Εθνική γιορτή 25ης Μαρτίου 2014
Αφιέρωμα στον Εθναπόστολο & πρωτεργάτη του 1821, Άγιο Κοσμά Αιτωλό
1714 – 2014 300 χρόνια από τη γέννηση του Αγίου
1ο Μέρος
α) Βυζαντινοί Ύμνοι για τον Άγιο Κοσμά
Τη υπερμάχω – Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε
Θείας πίστεως – Ωδαίς ευφημήσωμεν (Απολυτίκια Αγίου)
Χαίροις, των Αποστόλων Χριστού (Προσόμοιο)
Σήμερον λαμπρώς ανέτειλεν (Δοξαστικό Εσπερινού)
Ψάλλει χορός Βυζαντινής Μουσικής Νέων
Ο Άγιος Κοσμάς & η Επανάσταση του 1821
β) Πνευματικός πρωτεργάτης & συντελεστής της Επανάστασης του 1821 εισήγηση από τη Μαμασούλα Μαρία, Φιλόλογο, Θεολόγο, Δ/ρα Παιδαγωγικής
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο πνευματοφόρος άνδρας, ο «ενδεδυμένος δύναμιν εξ ύψους», ο αγιορείτης μοναχός, ο μεγάλος Διδάχος της Ορθόδοξης Ρωμιοσύνης. Ο λαϊκός αυτός διδάχος και αναγεννητής, δεν είναι μόνο άγιος – σύμβολο των πιστών της Ορθοδοξίας, αλλά ο πνευματικός στηλοβάτης του Γένους.Είναι ο σεμνός ρασοφόρος, που μέσα στη ζοφερή νύχτα της πικρής σκλαβιάς έλαμψε σαν άστρο ελπιδοφόρο. Ποιος ραγιάς στα δύσκολα εκείνα χρόνια δεν είχε ακουστά το όνομά του; Ποιος δεν έμαθε για τα κηρύγματά του, τις προφητείες του, τα θαύματά του; Ποιος δε γνώριζε για τα σχολειά που ίδρυσε στο πέρασμά του; «Κρατείστε τη σπίθα όπως – όπως. Θάρθει μια στιγμή που θ’ ανάψει το φως», είπε ο Σεφέρης. Κι ο Πατροκοσμάς – με τη σπίθα, που την κράτησε άσβεστη η Παράδοση στα βάθη των ψυχών – άναψε την πυρκαϊά του ξεσηκωμού με το λόγο του και με το αίμα του.
Ο Άγιος Κοσμάς ήταν ένας, ίσως και ο σημαντικότερος πρωτεργάτης της Επανάστασης του 1821. 1ο Ήταν εκπρόσωπος του Ελληνικού Διαφωτισμού, α) με τα σχολεία που σύστησε & β) με την ελληνική γλώσσα που επέβαλε. 2. Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολική μορφή της νεώτερης Ελλάδας, που ορθώθηκε ενάντια στον κίνδυνο και έσωσε το Χριστιανισμό από το χείμαρρο του εξισλαμισμού. 3. Συνετέλεσε στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης και κοινωνικής ενότητας του Έθνους4. Έδωσε κουράγιο και ελπίδα στο υπόδουλο Έθνος με τις προφητείες του για την απελευθέρωση, για το «ποθούμενο», όπως έλεγε συνήθως με διάκριση και σοφία, για να αποφύγει τις κακοτοπιές και τα προβλήματα, αφού τις Διδαχές του παρακολουθούσαν πολύ συχνά και Τούρκοι. 5. Έσωσε τον Ελληνισμό από ολοκληρωτικό εξανδραποδισμό στα βάθη της Ασίας. Ήταν η τιμωρία που επέβαλε ο σουλτάνος για τον ξεσηκωμό του 1770 – 1774 (Ορλωφικά).6. Είναι ο σημαντικότερος πνευματικός συντελεστής του 21 και ο φλογερός πρόδρομος του εθνεγέρτη Ρήγα Φεραίου.
Για να καταλάβουμε & να εκτιμήσουμε & να θαυμάσουμε το έργο του Αγίου, θα σκιαγραφήσουμε με λίγα λόγια την κατάσταση που επικρατούσε στην υπόδουλη πατρίδα, όταν γεννήθηκε ο Άγιός μας, το 1714 στο Μεγαδένδρο της επαρχίας Θέρμου.
Με την υποδούλωση του Ελληνισμού στους Τούρκους το 1453, το αποπνικτικό σκοτάδι της τουρκικής κυριαρχίας και των δεινών, ανάγκασε το Έθνος να αναζητήσει την ενότητά του στη φροντίδα και την προστασία της Εκκλησίας. Ο λαός από την αρχή συσπειρώθηκε κοντά της. Με τη διατήρηση δε της ακεραιότητας της Εκκλησίας μέσα στην Ορθοδοξία, διατηρήθηκε και η ακεραιότητα του ίδιου του λαού, ιδίως στους κρίσιμους αιώνες 16ο και 17ο. Με την είσοδο όμως του 18ου αιώνα αρχίζει να απειλείται η εθνική ενότητα του Ελληνισμού και από την Ανατολή, αλλά και από τη Δύση. Τους χρόνους αυτούς «συντελείται η συνάντηση του Ελληνισμού με το Δυτικό Διαφωτισμό, που εισβάλλει στη ζωή του Έθνους μέσω της ελληνικής διασποράς. Ο διαφωτισμός μετεκένωσε στην εθνική μας συνείδηση και στοιχεία καταλυτικά της ουσίας της, όπως τη θρησκευτική αδιαφορία ή μια αλλοιωμένη θρησκευτικότητα, ολότελα ξένη προς την ουσία της Παραδόσεώς μας. Ο υλισμός συνετέλεσε στην πολυποίκιλη κρίση της ελληνικής κοινωνίας, στην αδυναμία αντιστάσεων και στην αποδυνάμωση του ανθρώπου, επομένως και του Γένους. Ο αστισμός κερδίζει συνεχώς έδαφος στην κοινωνική ζωή της Δύσης και οι νέες πολιτικές ιδέες περνούν σιγά – σιγά στον ελληνικό χώρο, ιδίως μέσω των εμπόρων και του εμπορίου.. Όλος αυτός ο συγχρωτισμός των υποδούλων Ελλήνων με το δυτικό πνεύμα, η συχνή επαφή Ορθοδόξων και Καθολικών, οι σπουδές πολλών ελληνοπαίδων στη Δύση, η μεταφορά των δυτικών ιδεών και συνηθειών με οποιοδήποτε τρόπο στον ελληνικό χώρο, το φιλοπερίεργο του Έλληνα και ο ανθρώπινος μιμητισμός, συνετέλεσαν στην πνευματική αναμόρφωση και στον Ελληνικό Διαφωτισμό αφ’ ενός και στην εισροή στοιχείων ξένων, καταλυτικών της εθνικής συνειδήσεως και συνέχειας του Ελληνισμού, αφ’ ετέρου. Έτσι η ραγδαία εξάπλωση του δυτικού Ουμανισμού, των ‘‘άθεων γραμμάτων’’, των ιδεών γενικά του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ήταν φυσικό να επηρεάσουν και να επιδράσουν ποικιλοτρόπως στην ελληνική κοινωνία με τους πατροπαράδοτους θεσμούς της.
Στοιχεία που δείχνουν όλη αυτή την κατάσταση αναφέρουμε ενδεικτικά:
Οι κλέφτες & αρματολοί, δεν είχαν τη συνείδηση ότι αγωνίζονταν για την ελευθερία ενός ολόκληρου έθνους, αλλά για την εξασφάλιση της δικής τους προσωπικής ελευθερίας. Και η πάλη τους με το δυνάστη δεν είχε στην αρχή ομαδικό εθνικό χαρακτήρα, αλλά είχε τη μορφή προσωπικής ανταπόδοσης και τιμωρίας και την απόκτηση αγαθών υλικών εις βάρος ομοεθνών και κατακτητών. (αυτό θα το δούμε στη θεατρική σκηνή που θα ακολουθήσει. Άγιος Κοσμάς προσπαθεί να συνετίσει τους ανυπότακτους αρματολούς του Μπουκουβάλα.)
Οι κοτζαμπάσηδες, πλούσιοι Έλληνες, τάξη με ξεχωριστά κοινωνικά συμφέροντα, μιμούνταν τους Τούρκους στο ντύσιμο, στους τρόπους, στη σκληρότητα, άλλαζαν τα ονόματά τους και ακόμα αλλαξοπιστούσαν, για να μη χάσουν τις τεράστιες περιουσίες τους. Οι ραγιάδες κολλήγοι ζούσαν και δούλευαν ως υποζύγια στα κτήματά τους. Πολλές φορές βασανίζονταν και τιμωρούνταν χωρίς οίκτο από τους αδίστακτους και ανελέητους αφεντάδες τους. Και η καθημερινή ζωή, τρόπος ζωής και εμφάνιση του ελληνικού λαού δείχνει την απομάκρυνσή του από τις παραδόσεις του Έθνους.
Η ένταση των εξισλαμισμών στις ελληνικές ηπειρωτικές χώρες κατά τον 18ο αιώνα ήταν πολύ μεγάλη. Οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ δύσκολες για τους πτωχούς ραγιάδες, που δε μπορούσαν να πληρώσουν τους υπέρογκους γι’ αυτούς φόρους, που οι Τούρκοι επίτηδες τους έβαζαν, διαφοροποιώντας τους από τους μουσουλμάνους. Κατά το τέλος του 17ου αιώνα υπολογίζεται πως ένα εκατομμύριο από τους μουσουλμάνους στην Ευρώπη κατάγονταν από χριστιανούς γονείς που είχαν αρνηθεί τη θρησκεία τους. Το πιο οδυνηρό σ’ αυτή τη περίπτωση είναι οι ομαδικοί εξισλαμισμοί. Τον 18ο αιώνα οι ομαδικοί εξισλαμισμοί απειλούσαν όλη την ελληνική επικράτεια, ιδιαιτέρως όμως την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Στα 1760, τριανταέξι χωριά του Πωγωνιού αλλαξοπίστησαν ομαδικά. Σε μισό εκατομμύριο υπολογίζουν τους χριστιανούς της Β. Ηπείρου που ασπάστηκαν τότε το Κοράνι. Ένα δίστιχο δείχνει καλά τη σύγχυση που επικρατούσε: «-Τούρκος είσαι Μουσταφά; -Τούρκος, μα την Παναγιά!». Σε πολλά μέρη, όπως στην Αιτωλοακαρνανία, «Έλληνες Χριστιανοί γαιοκτήμονες, αρνήθηκαν την πίστη τους και τον εθνισμό τους, για να κρατήσουν την περιουσία τους».Οι αλλαξοπιστίες προσβάλλουν, δυστυχώς, και τις τάξεις του κλήρου. Κάτω από φοβερές πιέσεις, καταναγκασμούς, φόρους, αδυναμία ψυχική, έλλειψη πνευματικής άμυνας, συνοικισμοί και χωριά ολόκληρα με επικεφαλής τον παπά τους ή τον Δεσπότη τους, άλλαζαν την πίστη τους. Δεν πρόκειται για σπάνιες εξαιρέσεις ατόμων, αλλά για ένα συνεχές ρεύμα αποστασίας, που διαρκούσε από τα πρώτα ως τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας». Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι στα 1759 μια ολόκληρη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας τούρκεψε την ημέρα του Πάσχα με επικεφαλής το Μητροπολίτη Μογλενών.
Αλλά υπήρχε και ένας άλλος εχθρός, πολύ πιο ύπουλος και αδίστακτος. Και αυτός ήταν ο Πάπας, ο ψευδοπροφήτης της Δύσεως, που ήταν χειρότερος από τον Τούρκο. Οι Φράγκοι ιδεολόγοι, αφενός μεν καταπίεζαν με κάθε τρόπο τον ελληνικό λαό για να υποταχθεί στον Πάπα, αφετέρου δε τον συκοφαντούσαν και τον διέσυραν ως άθεο. Ο Πάπας Παύλος στις αρχές του 18ου αιώνα με εγκύκλιό του προς τους Βενετσιάνους της Πελοποννήσου έγραφε: «Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι οι Έλληνες δεν έχουσι πίστιν… Όθεν δέον να μεταχειριζώμεθα αυτούς ως άγρια θηρία, να τους αποσπώμεν τους οδόντας και τους όνυχας, να μη παύσωμεν ταπεινούντες αυτούς και ιδίως να τους εμποδίζωμεν την περί των όπλων άσκησιν. Ουδέν δε άλλο να παρέχωμεν εις αυτούς ή ξύλον και άρτον, άρτον και ξύλον».
Και μια άλλη οδυνηρή εμπειρία και αφαίμαξη του ελληνισμού ήταν το παιδομάζωμα. Ο Πατροκοσμάς δεν έζησε μόνο ως νωπή ιστορική μνήμη το παιδομάζωμα, αλλά και ως μία αδυσώπητη πραγματικότητα της εποχής του, αφού η στρατολογία μικρών παιδιών των χριστιανών για τις τάξεις των γενιτσάρων εξακολούθησε να ισχύει ως την οριστική κατάργηση του θεσμού, το 1826.
Η απαιδευσία και η αμάθεια του αγροτικού πληθυσμού, ο αφελληνισμός με την εξάλειψη της ελληνικής γλώσσας από την ξενογλωσσία και τη διγλωσσία, η άμβλυνσητης θρησκευτικής Πίστεως και Παραδόσεως, μπορούν πολύ εύκολα να δημιουργήσουν προβλήματα εθνικής υπάρξεως σ’ ένα λαό. Υπάρχει κίνδυνος, λησμονώντας ή παραποιώντας την εθνική του γλώσσα ένας λαός, να αλλοιωθεί η εθνικότητά του. «Κάθε φορά που, μέσα στην τρικυμισμένη ροή της Ιστορίας, η ελληνική ψυχή χρειάστηκε να ανοίξει το δρόμο της πραγμάτωσής της, κάθε φορά που το Έθνος βρέθηκε στην ανάγκη ν’ αγωνιστεί, η γλώσσα στάθηκε η θαυματουργή, ανεξάντλητη βρυσομάνα της δύναμής του».
Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στις ορεινές περιοχές. Ο φτωχός ραγιάς, που έχασε στους χρόνους της Τουρκοκρατίας τόσες φορές το δρόμο του, βλέπει τον Πατροκοσμά σαν τον αληθινό σωτήρα του. Κι εκείνος, ο κοντακιανός χαρισματικός ιερομόναχος, κατέβαλε ανεπανάληπτη φροντίδα και προσπάθεια για να βοηθήσει το Έθνος να βρει το δρόμο του, να ξαναβρεί την εθνική του ταυτότητα, να σωθεί από τον αδηφάγο κατακτητή. Γι’ αυτό αγωνίστηκε για την ίδρυση Σχολείων, για την ομιλία της ελληνικής γλώσσας, για να ξεχωρίσουν οι Έλληνες για το τι είναι δικό τους και τι όχι, να ενώσουν όλες τους τις δυνάμεις ως Έθνος, να αναζωπυρώσουν την αυτοσυνειδησία τους, να βρουν την εσωτερική τους ελευθερία, για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να αγωνιστούν και για την πολιτική τους ελευθερία. Προσπάθησε, και το πέτυχε, να ξυπνήσει την εθνική συνείδηση σ’ ένα λαό, που είχε χάσει τον προορισμό του και να πλάσει ανθρώπους για την επανάσταση και την αναγέννηση του Έθνους.
Σ’ αυτό το σημείο θα αναφερθούμε στη σημαντικότερη προσφορά του Αγίου Κοσμά στο σκλαβωμένο Γένος. Κατά την τελευταία του περιοδεία ο Άγιος, πρόλαβε τη μεγαλύτερη συμφορά που ετοίμαζε ο Σουλτάνος για το Γένος των Ελλήνων, τον ολοκληρωτικό εξανδραποδισμό και την κατοίκηση του ελληνικού χώρου από βάρβαρους Τούρκους.Συγκεκριμένα, η Επανάσταση του 1770, παρόλη την αποτυχία της, θύμωσε πολύ το Σουλτάνο. Δε μπορούσε να συγχωρέσει τον ξεσηκωμό των ραγιάδων και η απειλή του ήταν φοβερή. Έπρεπε να τιμωρήσει τους Έλληνες επαναστάτες, που τόλμησαν να του αντισταθούν. Αυτό ήταν πολύ εύκολο, ενώ να τα βάλει με την πανίσχυρη Ρωσία, που ξεσήκωσε την επανάσταση, δεν ήταν τόσο απλό. Αποφάσισε, λοιπόν, να μετοικήσει στη Βαβυλώνα ολόκληρο το ελληνικό έθνος και στην ελληνική χερσόνησο να φέρει τουρκικές φυλές από τα βάθη της Μ. Ασίας. Αυτό σήμαινε εξανδραποδισμό ολοκληρωτικό του ελληνικού έθνους, μεγάλη καταστροφή και εθνική συμφορά ανεπανόρθωτη. Στην 6η Σιναϊτική έκδοση του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, υπάρχει η παρακάτω πληροφορία, που μας διαφωτίζει και μας ενημερώνει για το τι ακριβώς έγινε:«Τότε οι Πρέσβεις των χριστιανικών Δυνάμεων και Σωφρόνιος ο Β΄, Πατριάρχης, και οι Αρχιερείς κατεταράχθησαν και Συμβουλίου γενομένου, απεφάσι σαν να προτείνωσι τω Σουλτάνω την εγγύησίν των, προς καθησύχασιν των Ελλήνων, αν επετρέπετο, δια φιρμανίου, να σταλή ο Άγιος Κοσμάς Ιεροκήρυξ, ανά πάσαν την Ελλάδα, όπως εξημερώση τους εξαγριωθέντας επαναστάτας δια συστάσεως Σχολείων και της ανιδρύσεως των πυρποληθέντων ναών των. Εκδοθέντος δε του τοιούτου φιρμανίου προς τους Σατράπας της Ρούμελης, ήρχισεν ο Άγιος το κήρυγμα». Εντύπωση κάνει η συγκατάθεση του Σουλτάνου, Μουσταφά Γ΄, για να πάει ο Πατροκοσμάς στις περιοχές που είχαν επαναστατήσει και να συμβουλέψει και να λογικεύσει τους Έλληνες. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο Πατροκοσμάς ήταν γνωστός στο Σουλτάνο από τις Εκθέσεις, που έστελναν οι Πασάδες των διαφόρων περιοχών που πήγαινε, σχετικά με τη δράση του και την επιρροή του στο λαό και στους Τούρκους ακόμη. Ήταν πολύ διπλωματική η απόφαση του Σουλτάνου, αφού σκοπός του ήταν να λύσει ειρηνικά το πρόβλημα με τους ραγιάδες. Έτσι δικαιολογείται η συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι στον Άγιο, τα χρήματα που του πρόσφεραν για την ανέγερση των Σχολείων, η ακρόαση των Διδαχών του και από μπέηδες και πασάδες. Έτσι δικαιολογούνται, ο ενθουσιασμός και ο ξεσηκωμός, που επέφερε απ’ όπου περνούσε, το πλήθος των Σχολείων που σύστησε, οι Επιστολές που έστειλε, οι Εκκλησίες που επιδιόρθωσε και ανοικοδόμησε. Ο Άγιος επανέφερε την τάξη και συνέχισε το μεγάλο του έργο μέχρι τη στιγμή, που το υπέγραψε με το αίμα του στα χώματα της μαρτυρικής Βορείου Ηπείρου.
Το έργο του Αγίου Κοσμά είναι γιγαντιαίο, αφού είναι ο δημιουργός τόσων σχολείων, πνευματικών εστιών για την πνευματική αναγέννηση του Έθνους. Πίστευε ότι μόνο με την παιδεία θα αφυπνιστούν οι Έλληνες και θα ξεσηκωθούν ενάντια στον κατακτητή. Και είχε απόλυτο δίκιο. Το έργο του είναι μοναδικό όχι μόνο στην Ελληνική Ιστορία, αλλά και στην Ιστορία του Πολιτισμού της Ευρώπης και όλου του κόσμου. Κανένας από τους μεγάλους Δασκάλους του Γένους, στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς, δεν άφησε τόσο σημαντική κληρονομιά. Κανένας δε σύστησε ή δε λειτούργησε ούτε ένα Σχολείο. Αυτό ήταν μοναδικό προνόμιο του Αγίου Εθναποστόλου και διαφωτιστή Κοσμά. Δυστυχώς, δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί το έργο του μεγάλου Διδάχου και η σύγχρονη Ελλάδα και Παιδεία δεν συνέλαβε ακόμη το πνευματικό ύψος του ανθρώπου, που με το σταυρό και την αγάπη σύστησε διακόσια δέκα Σχολεία τουλάχιστον, μέχρι το Μάρτιο του 1779, όπως ο ίδιος αναφέρει στην επιστολή του στον αδελφό του Χρύσανθο. Ο Άγιος Κοσμάς τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ανέπτυξε μια απίστευτη δραστηριότητα και ο αριθμός των σχολείων του οπωσδήποτε ανέβηκε. Υπάρχουν μαρτυρίες για 230, 247, 250, μέχρι 1100 μετρούν τα σχολεία που σύστησε ο μεγάλος δάσκαλος και διαφωτιστής. Ο πραγματικός αριθμός τους δεν θα γίνει ποτέ γνωστός. Αγωνίστηκε για την ίδρυση δημόσιων σχολείων & για δωρεάν Παιδεία, φαινόμενα μοναδικά για την εποχή & πρωτοποριακά, με τη βοήθεια μόνο της υπόδουλης ελληνικής κοινότητας. Τέτοιο έργο δε θα μπορούσε να επιτελέσει ούτε ένα οργανωμένο Υπουργείο Παιδείας και μάλιστα σε τόσο δύσκολους χρόνους, με τόσο δυσμενείς συνθήκες και σε τόσο απρόσιτα μέρη.
Η προσφορά του Πατροκοσμά και στον τομέα της γλώσσας ήταν μεγάλη. Έχοντας συνείδηση της αποστολής του στο υπόδουλο Γένος, επιδίωξε με τους αγώνες του και τις προσπάθειές του να κρατήσει ο ελληνικός λαός τη γλώσσα του, να κρατήσει την πολιτιστική του κληρονομιά. Γιατί η γλώσσα, είναι η ίδια η ελευθερία. Το «πάρεξ ελευθερία & γλώσσα» του Σολωμού ήταν & του Πατροκοσμά το σύνθημα & ο στόχος. Έβλεπε ότι, αν οι Έλληνες έχαναν τη γλώσσα τους, θα έχαναν ταυτόχρονα και την πίστη τους την ορθόδοξη και τον εθνισμό τους. Ο ξενόγλωσσος Έλληνας δεν θα μπορούσε να καταλάβει το Ευαγγέλιο, να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία, να διαβάσει την Αγία Γραφή. Ο αναλφάβητος λαός θα αποξενωνόταν τελείως από την Εκκλησία ή θα έπεφτε θύμα της Δυτικής προπαγάνδας. Όσοι μιλούσαν Αλβανικά θα λησμονούσαν σιγά-σιγά τις ρίζες τους, θα έχαναν την ιδεολογία και την ταυτότητά τους, την πίστη τους και τη θρησκεία, θα υποχωρούσαν στον Μουσουλμανισμό. Όσοι μιλούσαν Βλάχικα, θα αποξενωνόταν από τον κορμό του δένδρου του Ελληνισμού, του οποίου βασικό στοιχείο είναι η γλωσσική του κληρονομιά. Όσοι μιλούσαν Φράγκικα, χάνοντας τη γλώσσα τους, θα γινόταν εύκολη λεία των Παπικών και Προτεσταντών. Η γλώσσα συνιστά το Έθνος και, αν λείψει αυτή, θα χαθεί όλο το Έθνος. Γι’ αυτό και ο Πατροκοσμάς επέκρινε όσους Έλληνες δε μιλούσαν Ελληνικά, αλλά Βλάχικα ή Αρβανίτικα & τους επέβαλε την ομιλία της Ελληνικής γλώσσας.
Ο Πατροκοσμάς, έχοντας ‘‘μονάχη έγνοια’’ τη γλώσσα την Ελληνική, γνωρίζοντας καλά τις δύσκολες συνθήκες, στις οποίες ζούσαν οι Έλληνες και το μεγάλο γλωσσικό πρόβλημα, που αντιμετώπιζε ο Ελληνισμός με την κατάργηση σε μερικά μέρη ή την ανυπαρξία σε άλλα της Ελληνικής γλώσσας, ή την αντικατάστασή της με τη Βλάχικη ή την Αλβανική, ξεκίνησε μια μεγάλη σταυροφορία σ’ αυτά τα μέρη. Άλλοτε με την ίδρυση Σχολείων, με την παράκληση ή και τη φοβέρα, άλλοτε με την άφεση των αμαρτιών των χριστιανών, που τις έπαιρνε επάνω του ή με την απαλλαγή τους από τα ‘‘δοσίματα’’, κατόρθωσε να διατηρήσει την Ελληνική γλώσσα και να σώσει τον Ελληνισμό, ο οποίος απειλούνταν από την άγνοια, την αμάθεια και τη σταδιακή απώλεια του γλωσσικού του οργάνου, της Ελληνικής γλώσσας. Υπήρξαν Έλληνες, αγνοί πατριώτες, στις απόμερες & απάτητες βουνοκορφές που είχαν ξεχάσει τη γλώσσα τους & κινδύνευαν να χάσουν και την ελληνική τους συνείδηση και υπόσταση. Σε μερικά χωριά ήταν εντελώς άγνωστη η Ελληνική γλώσσα. Οι άνθρωποι αυτοί θεληματικά, μέσα στην άγνοιά τους, εγκατέλειψαν θρησκεία & γλώσσα, για να αποκομίσουν τα προς το ζην. Αυτά τα μέρη απασχόλησαν περισσότερο τον Πατροκοσμά. Ίσως στα χωριά αυτά κάποιοι φαινομενικά Τούρκοι να ήταν κρυπτοχριστιανοί, και το συχνό πέρασμα του Αγίου να τους ενδυνάμωνε την πίστη. Δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με τη Ν, Ελλάδα, αυτός που όργωσε όλη την ελληνική επικράτεια δεν πήγε ούτε μια φορά στην Πελοπόννησο, ενώ πέρασε δύο ή τρεις φορές από την Ήπειρο & περπάτησε & στα πιο απόμερα χωριά της.
Ο λαϊκός αυτός διδάχος και αναγεννητής, δεν είναι μόνο άγιος – σύμβολο των πιστών της Ορθοδοξίας, αλλά ο καθολικός πνευματικός στυλοβάτης του Γένους. Στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό «ανακεφαλαιώνεται η Παράδοση του Γένους». Αυτή η αλληλοκατανόηση λαού και Κοσμά πηγάζει από την κοινή ρίζα που τους ενώνει και η ρίζα αυτή λέγεται ελληνισμός, σταυρωμένος και καθηλωμένος τότε, αλλά πάντα ανυπότακτος, αδίστακτος, ορμητικός, με όνειρα και οραματισμούς, αγωνίες και ελπίδες. Η βοήθεια του Πατροκοσμά στο υπόδουλο γένος και την αγροτική Ελλάδα του 18ου αιώνα υπήρξε ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Απώτατος στόχος και σκοπός του η πνευματική και ηθική ανακούφιση των σκλάβων. Η παράδοση, αντλημένη από τη Γραφή και την ελληνική πραγματικότητα και ιστορία, ήταν η πνοή της ιδεολογίας του, που μετάγγιζε πολιτιστικές αξίες από το ‘‘χθες’’ στο ‘‘σήμερα’’ και συνέβαλε στην τόνωση της εθνικής συνειδήσεως και κοινωνικής ενότητας, που είχαν επικίνδυνα διασαλευτεί στους χαλεπούς χρόνους της δουλείας.
Δεκαεννιά χρόνια πορεία, δρόμος, ταλαιπωρία αλλά και ενθουσιασμός, προσφορά, θυσία… Και χαράχτηκε παντού το πέρασμά του. Στημένοι σταυροί, σημειωμένο το όνομά του στ’ άγια βιβλία, βαθιά χαραγμένο στη μνήμη και στην ψυχή του Ελληνισμού. Ήταν ο δάσκαλος της ζωής, ο δάσκαλος όλου του λαού, ο Διδάχος του Γένους. Kαριοφίλι, ο λόγος του, η Διδαχή, επιδίωξή του, ο φωτισμός του σταυρωμένου Γένους, με υψηλούς στόχους για την αναγέννηση της Παιδείας, την ομιλία της ελληνικής γλώσσας, τη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, για να μπορέσει το Έθνος να πιστέψει στον εαυτό του, να σταθεί γερά στα πόδια του, να μεγαλουργήσει και να ελευθερωθεί. Η διδασκαλία του υπήρξε ό,τι καλύτερο χρειαζόταν ο σκλάβος Ελληνισμός στο θρησκευτικό, κοινωνικό και εθνικό πεδίο. Η διδασκαλία του υπήρξε η πιο ριζοσπαστική και επαναστατική για την εποχή του, που τον ύψωσε σε Εθναπόστολο, αναγεννητή και κύριο συντελεστή του Εικοσιένα. Γιατί η Παιδεία του Γένους, για την οποία αγωνίστηκε και θυσιάστηκε ο μεγάλος Διδάχος, ξύπνησε τις κοιμισμένες συνειδήσεις και όπλισε το χέρι των υποδούλων για τον ξεσηκωμό. Τόση ήταν η πίστη του λαού στη θαυματουργική δύναμη του Αγίου, που η επανάσταση, σε πολλά μέρη κηρύχτηκε με το περίφημο δίστιχο στα χείλη: «Βοήθα μας, Άγιε Γιώργη και συ Άγιε Κοσμά να πάρουμε την Πόλι και την Αγιά Σοφιά». Το έργο του Αγίου Κοσμά «ήταν ένας κατανυκτικός Όρθρος. Η προπαρασκευή και η προετοιμασία της ψυχής. Η εισαγωγή στην μεγάλη ακολουθία του Ευαγγελισμού της Ελευθερίας. Ήταν το γλυκοχάραμα που προαναγγέλνει τοξημέρωμα, ήταν το αντιφέγγισμα, ο πρόδρομος της λευτεριάς»
.γ) Προβολές 1. Προφητείες για το «ποθούμενο»
2ο Μέρος
α) Θεατρική σκηνή
Ο ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ ΣΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ
(Διασκευή από τους «Μαυρόλυκους» του Πετσάλη Διομήδη)
Αφηγήτρια: Τραγουλιά – Πετροπούλου Αρετή, Νηπιαγωγός Πατροκοσμάς: Καραπάνος ΠαναγιώτηςΤη σκηνή επιμελήθηκε ο Χορευτικός Όμιλος «Οι Μερακλήδες»
Μπουκουβάλας: Χασιώτης Φώτης
Η σκηνή στο λημέρι του αρματολού Γ. Μπουκουβάλα. Φυλάει σκοπιά ένα από τα παλληκάρια του Μπουκουβάλα, ο Παναγής. Καταφθάνουν από το κοντινό χωριό, το Κεφαλόβρυσο, ο Μήτρος και ο Λάμπρος, για να φέρουν στον καπετάνιο και τα παλληκάρια του τη χαρμόσυνη είδηση ότι φθάνει ο Πατροκοσμάς με την ακολουθία του στο λημέρι τους.
(Η αυλαία ανοίγει με τον Παναγή να φυλάει σκοπιά στο λημέρι του Μπουκουβάλα. Η Αφηγήτρια αφηγείται…)
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Ένα πράμα αλλόκοτο ετούτο το άντεγμα του Πατροκοσμά. Μηδέ χειμώνας τονε σταματούσε, μηδέ κι η βαρυχειμωνιά στα ψηλώματα, μηδέ το χιόνι που σε θάβει, μηδέ κι η νεροποντή που σε πνίγει, μηδέ κι η νύχτα που σε σβήνει, μηδέ κι ο πάγος που σε καίει. Τίποτα. Περνώντας από τόπο σε τόπο, έβαζε τους εντοπίτες να χτίζουνε προσκυνητάρια, δεκαριές και εικοσαριές τα προσκυνητάρια. Και μέσα στο προσκυνητάρι στήνανε ένα σταυρό, ένα εικόνισμα κι ένα καντήλι. Πάνω στα διάσελα, κάτω στα φαράγγια, παντού. Σε τούτη την άγρια βουνοθάλασσα, στις πολύωρες ερημιές φέρνανε παρηγοριά και βοήθεια στους στρατοκόπους τα προσκυνητάρια του πάτερ – Κοσμά.
Τον ακολουθούσε τον Άγιο πλήθος λαός! Πιο θαυμαστό ακόμα ετούτο! Παπάδες, καλόγεροι πάει καλά, μα ήταν γέροι, γυναίκες με παιδιά. Αυτοί, πού τηνε βρίσκανε τη μπόρεση ν’ ακολουθάνε; Συνεπαρμένοι βαδίζανε από λόγγο σε λόγγο κι από ρουμάνι σε ρουμάνι. Κι ήταν μονάχα η πίστη που ξύπναγε ο λόγος του. Κι ήταν τα όσα προφήτευε. Κι ήταν και τα γιατροσόφια του. Χιλιάδες τρέχανε να τους γιατρέψει. Κι ύστερα κάθονταν και τον ακούγανε μ’ ορθάνοιχτο το στόμα.
Αυτό έγινε και στου Μπουκουβάλα το αρματολίκι. Ο Πατροκοσμάς, αφού δίδαξε στα χωριά της περιοχής, τράβηξε για το λημέρι του Γιάννη του Μπουκουβάλα, του γαμπρού του Γεροδήμου. Ο Πετσάλης Διομήδης στο τρίτομο ιστορικό του μυθιστόρημα «οι Μαυρόλυκοι», βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, περιγράφει τη συνάντηση Πατροκοσμά – Μπουκουβάλα, που θα παρουσιαστεί σε θεατρική σκηνή.
(Μπαίνουν λαχανιασμένοι στη σκηνή ο Μήτρος και ο Λάμπρος)
ΜΗΤΡΟΣ: Καπετάνιο, καπετάνιο, καπετάν Γιάννη Μπουκουβάλα!….
ΠΑΝΑΓΗΣ: Τι είναι ορέ; (άγρια) Τι τον θέλετε τον καπετάνιο; (σηκώνει το τουφέκι του)
ΛΑΜΠΡΟΣ: Χριστιανοί είμαστε! Μη χτυπάτε! Φώναξ’ τον καπετάνιο. Φέρνουμε χαρμόσυνο μαντάτο!
ΠΑΝΑΓΗΣ: Τι έγινε ορέ; Ξεσηκώθηκε η Ρούμελη κατά του Τούρκου;
ΜΗΤΡΟΣ: Τι είν’ αυτά που λες ορέ; Έρχεται, έρχεται……
ΠΑΝΑΓΗΣ: Ποιος έρχεται, ορέ;
ΜΗΤΡΟΣ: Ο Άγιος… ο πάτερ Κοσμάς…. ο γέροντας….
ΠΑΝΑΓΗΣ: Ο Πάτερ – Κοσμάς! Απ’ το Απόκουρο;…..ο γερο – Κοσμάς; ο άγιος;..
ΛΑΜΠΡΟΣ: Ναι! Είναι ένας καλόγερος, ένας γέρος, άγιος άνθρωπος, γραμματισμένος, σοφός, που γυροφέρνει τον τόπο και δασκαλεύει τον κόσμο και κάνει θάματα και λέει προφητείες. Όσοι τον ακούσουνε τον προσκυνάνε, αφού κι ο πασάς είπε, λέει, σαν τον είδε: «Φέρτε μου έναν τούρκο σαν και τούτο το χριστιανό και να του φιλήσω τα πόδια!» Έτσι είπε ο πασάς στο Μπεράτι. Από στόμα σε στόμα πέρασε παντού τ’ όνομά του. Κι όσοι τον άκουσαν αυτιάστηκαν, προσέχουν.
ΜΗΤΡΟΣ: Αλήθεια, σαν τον Απόστολο γυρνάει τον κόσμο, δεκαοχτώ χρόνους… Θέλημα Θεού είναι… θεϊκά σημάδια τονε σπρώξανε… μια θεϊκή βουλή τονε πρόσταξε, γυρνάει τον κόσμο να κηρύξει τον Λόγο του Χριστού… Εσείς τ’ αποξεχάσατε πως είστε χριστιανοί… Όχι, αδέρφια ξυπνήστε, ήρθε ο πάτερ – Κοσμάς να σας ξυπνήσει την ψυχή, ήρθε να σας σώσει… θα σας μιλήσει απόψε… Φώναξε τον καπετάνιο!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Ο καπετάνιος ήτανε άντρας ψηλός ως σαρανταπέντε χρονών, και έμενε στο αρματολίκι του, μαζί με τα παλικάρια του. Το μουστάκι του κόβει το πρόσωπο στα δύο. Η φουστανέλα του είναι μακριά, ως κάτω από το γόνα, και τα τουζλούκια που φοράει είναι βελουδένια και χρυσοκεντημένα, καθώς ταιριάζει των κοτζαμπάσηδων. Γιάννης Μπουκουβάλας είναι αυτός, γαμπρός του Γεροδήμου.
(Μπαίνουν στη σκηνή ο Μπουκουβάλας με τα παλικάρια του)
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Καλώς τους λεβέντες!
ΛΑΜΠΡΟΣ – ΜΗΤΡΟΣ: Γεια χαρά σου, καπετάνιο!
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Έμαθα το μαντάτο σας. Καλώς να ορίσει ο άγιος. Τι τα γυρεύεις. Εμείς με το Χάρο παίζουμε ολοχρονίς. Ας τα ’χουμε καλά & με το Θεό!
ΠΑΝΑΓΗΣ: Κάνει θάματα.
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Και βέβαια κάνει θάματα… Αφού κι οι τουρκαλάδες, ορέ, βγαίνουνε απ’ τα χωριά να τον προσδεχτούνε! Το ’λεγες αυτό, ορέ συ;
(ο καπετάνιος κάθεται)
ΛΑΜΠΡΟΣ: Εμένα μο ’λεγε κείνος ο σύντροφος του καλόγερου πως ετούτος ο άγιος άνθρωπος εμόχθησε κι ήβρηκε τα λεφτά για να φτιάξ’νε τρεις καν τέσσερεις χιλιάδες….. ακούς;…τέσσερεις χιλιάδες κολυμπήθρες…τι με θωρείτε; τέσσερεις χιλιάδες κολυμπήθρες μεγάλες, χαλκωματένιες, στις διάφορες εκκλησιές, για να ’χ’νε να βαφτίζ’νε τον κόσμο.. Ακούς;
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Μεγάλο το όνομα του Θεού! Μας λυπήθηκε… ο Μεγαλοδύναμος…
ΜΗΤΡΟΣ: Και τ΄ άλλο τα θαμαστό. Σ’ ούλα τα χωριά και τους μαχαλάδες που γυρνά φωνάζει να γένουν σχολειά. Τ’ ακούσατε, ορέ παιδιά; Πρέπει να μάθ’νε γράμματα τα παιδιά μας. Γράμματα, όσο βολεί πιο πολλά. Μας το ’πε τώρα δα ο σύντροφος του καλόγερου. Χάρη σ’ αυτόνε, τον πάτερ – Κοσμά, ανοίξανε ως τώρα κάπου διακόσα… διακόσα δεν είπε, ορέ Λάμπρο;… διακόσα σχολειά, να στέλνουνε οι ραγιάδες τα παιδιά τους να ξεστραβωθούνε!…
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Αμετί, σαν και μας που τσαλαβουτάμε στην τύφλα! Διακόσα σχολειά, ε, για μέτρα! Ορέ, τι ’ναι τούτος!
ΠΑΝΑΓΗΣ: Έρχεται!
Όλοι μαζί: Έρχεται! Έρχεται!….
(σηκώνονται όρθιοι. Μπαίνει ο Πατροκοσμάς)
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Είδε τον πάτερ-Κοσμά να ’ρχεται με την ακολουθία του και σηκώθηκε να τον προσδεχτεί. Οι δύο άντρες ως σμίξανε, έσκυψαν και φιληθήκανε σταυρωτά κι ήταν έτσι σαν δύο κυπαρίσσια τετράψηλα, που αέρας ανάκατος τα γέρνει το ’να στ’ άλλο.
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Καλώς όρισες, πάτερ.
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Καλώς σε βρήκαμε, Καπετάνιε.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Τα παλικάρια ένα – ένα, όλα σεμνά, τα δεκαοχτάχρονα κι οι σαραντάρηδες, όλοι, σεμνά και ταπεινά ζυγώνουν και του φιλάνε το χέρι. (μπαίνουν οι γυναίκες με τα παιδιά)
Ήρθανε κι οι γυναίκες λίγο – λίγο, μαζί με τα παιδιά. Το μυριστήκανε κι ήρθαν. Παρατήσανε όλα τα νοικοκυρέματα κι ήρθανε. Γερόντισσες και μεσόκοπες και μεστωμένες και νιες. Το μελτέμι παίζει με τις φούστες, παίζει με τα μαντήλια. Τα κρατάνε με τα δόντια, να μην τα πάρει ο αέρας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Την ευχούλα σου, πατερούλη… (Παίρνουν όλοι την ευχή του. Του φιλούν το χέρι. Ο Πατροκοσμάς κοιτάζει τις γυναίκες με απορία)
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Τις φέραμε και τις γυναίκες εδώ, τα γυναικόπαιδα, για σιγουριά. Κάτω στη χώρα θα τις χαλούσε ο Τούρκος… το ’χε σκέδιο…. για φοβέρα… Τις φέραμε λοιπόν κι εμείς εδώ πάνω κι έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας… Να, η Μπουκουβάλαινα, πάτερ, η κερα – Ευδοξία… να, κι η θυγατέρα μου… έλα, Ερηνούλα….Την άλλη την έχω στεφανώσει με το Διονύση του Ζερμπίνη….να, αυτή είναι…..
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Ο Άγιος κοίταξε τις γυναίκες και τα παιδιά.
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Έχετε σχολείο στη χώρα σας, για να μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά σας;
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Όχι, Άγιε του Θεού.
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Εμέ, η γνώμη μου είναι, πως πρώτα από το Σηκωμό, πολύ πριν τολμήσουμε το «ποθούμενο», πρέπει να δουλέψουμε τις συνειδήσεις. Δεν ξύπνησαν ακόμα οι πολλοί.
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Τι πρέπει να γενεί, πάτερ; Εσύ τι λες;
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Σχολειά, καπετάνιε. Το σχολειό φωτίζει τους ανθρώπους. Ανοίγει τα μάτια των χριστιανών. Από το σχολείο μαθαίνουμε τι είναι Θεός και τι είναι Γένος! Δεν πρέπει να υπάρχει χωριό δίχως σχολειό. Είπαμε, θέλει σχολειά ο τόπος, πρώτα σχολειά, να ξεστραβωθεί ο κόσμος.
Τέκνα μου αγαπητά εν Χριστώ, σώστε την ιερή μας θρησκεία, σώστε την γλώσσα των πατέρων μας, γιατί αυτά τα δύο είναι η πατρίδα μας και δίχως αυτά το Γένος μας καταστρέφεται. Να σπουδάζετε λοιπόν τα παιδιά σας, να μαθαίνουν ελληνικά, διότι η Εκκλησία μας είναι στην ελληνική και το Γένος μας είναι ελληνικό. Γένος και Πίστης ένα είναι. Και αν δεν μάθεις ελληνικά, αδελφέ μου, δεν μπορείς να καταλάβεις εκείνα που ομολογεί η εκκλησία μας. Γι αυτό κι εγώ σας λέω: Μαζωχτείτε όλοι να κάνετε ένα σχολείο, να διαβάζουν τα παιδιά. Κι αν δεν εμάθατε οι γονείς γράμματα, πρέπει να μάθουν τα παιδιά σας. Δε βλέπετε, ότι αγρίεψε το Γένος από την αμάθεια και εγίναμεν ωσάν τα θηρία; Καλύτερα, αδελφοί μου, να έχετε σχολείο ελληνικό στη χώρα σας, παρά να έχετε βρύσες και ποτάμια.Δε θέλουνε μερικοί γραμματιζούμενοι ν’ ανοίξει τα μάτια του ο λαός. Κι εγώ σας λέω, ότι πολλά κακά θα ρθούνε από τους διαβασμένους. (Μετά από μικρή σιωπή) Αχ, τα ευλογημένα τα βουνά. Χάρις σε τούτα τα βουνά θε να σωθείτε μια μέρα! (κάθεται)
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Ας μείνουμε μοναχοί μας οι άνδρες, να πούμε τα δικά μας. Φευγάτε τώρα εσείς οι γυναίκες και τα παιδιά. (τα γυναικόπαιδα, παίρνουν την ευχή του και φεύγουν)
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Η ψυχή του Πατροκοσμά, έβλεπε βαθειά στο Παρελθόν, ζούσε την εσώτερη ζωή του Παρόντος, και με τα φωτερά του μάτια εξερευνούσε ακόμα βαθύτερα τα μυστικά του Μέλλοντος, και στο βάθος του Απείρου, αντίκριζε τον Ουρανό. Κι’ ήταν φορές, έτσι καθώς μιλούσε κι’ άπλωνε τα χέρια του δεξόζερβα που ήταν ωσάν τον Εσταυρωμένον απάνω στο σταυρό του…
Τότε βάλανε τον πάτερ να καθίσει στα δεξιά του καπετάνιου κι οι άλλοι όλοι στέκονταν ολόγυρα. Φύγανε τα γυναικόπαιδα. Ώρα είναι να μείνουνε οι άντρες μόνοι. Ο πάτερ – Κοσμάς τους λέει αυστηρά:
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Έμαθα ότι αμαρτήσατε, αδελφοί. Βλάψατε αδελφούς σας χριστιανούς, την ώρα όπου ο άπιστος μας μπήζει αλλιώτικα το μαχαίρι. Κατεβήκατε στ’ Αμπελάκι και σφάξατε το Γερακάκη και τον Ασίμη, τους κοτζαμπάσηδες τ’ Αμπελακιού. (Κοίταξε τον καπετάνιο στα μάτια). Καπεταναίοι και κοτζαμπάσηδες ένα είναι. Τους έχει ανάγκη το Γένος. Να πάψετε πια να χύνετε το αίμα σας ο ένας του άλλου. Σκοτώνετε το Γένος!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Γύρισε και κοίταξε όλους στα μάτια, τους αρματωμένους.
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Και σαν να μη έφτανε αυτό, άντρες περήφανοι, ελεύθεροι, αρματωμένοι, ριχτήκατε μες στο χωριό και μακελέψατε αδελφούς σας χριστιανούς…
ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ: Γδικιωμός ήτανε!… γδικιωμός!
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Να μην τη ματακούσω τη μαύρη λέξη! (έκραξε άγρια ο γέρο – Κοσμάς). Εκδίκηση δεν την ξέρει ο Σωτήρας μας ο Χριστός και την τιμωρία τη δίκαιη την κρατάει Αυτός για να την δώσει. Και σε ποιόν θα τη δώσει, όταν σημάνει η ώρα εκείνος; Πρώτα σε κείνον που έβλαψε τον αδερφό του.
Κι όχι μόνο βλάψατε τους αδελφούς σας, αλλά χυθήκατε μέσα στα σπίτια τους και τα γδύσατε! Φόβος και τρόμος με συνέχει, πως ίσως και τούτη η φιλοχρηματία σάς οδήγησε και στο άλλο το κακό, όπου σηκώσατε χέρι απάνω στους αδελφούς σας… (Μαλάκωσε λίγο)
Αξίζει, αδελφοί μου, ένα πρόβατο ή λίγα χαλκώματα ή τα μεταξωτά, αξίζει, αδελφοί μου, και το χρυσαφικό ακόμη, για να χάσει κανένας της ψυχής του την λευκότητα και τη γαλήνη; (Κι αγρίεψε πάλι) Εκδίκηση! Τι πάει να πει; Την ώρα που τα βάσανα κι οι πικρίες ξεχειλίσανε για όλους μας, να σηκώνουμε χέρι αδελφοκτόνο και να διαγουμίζουμε το βιος των χριστιανών! Όχι, αδελφοί μου, όλα για την Πίστιν και για το Γένος! Πρώτοι εμείς με το Σταυρό! Πρώτοι κι εσείς με το ντουφέκι! Χριστιανοσύνη και Ρωμιοσύνη, ένα είναι! Είμαστε Γραικοί κι είμαστε Χριστιανοί!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Ο Άγιος τους κοίταξε όλους, έναν – έναν. Και μετά πρόσθεσε ετούτα τα προφητικά τα λόγια:
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: Πιστεύετε κι είστε βαφτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και είσθε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Γεννηθήκατε σε τούτα τα χώματα και ποτίσατε με αίμα και ιδρώτα τούτες τις ποδιές των βουνών, που είναι χώματα ρωμέικα. Κι αν τα πατάει σήμερα τούρκου ποδάρι, αύριο πάλι ρωμέικα θα είναι. Θα ’ρθει η «ημέρα της Κρίσεως». Δεν είναι μακριά! Και θα ξεσκλαβωθεί το Γένος! Ακούστε τούτο το λόγο που σας λέω: Αυτός ο τόπος θα γίνει μια μέρα ρωμέικος, και καλότυχος όποιος ζήσει σε κείνο το βασίλειο! Τούτο σας παραγγέλνω: Και ο ουρανός να κατεβεί κάτω και η γη ν’ ανεβεί απάνω και όλος ο κόσμος να χαλάσει, καθώς μέλλει να χαλάσει σήμερον – αύριον, να μη σας γνοιάζει τι έχει να κάμει ο Θεός. Το κορμί σας ας το κάψουν, ας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας τα πάρουν, μη σας μέλλει. Δώσετέ τα, δεν είναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο, όλος ο κόσμος να θέλει, δεν μπορεί να σας τα πάρει κανείς, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να φυλάγετε, να μην τα χάσετε….Έχετε θάρρος, έχετε θάρρος, αδελφοί. Θα ’ρθει καιρός να σας παίρνουν οι εχθροί σας και τη στάχτη από τη φωτιά, αλλά εσείς να μην αλλάξετε την πίστη σας. Ο γλυκύτατος Χριστός μας υπέφερε τον μαρτυρικό θάνατο ως να φτάσει στην ημέρα της Αναστάσεως. Θα ’ρθει και για σας η ημέρα της Αναστάσεως. Ετούτα που τραβάτε σήμερα, πρόσταγμα του Θεού είναι και μήνυμά Του ότι εγγίζει η Ημέρα.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ Τους είπε τόσα και τόσα όμορφα λόγια, που τους εζάλισε, έτσι όπως ζαλίζει το καλό κρασί, ένα μέθυσμα που δεν μουδιάζει, μόνο ανάβει τα αίματα και ξυπνάει το μυαλό κι ανοίγει την καρδιά. Τέτοιο κρασί τους κέρασε με τα λόγια του ο «γέρος». Και δεν ήταν παιδιά αυτοί που τον ακούγανε, μηδέ γυναίκες ήταν, μόνο ήταν άντρες, παλικάρια, το άνθι της λεβεντουριάς, αυτοί που ζούνε παρέα με τ’ αγρίμια, αυτοί που τους μέλλεται να ελευθερώσουν την πατρίδα!.
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ: (δείχνει μακριά στον ορίζοντα)
Εκείθε θάρθει το Ρωμέικο. Το «ποθούμενο» θα γίνει στην Τρίτη γενιά. Θα το δουν τα εγγόνια σας. Τα βάσανα είναι ακόμη πολλά. Θυμηθείτε τα λόγια μου, προσεύχεσθε, ενεργείτε και υπομένετε στερεά. Το ποθούμενον θα έρθη, όταν θαρθούν δύο πασχαλιές μαζί. Όταν θα ιδήτε το χιλιάρμενο στα ελληνικά νερά, τότε θάρθει. Τη βλέπω, νάτη, έρχεται, φθάνει η μέρα της Αναστάσεως του Γένους!… Φθάνει η πολυπόθητη λευτεριά!
β) ΑΗ ΚΟΣΜΑΣ (Χρυσάνθης Ζιτσαία)ποίημα από τη Δημοπούλου Ελένη, φοιτἠτρια
Ακόμα ανθούν τα λόγια σου στα βράχια της Ηπείρου
απ’ τα βαθειά του στοχασμού ως απ’ τα ψηλά του ονείρου.
Ακόμα μένει ο θρύλος σου με τη ζωή δεμένος
και με τις ρίζες της ψυχής για πάντα τυλιγμένος.
Πρόδρομε εσύ της λευτεριάς, ζεστή του ήλιου αχτίδα,
μοίραζες την παρηγοριά κι έσπερνες την ελπίδα.
Με του Θεού τη δύναμη, με τ’ άχραντα και τ΄ άγια
ν’ ανθίζει τα ξερό ραβδί στου λόγου σου τα μάγια,
να παίρνει ο τόπος δύναμη ο πολυκουρσεμένος,
να προμηνάς την άνοιξη στο σκλαβωμένο γένος.
Άγιε του τόπου θρυλικέ και δροσερή του ανάσα,
Καλόγερε οραματιστή στα «φλογισμένα ράσα».
Να εμπνέεις και να νουθετείς, δρόμο σωστό να δείχνεις
κι αν ήταν να στηθεί σχολειό και το ναό να ρίχνεις.
Ψηλά στης γνώσης τις κορφές έστηνες μετερίζι,
ήσουν σοφός και γνώριζες το φως πούθε αναβλύζει.
Μαγνητισμένο πίσω σου ν’ ακολουθάει το πλήθος,
μνήμη ζεστή στο διάβα σου. Το πέρασμά σου μύθος.
Τα βήματά σου απόμειναν σημαδιακά στο χώμα.
«Εδώθε πέρασε Αη Κοσμάς», το μολογούν ακόμα.
«Πάτερ Κοσμάς προφήτεψε», σου λεν, «δεν ήταν ψέμα».
Ό, τι είπες κι ό, τι μάντεψες, σάρκα πήρε και πνέμα.
Προφήτη κι Ισαπόστολε… κι’ ο χρόνος ας κυλάει.
Βάθρα χρυσά στήνει ο λαός και δεν αλησμονάει.
Στους Ήρωες και στους Μάρτυρες ανάμεσα σε βάζει
κι ακόμα απάνω σε θωρεί. Κι Άγιο σε λογαριάζει.
γ) Θεατρικό Αναλόγιο
Από το ορατόριο του Μίμμη Πλέσσα «ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ»
Αφηγητής – Πατροκοσμάς: Γκιάφης Γιάννης, Πολιτικός Επιστήμων – Θεολόγος
Τραγουδούν: Γοργολίτσα Ειρήνη – Γοργολίτσας Αναστάσιος,
& συνοδεύει με κιθάρα η Στούμπου Κλεοπάτρα, μαθητές του Μουσικού Σχολείου Αγρινίου
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ
Χωριό το χωριό ξεδιπλώνεται ο κάμπος, πάλι ο κάμπος, πάντα ο κάμπος… Χωριό το χωριό ξεδιπλώνεται κι’ ο δρόμος του Κοσμά. Και γίνεται σταθμός το κάθε χωριό… Το ’χε τάξει σκοπό του ο Πατροκοσμάς, ν’ ανοίξει τα μάτια των ραγιάδων. Δεκαεννιά χρόνια γυρνούσε όλη τη χώρα, χωριό το χωριό, Άγραφα και Ξηρόμερο και Πίνδο και τα Χάσια, το Γράμμο και τα Τζουμέρκα, από ράχη σε ράχη, από κορφή σε κορφή, από ρέμα σε ρέμα. Κι’ επειδή μαζευόταν λαός πάρα πολύς, που δε χωρούσε σ’ εκκλησιά, όριζε ο Κοσμάς ότι θε να τους μιλήσει εκεί, σιμά στ’ αλώνι. Τότες φέρανε οι άνθρωποί του έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό, και τον φυτέψανε χάμω στέρεα… Και χαμηλά στη βάση του σταυρού ακουμπούσαν ένα μικρό σκαμνί, κι’ εκεί ανέβαινε ο πάτερ. Απήθωνε τη ράχη του στο σταυρό, κοίταζε το λαό κατάματα, όλους κατάματα, έναν – έναν, κι’ ύστερα άρχιζε το κήρυγμά του…
1. Ωδή στον Άγιο των σκλάβων
ΑΦΗΓΗΤΗΣ (ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ)
Μινίστρο και αρμόδιο δε μ’ όρισε κανένας, μόνο ένα χρέος μ’ όρισε να ζω και να παλεύω,
σ’ έναν αγώνα που πονά, που σε ματώνει. Μα αυτό είναι ο αγώνας.
Κι αυτό είν’ το χρέος μου, Χριστέ μου, το μεγάλο. Πρέπει το γένος τούτο δω να λυτρωθεί.
Δεν το μπορεί, δεν το σηκώνει η γη, όπου περπάτησε ο Σοφοκλής,
ο Περικλής και ο Σωκράτης, πάνω της να βαστά, στην ίδια τη ζυγιά μιναρέ μαζί και Παρθενώνα.
Και δε μπορεί, δε γίνεται, το φως της λευτεριάς που μου ’μαθε ο Πλάτωνας να το σκιάζει μια ημισέληνος…
2. Πάτερ ημών ΑΦΗΓΗΤΗΣ (ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ)
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, γιατί δυο πράγματα μεγάλα μου ’δωσες να ορίσουν τη ζωή μου:
Ετούτο δω το ράσο το τριμμένο, και το σταυρό, μέσα στο στήθος μου κρυμμένο,
που τονε νοιώθω πιο αλαφρύ απ’ το δικό Σου.
Αυτόν που μ’ οδηγάει για να μπορέσω να φωτίσω αυτή τη νύχτα της γενιάς μου,
για να μπορέσω ξανά να βγάλω τις Γραφές στο φως.
Εσύ, στου Γολγοθά το δρόμο ήσουνα μόνος.
Μα εμένα, προνόμιο μεγάλο μου ’δωσες να Σ’ έχω εδώ, κοντά μου, να Σε κουβαλάω μέσα μου.
Να συντροφεύεις τα μοναχικά μου βήματα και τον αγώνα μου
για να φωτιστεί ο νους αυτών των ανθρώπων μέσα στα σχολειά
που εγώ πρέπει να κάνω και να νοιαστώ χωρίς παράδες και χωρίς βοήθεια
παρά μόνο με τη δικιά Σου δύναμη. Και δε με νοιάζει η Ιστορία τι θα πει και τι θα γράψει.
Δάφνες εγώ δεν αποζητάω να δρέψω! Γιατί το χρέος είν’ αυτό που μ’ οδηγάει
και την απολογία μόνο σ’ αυτό και σε Σένα θα τη δώσω.
Πάτερ ημών, με τρύπιο ράσο θα περάσω απ’ τον καιρό,
κι αν σταυρωθώ στου Εβραίου το σταυρό, θα καρτερώ…
θα καρτερώ… να ’ρθουν καιροί, που τις γραφές δεν θα φωτίζει το κερί,
που το σκοτάδι η λευτεριά δεν θα μπορεί να συγχωρεί… δεν θα μπορεί…
Εσύ που ξέρεις, τι είναι του αλέκτορα η φωνή, Εσύ που ξέρεις,
και στου Ιούδα το φιλί πόσο υποφέρεις, Εσύ που ξέρεις,
μονάχα δος μου τώρα που γίνεται ο σταυρός Σου και δικός μου
μια χούφτα ήλιο από Σένα να ’ναι φως μου, μονάχα δος μου…
Πάτερ ημών, χωρίς παράθυρο στα νέα των εννιά
εγώ θα χτίζω μια καλύτερη γενιά σε μια γωνιά… σε μια γωνιά…
Να μη με ψάξεις, στα δακρυγόνα, στις κραυγές, στις παρατάξεις,
σ’ άδεια συνθήματα, μολότωφ και συρράξεις, να μη με ψάξεις.
Δε θα με βρίσκεις, σε καπνογόνα, σ’ ουρλιαχτά και καταλήψεις,
σε κούφια λόγια, σ’ εκπομπές κι «αποκαλύψεις», δε θα με βρίσκεις.
Να με ζητήσεις, μες στης γενιάς σου τη φωτιά που θα κρατήσεις,
μες την αλήθεια, που δε θέλει να λυγίσεις, να με ζητήσεις…
Θα ’μαι μαζί σου, μες στον αγώνα της ζωής και της αβύσσου,
απ’ την καρδιά κι από το χέρι μου κρατήσου, θα ’μαι μαζί σου… θα ’μαι μαζί σου.
τραγούδι Ωδή στον Άγιο των σκλάβων
Για δυο γενιές κι ακόμα μια, σ’ αυτή του κόσμου τη γωνιά,
που δε γνωρίζει απανεμιά, θα περιμένω.
Κι εσύ, του ήλιου ο αδερφός, θα με βαφτίσεις μες το φως,
μαζί με τ’ όνειρο, που ζει μαρμαρωμένο.
Διπλή Λαμπρή και Πασχαλιά, που θα μου φέρουν λευτεριά,
τα συναξάρια τα παλιά κρατούν γραμμένα.
Και συ από χώμα και νερό, θα γίνεις στρώμα καθαρό,
να ξαποστάσουν του καιρού τα πεπρωμένα.
Απ’ της ψυχής σου το θρονί, θα μου μιλάς για υπομονή,
και για την άνοιξη, που αντέχει στο χειμώνα.
Και παραπέρα ο χαφιές, με γρόσια, λίρες και γητειές,
θα σου σταυρώνει τη ζωή και τον αιώνα.
Διπλή Λαμπρή και Πασχαλιά, που θα μου φέρουν λευτεριά,
τα συναξάρια τα παλιά κρατούν γραμμένα.
Και συ από χώμα και νερό, θα γίνεις στρώμα καθαρό,
(να ξαποστάσουν του καιρού τα πεπρωμένα).2
3. Καλώς να ’ρθεις
Το ξέρω, τούτος ο λαός προσμένει. Προσμένει κι εμένα,
κι άλλους σαν εμένα, προσμένει την ελπίδα… Την Ανάσταση…
Μα για να ’ρθει η ελπίδα κι η Ανάσταση θέλει υπομονή, και τις Γραφές να μελετάς.
Γιατί, όποιος τα λάθη του τα λησμονά, είν’ υποχρεωμένος
να τα ξανακάμει, μέχρι να φτάσει στη γνώση, στη λύτρωση…
Κι η λύτρωση περνάει μέσα από σταυρούς κι αγχόνες των Καιρών,
κι αλίμονο… αλίμονο, γιατί οι Κυρηναίοι δεν είναι πια εδώ…
4. Διδαχή Α ΑΦΗΓΗΤΗΣ (ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ)
Φοβάμαι… φοβάμαι να μετρήσω τόσους αιώνες Ιστορία.
Τόσους αιώνες βαριά κληρονομιά φορτωμένη πάνω
στους μικρούς μου ώμους, μια Ιστορία που ζητά τη συνέχεια…
Μια Ιστορία που κάθε μέρα, κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο, μου φωτίζει
τα ίδια μάρμαρα, το ίδιο πέλαγο, που με ταξιδεύει
στις Βυζαντινές ωδές και μου μαθαίνει πάλι και πάλι πως το πνεύμα
δε φυλακίζεται με χαλκάδες και φιρμάνια Σουλτανικά…
Γιατί είναι γραφτό μου να μη μου φτάνει που γεννήθηκα λεύτερος.
Γιατί η μοίρα που μ’ όρισες Εσύ, μου ζητά όχι μόνο να ζήσω, μα και να πεθάνω λεύτερος.
1. Αργία Κυριακής ΑΦΗΓΗΤΗΣ (ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ)
Του Μαμωνά και του εμπορίου τους οίκους δεν τους μοιράστηκα ποτέ με την ψυχή μου,
γιατί τους θησαυρούς που ζήτησα τους βρήκα στα λόγια Εκείνου…
Κι ενάντια στα συμφέροντα τώρα πάω, αυτών που κάθε Κυριακή σταυρώνουν το Χριστό μου
με αργύρια και θάβουνε τα λόγια Του μέσα στον μπεζαχτά τους.
Ώρα να μάθει, είναι, ο αδερφός μου,
πως όλοι τούτοι οι παράδες, πρόστυχοι κι άδικα κερδισμένοι είναι,
σα γίνονται τις Κυριακές που τα Βυζαντινά τα σήμαντρα ηχούνε.
τραγούδι: Καλώς να ’ρθεις
Θα ’χουν περάσει, σαν ετούτο, χίλια βράδια
και στη ζωή δε θα χωράει η υπομονή,
όταν θα ψάχνεις της ψυχής μου τα σημάδια,
και σαν θα λύνεις του χαλκά μου το σχοινί.
Θα ’ναι μια νύχτα που η φωτιά θα τρεμοσβήνει,
και τ’ όνειρό της στη γωνιά θα ξενυχτά.
Σταυρούς κι αγχόνες ο φονιάς σου θα σου στήνει,
και το σκυλί μας σαν απόψε θ’ αλυχτά.
(Καλώς να ’ρθείς, σαν γιος της αστραπής,
τις νύχτες της σιωπής στα δυο να κόψεις.
Κι εγώ θα βρω τ’ αθάνατο νερό,
να πιεις, και στον καιρό να μην τελειώσεις..)2
Δε θα ’χω βάγια και λουλούδια να σου στρώσω,
θα τα ’χει κάψει, όταν θα ’ρθεις, ο χιονιάς.
Μα την καρδιά που θα ζητήσεις θα στη δώσω,
να τη φυλάς στο εικονοστάσι της γενιάς.
(Καλώς να ’ρθείς, σαν γιος της αστραπής,
τις νύχτες της σιωπής στα δυο να κόψεις.
Κι εγώ θα βρω τ’ αθάνατο νερό,
να πιεις, και στον καιρό να μην τελειώσεις).2
2. Διδαχή Β ΑΦΗΓΗΤΗΣ (ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ)
Για θάματα και προφητείες πολλές μιλήσανε οι τριγύρω,
μα, μόνο ένα θάμα θέλω να γενεί και θα γενεί, Εσύ αν το ευλογήσεις.
Το νου και τη καρδιά για να φωτίσω, κάνε μπορετό Χριστέ μου,
σ΄ όλους αυτούς τους αδελφούς, τη λευτεριά τους που ποθήσανε όσο τίποτα.
Γιατί το φως της γνώσης όποιος δεν έχει το λυτρωμό δε θάβρει της ζωής του.
Γιατί οι παγίδες της σκλαβιάς στων γραμματισμένων τα κιτάπια μέσα ενέδρες στήνουν
και υπομονή και φώτιση χρειάζεται, για να τις αποφύγεις.
Κοίτα ν’ αντέξεις, τότε που νόημα δεν θάχουν πια οι λέξεις,
που ο αδελφός σου θα ξεχνάει το «ου φονεύσεις», που τη ζωή και το ψωμί θα ζητιανέψεις.
Κοίτα να ζήσεις, θα προδοθείς όπως εγώ, μα μη λυγίσεις.
Από τα λάθη σου συγγνώμη να ζητήσεις, τη λευτεριά σου τη νεκρή για ν’ αναστήσεις.
Γιατί σου πρέπει, ένα ξωκκλήσι με σταυρό κι όχι δοβλέτι,
ένας βιγλάτορας Χριστός που θα σε βλέπει,
μεσ’ στο Αιγαίο Παναγιά, κυρά και σκέπη, αυτό σου πρέπει.
Τραγούδι
(Καλώς να ’ρθεις, σαν γιος της αστραπής,
τις νύχτες της σιωπής στα δυο να κόψεις.
Κι εγώ θα βρω τ’ αθάνατο νερό,
να πιεις, και στον καιρό να μην τελειώσεις).2
3. Το Μαρτύριο ΑΦΗΓΗΤΗΣ (ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ)
Θεέ μου σ’ ετούτο το μοναχικό ταξίδι της ζωής μου, ο σταυρωτής μου με τιμά,
γιατί Εσένα πιο μπροστά τιμά και λογαριάζει.
Κι αναίτιο τίποτα δεν είναι, μήτε και τ’ άδικο ακόμα όπου την πόρτα μου χτυπά.
Κι εγώ, που τίποτα δεν είμαι, παρά του λόγου Σου μονάχα δραγουμάνος,
ένα μονάχα έχω να πω: Να μ’ αξιώσεις, το Γολγοθά που ανέβηκες, ν’ ανέβω…
Πώς είναι ο θάνατος γιορτή όταν πεθαίνεις λεύτερος, το ξέρω.
Όπως γρικώ και ξέρω πράματα που οι άλλοι δε θωρούνε,
σαν της ζωής μου το σταυρωτή και το χαφιέ, το λάκκο μου που σκάβει.
Τάχα, του φταίει το ράσο μου που κάνει δυο πεντάρες… Κι η πεθυμιά μου του φταίει,
τούτος εδώ ο λαβωμένος τόπος για ν’ αναστηθεί, για να υπάρξει…
Θεέ μου, πιο πολύ τώρα από ποτέ καταλαβαίνω τ’ ανθρώπινό σου δράμα
τώρα που τούτος ο χαφιές το δέντρο της ζωής μου πριονίζει…
Τούτη την ώρα τη στερνή, που τη ζωή μου με θάνατο σφραγίζω,
κράτα τα λόγια μου μαζί σου αδερφέ μου, & κάντα φυλαχτό & κάντα άνεμο & φωτιά
και στης καρδιάς σου την Άγια Πρόθεση απίθωσέ τα.
Κι όταν θε να ’ρθει η Λευτεριά κι ο γιος σου σε ρωτήσει,
πως πόθησα πολύ την άνοιξη του Γένους να του πεις,
και πως το ράσο μου, έκανε μονάχα δυο πεντάρες…
τραγούδι
Για δυο γενιές κι ακόμα μια, σ’ αυτή του κόσμου τη γωνιά,
που δε γνωρίζει απανεμιά, θα περιμένω.
Κι εσύ, του ήλιου ο αδερφός, θα με βαφτίσεις μες το φως,
μαζί με τ’ όνειρο, που ζει μαρμαρωμένο.
[Διπλή Λαμπρή και Πασχαλιά, που θα μου φέρουν λευτεριά,
τα συναξάρια τα παλιά κρατούν γραμμένα.
Και συ από χώμα και νερό, θα γίνεις στρώμα καθαρό,
(να ξαποστάσουν του καιρού τα πεπρωμένα).2]2
4ο Μέρος Ελληνικοί χοροί
Από το Χορευτικό Όμιλο «Οι Μερακλήδες». Υπεύθυνοι, Δημήτρης & Λαμπρινή Πλιάτσικα