2011 Χριστούγεννα με τον Παπαδιαμάντη

Η Αδελφότητα «Αγία Φιλοθέη» με τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές που πραγματοποιούνται στο Παπαστράτειο Μέγαρο της Γ.Ε.Α. συμβάλλει στην προετοιμασία για τον εορτασμό της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων. Συμμετέχουν μαθήτριες των ομάδων και των κατηχητικών, Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου, απόφοιτες, φοιτήτριες, κυρίες και μαθητές. Συνήθως συμμετέχουν μουσικά σύνολα σχολείων, ωδείων, συλλόγων, του Δήμου Αγρινίου.

      Χριστουγεννιάτικη γιορτή 2011

«Χριστούγεννα με τον Παπαδιαμάντη». Κυριακή 18 Δεκεμβρίου, ώρα 7 μ.μ. στο Παπαστράτειο Μέγαρο. Ένα αφιέρωμα για τον Άγιο της ελληνικής λογοτεχνίας, τον κυρ Αλέξανδρο, που φέτος συμπληρώθηκαν 160 χρόνια από τη γέννηση και 100 από το θάνατό του.

{gallery}fotos/foto_xristougenna2011{/gallery}

Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

160 χρόνια από τη γέννηση & 100 χρόνια από το θάνατο

του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη

    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο άγιος των Ελληνικών γραμμάτων

      Εισήγηση από την κ. Μαρία Μαμασούλα, Φιλόλογο, Θεολόγο, Δ/ρα Παιδαγωγικής       

         Το 2011 κηρύχθηκε ως έτος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αφού συμπληρώθηκαν 160 χρόνια από τη γέννηση και 100 από το θάνατο του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη. Με αυτή την ευκαιρία η φετινή χριστουγεννιάτικη γιορτή μας θα είναι ένα αφιέρωμα στη μνήμη του. Θα ζήσουμε τα Χριστούγεννα μέσα από τα ανεπανάληπτα κείμενά του.

         Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος, ο Άγιος των Γραμμάτων μας, αποτελεί μια ξεχωριστή μορφή στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Άφησε πίσω του σημαντικό έργο, πολύτιμη κληρονομιά και παρακαταθήκη. Η δική του ιδιαίτερη γραφή, το μοναδικό προσωπικό του αλφάβητο συγκινεί τους αναγνώστες διαχρονικά και αποτελεί γνήσια έκφραση της λεπτής και ευγενικής του ψυχής, των οραμάτων του, της Παράδοσής μας. Πνευματικός άνθρωπος, στα πλαίσια της αγιοσύνης, αρμολογεί την καθαρότητα της ψυχής του πάνω στη λειτουργική παράδοση και το ευχαριστιακό ήθος.

         Είναι γνωστός στα ελληνικά γράμματα ως ποιητής και λογοτέχνης. Μικρότερο το ποιητικό του έργο. Ανάμεσα στα ποιήματά του πιο σημαντικά είναι τα Υμνογραφικά.  «Εργαζόταν και εμπνεόταν με το ρυθμό και το μέλος, δηλαδή σα βυζαντινός ποιητής» γράφει ο Φαλτάϊτς. Η παρακολούθηση εκκλησιαστικών ακολουθιών τον έφεραν σε άμεση σχέση με τον βυζαντινό εκκλησιαστικό λόγο. Άλλωστε ήταν ψάλτης στον Άγιο Ελισαίο, εκεί στα ριζά του ιερού Βράχου της Ακρόπολης. Αξέχαστες, μοναδικές οι συχνές αγρυπνίες που τελούνταν εκεί από τον απλό αλλά άγιο παπά Νικόλα Πλανά, που πριν λίγα χρόνια ανακηρύχθηκε Άγιος της Εκκλησίας μας. Στα δυο ψαλτήρια εκλεκτοί ψαλτάδες, γνώστες της βυζαντινής μουσικής, οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου, Παπαδιαμάντης δεξιός, Μωραϊτίδης αριστερός, πρωτοξάδελφα, δημιουργούν τόσο όμορφο κλίμα, ώστε πολλοί ποιητές και λογοτέχνες σύχναζαν εκεί για να τους ακούσουν.

         Σημαντικό είναι ένα από τα πρώτα ποιήματά του με τίτλο «Προς τη Μητέρα μου». Είναι αυτοβιογραφικό, μιλάει για τα βάσανά του και τη μόνη του παρηγοριά που είναι η ευχή της μάνας του, ευχή και άγκυρα (άγκουρα τη λέει) ελπίδας:

«Μάνα μου, εγώ είμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,

όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.

Το δόλιο! όπου κι αν στραφεί κι όπου κι αν περάσει,

δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.

 Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη

μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αγριεμένη,

παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι

κι άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη».

         Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι καταξιωμένος ως πεζογράφος.  Η αύρα της λεπτής πνοής που άφησε με τα γραπτά του έχει συντροφέψει γενιές και γενιές. Έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα. Είπαν κάποιοι τον Παπαδιαμάντη ηθογράφο. Και είναι, αλλά είναι άριστος ηθογράφος, ο καλύτερος της λογοτεχνίας μας. Άλλοι τον είπαν θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό συγγραφέα. Και είναι. Αλλ΄είναι ο καλύτερος της λογοτεχνίας μας. Πολικό αστέρι στο λογοτεχνικό του ταξίδι και στην καθημερινή του ζωή, ήταν το καθαρό ορθόδοξο φρόνημα. Πέρα από την επίδραση του ιερέα πατέρα του στη διαμόρφωση της όλης προσωπικότητας του Παπαδιαμάντη έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι πνευματικές μορφές του ελληνικού μοναχισμού, όπως οι «Κολλυβάδες», γνωστοί και άγνωστοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, και η βυζαντινή εκκλησιαστική υμνογραφία. Ο Παπαδιαμάντης ζει το εκκλησιαστικό γεγονός. «Δε θέλησε να χρησιμοπιήσει τη θρησκεία σαν δικαιολογία της τέχνης του. Ο Χριστιανισμός ήταν γι’ αυτόν αγαπημένος όχι μόνο σαν θεωρία ή σαν λατρεία, μα και σαν τρόπος ζωής και σαν σύνολο ηθικών επιταγών», γράφει ο Γ. Βερίτης. Η διαφορά ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη και στους άλλους συγγραφείς είναι, κατά το Βερίτη, ότι ο Παπαδιαμάντης «είχε  την ψυχική τόλμη και την ηθική αντοχή ν’ αναβεί στο πιο ψηλό αυτό σκαλοπάτι και να προχωρήσει, απ’ τη θεωρητική συμπάθεια στη βίωση του Χριστιανισμού. Ο πόθος του είναι να νιώσει η ψυχή το μυστήριο της Αναστάσεως  να το χαρεί, να το λατρεύσει. Γι’ αυτό κατορθώνει να δημιουργεί γνήσια θρησκευτική ατμόσφαιρα στα εορταστικά διηγήματά του».

         Η Σκιάθος, τα ήθη και τα λαϊκά έθιμά της, ζουν αναλλοίωτα στο έργο του. Τα τοπωνύμια και τα ονόματα των γυναικών ηρωίδων των διηγημάτων μπαίνουν ατόφια στην αφήγηση. Η φύση είναι πανταχού παρούσα όπως και ο νησιώτικος μικρόκοσμος. Αγροί, βράχια και βουνά, παραλίες, θάλασσες γαλήνιες και φουρτουνιασμένες. Ξωκλήσια, μοναστήρια, ναΐσκοι. Έτσι, κατά τον Ανδρέα Καρκαβίτσα «όμορφη είναι η Σκιάθος του Θεού. Μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ωραιότερη». Τόσο πολύ αγαπούσε τη Σκιάθο και τους Σκιαθίτες ο Άγιος των Γραμμάτων μας.

         Όλη του τη ζωή την πέρασε μέσα σε μια έντιμη πενία. Ποτέ δε θέλησε να πλουτίσει. Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1911. εκοιμήθη, όπως οι Άγιοι. Τον έθαψαν την άλλη μέρα, 3 Ιανουαρίου. Ταξίδεψε ολόλευκος απ’ το χιόνι (χιόνιζε τη μέρα της κηδείας του) για την «μένουσαν πόλιν», την Άνω Ιερουσαλήμ.

         Ο Παπαδιαμάντης ήταν ο γνήσιος Χριστιανός και Παιδαγωγός. Ήξερε να ζωγραφίζει όχι μόνο με την πένα, αλλά και με τη ζωή του ήξερε να εντοπίζει τις αδυναμίες του, να ομολογεί χωρίς δικαιολογίες τα παραπτώματά του και να ζητά ταπεινά συγνώμη. Έτσι δίδασκε πώς να είναι αληθινός ο άνθρωπος, πώς να ωραϊζει και να καλλιεργεί την ψυχή του. Και ενέπνεε ελεύθερα να μιμηθούν το παράδειγμά του. Ο Ακαδημαϊκός ποιητής και πεζογράφος Σωτήρης Σκίπης αναφέρει το εξής περιστατικό:

         «Ένα καλοκαιρινό απόγευμα εις το καφενεδάκι της Δεξαμενής (πρόκειται για τη Δεξαμενή στο Κολωνάκι όπου σύχναζε ο Παπαδιαμάντης) είδα τον κυρ Αλέξανδρο, τον χριστιανόν αυτόν Σαίξπηρ, να κάθεται εις την απομακρυσμένην ακρούλαν, μόνος του. Τον επλησίασα με το καπέλο εις το χέρι και του είπα:

– Μόνος σας, σεβαστέ Διδάσκαλε;  Και μου απάντησε μελαγχολικά:

– Η μοναξιά είναι η δροσιά της ψυχής:

Αλήθεια, η μοναξιά είναι η δροσιά της ψυχής εις τον γαλήνιον, όπως ήτο εκείνος, ο αλησμόνητος. Όμως εις τον ανήσυχον είναι διπλή φωτιά».

         Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι μαγεία. Διαθέτει ένα μοναδικό προσωπικό αλφάβητο, αντλώντας από τους φανερούς και χαμένους θησαυρούς της ελληνικής γλώσσας. Εμπειρος γνώστης και δεινός τεχνίτης της λόγιας και της δημοτικής. Λένε ότι ξενίζει κι απωθεί στην εποχή μας, εποχή της λεξιπενίας, της κυριαρχίας της εικόνας και της τεχνολογίας. Χρειάζεται προσπάθεια, υπομονή και μια σχετική ωριμότητα για να μυηθείς στο λογοτεχνικό του σύμπαν. Ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ιαματικός. Με την ανάγνωσή του αισθάνεσαι «θάλπος και γλυκύτητα άφατον». Η αρχιτεκτονική γραφή του «με λίγες γραμμές ορίζει και τα κτίσματα και την ψυχή και τη φύση του Ελληνα», αναφέρει ο Ελύτης στο δοκίμιό του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», τονίζοντας την καθαρότητα, τη λιτότητα, την ευγένεια, το ήθος της γραφής του, το φως της ψυχής του.

         Ο αρχιμανδρίτης π. Ανανίας Κουστένης. στο βιβλίο του «Παπαδιαμαντικοί λόγοι» σημειώνει:  «Ο Παπαδιαμάντης είναι ψυχή ποιητική. Μιλάει για το Θεό, για τον άνθρωπο και για τη φύση… Εχει ευσπλαχνία απέναντι στους ήρωές του, δυσκολεμένους, πονεμένους, αδικημένους, μοναχικούς. Ακόμη και στους πιο αρνητικούς φέρεται με συγκατάβαση, με κατανόηση, μ’ αγάπη. Στα έργα του κυριαρχεί η κοινότητα… Αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να μιλήσουν… Ο Παπαδιαμάντης λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Διαβάζοντάς τον ο άλλος γαληνεύει, ηρεμεί, συνέρχεται». Γαλήνιος παρατηρητής του ανθρώπινου και φυσικού τοπίου, λόγιος και λαϊκός, γήινος και ρεμβώδης, φωτεινός και σκοτεινός, καρτερικός και συμπονετικός, λεπταίσθητα σκωπτικός, αισθαντικός και τρυφερός, πιστός χριστιανός, βαθύτατα ρωμιός και λάτρης της ρωμιοσύνης, αφήνει συχνά στο τέλος των θεσπέσιων ιστοριών του μια γλυκόπικρη γεύση, μια αίσθηση χαρμολύπης.

         Ο Παπαδιαμάντης, βαθιά θρησκευτικός και με πλατιά γνώση της εκκλησιαστικής ζωής, μας άφησε υπέροχα χριστουγεννιάτικα διηγήματα, καθώς βέβαια και Πρωτοχρονιάτικα και Πασχαλινά. Μάλιστα κάποιοι τον επέκριναν, γιατί επέμενε τόσο πολύ σε θρησκευτικού περιεχομένου διηγήματα. Ωστόσο ο ίδιος τους απαντά: “Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιληθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σού μνησθώ”, γράφει στο διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» (1893).   Αμέσως μετά θα ακούσουμε μελοποιημένο το πιστεύω του Παπαδιαμάντη από μαθητές της χορωδίας. Το μέλος είναι έργο του πρωτοψάλτη Χρήστου Βουλδή.

         Μέσα σ’ αυτά τα εορταστικά διηγήματα, όπως εξάλλου σ’ όλο το έργο του Παπαδιαμάντη, συναντάμε ανθρώπους απλούς, ταπεινούς, πτωχούς, βασανισμένους, και καταφρονεμένους, μεροκαματιάρηδες, αλαφροΐσκιωτους, ιερείς, ψαράδες, ναυτικούς, βοσκούς, αγρότες. Γερόντισσες, μανάδες, χήρες, νύφες, «παιδία και κοράσια», νέες θελκτικές, εφήβους  ονειροπόλους. Οι ήρωές του είναι καλοσυνάτοι, αλλά και αγωνιστές, κάποτε μάλιστα προκαλούν τη θυμηδία στον αναγνώστη με τις παιδιάστικες σχεδόν αδυναμίες τους ή τις προλήψεις και ιδιαιτερότητές τους, που είναι και αυτές, πιστεύει ο Παπαδιαμάντης, δεμένες με τη ζωή και δεν απομακρύνουν τους ανθρώπους από την αληθινή πίστη. Βλέπει τους ήρωές του με το μάτι του ανθρώπου που ξέρει να αγαπά τον άνθρωπο, γνωρίζει τα βάσανά του, μπορεί να διαβάσει την ψυχή του. Τους βλέπει με κατανόηση, σχεδόν με τρυφερότητα, αλλά και με το μάτι του τεχνίτη. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ιδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.

       Σήμερα θα προσεγγίσουμε τη μεγάλη μορφή του χριστιανού λογοτέχνη κάνοντας αναφορά σε δύο διηγήματά του. Το πρώτο ένα μικρό απόσπασμα από το Χριστουγεννιάτικο διήγημα «Ο Αμερικάνος». Το απόσπασμα  αναφέρεται στα κάλαντα που τραγουδούσαν τα παιδιά  στις Σκιαθίτικες φτωχογειτονιές την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ. Το δεύτερο, το πιο γνωστό και αντιπροσωπευτικό της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, «Στο Χριστό στο κάστρο» θα παρουσιαστεί με θεατρική σκηνή, αφήγηση, βυζαντινούς ύμνους και το αυθεντικό Παπαδιαμάντειο κείμενο.     

         Χρέος μας, να μνημονεύουμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στη δύσκολη εποχή και ζοφερή «κατοχή» που ζούμε, αφού ο λόγος του παραμένει βάλσαμο. Μας παροτρύνει άλλωστε στο «Αξιον Εστί» ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης: «Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα…». Και ο λογοτέχνης Ν. Αρβανίτης προσθέτει: «Μήτε ο Σολωμός μήτε ο Παπαδιαμάντης είπαν ψέματα στους Έλληνες. Ο λόγος τους είναι λόγος αλήθειας». Σήμερα που η πατρίδα μας ταλανίζεται από την αθεϊα, την ευρωλαγνεία και την υποδούλωση στα διεθνή οικονομικά κέντρα, ο Παπαδιαμάντης γίνεται πιο επίκαιρος. Το κακό, για το οποίο είχε μιλήσει ο Ελύτης είναι παρόν, το ζούμε. Ας μνημονεύουμε, λοιπόν, Διονύσιο Σολωμό, για να σωθεί η ελευθερία και η γλώσσα. Και ας μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, για να σωθεί η πίστη και η αξιοπρέπεια του Έλληνα, του ανθρώπου, που χιλιάδες χρόνια κατοικεί σ’ αυτόν τον τόπο, στις αμμουδιές του Ομήρου. Άλλωστε, «σαρκικοί, υλόφρονες, νεκροί άνθρωποι, δεν δύνανται ν’ ανέλθωσιν εις τον ιερόν βράχον της Ακροπόλεως!», μην ξεχνάμε τούτον τον ηλιόφωτο λόγο του Παπαδιαμάντη. Και ο ιερός Βράχος της Ακρόπολης είναι για τον Έλληνα ο θεματοφύλακας και το κατοικητήριο των ιδανικών.

Γιατί,  Αλέξανδρε Παπαδιαμάντη,

εσύ τον Άθωνα έσμιξες με την Αθήνα, ω μύστη.                             

Κι αδελφωμένος, στην αγνή καρδιά σου μέσα, εκλείσθη κλείσθη        

ο στοχασμός ο ελληνικός με του Χριστού την πίστη.

     

      Απόσπασμα από το Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη,                                

«Ο Αμερικάνος» Διαβάζει η μαθήτρια Βαϊα Παπαθανασίου                                                  

          «Εξελθών του καπηλείου ο ξένος,  εστάθη εις το μέσον του δρομίσκου, ου μακράν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζεν. Εστάθη, και αφού έρριψε βλέμμα ολόγυρα, ίνα ίδει μή τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άρα γε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:         Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,

    εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται … εκεί δε αντήχει:

     Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου… και αλλαχού:

              Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.

φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας.

Χορωδία – Ορχήστρα: Χριστουγεννιάτικα παραδοσιακά κάλαντα                                 Χριστούγεννα, πρωτούγεννα (κάλαντα Προποντίδας) Για σένα κόρη όμορφη (κάλαντα Ικαρίας) Καλήν εσπέραν, άρχοντες (κάλαντα πανελλήνια)

   Αίφνης ο ξένος ηναγκάσθη να παραμερίσει, διότι ζεύγος παιδίων, ων το έν εκράτει και φανάριον, αρτίως καταβάντα από μίαν κλίμακα, ήρχοντο προς τα εδώ. Επέστρεψε βήματά τινα οπίσω, προς το μέρος οπόθεν είχεν έλθει. Τα παιδία ήλθαν πλησίον, και ουδέ τον παρετήρησαν καν. Ανέβησαν την κλίμακα εκείνης ακριβώς της οικίας, την οποίαν είχε κοιτάξει διά μακρών ο ξένος, Τούτο ιδών έκαμε κίνημα, κι εστράφη οπίσω πάλιν, μετά ζωηρού ενδιαφέροντος. Εστάθη κι έτεινε το ούς.

   Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.

–         Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θεια;

   Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα, και γραίά τις με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:

–         Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε, κι σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.

   Τους έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις την χείρα, και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή την ανάβασιν και κατάβασιν της κλίμακος, εκέρδισαν μίαν πεντάραν.   …τα παιδία κατέβησαν την κλίμακα ανταλλάσσοντα λέξεις τινάς.

Θεατρική σκηνή με δύο μικρούς:

–         Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξηνταπέντε.

–         Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπεν ο άλλος, όστις ήτο κάσσα. Από ογδόντα λεπτά.

–         Δε θε-μοιραστούμε κι τ’ν πεντάρα αυτ’νής τς γριάς;

–         Ναι, θε-τ’νε-μοιραστούμε, βρε Θανάσ’· ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους.

–         Τ’νε-παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια, κι τα μοιραζόμαστε.

–         Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θε-πάρουμε;