Ο Διονύσιος Σολωμός & ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ύμνος στην Ελευθερία

Μαρία Μαμασούλα Φιλόλογος, Δ/ρ Παιδαγωγικής

         Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος ένιωσε τον εαυτό του, ύψωσε τα μάτια ψηλά στον ουρανό -σαν υψιπέτης αετός – να βρει την καταγωγή του. Και σαν πολύβουη βελανιδιά, έριξε το βλέμμα του στη γη και στα βάθη της θάλασσας να βρει τις ρίζες του. Βρήκε πέτρα, χρυσό και σίδερο, χαλκό, νερό και λάβα. Κι αλλού, κρυστάλλους λαμπερούς, ζαφείρια και διαμάντια. Κοχύλια με πολύτιμα μαργαριτάρια.

Μα πριν απ’ όλα, πρώτα απ’ όλα, άκουσε το μυστικό τραγούδι σε κάποια άλλα βάθη. Τα δικά του! Και βρήκε. Κρύσταλλο ακόμη πιο πολύτιμο και διαυγές. Διαμάντι αχάρακτο στο διάβα των αιώνων. Την Ιδέα!

Μπορεί να  ξέρει κανείς, ποιος πρώτος γεννήθηκε; Ο Έλληνας ή η Ιδέα; Αν εκείνος είναι κομμάτι της; Ή αυτή άρρηκτο υλικό της ύπαρξής του; Μαζί φανήκανε στη γη. Μαζί, της πότισαν το χώμα. Μαζί αυλάκια άνοιξαν στης ιστορίας τις σελίδες. Αυτή τη μυστική κι αρχέγονη ύλη, την Ιδέα, που ανάδευε μέσα στο αίμα τους και τους έκανε να σηκώνουν πάντα ψηλά το κεφάλι. Αυτή που έγραφε συγχορδίες με τους χτύπους της καρδιάς, οι Έλληνες, την τραγούδησαν, την ζωγράφισαν, την αγάπησαν και την κέρδισαν.

Όλοι! Με εξαίρεση κάποιους λίγους Εφιάλτες….

Ανάμεσά τους, κάποιοι την ανέβασαν ακόμη ψηλότερα. Της έδωσαν μορφή, φωνή και όνομα. Την είπαν Ελευθερία!

Πριν εκατόν πενήντα πέντε χρόνια, στις 8 Φεβρουαρίου 1857, άφηνε τη γη, τη δεύτερη  πατρίδα του Κέρκυρα,  οδεύοντας προς την αιωνιότητα, ο υψιπέτης αοιδός της Ελευθερίας, ο εθνικός μας ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός.

Μια δέηση με τα χέρια της ψυχής υψωμένα.

Μια ανάμνηση με το λογισμό νοσταλγό.

Μια τιμή με την καρδιά τρεμάμενη, περήφανη, είναι η αποψινή μας εκπομπή.          Προς τιμήν εκείνου που έγραψε τον Ύμνο στην Ελευθερία….

          Ο Σολωμός είχε από μικρό παιδί μέσα του τη δίψα της ελευθερίας. Όταν συναντούσε στο δρόμο του μικροπωλητές να πουλάνε πουλιά κλεισμένα σε κλουβιά, έδινε όσα λεπτά είχε, τα αγόραζε και τα ελευθέρωνε, λέγοντας: «Χαρείτε, πουλάκια μου, την ελευθερία που σας χάρισε ο Θεός»!  «Ο άνθρωπος αυτός που λαχταρούσε για την ελευθερία και αυτών ακόμη των πουλιών, φυσικό ήταν να σπαρταρήσει από χαρά, όταν είδε τους αδελφούς του τους Έλληνες να ξεσηκώνονται για να ελευθερωθούν κι ενθουσιασμένος να γράψει τον αθάνατο Ύμνο για την Ελευθερία», αναφέρει ο βιογράφος του.

        Τεράστια επίδραση είχε στην ψυχή και στην ποίησή του ο αγώνας των Μεσολογγιτών. «Σ’ όλο το διάστημα της τιτανομαχίας του Μεσολογγίου, ο Σολωμός βρισκόταν σε ψυχική αναταραχή, ακολουθώντας με «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του» το δράμα που ο αντίλαλος του έφερνε τον ήχο των κανονιών. Κάποια φορά βγήκε στο λόφο, όπου η έπαυλη του Στράνη, και σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, κατά τη Ρούμελη, φώναξε δυνατά και έκλαιγε! «Βάστα, καημένο Μεσολόγγι».

            Διονύσιος Σολωμός. Ο ποιητής του Εθνικού Ύμνου. Ο ποιητής της Ελευθερίας. Ο άνθρωπος που κατάφερε να μετουσιώσει σε λέξεις, ρυθμούς και ύφος όσα έδωσε η επανάσταση, όσα ονειρεύτηκαν οι επαναστάτες, οι σκλάβοι. Φλογερός επτανήσιος, με ιταλικές σπουδές, αλλά με μεγαλύτερο πείσμα για όσα συνιστούν την ελληνική παιδεία, ο Σολωμός αποφάσισε να σμιλέψει έναν ύμνο σε ό,τι δικαιώνει τον άνθρωπο ως άνθρωπο· έναν Ύμνο στην ελευθερία.

            Πρόκειται για ένα πολύστιχο τραγούδι που θα χαρακτηριστεί «εθνικός ύμνος» πολύ αργότερα, το 1865, και ενώ ο ποιητής δε  θα βρίσκεται πια στη ζωή. Αξίζει να σκύψει κάθε Έλληνας, έστω και για μια φορά στη ζωή του στο έργο αυτό, ένα έργο, πραγματικά εμπνευσμένο και πλούσιο σε εικόνες και συναισθήματα. Τα πάντα μετατρέπονται μέσα σ’ αυτό το ποίημα σε  ένα διάλογο φωτός και σκότους: η γλώσσα και η ελευθερία, ο θάνατος και η ανάσταση, η τραγικότητα και η γαλήνη, το δαιμονικό και το πανάγιο, η σάτιρα και η αποθέωση…

           Την υπόσταση αυτή της Ελευθερίας στον σολωμικό ύμνο καταφέρνει να απεικονίσει ο ζωγράφος Νικόλαος Γύζης, ως Δόξα που μετρά «με βια τη γη» των Ψαρών. Η εξαϋλωμένη μορφή, που έρχεται ως δικαίωση για όσους έχασαν ό,τι πολυτιμότερο στον αγώνα για την ελευθερία, είναι ο δισυπόστατος ανθρώπινος πόθος-κραυγή, ο οποίος απευθύνεται σε όλους όσοι σχεδιάζουν αλυσίδες, υπολογίζοντας μόνο στα ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων.

        Μετά από τον πολυμέτωπο και εξαντλητικό αγώνα σύσσωμου του ελληνισμού, ήλθε ο καιρός για τη δικαίωση. Όμως ο απελευθερωμένος ουρανός της πατρίδας λίγος. Χιλιάδες Έλληνες παρέμειναν σκλαβωμένοι, το νέο ελληνικό κράτος ασφυκτιούσε στα εδαφικά του όρια, η αυτοκρατορία του σουλτάνου έμοιαζε να είχε χάσει λίγα. Το χειρότερο, το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να ευγνωμονεί πολλούς προστάτες, ακόμη κι όταν οι πάμφτωχοι πολεμιστές του διαλαλούσαν με τη φωνή του Δημητρίου Υψηλάντη: «Έχομε πάρα πολύ ακριβά αγορασμένη την ελευθερία μας, ώστε να τη χαρίσουμε τόσο φθηνά εις τον τυχόντα».

       Ο ποιητής συνέγραψε τον ύμνο μόνο σε διάστημα ενός μηνός, το Μάιο του 1823, εμπνεόμενος από την ανδρειοσύνη και ηρωική άμυνα των Μεσολογγιτών.   Κυρίαρχο θέμα στο ποίημα είναι η ελευθερία που ανάγεται σε ιδέα και οι αγώνες της ανά τους αιώνες, η συμπόρευση του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

       Ο Σολωμός, όταν έγραφε τον Ύμνο εις την Ελευθερία, βρισκόταν ακόμα στις πρώτες του προσπάθειες «να ξαναφέρει στη μνήμη του τη μητρική του γλώσσα», όπως τον είχε συμβουλέψει ο Σπυρίδων Τρικούπης. Ενθουσιασμένος από τα κατορθώματα των Αγωνιστών, συγκινημένος από το σύσσωμο ξύπνημα του Έθνους, κατόρθωσε να γράψει το έργο που του χάρισε τον τίτλο του Εθνικού Ποιητή. Ο Ύμνος τυπώθηκε στο Μεσολόγγι το 1824. Μεταφρασμένος ιταλικά και γαλλικά διαβάστηκε από Έλληνες και ξένους. Οι Φαναριώτες βρήκαν το ποίημα θαυμάσιο στις ιδέες και στις εικόνες του. Ο Τρικούπης με ένα άρθρο του θέλησε να κάνει τον Ύμνο γνωστό στους πολλούς. Ο Γάλλος Φωριέλ, ονομαστός λόγιος της εποχής, περιέλαβε τον Ύμνο στη συλλογή των «Δημοτικών τραγουδιών της Νεωτέρας Ελλάδας».

     Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι επικολυρική σύνθεση. Υμνεί και χαιρετά την Ελευθερία-Ελλάδα, που έχει βγει πάνοπλη και «σαν πρώτα ανδρειωμένη» μέσα από «τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά».  Το ποίημα αποτελείται από 158 στροφές, τετράστιχες με μέτρο τροχαϊκό και ομοιοκαταληξία πλεχτή.  

Ανάλυση του ποιήματος

         Ο Σολωμός σε όλο τον Ύμνο ταυτίζει την Ελευθερία με την Ελλάδα. Τη φαντάζεται σαν πελώρια θεά, που με το σπαθί στο χέρι τρέχει σ’ ολόκληρη την  ελληνική γη για να ξυπνήσει τους σκλάβους από το λήθαργο. Ο ποιητής τη χαιρετά με ενθουσιασμό, γιατί τώρα πια δε μένει «πικραμένη, εντροπαλή» μέσα στους ιερούς τάφους των Ελλήνων, μόνη με τις αναμνήσεις της περασμένης δόξας. Δεν είναι πια η δυστυχισμένη θεά που χρόνια περίμενε το φιλελεύθερο κάλεσμα. Δεν είναι η επαίτης, που γύρευε από τους ξένους βοήθεια και που άκουγε ψεύτικες παρηγοριές και σκληρά λόγια. Είναι η «αντρειωμένη» Ελευθερία – Ελλάδα, που ξαναβρήκε την παλιά της αξιοπρέπεια. Τώρα κάθε τέκνο της «αντιπαλεύει με ορμή». Κι εκείνη βιάζεται να τρέξει εκεί που διεξάγεται ο αγώνας.   Με το μεγαλόπνοο αυτό ποίημα, ο Σολωμός δίνει τα κυριότερα στάδια της ελληνικής Επανάστασης. Τα κατορθώματα των αγωνιστών στην ξηρά και τη θάλασσα, η άλωση της Τριπολιτσάς, η μάχη της Κορίνθου, η πολιορκία του Μεσολογγίου, η καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο και ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ παρελαύνουν μέσα από τις στροφές του Ύμνου με έναν τρόπο μεγαλειώδη.

Ο Σολωμός πιστεύοντας όμως στην υψηλή αποστολή του ποιητή, δεν σταματά εδώ. Προχωρεί σε νουθεσίες. Παροτρύνει τους Έλληνες να αποφύγουν την καταραμένη διχόνοια, να δουν το έργο που πρέπει να τελειώσουν, υψώνει το Σταυρό, σύμβολο των αγωνιζομένων.

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή

Σε γνωρίζω από την όψη, που με βία μετράει τη γη,

2

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά

και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.

 Η α΄ ενότητα 1 – 16

         Ας δούμε πιο αναλυτικά τον Ύμνο στην Ελευθερία. Η πρώτη ενότητα του ποιήματος αποτελείται από τις πρώτες 16 στροφές που αποτελούν το προοίμιο ολόκληρου του Ύμνου.

 «Σε γνωρίζω από την κόψη…» ψάλλουν τα χείλη κι αισθανόμαστε τις καρδιές μας ενωμένες. Σ’ αυτές τις δύο πρώτες στροφές, ή στους οκτώ στίχους ή στις τριάντα έξι λέξεις, μαρτυρείται ο Ελληνισμός και η ιστορική του πορεία, όπως αυτή καταγράφηκε εδώ και 4.000 χρόνια. «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Θριαμβευτικός ο τόνος του ποιητή, αφού για πρώτη φορά ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς ο Έλληνας στέκεται μπροστά στην Ελευθερία, δηλαδή είναι έτοιμος ν’ αγωνιστεί γι’ αυτή. Η κόψη του σπαθιού φανερώνει την ικανότητα που χρειάζεται ο Έλληνας, για να αγωνιστεί για την απόκτηση της Ελευθερίας.

 «Σε γνωρίζω από την όψη, που με βία μετράει τη γη», δίνει την αίσθηση του πραγματικού, είναι οι χιλιάδες όψεις των Ελλήνων, που αγωνίζονται για την Ελευθερία.

Το παρελθόν της Ελλάδας, μεγαλείο και σκοτάδι, φως και θάνατος, συνοψίζονται μέσα στην μακραίωνη ελληνική ιστορία, στους στίχους:  «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά».

             Στις 4 Αυγούστου του 1865, καθιερώθηκαν από την Ελληνική πολιτεία ως ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος, οι δύο πρώτες στροφές από το μεγαλειώδες εθνικό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», μελοποιημένο από το μουσουργό Νικόλαο Χαλκιόπουλο-Μάντζαρο, από την Κέρκυρα. Ας δούμε τα γεγονότα. Λίγους μήνες μετά την Ένωση των Επτανήσων με τη Μητέρα Ελλάδα, το 1864, η Κέρκυρα ετοιμάζεται να υποδεχθεί την ελληνική Κυβέρνηση που για πρώτη φορά επισκέπτεται το νησί. Στην προκυμαία έχουν παραταχθεί όλοι, επίσημοι, λαός και φυσικά η φιλαρμονική του φιλόμουσου νησιού, που παιάνιζε χαρούμενα το πιο αγαπημένο του τραγούδι, τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, του Διονυσίου Σολωμού. Όλο το νησί αγαπούσε ιδιαίτερα τον Ύμνο και τραγουδούσαν κάποιες στροφές του στους δρόμους, σε εκδηλώσεις, στα σπίτια, ακόμη και στα θέατρα. Λένε ότι η πρώτη μελοποίηση έγινε από τον ίδιο το Σολωμό το 1823, που τον είχε τραγουδήσει με τους φίλους του στη Ζάκυνθο.

       Όμως και οι Κερκυραίοι υπερηφανεύονταν, γιατί η επίσημη μελοποίηση του Ύμνου έγινε από τον Κερκυραίο μουσικό Νικόλαο Μάντζαρο, στενό φίλο του Σολωμού. Χρόνια ολόκληρα συνεργάστηκαν οι δυο τους, ποιητής και συνθέτης, για να πετύχουν τον καλύτερο συνδυασμό στίχων και μουσικής. Να περιγράψουν με τη μουσική το γοργό και αποφασιστικό βηματισμό της Ελευθερίας πάνω στη ματωμένη ελληνική γη. Να συγκινήσουν τον κάθε Έλληνα, που αντικρίζει πάλι την ιερή μορφή της Ελευθερίας, βγαλμένη από τα κόκαλα των προγόνων του.

        Και τώρα ήλθε η δικαίωση των κόπων του Σολωμού και του Μάντζαρου. Οι επίσημοι επισκέπτες πρόσεξαν ιδιαίτερα το ηρωικό άσμα, που μέσα στους στίχους του φαινόταν να κλείνει ολόκληρη την ιστορία του Έθνους. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε και στο Βασιλιά Γεώργιο τον Α΄, ο οποίος αποφάσισε, με Βασιλικό Διάταγμα, τον Ιούλιο του 1865, να καθιερωθούν οι δύο πρώτες στροφές ως ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ των Ελλήνων.

        Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, αμέτρητες φορές ο Εθνικός μας Ύμνος, συνόδευσε την έπαρση και την υποστολή της Σημαίας μας, σε εκδηλώσεις απλές, καθημερινές, αλλά και σε ώρες μεγάλες για την πατρίδα μας.

        Στιγμές εθνικής ανατάσεως, πατριωτικού αναβαπτισμού, Ελληνικής υπερηφάνειας, είναι οι στιγμές που ζούμε, όταν παιανίζει ο Εθνικός μας ύμνος και η Γαλανόλευκη Σημαία μας ανεβαίνει στον ιστό. Τότε, όπου Έλληνας, Ελλαδίτης, Κύπριος ή ομογενής, δακρύζει, συγκινείται, η καρδιά χτυπά, τονώνεται το εθνικό είναι. Αυτό το άκουσμα είναι ο ασφαλέστερος πατριωτικός αναβαπτισμός, το καλύτερο μάθημα ελευθερίας, η εγκυρότερη ιστορική εθνική επιβεβαίωση, γιατί κεντρίζουν τη μνήμη μας δοξαστικά κατορθώματα, όπως τότε, η Ελλάδα του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, η μεγαλειώδης πορεία του Μεγαλέξανδρου, η ηρωική πτώση της Πόλης και του θρυλικού Αυτοκράτορά της, η εθνεγερσία του ’21, η Μακεδονία του Παύλου Μελά, οι ηρωϊκές μάχες των Βαλκανικών πολέμων, το έπος του ’40.

 Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,

κ’ ένα στόμα εκαρτερούσες, έλα πάλι, να σου πει.

4

Άργειε νάλθη εκείνη η μέρα, και ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τα σκιαζε η φοβέρα, και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

               3

Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,

κ’ ένα στόμα εκαρτερούσες, έλα πάλι, να σου πει.

4

Άργειε νάλθη εκείνη η μέρα, και ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τα σκιαζε η φοβέρα, και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5

Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λες

περασμένα μεγαλεία, και διηγώντας τα να κλαις.

6

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά

ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά.

7

Κ’ έλεες· πότε, α! πότε βγάνω το κεφάλι από τ’ς ερμιαίς ;

Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψαις, άλυσαις, φωναίς!

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά

και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.

 Βασικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του προοιμίου είναι η αντίθεση που εκφράζεται με τις δύο όψεις της ίδιας μορφής, της Ελευθερίας. Ο ποιητής αρχίζει και τελειώνει το προοίμιο με την εικόνα της αγέρωχης, πολεμόχαρης Ελευθερίας, που το βιαστικό της πέρασμα και η αυστηρή της όψη προκαλούν γύρω της δέος και ενθουσιασμό. Αντίθετα, στις ενδιάμεσες στροφές, η ίδια αυτή Ελευθερία παριστάνεται ταπεινωμένη, άθλια. Με τις δύο αυτές αντίθετες όψεις του ίδιου προσώπου, ο ποιητής εκφράζει δύο διαφορετικές ιστορικές στιγμές του Ελληνισμού, τη δουλεία, τη σκλαβιά αφενός, τον αγώνα για την ελευθερία αφετέρου. Οι δύο αυτές διαφορετικές περίοδοι που ενσαρκώνονται στις δύο αντίθετες όψεις της Ελευθερίας, έχουν μεταξύ τους και κάποια χρονική απόσταση. Η μια, η ταπεινωμένη Ελευθερία – Ελλάδα, ανήκει στο παρελθόν.

                              «Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σου έμενε να λες

Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

      Ο ποιητής χρησιμοποιεί παρωχημένους χρόνους: «κατοικούσες, έλεες, εσήκωνες, έβγαινες».

8

Τότ’ εσήκωνες το βλέμμα μέσ’ στα κλάματα θολό,

και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα, πλήθος αίμα Ελληνικό.

 9

Με τα ρούχα αιματωμένα, ξέρω ότι έβγαινες κρυφά,

να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.

10

Μοναχή τον δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·

Δεν είν’ εύκολες οι θύραις, εάν η χρεία ταις κουρταλή.

11

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμμιά·

άλλος σου έταξε βοήθεια, και σε γέλασε φρικτά!

12

Άλλοι, ωιμέ! στη συφορά σου όπου εχαίροντο πολύ,

σύρε νάβρης τα παιδιά σου, σύρε, ελέγαν οι σκληροί.

13

Φεύγει οπίσω το ποδάρι, και ολογλήγορο πατεί

ή την πέτρα, ή το χορτάρι, που τη δόξα σου ενθυμεί

14

Ταπεινότατή σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,

σαν φτωχού που θυροδέρνει, κ’ είναι βάρος του η ζωή.

          Η άλλη όψη της Ελευθερίας, η αγέρωχη, η αντρειωμένη, αντιπροσωπεύει το αγωνιστικό παρόν. Αυτή την Ελλάδα – Ελευθερία θαυμάζει, αναγνωρίζει, χαιρετά ο ποιητής. Ο τόνος του διθυραμβικός για τη μια, λυρικός για την άλλη. Το γεγονός ότι διαθέτει περισσότερο χώρο για την εξιστόρηση των δεινών του παρελθόντος έχει την εξήγησή του. Ο Σολωμός αισθάνεται ηθική υποχρέωση να υπενθυμίσει στους Έλληνες αλλά και στους ξένους πόσο μαύρη ήταν η σκλαβιά και επομένως πόσο δίκαιος ήταν ο αγώνας για την αποτίναξή της. Θέλει ακόμη να τονίσει πως η Ελευθερία, δικαίωμα πανανθρώπινο, είναι κατεξοχήν δικαίωμα των Ελλήνων που την ύμνησαν και αγωνίστηκαν γι’ αυτή. Τώρα από Ιδέα την κάνουν πράξη. Από αφηρημένη έννοια ο ποιητής τη μεταπλάθει σε Μορφή. Της δίνει σάρκα και οστά. Έτσι η ανθρωπόμορφη Ελευθερία θυμίζει αρχαία ελληνική θεά και ιδιαίτερα την αυστηρή θεά Αθηνά.

15

Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,

που ακατάπαυστα γυρεύει ή την νίκη, ή την θανή.

16

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά

και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.

 β΄ ενότητα του Ύμνου, από την 17η έως την 34η

Η β΄ ενότητα του Ύμνου, από την 17η έως την 34η στροφή, μπορεί να χωριστεί σε δύο τμήματα.

         Στο πρώτο τμήμα της β΄ ενότητας ο ποιητής περιγράφει τη βαθιά συγκίνηση που προκάλεσε στο εσωτερικό και στο εξωτερικό η παρουσία της Ελευθερίας. Πρώτος σκιρτά στο πέρασμα της Ελευθερίας ο πρωτομάρτυρας Ρήγας Φεραίος. Ακολουθούν τα Ιόνια νησιά, η ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή, που στενάζουν κάτω από την αγγλική «προστασία». Αλλά και οι ξένοι, η γη του Ουάσιγκτον οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισπανικό λιοντάρι, χαίρονται και χαιρετούν την Ελευθερία, ενθυμούμενοι και τους πρόσφατους δικούς τους αγώνες για την κατάκτησή της.   Στη συνέχεια ο ποιητής αναφέρει τις χώρες εκείνες, που για διαφόρους λόγους αντιτάχθηκαν στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Την Αγγλία, τη Ρωσία, την Αυστρία.

         Στο δεύτερο τμήμα παρουσιάζεται η Ελευθερία αδιάφορη για το μίσος τους, να αναμετρά τη σκλαβωμένη γη. Μοιάζει με θηρίο που του άρπαξαν τα μικρά του. Ερημιά, θάνατο και φρίκη σκορπά στο πέρασμά της που μοιάζει με θύελλα, που αγριεύει σε όποιον αντιστέκεται στο έργο της.

17

Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός, που για τ’ς εχθρούς,

εις την γην την μητρικήν σου έτρεφ’ άνθια και καρπούς.

18

Εγαλήνευσε και εχύθη καταχθόνια μία βοή,

και του Ρήγα σου απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.

19

Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν, χαιρετώντας σε θερμά,

και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.

20

Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια του Ιονίου τα νησιά,

και εσηκώνανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά.

22

Γκαρδιακά χαροποιήθη και του Βάσιγκτων η γη,

και τα σίδερα ενθυμήθη που την έδεναν και αυτή.

23

Απ’ τον πύργον του φωνάζει, σα να λέει, σε χαιρετώ,

και την χαίτη του τινάζει το λεοντάρι το Ισπανό.

24

Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο,  και σέρνει ευθύς

κατά τ’ άκρα της Ρουσσίας τα μουγκρίσματα τ’ς οργής.

25

Εις το κίνημά του δείχνει, πως τα μέλη είν’ δυνατά.

και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.

28

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ πού θα πρωτοπάς.

Δεν μιλείς, και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγροικάς.

        Στη δεύτερη ενότητα του ποιήματος ο ποιητής φέρνει αντιμέτωπους δυο κόσμους, τις Μεγάλες Δυνάμεις και την αγωνιζόμενη Ελλάδα. Δεν πολιτικολογεί, μιλάει με την τραχιά φωνή της αλήθειας. Δαμάζει την ιστορική ύλη και τη βάζει σε στίχους, κατορθώνοντας να δημιουργήσει μέσα μας κλίμακα ολόκληρη αισθημάτων: χαρά, ενθουσιασμό, ανησυχία, δέος, τρόμο. Η παρουσία της Ελευθερίας έχει προκαλέσει μύριες αντιδράσεις. Πώς τις αντιμετωπίζει η ίδια; Αδιαφορεί για το μίσος κάποιων, περιφρονεί όσους θέλουν να τη βλάψουν. Έχει να επιτελέσει έργο μεγάλο και σπουδαίο: να γράψει τη νέα Ιστορία των Ελλήνων. Η στάση της παρομοιάζεται με το βράχο, που περιφρονεί τους πρόσκαιρους θυμούς του νερού. Και η ορμή της, το πολεμικό της μένος παρομοιάζεται με την οργή θηρίου που του πήραν τα μικρά του. Έτσι από την απήχηση της Επαναστάσεως στο εξωτερικό η Ελευθερία – Ελλάδα μένει απτόητη, πιστή στο σκοπό της, παρουσιάζεται αρρενωπή, πολεμική, ο εκδικητής άγγελος με την πύρινη ρομφαία.

       16

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά

και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.

         γ΄ ενότητα, από  35 έως 74 στροφή

         Η  γ΄ ενότητα, από την 35η έως την 74η στροφή, αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς. Η πολεμική θεά Ελευθερία, είναι έτοιμη να αρχίσει τον αγώνα. Μπροστά της στέκεται το κάστρο της Τριπολιτσάς. Πάνω του κατευθύνει το αστροπελέκι της. Η μάχη έχει ανάψει. Βροντά το τουφέκι και κόβει το σπαθί. Οι εχθροί τρέχουν να κρυφτούν στο κάστρο. Η συμπλοκή συνεχίζεται με πείσμα και τη νύχτα και είναι φοβερή και να τη σκέπτεται κανείς. Η μάχη της Τριπολιτσάς και η καταστροφή των Τούρκων εκεί, περιγράφεται από τον ποιητή με ρεαλισμό και πολλές εικόνες.

       35

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς.

Τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις ’πιθυμάς.

36

Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί

και ας είν’ άρματα γεμάτη, και πολέμιαν χλαλοή.

45

Α! τι νύχτα ήταν εκείνη, που την τρέμει ο λογισμός;

Άλλος ύπνος δεν εγίνει πάρεξ θάνατου πικρός.

47

Και οι βροντές, και το σκοτάδι, οπού αντίσκοφτε η φωτιά,

επαράσταιναν τον άδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

52

Θαμποφέγγει κανέν’ άστρο, και αναδεύονται μαζί.

Αναβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.

53

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα, μες΄στο δάσος το πυκνό,

Όταν στέλνει μιαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό.

74

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

69

Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν φωτιά,

και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας Αλλά.

70

Παντού φόβος, και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί.

παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί.

72

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνει, και κυλάει στην λαγκαδιά,

και τ’ αθώον χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.

73

Της αυγής δροσάτο αέρι δεν φυσάς τώρα εσύ πλιό

στων ψευδόπιστων το αστέρι. Φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.

Ο εχθρός στην Τριπολιτσά έχει αναρίθμητες δυνάμεις, αλλά η Ελευθερία είναι βέβαιη για τη νίκη της.

«Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών,

Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών».

       Οι εχθροί φεύγουν κιόλας. Τρέχουν να κρυφθούν στο κάστρο. Το πεδίο της μάχης μεταβάλλεται σε τοπίο του Άδη. Ο Σολωμός παρεμβάλλει μια έξοδο σκιών μέσα στη νύχτα. Είναι οι σκιές όλων των αδικοχαμένων όλα αυτά τα χρόνια, που στήνουν μακάβριο χορό μέσα στο χυμένο αίμα των πολεμιστών και με τα μακάβρια χέρια τους αγγίζουν τα στήθη των Ελλήνων πολεμιστών, ζητώντας εκδίκηση. Οι Έλληνες τώρα πιο ορμητικοί, χωρίς οίκτο ξαναρχίζουν τη μάχη. Κάθε χτύπημα είναι θανατηφόρο. Το πεδίο της μάχης έχει σκεπαστεί με όπλα και ανθρώπινα μέλη. «Έως πότε οι σκοτωμοί;» θα αναφωνήσει με φρίκη ο ποιητής, αλλά δεν θα τον ακούσει κανείς. Οι Τούρκοι, κυνηγημένοι, απελπισμένοι επικαλούνται τον Αλλάχ. Η πανωλεθρία των εχθρών έχει συντελεστεί. Το αίμα κυλάει ποτάμι και το αθώο χορτάρι το πίνει αντί για τη δροσιά. Επισφράγιση της ήττας των Τούρκων είναι το σύμβολο της χριστιανοσύνης, ο Σταυρός που κυματίζει στα τείχη της Τριπολιτσάς, στη θέση του μισοφέγγαρου. Το ιστορικό γεγονός της άλωσης της Τριπολιτσάς, το πρώτο αξιόλογο επίτευγμα των Ελλήνων, μετουσιώνεται από τον ποιητή. Δεν αναφέρει ούτε ονόματα, ούτε χρονολογίες. Για τον ποιητή υπάρχει ένα φρούριο, σύμβολο της τυραννίας, που στέκει εμπόδιο στην Ελευθερία. Η εκπόρθησή του γίνεται στόχος υψηλός. Δε θέλει να αμαυρώσει την Ελευθερία και τους Έλληνες αποδίδοντάς τους πράξεις βάρβαρες. Ο όλεθρος των Τούρκων παρουσιάζεται σαν αποτέλεσμα δίκαιης οργής,  για τα μαρτύρια τόσων αιώνων σκλαβιάς, σαν θεία δίκη.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

δ΄ ενότητα, στροφές 75 έως 87

Στη δ΄ ενότητα, στροφές 75 έως 87, ο Σολωμός περιγράφει την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Η Ελευθερία, αφού ξεπλήρωσε το έργο της στην Τριπολιτσά, στρέφεται τώρα προς τους κάμπους της Κορίνθου. Το ειρηνικό τοπίο χάνει την ειδυλλιακή του όψη και μεταβάλλεται σε πεδίο μάχης, όπου συγκρούστηκαν οι χιλιάδες στρατιώτες του Δράμαλη με τους νέους «τριακόσιους». Πιστεύει απόλυτα ότι οι πολεμιστές του 21 είναι παιδιά των τριακοσίων του Λεωνίδα. Έτσι ο ποιητής σαλπίζει τη συνέχεια του Έθνους, πράγμα που στην εποχή του δεν είχαν ακόμη παραδεχθεί οι ιστορικοί. Ο ίδιος νοιώθει τον εαυτό του ομότεχνο και συνεχιστή του Πινδάρου. Πανικόβλητοι οι Τούρκοι κλείνονται στο κάστρο της Κορίνθου, όπου τη συμφορά τους αποτελειώνει η πείνα και η αρρώστια. Στον κάμπο μένουν άθλια απομεινάρια τα λείψανα της περήφανης στρατιάς, ενώ αγέρωχη, θεϊκή περιφέρεται η Ελευθερία. Ο ποιητής παρουσιάζει την Ελευθερία να περπατάει ματωμένη στους κάμπους της Κορίνθου.

75

Της Κορίνθου ιδού οι κάμποι· δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά

εις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά·

76

Εις τον ήσυχον αιθέρα τώρα αθώα δεν αντηχεί

τα λαλήματα η φλογέρα, τα βελάσματα το αρνί.

77

Τρέχουν άρματα χιλιάδες, σαν το κύμα εις το γιαλό·

αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες δεν ψηφούν τον αριθμό.

78

Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε ’ς εμάς·

τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε, πόσο μοιάζουνε με σας.

79

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται, και με πάτημα τυφλό

εις την Κόρινθο αποκλειούνται, κι όλοι χάνονται απ΄εδώ.

80

 Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,

που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·

81

Και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού

τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού.

82

Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία που ό,τι θέλεις ημπορείς,

εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς.

75

Της Κορίνθου ιδού οι κάμποι· δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά

εις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά·

76

Εις τον ήσυχον αιθέρα τώρα αθώα δεν αντηχεί

τα λαλήματα η φλογέρα, τα βελάσματα το αρνί.

77

Τρέχουν άρματα χιλιάδες, σαν το κύμα εις το γιαλό·

αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες δεν ψηφούν τον αριθμό.

78

Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε ’ς εμάς·

τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε, πόσο μοιάζουνε με σας.

79

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται, και με πάτημα τυφλό

εις την Κόρινθο αποκλειούνται, κι όλοι χάνονται απ΄εδώ.

80

 Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,

που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·

81

Και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού

τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού.

82

Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία που ό,τι θέλεις ημπορείς,

εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς.

         Ο ποιητής με τη σειρά του οραματίζεται την καινούργια, ελεύθερη ζωή που ανατέλλει σιγά – σιγά. Βλέπει κρινοδάκτυλες παρθένες να στήνουν χορό κι αναγαλλιάζει στη σκέψη πως στο εξής οι γυναίκες αυτές θα γεννούν ελεύθερους ανθρώπους και όχι δούλους. Κι εδώ ο Σολωμός, ενώ αναφέρεται σε ιστορικό γεγονός αποφεύγει να αναφέρει συγκεκριμένα στοιχεία. Το ιστορικό γεγονός κατέχει πολύ μικρό μέρος, γιατί τη σκέψη του ποιητή απασχολεί μια άλλη εικόνα, που τον γεμίζει αγαλλίαση. Είναι η εικόνα της Ελεύθερης Ελλάδας, που τον κάνει να εκφωνεί φιλελεύθερα τραγούδια, σαν τον Πίνδαρο.         Μέσ’ στα χόρτα, στα λουλούδια το ποτήρι δεν βαστώ.

                              Φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

         Ζωηρή αντίθεση στην ενότητα αυτή δημιουργεί ο χορός των παρθένων  και τα απομεινάρια του εχθρού. Επίσης είναι έντονο το φυσιολατρικό στοιχείο, οι πλαστικές μορφές των κοριτσιών, ο ενθουσιασμός και η ψυχική συμμετοχή του ποιητή, ο χαιρετισμός στην Ελευθερία.

83

Στην σκιά χειροπιασμένες στην σκιά βλέπω κ’ εγώ

     κρινοδάχτυλαις παρθέναις, όπου κάνουνε χορό·

84

Στον χορό γλυκογυρίζουν ωραία μάτια ερωτικά,

και εις την αύρα κυματίζουν μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει, πως ο κόρφος καθεμιάς

γλυκοβύζαστο ατοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86

Μέσ’ στα χόρτα, στα λουλούδια το ποτήρι δεν βαστώ.

Φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη  των Ελλήνων τα ιερά,                       

και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

ε΄ ενότητα, στροφές 88 έως 122

 Στην επόμενη, ε΄ ενότητα, στροφές 88 έως 122, ο ποιητής εξιστορεί την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και την καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο. Ο Σολωμός φαντάζεται την Ελευθερία να πηγαίνει στο Μεσολόγγι την ημέρα των Χριστουγέννων. Την υποδέχεται η Θρησκεία στο ιερό χώμα του Κάστρου. Ελευθερία και Θρησκεία ενώνονται με έναν ασπασμό και προχωρούν στην εκκλησία, όπου μέσα στο σύννεφο του θυμιάματος αρχίζει η μυσταγωγία. Η Ελευθερία θυμίζει στους εχθρούς ότι τέτοια μέρα γεννήθηκε ο Λυτρωτής του κόσμου και προφητεύει στους Τούρκους την καταστροφή τους, με τα λόγια του Χριστού, που είναι η αρχή και το τέλος του παντός. Τώρα πια το θείον – ο Χριστιανισμός – απειλεί τους άπιστους, όχι οι άνθρωποι.

88

Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.

89

Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό

και το δάχτυλο κινώντας όπου ανεί τον ουρανό.

90

Σ’ αυτό…εφώναξε, το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά.

Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μέσ’ στην εκκλησιά.

            88

Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.

89

Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό

και το δάχτυλο κινώντας όπου ανεί τον ουρανό.

90

Σ’ αυτό…εφώναξε, το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά.

Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μέσ’ στην εκκλησιά.

91

Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό

γύρω γύρω της πυκνώνει, που σκορπάει το θυμιατό.

92

Αγροικάει την ψαλμωδία, οπού εδίδαξεν αυτή.

Βλέπει την φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.

93

Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,

Κι άρματ’ άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ.

94

Α! το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρόθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από την γη.

95

Λάμψην έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.

φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.

96

Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις και εις το τέταρτο κτυπάς.

97

Με φωνή που καταπείθει, προχωρώντας, ομιλείς:

 «Σήμερ’ άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής».

      Η θεϊκή οργή σπρώχνει τους εχθρούς στον αφανισμό. Οι Τούρκοι διωγμένοι από το Μεσολόγγι, στη βιασύνη τους να σωθούν ρίχνονται στα φουσκωμένα νερά του Αχελώου. Το θέαμα είναι φρικτό. Στο μουγκρητό του αφρισμένου ποταμού προστίθενται οι φωνές των πνιγμένων και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων.  Το νερό σιγά – σιγά ησυχάζει και σκεπάζει τα πνιγμένα κορμιά. Μπροστά στην ολοκληρωτική καταστροφή ο ποιητής θυμάται τον καταποντισμό των Αιγυπτίων στην Ερυθρά Θάλασσα, τους ύμνους που η προφήτης Μαριάμ, αδελφή του Μωϋσή ευχαρίστησε το Θεό για τη σωτηρία των Εβραίων. Η αναφορά στην καταστροφή των Αιγυπτίων στην Ερυθρά Θάλασσα και οι ύμνοι της Μαριάμ δείχνει ότι ο Σολωμός γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή. Ο ποιητής, νέος Μωϋσής  υμνεί και χαιρετίζει την Ελευθερία.

105

Κακορίζικοι, πού πάτε του Αχελώου μες την ροή,

και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή.

106

Να αποφύγετε! Το κύμα έγινε όλο φουσκωτό

Εκεί ευρήκατε το μνήμα, πριν να ευρήτε αφανισμό.

111

Σβυέται, -αυξάνοντας η πρώτη του Αχελώου νεροσυρμή, –

το χλιμίντρισμα, και οι κρότοι, και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

117

Και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός.

Πάντα πάντα περισσεύει πολυφλοίσβισμα και αφρός.

          Στην ενότητα αυτή ο Σολωμός συμπληρώνει το τρίπτυχο, πάνω στο οποίο βασίζεται ο ηθικός του κόσμος και η ποίησή του: Πατρίδα – Ελευθερία – Θρησκεία. Με την παρουσία της Θρησκείας, που σύμβολό της είναι ο Σταυρός, ο ποιητής δικαιώνει απόλυτα την απόφαση των ανθρώπων να ελευθερωθούν από την τυραννία. Η παρουσίαση της Θρησκείας στο Μεσολόγγι γίνεται πιο κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Τούρκοι αποφάσισαν επίθεση την ημέρα των Χριστουγέννων και ότι έτσι πρόσβαλλαν το Χριστιανισμό. Με αυτό τον τρόπο, για άλλη μια φορά ο Αγώνας των Ελλήνων παρουσιάζεται ευλογημένος και η ήττα του εχθρού αναπόφευκτη. Και η φύση συμμαχεί με τους Έλληνες. Οι περιγραφές στο σημείο αυτό έχουν βιβλικό μεγαλείο. Ο τόνος του ποιητή εναλλάσσεται από υψηλό σε λυρικό και από λυρικό σε τραγικό.

       στ΄ ενότητα, στροφές 123 έως 138

         Στην παρακάτω ενότητα ο ποιητής αναφέρεται στα κατά θάλασσα κατορθώματα των Ελλήνων και στον θάνατο του Πατριάρχη. Στο πρώτο μέρος ο ποιητής μεταφέρει την Ελευθερία στη θάλασσα, που άλλοτε γαλήνια και άλλοτε τρικυμισμένη είναι η ίδια η εικόνα της και όπως είναι ανίκητη στην ξηρά είναι το ίδιο ανίκητη και στη θάλασσα.

                   Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται στα ναυτικά κατορθώματα των Ελλήνων. Φαντάζεται ότι βλέπει τουρκική αρμάδα να καταδιώκεται από τις λιγοστές ναυτικές ελληνικές δυνάμεις. Κάνει υπαινιγμό για την πυρπόληση των τουρκικών πλοίων στη Χίο και την Τένεδο. Το θέαμα της θάλασσας φέρνει στη μνήμη του ποιητή τον τραγικό θάνατο του Πατριάρχη, που το λείψανό του πετάχτηκε από τους Τούρκους στα νερά του Βοσπόρου. Θυμάται το φρικτό Πάσχα του 1821, το τελευταίο για τον Πατριάρχη, όπου οι χριστιανοί φοβισμένοι αντάλλασσαν το φιλί της αγάπης. Αυτός, που πριν λίγο είχε δεχθεί μέσα του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, κρεμάστηκε στην Πύλη του πατριαρχείου και υβρίστηκε σαν το χειρότερο κακούργο.

123

Εις αυτήν. Είν’ ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.

Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο και το πέλαγο για σε.

124

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει κύματ’ άπειρα εις την γη,

με τα οποία την περιζώνει, κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

132

πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι, και δεν μνέσκει ένα κορμί

Χάρου, σκιά του Πατριάρχη, που σ’ επέταξαν εκεί.

133

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τ’ς εχθρούς τους τη Λαμπρή,

και τους έτρεμαν τα χείλη, δίνοντάς τα εις το φιλί.

134

Κειες τες δάφνες, που εσκορπήστε, τώρα πλέον δεν τις πατεί,

και το χέρι, οπού εφιλήστε, πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.

135

Όλοι κλαύστε, αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς.

Κλαύστε, κλαύστε. Κρεμασμένος ωσάν νάτανε φονιάς.

136

Έχει ολάνοικτο το στόμα π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί

τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα. λες πως θε να ξαναβγεί,

137

Η κατάρα που είχε αφήσει λίγο πριν να αδικηθεί

εις οποίον δεν πολεμήσει, και ημπορεί να πολεμεί.

138

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει εις το πέλαγο, εις την γη,

και μουγκρίζοντας ανάβει την αιώνιαν αστραπή.

 7η ενότητα 139 – 158

 Η 7η ενότητα είναι ο Επίλογος του Ύμνου, στροφές 139 έως 158. ο Ύμνος παίρνει χαρακτήρα συμβουλευτικό, παραινετικό.

 Στο τελευταίο αυτό μέρος ο Ύμνος παίρνει χαρακτήρα συμβουλευτικό, παραινετικό. Εδώ λείπει ο επικός οίστρος των προηγουμένων μερών. Έχει αντικατασταθεί από ύφος διδακτικό.

            Τέλος ρωτά τα ξένα έθνη, αν σκοπεύουν να καταλύσουν της Ελλάδας την ελευθερία για πολιτικούς υπολογισμούς ή θα αφήσουν τους Έλληνες να την αποκτήσουν με το αίμα τους. Αν τολμήσουν να την καταλύσουν, τότε είναι ανάξιοι, γιατί με τη συμπεριφορά τους χτυπούν κι αυτοί τον Σταυρό.

139

Η καρδιά συχνοσπαράζει… πλην τι βλέπω; Σοβαρά

να σωπάσω με προστάζει με το δάκτυλο η θεά.

140

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ’ ανησυχιά.

                    προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά.

141

«Παλληκάρια μου! οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,

και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.

142

Απ’ εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική·

αλλ’ ανίκητη μια μένει που ταις δάφναις σας μαδεί·

143

«Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,

κουρασμένοι από την νίκη αχ! τον νουν σας τυραννεί.

144

«Η Διχόνοια που βαστάει »ένα σκήπτρο η δολερή·

»καθενός χαμογελάει, »πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

141

«Παλληκάρια μου! οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,

και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.

142

Απ’ εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική·

αλλ’ ανίκητη μια μένει που ταις δάφναις σας μαδεί·

143

Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,

κουρασμένοι από την νίκη αχ! τον νουν σας τυραννεί.

144

Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή·

καθενός χαμογελάει, »πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

Ο ποιητής με το στόμα της Ελευθερίας συμβουλεύει τους Έλληνες να ομονοήσουν, γιατί η διχόνοια απειλεί να καταστρέψει ό,τι μέχρι στιγμής έχουν δημιουργήσει και θα δώσουν την εντύπωση στα ξένα έθνη ότι οι Έλληνες, αφού μισούνται μεταξύ τους, είναι ανάξιοι να ζουν ελεύθεροι. Υπενθυμίζει ότι ο αγώνας δεν τελείωσε και καλεί όλους να υψώσουν το Σταυρό απέναντι στην αντιδραστική Ιερά Συμμαχία, για να γίνει αντιληπτό και από τους Ευρωπαίους ότι για το Σταυρό, για τη Θρησκεία χύθηκε χριστιανικό αίμα που φωνάζει ζητώντας αποκατάσταση, σαν το αίμα του αδικοσκοτωμένου Άβελ.

145

Κειό το σκήπτρο, που σας δείχνει, έχει αλήθεια, ωραία θωριά.

μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.

146

Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθή,

πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.

147

Μην ειπούν  στο στοχασμό τους τα ξένα έθνη αληθινά·

«εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά».

148

Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα όπου χυθή

για θρησκεία, και για πατρίδα, όμοιαν έχει την τιμή.

149

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε Για πατρίδα, για θρησκειά

Σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε, σαν αδέλφια γκαρδιακά.

150

Πόσον λείπει, στοχασθείτε, Πόσο ακόμη να παρθεί.

Πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, Πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.

Τέλος ο ποιητής συμβουλεύει τους Έλληνες να ρωτήσουν τα ξένα κράτη αν από πολιτικούς υπολογισμούς σκοπεύουν να καταλύσουν την ανακτηθείσα Ελευθερία ή αν θα αφήσουν τους Έλληνες να αγωνιστούν και να την αποκτήσουν με το αίμα τους. Αν οι χριστιανοί Ευρωπαίοι τολμήσουν να καταλύσουν την ελευθερία της Ελλάδας, τότε είναι ανάξιοι να λέγονται χριστιανοί, διότι με τη συμπεριφορά τους χτυπούν το Σταυρό του Χριστού, χτυπούν τον ίδιο το Χριστό.

151

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία! καταστήστε ένα σταυρό,

και φωνάξετε με μία: Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.

152

Το σημείον που προσκυνάτε είναι τούτο, και γι’ αυτό

ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα τον σκληρό.

153

Ακαταύπαστα το βρίζουν τα σκυλιά, και το πατούν,

και τα τέκνα του αφανίζουν, και την πίστη αναγελούν.

154

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο χριστιανικό,

που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να ’κδικηθώ.

155

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή;

Τώρα επέρασαν αιώνες, και δεν έπαυσε στιγμή.

156

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ καταβοά

δεν είν’ φύσημα του αέρος, που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157

Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε να αποκτήσωμεν εμείς

Λευθερίαν, ή θα την λύστε εξ αιτίας Πολιτικής;

158

Τούτο ανίσως μελετάτε, ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό

Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κ’ εδώ.

         «Χαίρε, ω χαίρε, Λευτεριά».

        Ο Εθνικός μας Ύμνος, είτε παιανίζει σε εθνική εκδήλωση, είτε στο στάδιο, είτε στο σχολείο, η καρδιά σκιρτά το ίδιο χαρούμενα από έρωτα για την Λευτεριά, αφυπνίζοντας την κοιμισμένη συνείδησή μας και κρατώντας σε ενάργεια το πνεύμα μας. Ο ποιητής διατρανώνει ότι οι αγώνες του Γένους έγιναν για την πίστη του Χριστού και την Ελευθερία. Θρησκεία και Πατρίδα, Πίστη και Ελευθερία αγκαλιασμένες επιτελούν το μεγάλο θαύμα του 1821.

         Ο Ύμνος χαρακτηρίστηκε από τον Πολυλά σαν «πρώτος καρπός της Ελληνικής φαντασίας ύστερα από αιώνες μαρασμού». Πράγματι, το μεγαλόπνοο αυτό ποίημα δονείται τόσο από διθυραμβικό ενθουσιασμό όσο κι από την πίστη στο Θεό και την Ελλάδα. Με το έργο αυτό ο Σολωμός σαλπίζει την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, που είχε διατηρηθεί μόνο σαν ανάμνηση, αλλά είχε σβήσει σαν παρουσία. Με τον Ύμνο του ο Σολωμός δικαίωσε τον Αγώνα και παρουσίασε στα μάτια των Ευρωπαίων τους Έλληνες ζωντανούς. Ταύτισε αρχαίους και νέους Έλληνες και παρουσίασε τον Αγώνα σαν επίτευγμα του Έθνους. Με το υψηλό ύφος και με τη θέρμη της καρδιάς του συνέθεσε έργο μεγάλο και συγκλονιστικό. «Ο τροχαϊκός ρυθμός κατέστησε γοργό και άγρυπνο το κείμενο, ακατασίγαστο την ψυχή του μετόχου της κινήσεως, της ορμής, του θαυμασμού, της οδύνης». Έργο πολιτικό και συνάμα καλλιτεχνικό, ο Ύμνος παρά τις τεχνικές του ατέλειες και τις γλωσσικές του αδυναμίες, παραμένει πάντοτε το πρώτο αξιόλογο μνημείο της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετά την Επανάσταση.

         Έχοντας οι Έλληνες στο DNA τους την Λευτεριά, δεν μπορούσαν παρά να υποδεχθούν με ενθουσιασμό το ποίημα, καθώς θα συμφωνούσαν με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον ιστορικό της Επανάστασης του 1821: «…οι άξιοι αναγνώσται αυτού του Ύμνου θέλει τον κρίνουν δόξαν της Ελλάδος και θέλει ειπούν μαζί μου ότι εις κανέναν καιρόν και εις κανένα έθνος η ελευθερία δεν ηύρε ψάλτην αξιώτερον».

Ο ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού είναι πάντα επίκαιρος. Είναι ο ύμνος της Ελλάδας, της Ελευθερίας, της Ιδέας. Και σήμερα, στις δύσκολες μέρες που περνάμε ως Έθνος, ο ποιητής μας μιλάει για την ομόνοια που πρέπει να έχουμε ως λαός, η Ελλάδα για μια άλλη φορά βγήκε έξω εις τα έθνη να γυρεύει άλλα χέρια δυνατά. 

Δεν είν’ εύκολες οι θύραις, εάν η χρεία ταις κουρταλή.

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμμιά·

άλλος σου έταξε βοήθεια, και σε γέλασε φρικτά!

Άλλοι, ωιμέ! στη συφορά σου όπου εχαίροντο πολύ,

σύρε νάβρης τα παιδιά σου, σύρε, ελέγαν οι σκληροί.

Σήμερα μας ζητούν, εκτός όλων των άλλων και τη γη μας, τα νησιά μας, την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα μας, να τα πωλήσουμε, λένε, για να βγούμε από την κρίση και τη δύσκολη κατάσταση. Όμως, δε γνωρίζουν ότι ο τόπος τούτος, ο ποτισμένος με αίμα, η πατρίδα της Ελευθερίας, ποτέ δεν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Η Ελλάδα θα σταθεί πάλι στα πόδια της, αρκεί όλοι μας να γυρίσουμε στις ρίζες μας, στις αξίες μας, στα Ιδανικά μας! Και ας κλείσουμε με την αναφορά του Ο. Ελύτη στο «Άξιον εστί».

«Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».