2 Φεβρουαρίου, γιορτή της Υπαπαντής του Κυρίου, πραγματοποιείται η καθιερωμένη Γιορτή της Μητέρας στον Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου Αγρινίου, ώρα 4 μ.μ. Ο Ναός πλημμυρίζει από μητέρες, που έρχονται να γιορτάσουν μαζί με τα παιδιά τους τη μεγάλη αυτή μέρα που γιορτάζει η Μεγάλη Μάνα, η Παναγία μας και να πάρουν θάρρος, δύναμη, παρηγοριά.
Γιορτή Μητέρας 2013
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Άνοιγμα εκδήλωσης
Σήμερα, που η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μεγάλη γιορτή της Υπαπαντής και τιμά τη μεγάλη Μητέρα, την Παναγία μας. Συγχρόνως τιμάμε και γιορτάζουμε τη χριστιανή μητέρα. Η φετινή γιορτή μας έχει μια ιδιαιτερότητα. Είναι αφιερωμένη σε τρεις Άγιες μητέρες που τιμά η Εκκλησία μας αύριο και που της έδωσαν, όχι τρεις αλλά πολλούς Αγίους. Με αφορμή τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, που γιορτάσαμε προχθές, «μνείαν ποιούμεθα και των μητέρων αυτών». Πίσω από τα μεγάλα αυτά αναστήματα της Πίστεως υπάρχουν κρυμμένα στην σιωπή και την ταπείνωση τα αρραγή θεμέλια του προσωπικού τους μεγαλείου. Οι μητέρες τους. Οι τρείς «Φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος» ευτύχησαν να έχουν άγιες και σοφές κατά Θεόν και κατά άνθρωπον μητέρες. Δε θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά. Είναι αξίωμα το ρητό: «πίσω από κάθε σπουδαίο άνδρα υπάρχει μια σπουδαία γυναίκα». Τις περισσότερες φορές αυτή είναι η μάννα.
Η γιορτή μας θα ξεκινήσει με αναφορά στη Μεγάλη Μητέρα, την Παναγία μας και σε κάθε χριστιανή μητέρα. Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθούμε στη ζωή και το έργο των τριών Αγίων μητέρων, Εμμέλειας, Νόννας και Ανθούσας. Τη γιορτή μας, σήμερα, θα παρουσιάσουν νεαρές μητέρες, που αγωνίζονται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους «με παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Οι μητέρες των Μεγάλων Πατέρων και Οικουμενικών διδασκάλων Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, δηλαδή η Εμμέλεια, η Νόννα και η Ανθούσα αντίστοιχα, άγιες σήμερα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, δεν απέσπασαν τον ανυπόκριτο θαυμασμό των χριστιανών μόνο, αλλά και των ειδωλολατρών σοφών και διδασκάλων της εποχής τους και όλων των εποχών. Γιατί άραγε; Διότι η σοφή και ανδρεία γυναίκα και η σωστή μητέρα είναι πάντοτε μέν, πολύ περισσότερο όμως σήμερα, είδος πρώτης ανάγκης, δυσεύρετο όμως και «υπό εξαφάνιση», για να μη πούμε και απειλούμενο.
Οι τρείς αυτές Άγιες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, οι άξιες μητέρες των αξίων βλαστών τους, βαδίζοντας στα ίχνη της Μοναδικής Μητέρας όλων μας, της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Οποία οδήγησε το σαράντα ημερών βρέφος της στο Ναό, πρόσφεραν κι αυτές τα παιδιά τους στο Θεό και την Εκκλησία. Πρόσφεραν τα μέγιστα στην Ορθοδοξία και στον λαό του Θεού, διότι με την αγωγή, με την αυτοθυσία τους και την προσευχή τους, μας χάρισαν τους τρείς Μεγάλους Ευεργέτες της ανθρωπότητας. Το καλό που έκαναν στον κόσμο οι Άγιοι Τρείς Ιεράρχες, αυτό το καλό το πιστώνονται και οι μητέρες τους, διότι στήριξαν την πορεία των παιδιών τους με διάκριση, με λόγο και παράδειγμα. Οι μητέρες των Τριών Ιεραρχών υπήρξαν η πιστότερη απομίμηση του ιδανικού και ανεπανάληπτου προτύπου, της Παναγίας μας. Δεν έχουμε δηλαδή μπροστά μας αφελείς και αγαθές υπάρξεις, χαμηλής αντίληψης και μικρού δείκτη νοημοσύνης, που πορεύονται παρορμητικά στο δρόμο τους λόγω ανάγκης και βίας. Αντίθετα βρισκόμαστε ενώπιον γυναικών που γνωρίζουν σαφώς το θέλημα του Θεού, την αποστολή τους και τα καθήκοντά τους και γίνονται ολοκαύτωμα πάνω στο βωμό της μητρικής στοργής και αγάπης.
Αυτές υπήρξαν σαρκικές μητέρες αλλά και πνευματικές. Αυτές τους κυοφόρησαν, τους γέννησαν, τους ανέθρεψαν, τους στήριξαν με τις προσευχές τους, τις συμβουλές τους, το παράδειγμά τους. Οι κατά σάρκα πατέρες τους, του μεν Βασιλείου πέθανε όταν ήταν σε ηλικία 15 ετών, αφήνοντάς τον έτσι αβοήθητο στην δύσκολη περίοδο της εφηβείας, του δε Γρηγορίου ήταν στην αρχή αιρετικός και βοηθήθηκε από τον γιό του χωρίς αυτός να τον βοηθήσει ουσιαστικά. Και ο πατέρας του Χρυσοστόμου πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Συνεπώς οι πατέρες των Τριών Ιεραρχών δεν μπόρεσαν ν’ ασκήσουν ουσιαστική αγωγή στα παιδιά τους. Οι μητέρες τους λοιπόν ήταν αυτές που διαμόρφωσαν μετά το Θεό τις προσωπικότητές τους και τον χαρακτήρα τους.
Οι τρεις «μέγιστοι φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος», με στοιχεία και πληροφορίες που αποθησαύρισαν στα Πατερικά τους συγγράμματα, παρουσιάζουν με χάρη και ιερό δέος τις μητέρες τους. Μας αφηγούνται τη θεοσεβούμενη ζωή τους, το έργο τους, τις θλίψεις και τις χαρές τους και κυρίως δεν παύουν, σε κάθε ευκαιρία, να τονίζουν το μεγάλο ρόλο που έπαιξαν στην εξέλιξή τους ως ανθρώπων, ως οντοτήτων υλικών και πνευματικών. Ας δούμε ξεχωριστά την επίδραση που είχε κάθε μητέρα στον γιό της.
Α΄ Μ. Βασίλειος & Εμμέλεια
Η Εμμέλεια καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από γένος ένδοξο και αρχοντικό. Οι πρόγονοί της κατείχαν λαμπρές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και μεγάλα πλούτη. Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, θέλησε άνθρωπο με ευγένεια ψυχής και καλή συμπεριφορά. Την ίδια εποχή στη Νεοκαισάρεια του Πόντου ζούσε ένας χριστιανός νέος, ο Βασίλειος, γιος της «ευσεβέστατης» Μακρίνας. Καταγόταν κι αυτός από εξαιρετική οικογένεια, ήταν δάσκαλος της ρητορικής και με την πάροδο του χρόνου απέκτησε φήμη και αρετή. Ο Βασίλειος, παντρεύεται την Εμμέλεια και μετά το γάμο τους εγκαθίστανται στο πατρικό του σπίτι που βρισκόταν σε μεγάλο οικογενειακό κτήμα στους Αννήσους της Νεοκαισαρείας, κοντά στον Ίρι ποταμό του Πόντου.
Το πρώτο παιδί τους είναι θυγατέρα Της δόθηκε το όνομα της γιαγιάς της Μακρίνας. Απόκτησαν και δεύτερο παιδί, το Βασίλειο. Στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια υπήρχε η συνήθεια ο πρώτος γιος της οικογένειας να παίρνει το όνομα του πατέρα του, όπως στην εποχή μας παίρνει το όνομα του παππού του. Το ζευγάρι, βέβαια, απέκτησε κι άλλους γιους, τον Ναυκράτιο που ήταν δευτερότοκος από τα άρρενα παιδιά, το Γρηγόριο, τον Πέτρο και άλλες τέσσερις κόρες. Η Εμμέλεια ύστερα απ’ το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου τη φροντίδα των εννέα παιδιών της. Παρά τις δυσκολίες της ζωής της κατόρθωσε να δώσει την πρέπουσα, για την εποχή της, αγωγή στις πέντε κόρες της, δηλαδή να τις κάνει καλές νοικοκυρές για να προσφέρουν τις πολύτιμες «υπηρεσίες» τους στα σπίτια που θα «άνοιγαν» μελλοντικά, ως οικοδέσποινες. Η Εμμέλεια βέβαια, σαν καλή χριστιανή μητέρα, φρόντισε από νωρίς να ασφαλίσει τις θυγατέρες της στο «ασφαλές και απάνεμο λιμάνι» του γάμου: οι τέσσερις αδελφές παντρεύτηκαν με τη βοήθεια της στοργικής τους μητέρας, αφού πήραν το ανάλογο μερίδιο από την πατρική περιουσία που διανεμήθηκε εξ’ ίσου και στα εννέα αδέλφια, ασχέτως απ’ το γεγονός πως δε νυμφεύτηκαν τα τέσσερα: ο Βασίλειος, ο Ναυκράτιος, ο Πέτρος και η Μακρίνα. Αυτή η έμπρακτη χειρονομία ισότητας αρσενικών και θηλυκών τέκνων είναι πραγματικά πρωτοποριακή και συγκινητική για την εποχή της.
Η πολύτεκνη μητέρα Εμμέλεια είχε στο σπίτι πολύτιμη βοηθό τη μεγαλύτερη κόρη της Μακρίνα. Εργατική, ταπεινή και συνετή η Μακρίνα υπήρξε τροφός και διδασκάλισσα για τα μικρότερά της αδέλφια. Η μεγάλη αδελφή Μακρίνα, ύστερα απ’ το θάνατο του μνηστήρα της μόνασε ισοβίως. Μητέρα και κόρη όταν «αποκαταστάθηκαν» όλα τα άλλα παιδιά, μόνασαν μαζί σε μοναστήρι του Πόντου, στο πατρικό κτήμα των Αννήσων.
To πνεύμα της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης χαρακτήριζε την Εμμέλεια από τα παιδικά της χρόνια λόγω επίδρασης της οικογένειάς της. Έτσι το ζεύγος του Βασιλείου και της Εμμελείας επιδιδόταν σε έργα αγάπης: Αργότερα, και τα εννέα παιδιά τους επιδόθηκαν με τον ίδιο ζήλο σε έργα ευποιίας και φιλανθρωπίας. Μάλιστα, τα πέντε απ’ αυτά, που αφιέρωσαν ολοκληρωτικά τη ζωή τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας, διέθεσαν και την περιουσία τους ολόκληρη υπέρ των φτωχών και καταφρονεμένων. Ο πρώτος γιός τους Βασίλειος οικοδόμησε με την προσωπική του περιουσία την πόλη της αγάπης και της φιλανθρωπίας, τη Βασιλειάδα. Ο Μ. Βασίλειος έξω από την Καισάρεια έκτισε πλήθος φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, μέσα στα οποία περιμάζευε αρρώστους, αναπήρους, αστέγους, φτωχούς, γέροντες και ορφανά. Ο Ναυκράτιος, ο δεύτερος γιος της Εμμελείας, έγινε μοναχός. ‘Οταν άρχισε την ερημική του ζωή στον Ίρι ποταμό του Πόντου, «υπηρετούσε ο ίδιος προσωπικά κάποιους γέροντες, τους οποίους ταλαιπωρούσε η φτώχεια και η αρρώστια, αφού έκρινε ότι έπρεπε να βάλει σκοπό της ζωής του αυτή την ασχολία. Κυνηγούσε λοιπόν κι έπιανε ψάρια και εξασφάλιζε με το κυνήγι του την τροφή των γερόντων». Αλλά και ο τελευταίος γιός της Πέτρος καθώς μόναζε «όταν κάποτε παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη σιτηρών και πολλοί έτρεχαν από παντού κοντά του, εξ’ αιτίας της φήμης της φιλανθρωπίας του, έκανε να πλεονάσουν τόσο τα τρόφιμα με τις διάφορες επινοήσεις του, ώστε από το πλήθος εκείνων που είχαν συρρεύσει η ερημιά έμοιαζε με πόλη». Η κόρη της Εμμελείας Μακρίνα, δαπάνησε την περιουσία της σε κάθε είδος αγαθοεργίας. Ποτέ της δεν περιφρόνησε αυτούς που ζητούσαν τη βοήθειά της. Τίποτε δεν κράτησε για τον εαυτό της.
Η Εμμέλεια είχε σύντροφο πιστό και μόνιμο σ’ όλη τη ζωή της τον πόνο. Πέθανε ο πατέρας της σαν μάρτυρας στους διωγμούς, πέθανε ο άνδρας της νέος, ο γιος της Ναυκράτιος 27 ετών πνίγηκε, ενώ ψάρευε στον Ίρι ποταμό και ο Βασίλειος ήταν μόνιμα άρρωστος και καταβεβλημένος. Κι όμως παρέμεινε στητή και ολόρθη. Ασκούσε την ελεημοσύνη σε μεγάλο βαθμό και στήριζε τα παιδιά της. Η γιαγιά του Μ. Βασιλείου Μακρίνα και η μεγάλη του αδελφή που πήρε το ίδιο όνομα με τη γιαγιά τους ήταν άλλες δύο γυναίκες που στήριξαν και καθοδήγησαν τον Βασίλειο.
Την Εμμέλεια, εύτεκνον μητέρα και τελεία μοναχή, όταν πέθανε, ύμνησε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μ’ ένα υπέροχο επιτάφιο ποίημα του, με τίτλο: «Η Εμμέλεια πέθανε. Ποιος το είπε;» Επίσης της εκφώνησε έναν εγκωμιαστικό επικήδειο λόγο, στον οποίο εκθειάζει τα χαρίσματα και τις αρετές της ως μητέρας: «Το μεγαλύτερο και θαυμαστότερο προσόν της, κατά τη γνώμη μου, υπήρξε η καλλιτεκνία. Διότι τους πολυτέκνους και συνάμα καλλιτέκνους τους συναντούμε στους μύθους…Το να γίνουν ένα ή δυο παιδιά άξια επαίνου μπορεί να το αποδώσει κανείς και στη φύση. Η τελειότητα όμως που «εξαπλώθηκε» σ’ όλα τα παιδιά της είναι σαφές εγκώμιο και κατόρθωμα εκείνων που την πραγματοποίησαν. Το δηλώνει ο ικανός και μακαριστός αριθμός των ιερέων, των μοναχών καθώς και των εγγάμων». Όλα τ’ αγόρια και μία κόρη, η Μακρίνα, αφιερώθηκαν στο Θεό. Τρεις επίσκοποι (Βασίλειος, Γρηγόριος, Πέτρος) και δύο μοναχοί (Ναυκράτιος και Μακρίνα). Από τα παιδιά της, τα τρία αναδείχτηκαν μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας. Ο Μ. Βασίλειος, ένας απ’ τους τρεις Ιεράρχες, αναδείχτηκε «λαμπτήρας της εκκλησίας, περιφανής τε και περιβόητος». Ομολογεί ότι γνώρισε το Θεό από τη μητέρα του Εμμέλεια. Η Εμμέλεια είχε κάνει το σπίτι Εκκλησία. Τους δίδαξε Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Τα έμαθε να προσεύχονται. Τα στήριξε στην κατά Θεό αφιέρωση. Ο Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, υπήρξε «ο μυστικότερος των Καππαδοκών και φιλοσοφικώτερος των Πατέρων», υπέρμαχος του δόγματος της Νικαίας. Το έτος 381 παρέστη στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, όπως και ο αδελφός του Πέτρος επίσκοπος Σεβάστειας.
Β΄ Γρηγόριος ο Θεολόγος & Νόννα
Η μητέρα του Γρηγορίου, Νόννα ήταν δάσκαλος της ευσεβείας όλης της οικογενείας τους. Πέτυχε τον άνδρα της από αιρετικό να τον κάνει ορθόδοξο και μάλιστα να τον καλλιεργήσει τόσο, ώστε αργότερα να γίνει ιερέας και επίσκοπος Ναζιανζού. Επίσης, αν και υπήρξε άτεκνη για πολλά χρόνια και έφθασε σε προχωρημένη ηλικία χωρίς παιδιά, πέτυχε με τις προσευχές και τα δάκρυά της να καταργήσει την ατεκνία της και απέκτησε τρία παιδιά, τη Γοργονία, το Γρηγόριο και τον Καισάριο. Η Νόννα, παρά τις δυσκολίες στο γάμο της, οι οποίες προέκυπταν απ’ τη διαφορετική θρησκευτική πεποίθηση του συζύγου της, δε σκέφτηκε στιγμή το ενδεχόμενο χωρισμού. γιατί εκτιμούσε τα θετικά γνωρίσματα του συζύγου της: τη σωφροσύνη, την ειρηνικότητα και την καλή προαίρεση. Ακούραστη σε υπομονή και φροντίδες γι’ αυτόν, κατορθώνει στο τέλος να κάμψει την ψυχή του: Προσελκύεται λοιπόν ο Γρηγόριος στο χριστιανισμό απ’ τη σύζυγό, όπως μας πληροφορεί ο γιος τους Γρηγόριος ο Θεολόγος. Η Νόννα, ενώ στα ζητήματα πίστης και θεολογίας αποδεικνυόταν καθημερινά διδασκάλισσα του συζύγου της, έκρινε ότι, σ’ όλα τα άλλα, ήταν συνετό και αναγκαίο να «νικάται» από τον άνδρα της σύμφωνα με το «νόμο της συζυγίας». Γι’ αυτό θεωρείται άξια θαυμασμού απ’ το γιο της Γρηγόριο.
Η προσευχή της έφερε ως καρπό το γιό της, τον οποίο θεωρούσε ως «το δώρον του δεδωκότος Θεού», γι’ αυτό και τον προσέφερε ολόψυχα σ’ αυτόν, όπως ποθούσε πριν να τον γεννήσει. Του δόθηκε το όνομα του πατέρα του, Γρηγόριος. Το δεύτερο παιδί της, ήταν η Γοργονία. Ο μικρότερος γιος της Νόννας, ο Καισάριος, από μικρός ήταν πολύ ταλαντούχος. Επειδή η Νόννα πολύ ύστερα απ’ το γάμο της γέννησε τα παιδιά της, ο γιος της Γρηγόριος, ηλικιωμένος πλέον, τη χαρακτηρίζει «Σάρραν οψίτοκον» και τους δυο γονείς του προσονομάζει «Αβραάμ και Σάρρα».
Η Νόννα θεωρούσε άριστο και πρωταρχικό τρόπο παιδοτροφίας και διαπαιδαγώγησης τη διδαχή, προφορική και γραπτή, της Αγίας Γραφής. Γυναίκα δραστήρια και ενάρετη, εργατική και οικονόμα, προβλεπτική και ευλαβής νοικοκυρά, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού αγόγγυστα, παρ’ ότι ήταν ευκατάστατη. Η ρόκα και το αδράχτι ήταν συχνά-πυκνά στα χέρια της και οι χτύποι του αργαλειού της η καλύτερη μουσική της. Η Νόννα φρόντιζε για το σπίτι της όπως και για την ψυχή της και τις ψυχές των δικών της ανθρώπων. Δεν έχανε το χρόνο της σε φλυαρίες και άσκοπες συζητήσεις με άλλες γυναίκες, ποτέ δεν εξήλθε απ’ το στόμα της βέβηλος-άπρεπος λόγος. Δεν έκανε ούτε δεχόταν ανωφελείς επισκέψεις, ούτε πάλι άφησε να την επηρεάσει η κοσμική ζωή των συμπατριωτών της.
Στα έργα της φιλανθρωπίας η Νόννα είχε ως βοηθό και συμπαραστάτη το σύζυγό της. Συναγωνιζόντουσαν κι οι δυο τους για το καλύτερο. Στη Νόννα ο σύζυγός της είχε παραχωρήσει μεγάλη ελευθερία στο να δίνει απλόχερα χρήματα στους φτωχούς γιατί ήταν εξαιρετική και συνετή «οικονόμος». Ιδιαίτερα για τις πονεμένες και βασανισμένες γυναίκες η Νόννα έγινε στήριγμα, όπως επίσης και για τα ορφανά παιδιά.
Στην εποχή τους υπήρχε η συνήθεια να στέλνουν οι εύποροι γονείς τα παιδιά τους, ύστερα από τα εγκύκλια μαθήματά τους, για ευρύτερες σπουδές σε άλλες πόλεις, οι οποίες ήταν κέντρα και εργαστήρια ανώτατης παιδείας. Έπρεπε λοιπόν κι οι δυο φιλομαθείς γιοι της Νόννας, Γρηγόριος και Καισάριος, αφού κι οι ίδιοι το ήθελαν να μεταβούν σε πόλεις μακρινές για να σπουδάσουν διάφορες και πολλές επιστήμες. Αποφασίστηκε αυτή η αναγκαία «ξενιτιά» για το καλό τους. Όμως οι κίνδυνοι που τους παραμόνευαν και οι κόποι που τους περίμεναν στους άγνωστους τόπους των σπουδών τους προκαλούσαν στη μητέρα τους εύλογη ανησυχία. Ξένοι τρόποι ζωής και αντίληψης θα πρόβαλλαν για τους δυο νέους που για πρώτη φορά απομακρύνονταν απ’ το ασφαλές λιμάνι της οικογένειας.
Στη μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας ο φιλομαθής και ταλαντούχος Καισάριος σπούδασε όλες σχεδόν τις επιστήμες. Τελειώνοντας τις εκεί σπουδές του, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, όπου προσκλήθηκε, ως σοφός επιστήμονας, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκρατορικό οίκο. Εκεί εκτιμήθηκε ως σπουδαίος γιατρός αλλά και ως ενάρετος άνθρωπος.
Ο Γρηγόριος, ο μεγαλύτερος γιος της Νόννας, πήγε κατ’ αρχάς να σπουδάσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με το Μ. Βασίλειο. Ύστερα πήγε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια, όπου γνώρισε τον Πατριάρχη Αθανάσιο και τον μέγα ασκητή Αντώνιο, και τέλος αναχώρησε για την Αθήνα, προκειμένου να ολοκληρωθεί πνευματικά. Ο Γρηγόριος στην Αθήνα παρέμεινε έξι χρόνια σπουδάζοντας με το φίλο του Βασίλειο. Σε ηλικία τριάντα ετών αναχώρησε για τη Ναζιανζό, όπου χειροτονήθηκε ιερέας. Αργότερα, σε στιγμές δύσκολες της Ορθοδοξίας, αναγκάζεται να χειροτονηθεί, παρ’ όλες τις αρνήσεις του, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και να γίνει πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου.
Η Νόννα βέβαια φρόντιζε, εν τω μεταξύ, να γίνει καλή νοικοκυρά η μοναχοκόρη της Γοργονία. Δεν την άφηνε ποτέ χωρίς δουλειά, αν και μονάκριβη. Της έμαθε να ζώνεται την ποδιά, να κεντά, να στολίζει το σπίτι, ώστε να την αντικαθιστά επαξίως σ’ όλες τις δουλειές του σπιτιού. Με την πάροδο του χρόνου η Γοργονία έγινε πιστό αντίγραφο της μητέρας της: απλή, στολισμένη με σωφροσύνη, γυναίκα του σπιτιού σεμνή και ντροπαλή, σκληραγωγημένη από την προσπάθεια στους αγώνες του σπιτιού αλλά και στις πνευματικές ασκήσεις και στα έργα ιεραποστολής και φιλανθρωπίας. Απαραίτητο πλούτο για μια γυναίκα θεωρούσε η Γοργονία το θησαυρό των αρετών.
Ο Καισάριος, έξοχος για την ομορφιά του, τη σοφία και τη φιλία του με το βυζαντινό αυτοκράτορα, διατήρησε τη θέση του ως γιατρός της αυλής και μετά την ενθρόνιση του Ιουλιανού του Παραβάτη, χωρίς να υποκύψει στις πιέσεις του να απαρνηθεί το Χριστιανισμό και παραιτήθηκε απ’ τη θέση του. Αποφάσισε άγαμος να εισέλθει στον κλήρο. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόφτασε να πραγματοποιήσει τον πόθο του γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Πέθανε νέος σε ηλικία 37 ετών. Ως κεραυνός εν αιθρία έφτασε στην οικογένειά του η θλιβερή είδηση. Ετάφη στον λαξευμένο οικογενειακό τάφο, που ανέμενε να δεχτεί πρώτους τους ηλικιωμένους γονείς του αδικοχαμένου νέου.
Δυστυχώς λίγο αργότερα και η Γοργονία, η μοναχοκόρη της οικογένειας, ασθενεί σοβαρά και βασανιστικά. Παρά τη σοβαρή της αρρώστια, η Γοργονία «ασκούνταν» σκληρά. Τη χαρά διακόπτει η λύπη κι η χαρά τη συμφορά. Η μητέρα του Γρηγορίου Νόννα αναδείχτηκε πονεμένη, υπομονετική και γενναία μέσα στις καταιγίδες και τρικυμίες των θλίψεων. Μέσα σε δύο χρόνια, της άρπαξε ο θάνατος τα δυο μικρότερα παιδιά της, πριν κλείσουν τα σαράντα. Η Γοργονία μάλιστα ήταν ήδη μητέρα έξι παιδιών τη στιγμή του θανάτους της. Μετά από λίγους μήνες πέθανε ξαφνικά κι ο σύζυγός της Αλύπιος. Τα έξι εγγόνια της Νόννας, ορφανά από μάννα και πατέρα, εμψυχώνονταν απ’ την παρουσία της γιαγιάς τους που στεκόταν ακατάβλητη στους θανάτους των παιδιών της. Αναζητούσαν και έβρισκαν στη γιαγιά τους πνευματική ασφάλεια, ηθική υποστήριξη και σοφή συμβουλή, έτρεχαν με λαχτάρα και προσδοκία απ’ το σπίτι τους στο αρχοντικό της γηραιάς Νόννας για να την ακούσουν, να της αναφέρουν θέματα και ζητήματα, να της ανοίξουν την καρδιά τους.
Η κατοπινή ασθένεια του γηραιού πατέρα του Γρηγορίου, ο οποίος αναδείχτηκε πραγματικά βιβλική μορφή, βασάνισε όλη την οικογένεια. Αργότερα, όταν αρρώστησε βαριά και η Νόννα, ο Γρηγόριος, ως στοργικός γιος, γηροκόμησε τη μητέρα του όσο μπορούσε καλύτερα. Όταν η Νόννα πέθανε, ο γιος της Γρηγόριος την ύμνησε όπως της άξιζε.
Γ΄ Ιωάννης Χρυσόστομος & Ανθούσα
Η μητέρα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου Ανθούσα καταγόταν από πλούσια και ευγενική οικογένεια της Αντιόχειας. Όμως δεν θεωρούσε τα υλικά αγαθά και την αριστοκρατική καταγωγή της πηγή χαράς και ευτυχίας, αλλά τη χριστιανική ευσέβεια και την εσωτερική ειρήνη. Την Ανθούσα διαλέγει για γυναίκα του ο Σεκούνδος, χριστιανός κι αυτός και ενεργό μέλος της εκκλησίας της Αντιόχειας και καταγόμενος, όπως και η ίδια, από πλούσια και επιφανή οικογένεια. Δυστυχώς ο Σεκούνδος πέθανε πολύ νωρίς, όταν ο γιος του Ιωάννης ήταν ακόμη βρέφος μηνών. Οι συγγενείς και ο περίγυρος της Ανθούσας, λίγο καιρό μετά το θάνατο του συζύγου της, την παρότρυναν να συνάψει δεύτερο γάμο ως λύση του δράματος που βίωνε, μιας και βρισκόταν ακόμη σε πολύ νεαρή ηλικία (20 ετών) και είχε ανάγκη συντρόφου η ίδια, το παιδί της χρειαζόταν προστάτη αλλά και η μεγάλη της περιουσία σωστή διαχείριση. Πολλοί άντρες, αντάξιοι του Σεκούνδου, τη ζήτησαν σε γάμο, για τα προσόντα της, την ευγένεια του χαρακτήρα της, τα νιάτα της, αλλά κυρίως για την περιουσία της. Η Ανθούσα, ως νεαρή και πλούσια χήρα, απ’ την άλλη μεριά, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, ιδιωτικά και δημόσια. Παρ’ όλα αυτά στήριζε στην πίστη τις ελπίδες της και αγωνιζόταν προσευχόμενη. Γι’ αυτό και άντεχε και νικούσε στον αγώνα της ζωής της.Ουσιαστικά έζησε σαν παρθένος έχοντας όμως τα βάρη του γάμου.
Η νεαρή μητέρα και χήρα Ανθούσα απ’ την αρχή μερίμνησε για τη χριστιανική ανατροφή του παιδιού της. Απ’ την τρυφερή του ηλικία διέπλασε το χαρακτήρα του. Έτσι η περαιτέρω διαπαιδαγώγησή του ήταν ευκολότερη, αφού μπορούσε από νωρίς να εισαγάγει τον Ιωάννη στην ευλάβεια, στη φιλοσοφία και στην απόκτηση της αρετής. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος, στη μετέπειτα διδασκαλία του ως ενηλίκου ποιμένα, προτρέπει τους γονείς να συνδέουν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία με το γραπτό και προφορικό χριστιανικό λόγο και τη μελέτη των Αγίων Γραφών.
Η Ανθούσα, νεαρή και ενάρετη χήρα, ήταν παράδειγμα σωφροσύνης, αγνότητας και καθαρότητας βίου. Το πνεύμα του κόσμου και οι κοσμικές συγκεντρώσεις δεν την είλκυαν. Η ενδυμασία, οι λόγοι της και η εν γένει συμπεριφορά της, όλα μιλούσαν για την ξεχωριστή της φύση: ήταν η όντως χήρα, την οποία θαύμαζαν χριστιανοί και ειδωλολάτρες. Αυθόρμητα την επαίνεσε για την αρετή της και ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος, όταν πληροφορήθηκε ποια ήταν η Ανθούσα. Το τι είπε με φωνή δυνατή και θαυμασμό, απευθυνόμενος στο εθνικό-ειδωλολατρικό ακροατήριο, μας το διέσωσε ο γιος της Ιωάννης: «Βαβαί, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκές εισιν». Πω πω! Πόσο θαυμάσιες γυναίκες υπάρχουν στους χρισιανούς!
Η πόλη της καταγωγής και διαμονής της Ανθούσας και του γιου της Ιωάννη, η Αντιόχεια, ήταν πλούσια σε υλικούς θησαυρούς, αγαθά και έκλυση ηθών. Όλα αυτά ήταν ομολογουμένως μεγάλοι πειρασμοί για τον έφηβο Ιωάννη, όμως η άγρυπνη φροντίδα και οι συμβουλές της Ανθούσας τον διαφύλαξαν. Ο Ιωάννης θέλησε να επιδοθεί στο νομικό στάδιο. Γι’ αυτό και διδάχτηκε στην Αντιόχεια, ρητορική απ’ το Λιβάνιο που ήταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους ρήτορες της εποχής του. Ο Ιωάννης μόλις σε ηλικία 18 ετών αναδείχτηκε μέγας ρήτωρ μεταξύ όλων των ρητόρων της Αντιόχειας. Ως αριστούχος της Σχολής του Λιβανίου ανέβηκε στο δικανικό βήμα και αγόρευσε. Και τόσο πολύ σαγήνευσε ως συνήγορος τους ακροατές του, ώστε όλη η Αντιόχεια μιλούσε γι’ αυτόν επί πολλές μέρες. Η Ανθούσα χαιρόταν για τις επιτυχίες του γιού της, αλλά συγχρόνως ανησυχούσε και ξαγρυπνούσε στην προσευχή. Στην Αντιόχεια ο Ιωάννης δικηγόρησε για πολύ καιρό. Ξαφνικά όμως τον έχασαν οι φίλοι του και στα δικαστήρια έπαυσε ν’ ακούγεται η χειμαρρώδης φωνή του. Η επιθυμία του να εμβαθύνει περισσότερο στη χριστιανική θεολογία τον παρακίνησε να φοιτήσει στη θεολογική σχολή της Αντιόχειας. Χάρη στους δασκάλους του και στις άοκνες προσωπικές του προσπάθειες, εισέδυσε βαθύτερα στο πνεύμα της χριστιανικής πίστεως Εδώ, είναι περιττό, βέβαια, να ειπωθεί πόσο μεγάλη χαρά δοκίμασε η μητέρα του Ανθούσα για αυτή την τροπή της ζωής του.
Σ’ αυτή τη φάση του επίσημου χριστιανικού του βίου, ο Ιωάννης συνδέθηκε στενότερα με τρεις φίλους, με τους οποίους συναποφάσισαν να ασπασθούν τον ερημικό βίο. Όταν όμως η Ανθούσα πληροφορήθηκε τους σκοπούς του γιου της, προσπάθησε να τον αποτρέψει με θρήνους, παράπονα και παρακλήσεις. Το τι έκανε η Ανθούσα για να τον εμποδίσει, περιέγραψε ο ίδιος, και το απόσπασμα αυτό, ως λόγος και ως σκηνή δραματική, είναι απ’ τα πιο συγκινητικά και αριστοτεχνικά κείμενά του:
«Μόλις κατάλαβε αυτή την επιθυμία η μητέρα μου, με πήρε από το δεξιό χέρι, με εισήγαγε στο ιδιαίτερο δωμάτιό της, με έβαλε να καθίσω δίπλα της στο κρεβάτι που με γέννησε και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα και να μου λέει λόγια συγκινητικότερα από τα δάκρυα: «Εγώ, παιδί μου, δεν απόλαυσα πολύ καιρό τις αρετές του πατέρα σου. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Αμέσως μετά τη γέννησή σου ακολούθησε ο θάνατός του, που άφησε εσένα ορφανό κι εμένα χήρα και μου έφερε όλες τις δυστυχίες της χηρείας, τις οποίες γνωρίζουν καλά μόνο όσες γυναίκες βρέθηκαν σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν να παρασταθεί με λόγια η βαρυχειμωνιά και η τρικυμία, στην οποία ρίχνεται μια κόρη, που μόλις βγήκε απ’ το πατρικό της σπίτι, χωρίς να γνωρίζει τον κόσμο, και ξαφνικά προσβάλλεται από πένθος ανυπόφορο και αναγκάζεται ν’ αναλάβει φροντίδες ανώτερες από την ηλικία της κι από τη γυναικεία της φύση…».
«Γι’ αυτό, όταν ήσουν ακόμη βρέφος και δεν είχες μάθει ακόμη να μιλάς, στην ηλικία που τα παιδιά δίνουν ιδιαίτερη χαρά στους γονείς τους, μου χάριζες ιδιαίτερη παρηγοριά. Κι έπειτα, εσύ δεν είχες το δικαίωμα να με κατηγορήσεις ότι ναι μεν υπέμεινα τη χηρεία με γενναιότητα, αλλά μείωσα, λόγω των αναγκών της χηρείας την περιουσία σου, πράγμα που συνέβη όπως ξέρω σε πολλά ορφανά. Εγώ, και την πατρική σου περιουσία διαφύλαξα ακέραια και όσα χρειάζονταν για την προκοπή σου δεν παρέλειψα να ξοδέψω. Χρησιμοποιούσα την περιουσία που έφερα ως προίκα από το πατρικό μου σπίτι.
Μη νομίσεις, όμως, ότι τώρα σου λέω αυτά τα πράγματα για να σε προσβάλλω. Όχι. Σου τα λέω για να σου ζητήσω, για όλα όσα έκανα, μια χάρη: μη με αφήσεις χήρα για δεύτερη φορά. Μη μου ανάψεις πάλι το πένθος, που τώρα πλέον έχει αποκοιμηθεί. Περίμενε πρώτα το θάνατό μου, ίσως έπειτα από λίγο καιρό να πεθάνω. Οι νέοι έχουν την ελπίδα να φτάσουν σε βαθύ γήρας, εμείς όμως οι γερασμένοι δεν περιμένουμε τίποτε άλλο εκτός απ’ τον θάνατο. Όταν λοιπόν με παραδώσεις στη γη και ανακατέψεις τα οστά μου με τα οστά του πατέρα σου, τότε πήγαινε όπου θέλεις και ταξίδεψε σ’ όποια θάλασσα θέλεις. Τότε δε θα σε εμποδίσει κανείς. Έως ότου όμως αναπνέω, κάνε υπομονή, μείνε μαζί μου και μην αντιστρατευτείς στο Θεό χωρίς λόγο, ρίχνοντας σε τόση δυστυχία εμένα που δεν σου έφταιξα σε τίποτα…Κι αν έχεις να με κατηγορήσεις ότι σε παρασύρω σε κοσμικές φροντίδες και σε αναγκάζω να διαχειριστείς μόνος σου την περιουσία σου, τότε να μη σεβαστείς ούτε τους νόμους της φύσεως, ούτε την ανατροφή σου, ούτε τα κοινωνικά έθιμα ούτε τίποτε άλλο. Τότε να φύγεις μακριά μου σα να είμαι εχθρός και αντίπαλός σου. Αν όμως κάνω το παν για να σε διευκολύνω να ζεις κατά τον τρόπο που εσύ επιθυμείς, τότε αν όχι τίποτε άλλο, ας σε κρατεί τουλάχιστον κοντά μου αυτή η διευκόλυνση».
Η Ανθούσα με τα συγκλονιστικά λόγια της έπεισε τον Ιωάννη. Στάθηκε η ενσάρκωση της τέλειας μητρικής αγάπης που δεν ζητά κοσμικά ανταλλάγματα. Απέδειξε πως δεν ήθελε το γιο της κοντά της για να «ανοίξει» δικιά του οικογένεια, ώστε ως μάννα να γίνει και γιαγιά, βλέποντας εγγόνια απ’ το παιδί της. Ούτε πάλι ήθελε να τον μπλέξει σε φροντίδες και να τον αναγκάσει να διαχειρίζεται ο ίδιος πλέον τη μεγάλη πατρική του περιουσία. Εάν έκανε κάτι τέτοιο, μη σεβόμενη τις επιθυμίες και τις κλίσεις του γιου της, θα αποδεικνυόταν ο χειρότερος εχθρός του και θα έπρεπε να φύγει μακριά της. Απεναντίας, η Ανθούσα έκανε το παν για να τον διευκολύνει να ζει μέσα στο σπίτι του κατά τον τρόπο που επιθυμούσε ο ίδιος: ως ασκητής αφιερωμένος εξ’ ολοκλήρου στο Θεό.
Η στοργική μητέρα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου δεν απατήθηκε στην προαίσθησή της: δυο χρόνια μετά, όπως το είχε προείπει στο γιο της, «κοιμήθηκε εν Κυρίω» σε ηλικία μόνο 43 ετών. Ο Ιωάννης, ελεύθερος πια από ηθικές υποχρεώσεις, αφού μοίρασε όλη την οικογενειακή του περιουσία στους φτωχούς, αναχώρησε για την έρημο.
Η μητρότητα και η αγωγή των παιδιών είναι έργο ιερό, που καλείται η χριστιανή μητέρα να επιτελέσει. Η μητέρα φέρνει τα παιδιά της στον υλικό κόσμο μετά από εννεάμηνη κύηση και η μητέρα καλείται με πνευματικές ωδίνες και πνευματικό τοκετό να τα φέρει και στον πνευματικό κόσμο του ορθοδόξου δόγματος και της ηθικής. Στην μητέρα κυρίως οφείλουμε το ζην, το ευ ζην, και το αιωνίως και κατά Θεό ζην. Η μητέρα είναι ο πρώτος και αναντικατάστατος γέροντάς μας και παιδαγωγός εν Χριστώ. Δεν γίνεται ιερεύς η ίδια, γεννά όμως τους ιερείς και τους στηρίζει. Ο πλούτος της καρποφορίας των μεγάλων αυτών ανδρών και εν γένει όλων των αγίων υπήρξε καρπός, μετά τη χάρη του Θεού βέβαια, της ταπεινώσεως, της αγάπης, της θυσίας, και της ευσεβείας των μητέρων τους. Το έργο της μητρότητας και της κατά Χριστόν ανατροφής και αγωγής είναι τόσο μεγάλο όσο και το έργο της ιερωσύνης.
Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες τιμώνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μαςστις 30 Ιανουαρίου. Οι άγιες Μητέρες των Τριών Ιεραρχών, Εμμέλεια, Νόννα και Ανθούσα, τιμώνται την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου, δηλ. αύριο. Χριστιανές μητέρες, ας μιμηθούμε το άγιο παράδειγμά τους.