Μαρία Α. Μαμασούλα
Φιλόλογος – Δ/ρ Παιδαγωγικής
Συχνά οι γονείς εκφράζουν παράπονα, γιατί τα παιδιά τους δεν τους μιλάνε, δεν τους λένε τα μυστικά τους ή τα προβλήματα που τα απασχολούν. Συνήθως είναι ερμητικά κλεισμένα στον εαυτό τους, αποφεύγουν να λένε και απλά προβλήματα, μερικές φορές, ενώ πολύ εύκολα συζητούν με τους συνομηλίκους τους ή σπάνια και με κάποιους δασκάλους που εμπιστεύονται. Αν οι γονείς ανακαλύψουν ότι τα παιδιά τους εμπιστεύονται άλλους ανθρώπους και όχι αυτούς, συνήθως θίγονται, θυμώνουν, δεν το δέχονται με κανένα τρόπο. Γιατί, όμως οι γονείς άφησαν τα πράγματα να φθάσουν εκεί; Γιατί δεν φρόντισαν να είναι κοντά στα παιδιά τους από τη μικρή ηλικία, ώστε στην εφηβεία να μην υπάρχει αυτή η απομάκρυνση; Και πολύ καλά αν τα παιδιά συμβουλεύονται ανθρώπους σωστούς και άξιους εμπιστοσύνης, που θα τα βοηθήσουν πραγματικά. Αν είναι όμως συνομήλικοι ή άνθρωποι που πλησιάζουν τα παιδιά μας με άλλους σκοπούς, τότε τι γίνεται;
Τι πρέπει να προσέξουν οι γονείς για να είναι κοντά στα παιδιά τους
Βασικά οι γονείς πρέπει να ξέρουν να κάνουν διάλογο.
1. Μερικοί γονείς, λέγοντας ότι κάνουν διάλογο με τα παιδιά τους, εννοούν συνήθως ότι κάνουν υποδείξεις και δίνουν εντολές. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Τα παιδιά έχουν τόσο πολύ «μπουχτίσει», από διαταγές, ώστε και μόνον η υπόνοια ότι οι γονείς έρχονται με τέτοιες διαθέσεις, τα κάνει να κλεισθούν στον εαυτό τους και να παρακολουθούν παθητικά. Μα, το μυστικό του διαλόγου αυτό ακριβώς είναι. Να νιώθει το παιδί ελεύθερο, ώστε να εκφράσει με κάποιο τρόπο τον εσωτερικό του κόσμο και τα προβλήματα που το απασχολούν. Το άριστο είναι να μιλήσει το παιδί κατά το δυνατόν περισσότερο. Μπορεί να ακούσουμε πράγματα που δεν τα είχαμε φαντασθεί, εάν βέβαια μιλήσει ελεύθερα και με ειλικρίνεια.
Χωρίς να φαίνεται ότι του κάνουμε ανάκριση, θα το προκαλούμε με διάφορες ερωτήσεις για να αυτοαποκαλύπτεται, ώστε να συλλάβουμε τα προβλήματα που το απασχολούν και να ρυθμίσουμε την πορεία του διαλόγου και γενικά την όλη στάση μας απέναντί του.
2. Εάν ένα σημείο διαφωνίας δεν είναι τόσο σοβαρό, δεν έχει κάποια συνέπεια για την εξέλιξή του, ας μην είμαστε άτεγκτοι, ας κάνουμε μερικές λογικές παραχωρήσεις τονίζοντας ότι αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη των πράξεών του. Έχουμε τότε τρία οφέλη:
α) Ότι θα είναι προσεκτικό, αφού ενεργεί υπ’ ευθύνη του,
β) δεν θα εναντιωθεί μαζί μας, αφού δεν αντιδρούμε, και
γ) το βοηθάμε να αποκτά αυτοπεποίθηση, αφού για μερικά πράγματα αποφασίζει μόνο του.
3. Mην αρχίζουμε διάλογο με την ψυχολογία και τη λογική, ότι εμείς τα ξέρουμε όλα και το παιδί περιμένει από εμάς μόνο να μάθει. Υπάρχουν πολλά πράγματα, που οι νέοι τα ξέρουν καλύτερα από εμάς τους μεγάλους. Μην τα απαξιώνουμε τόσο πολύ τα παιδιά. Και από τα πιο μικρά μπορεί να ακούσουμε μια σοφή κουβέντα, να πάρουμε μια αλήθεια. Θα χρειαστεί μάλιστα για μερικά θέματα εμείς οι μεγάλοι να συμβουλευθούμε ειδικούς, ώστε να έχουμε στοιχεία για να τους πείσουμε.
Γενικά, λόγω της αγάπης μας προς τα παιδιά και του αγαθού σκοπού που επιδιώκουμε, να σκεπτόμαστε ότι έχουμε μπροστά μας έναν σοβαρό συνομιλητή και ότι επιτελούμε ένα αξιόλογο έργο αγωγής.
4. Οι γονείς δεν θα περιμένουν το παιδί να φτάσει στην εφηβεία, για να κάνουν διάλογο μαζί του. Από τη νηπιακή ηλικία μπορεί να έχουν μια σχετική επικοινωνία. Αστεία ανέκδοτα, εντυπώσεις, τραγουδάκια, ύμνους, ειδήσεις διάφορες και άλλα πολλά μπορεί να είναι το υλικό για το περιεχόμενο των συζητήσεών μαζί του. Έτσι το διασκεδάζουμε, το μορφώνουμε, το διαμορφώνουμε, το παιδαγωγούμε, κυρίως όμως το εκπαιδεύουμε για να γίνει ένας καλός μελλοντικός συζητητής μαζί μας. Κατ’ αρχήν μάνα και κόρη, πατέρας και αγόρι, αλλά και αντιστρόφως. Διότι πρέπει να μάθουν την ψυχολογία και τη νοοτροπία και του άλλου φύλου και να αποκτούν τις αρετές και τις ικανότητές του επίσης. Να συνδυάζουν τη γυναικεία λεπτότητα με την ανδρική αυτοπεποίθηση και σταθερότητα. Το σπουδαιότερο όμως που επιτυγχάνουμε με τις επικοινωνίες αυτές είναι ότι καθιερώνουμε και εμπεδώνουμε την ψυχική επαφή με τα παιδιά μας. Αυτή πρέπει να τη διατηρούμε πάση θυσία ιδίως κατά την εφηβεία.
5. Τα θέματα προς συζήτηση πρέπει να είναι για το παιδί αφ’ ενός ενδιαφέροντα, αφ’ ετέρου ωφέλιμα. Πρέπει να κινήσουμε το ενδιαφέρον του παιδιού αρχίζοντας από θέματα με τα οποία ασχολείται. Στη συνέχεια οδηγούμε φυσιολογικά τη συζήτηση σε θέματα, που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον, πιο ουσιαστικά και ωφέλιμα. Ο Απόστολος Παύλος, όταν μίλησε στους αρχαίους Αθηναίους, άρχισε από τον «άγνωστο Θεό» και στη συνέχεια τους έδειξε τον «αληθινό Θεό». «Ον ουν αγνοουντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμιν» ( Πραξ. ιζ, 23). Ενώ όταν ομιλούσε προς Ιουδαίους, άρχιζε από το Νόμο και την περιτομή. Αρχίζουμε, λοιπόν, από σημεία, που το ευαισθητοποιούν προσωπικά και προσελκύουν την προσοχή του και μετά προχωρούμε σε πιο ουσιαστικά, πνευματικά, ηθικά, βαθύτερα. Όπως για την παρουσία, την πρόνοια, την δικαιοσύνη του Θεού, τις συναναστροφές, τους ηθικούς κινδύνους του παιδιού, για τους σκοπούς της ζωής του κτλ.
6. Αφού με το διάλογο επιτελείται ένα σοβαρό έργο αγωγής, πρέπει για τη διεξαγωγή του να διασφαλίσουμε ένα χώρο εξωτερικής ησυχίας και μια κατάσταση ψυχικής γαλήνης, εξάλλου δεν πρέπει να κάνουμε διάλογο μετά από δυσάρεστα γεγονότα, από ψυχικές ταραχές, από σχολικές δυσκολίες και εντάσεις του παιδιού, από δική μας έλλειψη ηρεμίας, γιατί θα γίνει ένα έργο αγγαρείας και δεν θα έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα.
7. Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο δεν μπορούμε να πείσουμε κάποιον ότι είναι εσφαλμένη η γνώμη του παίρνοντας αμέσως την αντίθετη θέση. Γιατί είναι βέβαιος για την ορθότητα της δικής του γνώμης και προκατειλημμένος κατά της αντίθετης δικής μας. Και αυτό που φαίνεται σε κάποιον υπερβολικά παράξενο δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς αντίρρηση, παραδεκτό. Πρέπει, λοιπόν, να κλονίσουμε προηγουμένως τη γνώμη του με άλλα λόγια και επιχειρήματα, και τότε να τον πείσουμε για την ορθότητα της αντίθετης γνώμης που πιστεύουμε εμείς. Κατά τον ίδιο Πατέρα, στους αρχάριους και αδύνατους δεν μπορούμε να παρουσιάζουμε από την αρχή όλες τις δυσκολίες.
Είναι προτιμότερο στους διαλόγους πρώτα ν’ ακούμε και μετά να μιλάμε. Τότε πετυχαίνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, αποφεύγουμε δικά μας σφάλματα, που ενδεχομένως θα κάναμε, επειδή αγνοούμε το συνομιλητή μας, τον ψυχικό του κόσμο και τα προβλήματά του. Δεύτερον, αφού τον ακούσουμε και γνωρίσουμε το έδαφος που έχουμε μπροστά μας, την ψυχή του δηλαδή, τα αποτελέσματα θα έχουν επιτυχία, τα λόγια μας θα είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες και στις δυνατότητες που έχει να αποδεχθεί και να αφομοιώσει αλήθειες.
Ο άνθρωπος είναι μια φύση που διαλέγεται. Ο Κ. Τσιρόπουλος στο βιβλίο του «Η αμφισβήτηση του Κατεστημένου», γράφει: «Οι ελεύθεροι διαφωνούν, συνδιαλέγονται, δέχονται την πολλότητα των απόψεων, γιατί γνωρίζουν καλά, πως αυτή η πολλότητα κι αυτή η εναρμόνιση των διαφωνιών είναι το στημόνι, όπου υφαίνεται η ελευθερία του κόσμου». Για το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο διάλογος είναι η πορεία του πνεύματος, η ερευνητική ψηλάφηση θετικών και αρνητικών επιχειρημάτων, με στόχο την εύρεση της Αλήθειας. Ο παιδαγωγικός διάλογος χτίζει πέτρα την πέτρα, το οικοδόμημα της προσωπικής επιτυχίας του παιδιού. Γονείς και δάσκαλοι αυτόν τον παιδαγωγικό διάλογο πρέπει να χρησιμοποιούμε. Ειδικά οι γονείς, είναι ανάγκη να βρίσκονται πολύ κοντά στα παιδιά τους και αυτό θα το πετύχουν μόνο με το σωστό διάλογο.