάτε τους πενθερούς σας και πενθερές σας, και οι γαμβροί τα πεθερικά σας, και με αυτήν την ευλάβειαν θέλετε προκόψει σωματικά και ψυχικά και θέλετε φάγει όλα τα αγαθά της γης όσον ζήσετε εις την γην την πρόσκαιρην και ολίγην ζωήν, και εις την αιώνιον ζωήν θέλετε καρδίσει όλα τα αγαθά του παραδείσου. Και να μην παραδίνεσθε, να μην καταργιέσθε, να μην αναθεματίζεσθε, και να έχω την ευχήν σας, αδελφοί μου, και συγχωρείτε με και ο Θεός να συγχωρέση και εσάς και να μας αξιώση να απολάυσωμεν όλοι ομού τον παράδεισον, να χαρούμεν όλοι μαζί με τους αγίους αγγέλους και πάντας τους αγίους, αμήν.