Ελλάδα – Ελευθερία – Αρετή
όπως τις ύμνησαν οι Εθνικοί μας ποιητές,
Κάλβος – Βαλαωρίτης – Σολωμός
Εισήγηση από τη M. Mαμασούλα (Φιλόλογο, Θεολόγο, Δ/ρ Παιδαγωγικής)
Τὸ 1821 εἶναι γιὰ μᾶς ἀνεκτίμητο ἐθνικὸ κεφάλαιο. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ προσωποποίηση τῆς Δόξας. Εἶναι ἀνάσταση. Μαρτυρεῖ τὴν ἀκατάλυτη δύναμη τῆς φυλῆς μας, τὴ ζωτικότητα καὶ τὸ σφρίγος της. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας. Ὅ,τι εἴμαστε σήμερα σὰν κράτος, σὰν ἔθνος, σὰν λαός, τὸ χρωστᾶμε στὸ ἀνεπανάληπτο 1821. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε τότε, μόνο σὰν θαῦμα μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ. Ἂν γιὰ τὴν πραγματοποίηση ἑνὸς θαύματος χρειάζεται δύναμη ὑπερφυσική, αὐτὴ σίγουρα θὰ τὴ δροῦμε μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ ποὺ ἀγωνίστηκε τὸτε. Τὸ 1821 σήκωσε τὴν ταφόπετρα κι ἀνάστησε ἕνα λαὸ ὁδηγώντας τον ἀπ᾿ τὴν ἀφάνεια στὴν πρωτοπορία, ἀπὸ τὸν τάφο στὴ ζωή, ἀπὸ τὴν αὐταπάτη καὶ τὴν ὀνειροπόληση στὸ φῶς τῆς πραγματικότητας. Ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν πρωτοπορία τῶν ἐλεύθερων λαῶν. Αὐτὸ θεμελίωσε τὸ μέλλον τοῦ ἔθνους μας καὶ γέννησε τὸ συναίσθημα τῆς ἀσφάλειας καὶ τῆς ὕπαρξης. Γι᾿ αὐτὸ ἂς στραφεῖ τὴν ἱερὴ τούτη στιγμὴ εὐλαβικὰ ὁ νοῦς μας στοὺς ἀθάνατους ἐκείνους προμάχους τῆς ἐθνικῆς μας ἀποκατάστασης. Ας τους δούμε σήμερα μέσα από την πένα και τη λύρα κάποιων μεγάλων ανδρών που έζησαν τις μεγάλες εκείνες μέρες του αγώνα και έκαναν ποίημα και στίχο και μελωδία, για τις επόμενες γενιές, τα κατορθώματά τους. Αυτοί είναι οι Εθνικοί μας ποιητές, Κάλβος, Βαλαωρίτης, Σολωμός. Κάνοντας λόγο περί Εθνικών Ποιητών, ο νούς μας πάει αβίαστα σ’ εκείνους τους ποιητές που με την ποιητική τους λύρα έδωσαν την ικμάδα της έμπνευσής τους για τη δόξα της πατρίδας, ύμνησαν τους αγώνες της για ελευθερία και εθνική ταυτότητα, έψαλαν τους ήρωες και τους μάρτυρές της. Εξωτερικεύουν με τους στίχους τους τον ψυχικό του αγώνα και την αγωνία τους για τα θέματα που διαπραγματεύονται την πατρίδα, την ελευθερία, την αρετή, τη δόξα. Είναι οι ποιητές που δίνουν πρόσωπο στις μεγάλες Ιδέες που χαρακτηρίζουν την Ελληνική φυλή και είναι το πεπρωμένο του Έθνους μας. Πατρίδα, Ελευθερία, Δόξα, Νίκη, Αρετή. Μορφές, Ιδέες, που ταυτίζονται με το Είναι των Ελλήνων και μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο και στην Ιστορία.
Κάλβος, Σολωμός, Βαλαωρίτης. Και οι τρεις Επτανήσιοι. Η “θαυμασία νήσος”, η Ζάκυνθος, πατρίδα των δύο, η Λευκάδα, πατρίδα του Βαλαωρίτη. Σχεδόν σύγχρονοι ο Κάλβος (1792 –1869) & ο Σολωμός (1798-1858), νεώτερος ο Βαλαωρίτης (1824–1879). Και οι τρεις, καταγόμενοι από πλούσιες οικογένειες των Επτανήσων, είχαν την τύχη να λάβουν την καλύτερη μόρφωση, που ολοκλήρωσαν με σπουδές τους στην Ιταλία & σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη “φιλτάτη πατρίδα”, στη “θαυμασία νήσο” του Ανδρέα Κάλβου, στη Ζάκυνθο, έπεσε και στην ψυχή του Σολωμού ο σπόρος της μεγάλης ποίησης. Κι είναι αξιοπρόσεχτο πόσο ίδια κατά βάθος (μ’ όλες τις τεράστιες εξωτερικές ανομοιότητες) στάθηκε στους δύο αυτούς μεγάλους, σχεδόν σύγχρονους, η ζωή. Όσο ίδια, μ’ όλες πάλι τις τεράστιες ανομοιότητες της επιφάνειας, στέκεται κι η ποίησή τους.
Κάλβος και Σολωμός. Και οι δύο, τα πρώτα τους βήματα στο χωράφι της τέχνης τα έκαναν στην Ιταλία και στα Ιταλικά. Και οι δύο, θήτευσαν στη φιλελεύθερη σκέψη. Και οι δύο θήτευσαν στον επαναστατικό ρομαντισμό. Και οι δύο αναχώνευσαν τα δάνεια στοιχεία και τις επιδράσεις στο καμίνι της ρεαλιστικής πατριωτικής έξαρσης. Κι αν ο πρώτος, ο Κάλβος, στάθηκε περισσότερο άκαμπτος στην απαίτηση για ολοκληρωτική θυσία και για αρετή, ο δεύτερος, ο Σολωμός, έσκυψε περισσότερο αδελφικός στ’ ανθρώπινα πάθη, πιο ευαίσθητος στα καλέσματα της ζωής, λιγότερο απόλυτος αλλά το ίδιο αφοσιωμένος, λιγότερο αυστηρός αλλά μην υποστέλλοντας καθόλου τη σημαία της αντρειοσύνης.
Κι αν ο πρώτος ανεβάζει σε κορφές το βάθος του στοχασμού και το ηθικό ανάστημα του ανθρώπου, ο δεύτερος υψώνει τη φλόγα της ελεύθερης και της αγαπημένης ζωής σε μιαν άφατη γλύκα που σμίγουν σφικτά με τον εξαγνιστικό πόνο & ανεβάζουνε τον άνθρωπο στην περιοχή της αρμονίας και της ομορφιάς.
Βασική αρχή στην καλλιτεχνική του δημιουργία του Σολωμού στάθηκε η αδιάκοπη συνεργασία πνεύματος και συναισθήματος. Σταθερά και βασανιστικά επεξεργαζότανε το υλικό της ποίησής του, μοχθώντας πάνω σ’ αυτό και εξαντλώντας τις ψυχικές και τις πνευματικές του δυνάμεις στην αδιάκοπη αναζήτηση της τελειότητας. Γιατί στ’ αλήθεια, κανείς ίσως άλλος Έλληνας ποιητής δεν αναζήτησε όσο αυτός την τελειότητα του στίχου. Πολυδουλεμένος και καλοδουλευμένος με μια υπέροχη μαστοριά, ο στίχος ο σολωμικός φαντάζει πολλές φορές σα σμιλευτός, παίρνοντας μια περιεκτικότητα και μια συμπύκνωση καταπληκτική.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ἦταν και αυτός ἐθνικὸς ποιητής. Μὲ τοὺς στίχους του ζωντάνευε τὸ ἡρωικὸ κλεφταρματωλικὸ καὶ ἐπαναστατικὸ παρελθὸν τῶν Ἑλλήνων, γιὰ νὰ κρατήσει μέσα τους ἄσβεστη τὴ δίψα γιὰ ἐλευθερία, γιὰ ἀγῶνες. Ο Βαλαωρίτης, λυρικός, ελεγειακός είναι ο πρώτος αγνός επικός ποιητής που δοξάζει τη νέα λογοτεχνία μας. Ηθογράφος του αρρενωπού και λεβέντικου, ζωγράφος του σκληρού και του τρομακτικού, μαζί εμπνευσμένος και μελετημένος ραψωδός της εθνικής ιστορίας και της ελληνικής φύσης. Ο Βαλαωρίτης είναι ο κατευθείαν κληρονόμος του Ομήρου. Κανείς περισσότερο από εκείνον επικός, τόσο με το βαθύ του αίσθημα, όσο με τη δύναμη της εικόνας και με το υπέροχο προτέρημά του να τα εμψυχώνει τα πράγματα”.
Κατὰ τὸν Κωστὴ Παλαμὰ ποτὲ δὲν ἐκφράσθηκε στὰ ποιήματά του μὲ τὸ «ἐγώ», ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὸ «ἐμεῖς». Ἀγωνίσθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις ὡς πληρεξούσιος τῆς ἑπτανησιακῆς βουλῆς γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴ μητέρα Ἑλλάδα καὶ ἀργότερα ὡς βουλευτὴς τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοβουλίου. Ἀρνήθηκε τὴ θέση τοῦ προέδρου τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, ἀλλὰ καὶ τὴ θέση τοῦ ὑπουργοῦ τῶν ἐξωτερικῶν. Ἔγραψε στὴ σύζυγό του: «ἡ ψυχή μου δὲν εἶναι πρὸς πώλησιν. Εἰς μίαν καὶ μόνην δόξαν ἀτενίζω: νὰ ζήσω καὶ νὰ ἀποθάνω ἄνευ κηλῖδος καὶ ἄμεμπτος.»
Μια ποίηση, και των τριών, γεννημένη, στην Επανάσταση, από την Επανάσταση και για την Επανάσταση. Μια ποίηση όπου, με θεμέλιο το φοβερό κι ασίγαστο μίσος κατά της τυραννίας, χτίζεται το φλογερό οικοδόμημα της λευτεριάς. Μια ποίηση επική και διθυραμβική, με ήρωες κεντρικούς τους χιλιάδες θρυλικούς αγωνιστές του Εικοσιένα. Με ήρωες τους απλούς, εκείνους φουστανελοφόρους και βρακοφόρους που, ανεβάζοντας τους στα ύψη, τους τοποθετεί πλάι στο ολόλαμπρο άρμα του ομηρικού Αχιλλέα και στις δοξασμένες αθάνατες ψυχές του Αισχύλου και της Σαλαμίνας. Με ήρωες τους αγνούς και ακατέργαστους εκείνους χωριάτες και νησιώτες, τους κατεργασμένους μονάχα από τα βάσανα της σκλαβιάς των τετρακοσίων χρόνων κι από τη λαχτάρα γι ανάσταση του Γένους και για λυτρωμό.
Συγκρίνοντας τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται οι τρεις ποιητές την έννοια της πατρίδας, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι ενώ ο Κάλβος αναφέρεται στο γενικότερο πλαίσιο της Επανάστασης έχοντας ως σημείο αναφοράς το μεγαλείο του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, ο Σολωμός και ο Βαλαωρίτης μιλούν για συγκεκριμένα περιστατικά. Ο Βαλαωρίτης μάλιστα, αναφερόμενος σε ένα κατά πολύ προγενέστερο -από την εποχή του -ιστορικό γεγονός, προσπαθεί να το παραλληλίσει με την Επανάσταση.
Επιπλέον, η κοινή αυτή πατριωτική θεματική αποκτά διαφορετική διάσταση και στους τρεις, καθώς κανένας δεν παραμένει μόνο στα ιστορικά γεγονότα αυτά καθεαυτά, αλλά τα επεκτείνει περαιτέρω αποδίδοντας τους κάποια ευρύτερη διάσταση και πιο συγκεκριμένα, μυθολογική ο Κάλβος, φιλοσοφική ο Σολωμός και συμβολική ο Βαλαωρίτης.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι καθένας τους χαράσσει τη δική του πορεία, δημιουργώντας το προσωπικό του ποιητικό ύφος και τρόπο γραφής. Παρόλα αυτά, ακόμη και αυτή η υποκειμενικότητα στην ποιητική έκφραση έχει ως βάση της τους εξαιρετικά όμοιους στόχους των δημιουργών, μέσα από τους οποίους κατάφεραν τελικά να δημιουργήσουν αξιοθαύμαστα επιτεύγματα και ποίηση υψηλού αισθητικού επιπέδου.
Κυρίες και κύριοι, με τη σημερινή μας γιορτή θα προσπαθήσουμε να δούμε το 1821 με τα μάτια και την πένα των Εθνικών μας ποιητών. Να ζήσουμε κι εμείς την αγάπη, αλλά και την αγωνία τους και τα πιστεύω τους για τούτο τον ένδοξο, αλλά βασανισμένο τόπο, την πατρίδα μας, τη γαλάζια μας Ελλάδα. Την Ελλάδα που προστατεύει ο Θεός και η Υπέρμαχος Στρατηγός, την Ελλάδα, που ό,τι και να γίνει θα κρατάει τα σκήπτρα του Πνεύματος, του Πολιτισμού, των υψηλών Ιδεών, της Ελευθερίας, της Αρετής.
Ο Ανδρέας Κάλβος, ο αγαπημένος ποιητής των Φιλελλήνων, ποιητής & δάσκαλος του Γένους (1792-1869)
Αντιπροσωπευτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα, ο Ανδρέας Κάλβος, ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στην πολιτική, την εκπαιδευτική, την πνευματική και γενικότερα τη λόγια ζωή στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, & την επαναστατημένη Ελλάδα. Μετέχοντας στην πνευματική κίνηση προσπάθησε να μεταδώσει τα ευρωπαϊκά φώτα στους Έλληνες και να συμβάλει στην εθνική τους αφύπνιση και καλλιέργεια. θα ήταν δυνατό να καταταχθεί μεταξύ εκείνων που αναγνωρίζουμε ως δασκάλους του Γένους. Συνεργάστηκε με τον λόρδο Γκίλφορντ στην ίδρυση της «Ιονίου Ακαδημίας», του πρώτου ευρωπαϊκού τύπου Πανεπιστημίου στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, και στη διοργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης του Ιόνιου Κράτους. Οι συνεισφορές του σε εράνους και εκδόσεις, η μεταφραστική και η εκδοτική του δραστηριότητα, η προσπάθειά του να συντάξει λεξικά και να δημιουργήσει ελληνική επιστημονική ορολογία, η ένταξή του στον χώρο των επτανήσιων μεταρρυθμιστών, αποκαλύπτουν εικόνα ανθρώπου πατριώτη, που αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις για το καλό της πατρίδας. Η ιδιότητα του λογίου και του εκπαιδευτικού, ήταν εκείνη που επικράτησε όσο ζούσε ο Κάλβος. Από την άλλη, η ιδιότητα του ποιητή είναι εκείνη που επικρατεί σήμερα. Ο Α. Κάλβος στοχεύει με τις είκοσι (20) ωδές του στο εγκώμιο του Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους. Εμπνέεται από τον Αγώνα του 1821. Υμνεί την ΑΡΕΤΗ που συστατικά της είναι η ανδρεία, η δικαιοσύνη, η ελευθερία. Στην ποίηση του, η Πατρίδα με την Ελευθερία και την Αρετή είναι «αξεχώριστα». Θα παρουσιαστούν αποσπάσματα από τις Ωδές του Κάλβου, με ενσαρκωμένες τις Ιδέες – Αρετές που διέπουν το έργο του.
Aφηγήτρια
Ὦ Ἀρετή! Πολύτιμος θεά,
Ελευθερία, σὺ ἠγάπας πάλαι
τὸν Κιθαιρῶνα, σήμερον
τὴν γῆν μὴ παραιτήσῃς,
τὴν πατρικήν μου.
Σὺ τότε, ὦ λαμπροτάτη
κόρη Διός, τοῦ κόσμου
μόνη παρηγορία,
τὴν γῆν μου σὺ ἐνθυμήθηκες
ὦ Ἐλευθερία.
Ἦλθ᾿ ἡ θεά· κατέβη
εἰς τὰ παραθαλάσσια
κλειτὰ τῆς Χίου· τὰς χεῖρας
ἄπλωσ᾿ ὀρθή, καὶ κλαίουσα
λέγει τοιάδε·
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ὠκεανέ, πατέρα
τῶν χορῶν ἀθανάτων,
ἄκουσον τὴν φωνήν μου,
καὶ τῆς ψυχῆς μου τέλεσον
τὸν μέγαν πόθον.
Ἔνδοξον θρόνον εἶχον
εἰς τὴν Ἑλλάδα· τύραννοι
πρὸ πολλοῦ τὸν κρατούσι,
σήμερον σὺ βοήθησον,
δός μου τὸν θρόνον.
ΑΡΕΤΗ
Τρέξατε ἀδέλφια, τρέξατε·
συμμέτρως ἐχορεύσαμεν,
σύμμετρα ἂς ἀποθάνωμεν
διὰ τὴν πατρίδα.
Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες –
τὰ ὀμμάτιά σας σηκώσατε –
ἰδού – εἰς τους οὐρανοὺς
προστάτης ὁ θεὸς μόνος σας εἶναι.
ΑΝΔΡΕΙΑ
Ὁρμήσατε τὰ συναγμένα πλοῖα
ὦ ἀνδρεῖοι· σκορπίσατε
τὸν στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων.
Ἡμεῖς διὰ τὸν σταυρὸν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα
καὶ σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφὰ τοὺς πολεμοῦντας
σταυρὸν καὶ ἀλήθειαν.
Aφηγήτρια
Ἕνας Θεὸς καὶ μόνος
ἀστράπτει ἀπὸ τὸν ὕψιστον
θρόνον· καὶ τῶν χειρῶν του
ἐπισκοπεῖ τὰ αἰώνια
ἄπειρα ἔργα.
Κρέμονται ὑπὸ τοὺς πόδας του
πάντα τὰ ἔθνη, ὡς κρέμεται
βροχὴ ἔτι ἐναέριος
ἐν ᾧ κοιμῶνται οἱ ἄνεμοι
τῆς οἰκουμένης.
Ἀλλ᾿ ἡ φωνή του ἀκούεται,
φωνὴ δικαιοσύνης,
καὶ ἡ ψυχαὶ τῶν ἀνόμων
ὡς αἵματος σταγόνες
πέφτουν ῾ς τὸν ἅδην.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Ὦ ἐπουράνιος χεῖρα!
σὲ βλέπω κυβερνοῦσαν
τὰ τρομερὰ πηδάλια,
καὶ τῶν ἡρῴων ἡ πρώραι
ἰδοὺ πετάουν.
Ἰδοὺ κροτοῦν, συντρίβουσι
τοὺς πύργους θαλασσίους
ἐχθρῶν ἀπείρων· σκάφη,
ναύτας, ἱστία, κατάρτια
ἡ φλόγα τρώγει·
Ὠθωμανὲ ὑπερήφανε
ποῦ εἶσαι; νέον στόλον
φέρε, ὦ μωρέ, καὶ σύναξε·
νέαν δάφνην οἱ Ἕλληνες
θέλουν ἁρπάξειν.
Μπαίνει η ΕΛΛΑΔΑ με σιέλ & σπαθί (ᾨδὴ Ὁ Ὠκεανός)
Aφηγήτρια
Γῆ τῶν θεῶν φροντίδα,
Ἑλλὰς ἡρῴων μητέρα,
φίλη, γλυκεῖα πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ᾿ ἐσκέπασε,
νύκτα αἰώνων.
Ἔθλιψε τὴν Ἑλλάδα
νύκτα πολλῶν αἰώνων,
νύκτα μακρᾶς δουλείας,
αἰσχύνη ἀνδρῶν, ἢ θέλημα
τῶν ἀθανάτων.
Πεφιλημένα θρέμματα
Ὠκεανοῦ, γενναία
καὶ τῆς Ἑλλάδος γνήσια
τέκνα, καὶ πρωτοστᾶται
Ἐλευθερίας·
ΕΛΛΑΔΑ
Σὺ τότε, ὦ λαμπροτάτη
κόρη Διός, τοῦ κόσμου
μόνη παρηγορία,
τὴν γῆν μου σὺ ἐνθυμήθηκες
ὦ Ἐλευθερία.
Ὠκεανέ, πατέρα
τῶν χορῶν ἀθανάτων,
ἄκουσον τὴν φωνήν μου,
καὶ τῆς ψυχῆς μου τέλεσον
τὸν μέγαν πόθον.
Μπαίνει η ΝΙΚΗ με λευκό & με δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι & δάφνη στο χέρι
Aφηγήτρια
Ὄν, σὺ ποὺ ἡ φαντασία
φλογώδης τῶν θνητῶν
῾σὰν πτερωμένην βλέπει
παρθένον ῾ς τὸν ἀέρα,
οὐράνιον ἔργον
Στὸ μέτωπόν σου πάντοτε
ἄσβεστος λάμπει ἀστέρας,
ὦ Νίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αἰώνων.
Ὦ Νίκη, διὰ τοὺς Ἕλληνας
στεφάνους πλέξε·
Πήγαινε εἰς τὸν παράδεισον·
μία δάφνη ἐκεῖ βλαστάνει·
ἄγγελος τὴν φυλάττει
λαμπρός, καὶ τὴν ποτίζει…
ψάλλων τοιαῦτα.
«Αὔξανε διὰ τὸν θρίαμβον,
»διὰ τὴν ἀγάπην αὔξανε
»ἐλευθερίας, πατρίδος·
»διὰ πάντοτε ἀκεραύνωτος
»βλάστανε ὦ δάφνη.
ΝΙΚΗ
Τὰ δειλὰ τῶν ἐχθρῶν σας
πλήθη καταφρονήσατε·
τὴν κόμην πάντα ὁ θρίαμβος
στέφει τῶν ὑπὲρ πάτρης
κινδυνευόντων.
Ἐὰν τιμήσῃς ἥρωα
μ᾿ αὐτά, προσμένει ὁ τάφος
τὸ σῶμα του, προσμένουσιν
οἱ οὐρανοὶ τὸ στέφος του
καὶ τ᾿ ὄνομά του.
Aφηγήτρια
Σοβαρόν, ὑψηλὸν
δόσε τόνον ὦ Λύρα·
λάβε ἀστραπήν, καὶ ἦθος
λάβε νοός, ὑμνοῦμεν
ἔνδοξον ἔργον.
Ὦ γνήσια τῆς Ἑλλάδος
τέκνα· ψυχαὶ ῾ποὺ ἐπέσατε
εἰς τὸν ἀγῶνα ἀνδρείως,
τάγμα ἐκλεκτῶν Ἡρώων,
καύχημα νέον·
Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα.
Μορφές – Ιδέες
Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα.
ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ Α. Κάλβου Μουσ. Μ. Θεοδωράκη
Το αγαθό της ελευθερίας είναι αναμφισβήτητα το πολυτιμότερο και το σημαντικότερο στη ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος οφείλει να το διεκδικεί με οποιονδήποτε τρόπο. Για την κατάκτηση της ελευθερίας o Ίκαρος με τα ψεύτικα φτερά πέταξε, κι αν έπεσε, όπως λέει ο Κάλβος στην Ωδή Εις Σάμον, «αφ’ υψηλά όμως έπεσε και απέθανεν ελεύθερος», Για την κατάκτηση της ελευθερίας χρειάζεται μεγάλη γενναιότητα, θάρρος, ανδρεία και ψυχική δύναμη. Η ελευθερία δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά είναι ένα έπαθλο που το κερδίζει ο άνθρωπος με σκληρό αγώνα και αυτοθυσία. Γιατί χωρίς “αρετήν και τόλμην” δεν μπορεί να πετύχει τίποτα ο άνθρωπος στη ζωή του, πόσο μάλλον το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας.
Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται [2]
ζυγόν δουλείας ας έχωσι,
θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία [2].
Αυτή [και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας
επτέρωσεν τον Ικαρον.
και αν έπεσεν ο πτερωθείς κι επνίγει θαλασσωμένος.
αφ’ υψηλά όμως έπεσε (2)
και απέθανεν ελεύθερος, [2]
Αν γένης σφάγιον άτιμον ενός τυράννου,
νόμιζε φρικτόν τον τάφον.
Οσοι το χάλκεον …. ελευθερία[2].
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ασυγκράτητα πατριώτης
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824–1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού και ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, καταγόμενος από αρματωλίτικη γενιά της Βαλαώρας της Ευρυτανίας. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Ύστερα πήγε στη Γαλλία και στην Ιταλία και σπούδασε νομικά. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση. Ήταν πλούσιος κι έμενε στο γραφικό νησάκι Μαδουρή. Μελέτησε πολύ τη γνήσια γλώσσα του λαού και την έκανε όργανο, για να εκφράσει τις ιδέες του. Χρησιμοποιώντας επικολυρικό στίχο, ο Βαλαωρίτης έγραψε για τους άθλους των αγωνιστών του ’21. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν πολύ. Απέκτησε τον τίτλο του εθνικού ποιητή, ως ο πρώτος που έσκυψε «στις εγχώριες πηγές με την απόφαση να κάνει ελληνική ποίηση».Έγραψε πολλά ποιήματα στα οποία διακρίνει κανείς μια πατριωτική ρωμαλεότητα, έναν ασυγκράτητο πατριωτισμό και μια αχαλίνωτη φαντασία. Περιέγραψε τους άθλους των Ελλήνων, τον ξεσηκωμό τους και τις θυσίες τους για την πολυπόθητη ελευθερία Από τα έργα του, που γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις, σπουδαιότερα είναι τα: Στιχουργήματα, Μνημόσυνα, Κυρά Φροσύνη, Θανάσης Διάκος, Φωτεινός, Αστραπόγιαννος, ο Σαμουήλ, ο Γεροδήμος.
Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΙΟΦΙΛΙ ΤΟΥ
Στα προεπαναστατικά χρόνια, γεννιέται στο Μεγανήσι Λευκάδας (1785) ο Δήμος Τσέλιος ή Δήμος Φερεντίνος. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Ζάβιτσα Ξηρομέρου (σημερινό Αρχοντοχώρι), οι οποίοι για λόγους ασφαλείας είχαν καταφύγει στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Επιστρέφουν στη Ζάβιτσα όπου πλέον ξεκινούν μια καινούρια ζωή, μιας και το χωριό τους εκείνη την εποχή βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση. Πέντε χρόνια ο μικρός Δήμος βοσκούσε πρόβατα στα βουνά και τα λιβάδια των Ακαρνανικών ορέων. Ώσπου σε ηλικία 15 ετών, πήρε το δρόμο για τα βουνά του Βάλτου και των Αγράφων να γίνει κλέφτης. Κοντά στον Κατσαντώνη και τον Λεπενιώτη έμαθε πολλά· για την κλέφτικη ζωή και την τέχνη του κλεφτοπόλεμου. Άρχισε σιγά-σιγά να ξεσηκώνει τους σκλαβωμένους Έλληνες του Ξηρομέρου, του Βάλτου, της Άρτας, της Ναυπάκτου, του Μεσολογγίου… και να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε πολλές μάχες: στο Βραχώρι, στη Βόνιτσα, στην Άρτα, στο Μακρυνόρος, στη Μαχαλά (Μοναστήρι Λιγοβίτσι), στη Λευκάδα, στην Άμφισσα κ.ά. Έφτασε μέχρι το βαθμό του στρατηγού και για τη μεγάλη προσφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα τιμήθηκε με ξεχωριστά αξιώματα. Μετά την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας από τον τούρκικο ζυγό, επέστρεψε στην Επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου ως διοικητής του Φρουρίου της Βόνιτσας.
Το 1854 πεθαίνει σε βαθιά γερατειά! Ο μεγάλος μας ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπνεύσθηκε τόσο από τη ζωή και τη δράση του αγωνιστή Γέρου-Δήμου (Δήμου Τσέλιου) όσο και από την ανθρωπιά που τον διακατείχε και έγραψε το γνωστό ποίημα “Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ”
Ο ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου
βρύση το αίμα τόχυσα σταλαγματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγκο,
νάναι χλωρό και δροσερό, νάναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώση!
Κι αν ξεφυτρώση πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θάρχωνται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θάρχωνται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωρνάνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα κ’ οι χρόνοι την αντρειά μου.
Ήρθε και μένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε
τ’ αντρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη…
Σταθήτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθήτ’ εδώ σιμά μου
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου,
κι έν’ από σας, το νιότερο, ας ανεβή στη ράχη,
ας πάρη το τουφέκι μου, τ’ άξιο μου καριοφίλι
κι ας μου το ρίξη τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξη:
« Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει!»
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θε να βογγήξη ο βράχος,
θα βοργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν,
και τ’ αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήση, θα σβηστή, θα ρίξη τα φτερά του,
για να μην πάρη τη βοή άθελα και τη φέρη
και τηνε μάθη ο Όλυμπος και την ακούση ο Πίνδος,
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγκοι
-« Τρέχα, παιδί μου, γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου απάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του».
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν νάτανε ζαρκάδι
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην Τρίτη και την ύστερη τ’ άξιο το καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει!
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ του ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει!»…
Τ’ αντρειωμένου η ψυχή του φοβερού του κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφα απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ (Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)
Παράσταση-ταμπλώ Μουσική υπόκρουση
(«θάλασσα» του Σταμάτη Σπανουδάκη)
Παρουσιάστρια:
Ο Βαλαωρίτης, στο ποίημα, Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ, εκφράζει τον πλατύ κυματισμό της φλογερής ελληνικής καρδιάς και τη λαύρα της ηφαιστειακής ιδιοσυγκρασίας του. Ακούγεται εδώ η φωνή του αδικημένου, του πολύπαθου, του περήφανου, του ανυπότακτου ελληνικού λαού. Η αδούλωτη ελληνική ψυχή τετρακόσια ολόκληρα χρόνια σκάβει με πείσμα και υπομονή τα θεμέλια μιας πανίσχυρης οθωμανικής αυτοκρατορίας και τελικά την καταποντίζει και την αφανίζει.
Οι αφανείς καλόγηροι με το τριμμένο και το μπαλωμένο ράσο, οι αδούλωτοι στο πνεύμα ραγιάδες με αξίνες, με πέτρες, γυμνοί, πεινασμένοι μα άκαμπτοι γκρεμίζουν το γίγαντα.
Ο βράχος είναι ο σκληρός δυνάστης, ο πέτρινος στην ψυχή ενώ το κύμα είναι ο υπόδουλος Έλληνας, που τώρα πια είναι ανδρειωμένος στην ψυχή. Προστάζει ο δούλος τώρα, τον αφέντη.
ΚΥΜΑ: «Μέριασε, βράχε, να διαβώ!
ΑΦΗΓΗΤΗΤΡΙΑ: το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο-
ΚΥΜΑ: Μέριασε, μες στα στήθη μου, πούσαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, πούπε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
και σώγλυφα και σώπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκύτταζες και φώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα
μέρα νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα
Και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω
με φύκη τον νε πλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βάθη,
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό… εξύπνησα λιοντάρι».
ΑΦΗΓΗΤΗΤΡΙΑ:
Ο βράχος εκοιμότουνε στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, πούταν χλωμό, μισόσβυστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσε ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα ψυχομαχήσει.
ΒΡΑΧΟΣ
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι τόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω».
ΚΥΜΑ:
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ πότισε ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψε ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξε με,
έγινα θάλασσα πλατειά, πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τα ’χνάρια….
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο…. Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημα μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, πέρασε η γαλήνη.
Καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
Γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
ΑΦΗΓΗΤΗΤΡΙΑ:
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε με μιας το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβυέται, λυώνει
σαν να ‘ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγηξε για λίγο αγριωμένη
η θάλασσα κι κλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο πούταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Ἡ πρὸς τὴν Πτρίδα Ἀγάπη μου
Δὲν εἶναι διαβατάρικο πουλί, ποὺ γιὰ μία μέρα
σχίζει τὰ νέφη καὶ περνᾷ γοργὸ σὰν τὸν ἀγέρα,
οὔτε κισσός, π᾿ ἀναίσθητος τὴν πέτρα περιπλέκει
οὔτ᾿ ἀστραπή, ποὺ σβύνεται χωρὶς ἀστροπελέκι,
δὲν εἶναι νεκροθάλασσα, βοὴ χωρὶς σεισμό,
νοιώθω γιὰ σέ, πατρίδα μου, στὰ σπλάγχνα χαλασμό.
Διονύσιος Σολωμός (1798-1858) ο αφιερωμένος στο Θεό
“Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό”. Ξάστερη, δυνατή, φλογερή διασχίζει τα χρόνια η φωνή του εθνικού μας ποιητή, δίνοντας στους Έλληνες το μεγάλο παράγγελμα. Αγωνιστής του εθνικού ιδανικού και της αλήθειας, που τα βλέπει σφιχτοδεμένα στη βαθύτερη ουσία της εθνικής μας ζωής και της ιστορίας του έθνους του, ο Σολωμός διέπρεψε ως κατ’ εξοχήν ποιητής της λευτεριάς.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798, σπούδασε στην Ιταλία & ασχολήθηκε από μικρός με την ποίηση, γράφοντας στην αρχή στην Ιταλική γλώσσα. Με την επιστροφή στη Ζάκυνθο το 1818 ο Σολωμός άρχισε να γράφει ποιήματα στην ελληνική γλώσσα & εκπληρώνει το ιδανικό του, μαζεύει «εθνικά τραγούδια», δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας σε μια προσπάθεια ανακάλυψης υλικού που θα εμπλουτίσει το δικό του ποιητικό σχήμα. Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το 1828, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων εκείνη την εποχή. Το 1833 ξεκίνησε η ωριμότερη περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν τα ποιήματα Ο Κρητικός, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ο Πόρφυρας, τα οποία αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του.
«Ο Σολωμός έλαμψε σαν το πιο όμορφο πετράδι του ποιητικού στέμματος της Ελλάδας», θα γράψει ο Λίνος Πολίτης. Ήδη πριν τον θάνατό του το ποιητικό του έργο είχε ταυτιστεί με την έννοια της πατρίδας: Ο Ιάκωβος Πολυλάς στα «Προλεγόμενα» των ποιημάτων του Σολωμού τον ονόμασε «εθνικό ποιητή».
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο εθνικός μας ποιητής. Κατάφερε να δημιουργήσει την Επτανησιακή Σχολή και να γίνει ο κυριότερος εκπρόσωπος και εκφραστής της. Ο Σολωμός συνδύασε στα ποιήματα του το δυτικό στοχασμό με την ελληνική παράδοση, τη δημοτική γλώσσα με τον αυστηρό στίχο, την υψηλή ιδέα με τον πόθο για ελευθερία, την εθνική και πνευματική ανεξαρτησία των Ελλήνων. Η Πατρίδα, η Ελευθερία και η Γλώσσα είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο του Σολωμού. Τα ποιήματα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Η Ελληνίδα Μητέρα
Το ποίημα, «Η Ελληνίδα Μητέρα», έγραψε ο Σολωμός στην ιταλική γλώσσα & μεταφράστηκε στην ελληνική αργότερα από τον Γεώργιο Καλοσγούρο. Η Ελληνίδα ψυχή του Σολωμού φλεγόμενη, υποβάλλει την Ελληνίδα ιδέα, που καλείται να την μεταλαμπαδεύσει στα τέκνα της η Ελληνίδα μητέρα, απόλυτα πεπεισμένη για την οικουμενικότητα της αποστολής της. Η «Ελληνίδα μητέρα» έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γυναίκας που γαλουχήθηκε με τις αξίες που συνιστούν την ελληνικότητα, μια δηλαδή ιδιότητα που ορίζει τον οικουμενικό άνθρωπο, μ’ άλλα λόγια τον Έλληνα. Διαθέτει λοιπόν συνείδηση της ιστορίας του έθνους της, δεν τρέφει καμία ψευδαίσθηση για τη μοίρα της και έχει πλήρη επίγνωση της αποστολής της.
Η Ελληνίδα Μητέρα
Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !
.
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
.
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.
.Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.
Στις 22 Ιουνίου 1824 οι Τούρκοι θα καταλάβουν τα Ψαρά και θα προβούν σε μία ανελέητη σφαγή των κατοίκων του νησιού∙ ένα χρόνο μετά ο Διονύσιος Σολωμός θα συνθέσει το έξοχο επίγραμμα για να τιμήσει τους θυσιασθέντες Ψαριανούς. Η μορφή της προσωποποιημένης Δόξας τιμά τους νεκρούς Έλληνες μέσα σε ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής.
Η χορωδία τραγουδάει & παρουσιάζεται η ΔΟΞΑ με λουλουδένιο στεφάνι στο χέρι& δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι.
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη.
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι από τα κορυφαία έργα του Σολωμού και της νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. Είναι το έργο ζωής του Σολωμού. Θέμα του ο ηρωικός αγώνας των Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) ως την απεγνωσμένη έξοδο, την παραμονή των Βαΐων. Ο ποιητής ξεκινώντας από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ανάγεται στον αγώνα του ανθρώπου για την ηθική, την εσωτερική του ελευθερία. Το έργο όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και έφτασε σ’ εμάς σε χειρόγραφα «αποσπάσματα» συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα.
Στο ποίημα φαίνεται ακέραιος ο άνθρωπος· το ύψος της ψυχής του και συνάμα τα φυσικά αισθήματα (έρωτας, μητρική αγάπη, ενθουσιασμός της δόξας, φιλοζωία, έρωτας προς τα κάλλη της φύσης) σε όλη τους τη σφοδρότητα, την ώρα που τα σκεπάζει η σκιά του θανάτου. Και συγχρόνως αυτή η υπεροχή του πνεύματος μπροστά στη βία φαίνεται και στον ανδρικό και στο γυναικείο χαρακτήρα. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι θριαμβεύουν και μέσα στην ψυχή των εχθρών τους.
(α΄ σχεδίασμα)
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε: